Ακόμα χειρότερη ήταν η εικόνα του Ολυμπιακού στη διάρκεια του τελικού, όταν οι παίκτες φιλονικούσαν μεταξύ τους, ο προπονητής (Γιαννάκης) έμοιαζε με ξένο σώμα και η χρυσοπληρωμένη ομάδα θύμιζε σκορποχώρι.Μελετήστε το, στη χαρτιά πανίσχυρη, σύνθεση των «ερυθρολεύκων» και ίσως καταλάβετε τι συνέβαινε: Τεοντόσιτς, Μπέβερλι, Παπαλουκάς, Πεν, Χαλπερίν, Τσίλντρες, Βασιλόπουλος, Κλέιζα, Μαυροκεφαλίδης, Βούιτσιτς, Μπουρούσης, Σχορτσανίτης. Χαοτική χημεία, «εγώ» ορατά από το φεγγάρι, δύστροποι χαρακτήρες, νοοτροπία λεγεωνάριου, εκφυλισμός από το πολύ χρήμα, πολλοί στρατηγοί και ελάχιστοι στρατιώτες, ένας προπονητής (Παν. Γιαννάκης) και έμοιαζε να ανήκει σε άλλον γαλαξία.
Η Μπαρτσελόνα δεν είχε σε καμία περίπτωση ανώτερο υλικό και ασφαλώς δεν ήταν υπερηχητική αρμάδα του +18. Για την Παρτίζαν, ας μη το συζητήσουμε καλύτερα. Ήταν ολοφάνερο, ότι ο Ολυμπιακός του 2010-11 χρειαζόταν ολική επανεκκίνηση, με νέους ηγέτες, νέο προπονητή, νέο φιλοