Του Νίκου Παπαδογιάννη
Τον πολύκροτο γάμο με τον Βασίλη Σπανούλη σε ρόλο Ομοσπονδιακού προπονητή, ή και υπερπροπονητή στο ισπανικό πρότυπο, ο Βαγγέλης Λιόλιος το σκαρφίστηκε πριν καλά καλά στρογγυλοκαθίσει στην αγκαθωτή καρέκλα της ΕΟΚ. Τα πρώτα δημοσιεύματα, κατά κανόνα φυτευτά, εμφανίστηκαν στον ηλεκτρονικό τύπο τον Οκτώβριο του 2021, λίγες εβδομάδες μετά την αποκαθήλωση του …επάρατου Βασιλακόπουλου.
Η Εθνική ομάδα προερχόταν από την παρένθεση Πιτίνο και είχε προπονητή με συμβόλαιο, τον Θανάση Σκουρτόπουλο. Η νέα διοίκηση όμως σκόπευε να εξοστρακίσει όλους όσους είχαν συμφωνίες με την προηγούμενη διοίκηση, ποντάροντας, βάσιμα καταπώς φαίνεται, στο ευνοϊκό αλληθώρισμα των εργατικών δικαστηρίων. Ο Σκουρτόπουλος εκπαραθυρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες αν και η σύμβαση του τελείωνε το 2023 και ο δρόμος για τον διάδοχο άνοιξε.
Ωστόσο, ο φιλόδοξος νέος πρόεδρος της ΕΟΚ υπολόγιζε χωρίς το μπλόκο του Συνδέσμου Προπονητών, πρόεδρος του οποίου είναι ο Παναγιώτης Γιαννάκης. «Ο κύριος Σπανούλης δεν έχει δίπλωμα προπονητή, οπότε δεν μπορεί να είναι προπονητής της Εθνικής ομάδας», ήταν το μήνυμα του ΣΕΠΚ. Τυπικά, μπορούσε. Ηθικά, όχι. «Θα είναι σφάλμα να ξεκινήσετε τη θητεία σας με θεσμικό ατόπημα», συμβούλευσε το Λιόλιο κάποιος από τους αυλικούς του. Το σχέδιο για Σπανούλη τοποθετήθηκε στον θερμοθάλαμο και ο Δημήτρης Ιτούδης, ολόκληρος Ιτούδης είναι η ορθή διατύπωση, έγινε προπονητής υπό προθεσμία.
Η μετριότητα της Εθνικής στο Ευρωμπάσκετ του 2022 και η ικανοποιητική παρουσία της στο Μουντομπάσκετ του 2023 βαφτίστηκαν συλλήβδην «αποτυχία» και το τριετές πλάνο κόπηκε στα δύο, με τη συναίνεση του ίδιου του Ιτούδη, ο οποίος ένιωθε ανοχύρωτος και εκτεθειμένος σε κάθε βήμα του. Ο θρύλος λέει ότι οι πρωτοβουλίες για την ομαλή μετάβαση στην επόμενη μέρα -και όχι μόνο με τον Σπανούλη- συνεχίζονταν ακόμα και τις εβδομάδες πριν τη Μανίλα, με ορίζοντα ακόμα και την έγκαιρη αντικατάστασή του. Η ΕΟΚ δεν διέψευσε ποτέ τα σχετικά σενάρια, όταν αυτά πέρασαν από τις γρίλιες της δημοσιότητας.
Ο Βασίλης Σπανούλης αναλαμβάνει επίσημα την ομάδα της καρδιάς του αρχές Οκτωβρίου 2023, με ορίζοντα το Προολυμπιακό τουρνουά που πιθανότατα θα γίνει στην Αθήνα, κυρίαρχο στοίχημα την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες και επόμενο μέλημα την ανανέωση της ομάδας, εκκινώντας από το Ευρωμπάσκετ του 2025. Θα κάνει το ντεμπούτο του στο «παράθυρο» του Φεβρουαρίου, με δύο αγώνες παγίδες, απέναντι στην Τσεχία εντός και την Ολλανδία εκτός.
Στον ίδιο Όμιλο ανήκει και η Μεγάλη Βρετανία και προκρίνονται τρεις, συνεπώς θα περάσουμε και θα πάμε στην Κύπρο για την πρώτη φάση του Ευρωμπάσκετ ’25, τα τελικά του οποίου θα διεξαχθούν στη Ρίγα. Κάπου εκεί τελειώνει, εκ πρώτης όψεως, η θητεία του Σπανούλη στους Άνδρες. Το καλοκαίρι του 2026 είναι άδειο, ενώ το 2027 θα διεξαχθεί το επόμενο Μουντομπάσκετ, στο Κατάρ. Εννοείται ότι η πρόκριση και για αυτό περνάει μέσα από «παράθυρα», που θα είναι πολύ πιο απαιτητικά.
Αυτό το μήνα συμπληρώνεται 15ετία από τότε που οι δύο «αιώνιοι» απαίτησαν εν χορώ την αποδέσμευση του πολυνίκη Παναγιώτη Γιαννάκη, ένεκα της παρουσία του στον Ολυμπιακό (τις λεπτομέρειες, οι όψιμοι ρεφορμιστές μπορούν να τις θυμηθούν με ένα απλό κλικ σε αυτό εδώ το κείμενο). Έκτοτε, δοκιμάστηκαν όλες οι πιθανές και απίθανες συνταγές στην αναζήτηση ενός αντάξιου διαδόχου που να αντέχει το βάρος της κληρονομιάς.
Ο Καζλάουσκας ήταν ένας ξένος προπονηταράς με γνώση της ελληνικής πραγματικότητας. Ο Τρινκιέρι, ένα ξένο τζίνι χωρίς γνώση της ελληνικής πραγματικότητας. Ο Ζούρος Έλληνας, νέος, φιλόδοξος και με γκελ στη νεότερη γενιά. Ο Κατσικάρης, το παιδί θαύμα της εγχώριας προπονητικής. Ο Μίσσας, γερόλυκος που προέκυψε από το δόγμα «δεν χρειαζόμαστε προπονητή». Ο Σκουρτόπουλος, χαμηλών τόνων αλλά δουλευταράς και γνώστης των ιδιαιτεροτήτων της Ομοσπονδίας. Ο Πιτίνο, ένας ημίθεος που έπεσε από τον ουρανό. Ο Μανωλόπουλος, ένας δεύτερος Σκουρτόπουλος αλλά με παραστάσεις από Euroleague. Ο Ιτούδης, πολυνίκης σούπερ σταρ που δεν γνώριζε γρυ από Εθνικές ομάδες.
Και τώρα, ο Σπανούλης, μία προσωπικότητα που παραλαμβάνει το δαχτυλίδι αριστίνδην, επειδή τίμησε τα μπλε όσο λίγοι ως παίκτης και ήταν ανέκαθεν ένας προπονητής μέσα στο γήπεδο. Όσο αισθάνονται ότι έχουν ξαναδεί αυτό το έργο δεν έχουν άδικο. Το ίδιο ακριβώς σκεπτικό έφερε τον Γιαννάκη στο τιμόνι της (και δικής του) «επίσημης αγαπημένης» το 1996, πριν καλά καλά στεγνώσει η ιδρωμένη φανέλα του στο Τζόρτζια Ντομ της Ατλάντα.
Τότε βέβαια ο Γιαννάκης βαφτίστηκε προπονητής εν μία νυκτί, χωρίς να ξέρει αν του ταιριάζει το κοστούμι και το σκαρπίνι. Ο Σπανούλης μετράει μία επιτυχημένη χρονιά στους πάγκους, αλλά το 2021, όταν ο Λιόλιος τον πλησίασε για πρώτη φορά, είχε μόλις κρεμάσει τα παπούτσια του. Θα μάθαινε, δηλαδή, στου κασίδη το κεφάλι, όπως έμαθε -πολύ καλά- ο ίδιος ο Γιαννάκης.
Πριν προφτάσει κανείς να υπενθυμίσει τα κατορθώματα του «δράκου» στον πάγκο της Εθνικής ομάδας, επισημαίνω ότι αυτά σημειώθηκαν όχι στην πρώτη, αλλά στη δεύτερη θητεία του. Ο Γιαννάκης ήταν πρώτος προπονητής τη διετία 1996-98, απολύθηκε με κληροδότημα δύο 4ες θέσεις και επανήλθε στο πόστο το 2004, όταν ο Γιάννης Ιωαννίδης απέδρασε με κατεύθυνση τη Βουλή. Ναι, ξέρω. Μία 4η θέση σε Μουντομπάσκετ και μία 4η θέση σε Ευρωμπάσκετ δεν γίνεται να θεωρηθούν αποτυχίες. Έλα όμως που τότε μας χάριζαν άλογα και τα κοιτάζαμε στα δόντια;
Προσπαθώ να πω, ότι στο πρόσωπο του Βασίλη Σπανούλη –που στο μεταξύ απέκτησε δίπλωμα, μαζί με τον αδελφοποιτό του, Νίκο Ζήση- ο Βαγγέλης Λιόλιος βλέπει έναν καινούριο Παναγιώτη Γιαννάκη. Εάν η προφητεία επαληθευτεί, θα είμαι ο πρώτος που θα βγει στις στέγες για να τραγουδήσει. Επειδή η Εθνική ομάδα είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε, αυτή η εδώ η στήλη και ο γραφιάς της στέκονται αναφανδόν στο πλευρό του εκάστοτε Ομοσπονδιακού προπονητή, με διάθεση δημιουργική, αλλά και με την απαραίτητη κριτική.
Ο Σπανούλης είναι μία εκτυφλωτική προσωπικότητα που εμπνέει καθολικό σεβασμό, αλλά και πάνδημη αποδοχή, άσχετα με την πατροπαράδοτη και αναπόφευκτη γκρίνια που προέρχεται από το «πράσινο» στρατόπεδο. Γνωρίζει τους παίκτες, γνωρίζει τα αποδυτήρια, γνωρίζει τους ανέμους. Προπονητικά φαίνεται ότι το μάτι του κόβει και ότι είναι ικανός όχι μόνο δάσκαλος, αλλά και μαθητής των θρύλων τους οποίους υπηρέτησε ως παίκτης. Σέρβων, αλλά και Ελλήνων.
Ωστόσο, ο κυνισμός επιβάλλει να διαβάσουμε την εξίσωση ζυγίζοντας όχι μόνο τον αριθμητή, αλλά και τον παρονομαστή. Ο 41χρονος Σπανούλης είναι ένας προπονητής ηλικίας 12 μηνών, σε μία ομάδα όπου η ήττα επιτρέπεται και όλοι οι παίκτες είναι μειράκια ή λεγεωνάριοι. Το Περιστέρι μπορεί να απέκτησε αξιοσημείωτο ανάστημα το τελευταίο έτος, αλλά είναι ένα πεδίο βολής πολύ διαφορετικό από την Εθνική ομάδα.
Το χαρτοφυλάκιο της Εθνικής είναι βαρύ, ιδίως τώρα που πλησιάζει ολοταχώς το κρισιμότατο σταυροδρόμι της αποστράτευσης των τριανταφεύγα παικτών. Ο Σπανούλης θα κληθεί να τοποθετήσει θεμέλια για την ομαλή μετάβαση στη μεθεπόμενη μέρα, αλλά και να κυνηγήσει το άμεσο αποτέλεσμα, αφού το Παρίσι μπορεί να αποδειχθεί τελευταίος χορός για Καλάθη, Σλούκα, Παπανικολάου και ίσως Γουόκαπ και, στην καλύτερη περίπτωση, προτελευταίος για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και τους συνομηλίκους του (Παπαπέτρου, Λαρεντζάκη κ.α.).
Στον ίδιο τον Μπίλι αρέσουν οι προκλήσεις όσο τίποτε, αλλά θα πρέπει να καθίσει στο τραπέζι με την τράπουλα γεμάτη, χωρίς νάρκες στον δρόμο του. Η Ομοσπονδία καλείται να θωρακίσει και να υπερασπιστεί την επιλογή της, σαν να είναι ο Σπανούλης παντοτινό αφεντικό και όχι προπονητής με ημερομηνία λήξης. Οι επόμενες εκλογές της ΕΟΚ, σημειώνω, θα γίνουν το φθινόπωρο του 2025. Τότε πια η Εθνική δεν θα μοιάζει σε τίποτε με τη σημερινή.
Πηγή: Gazzetta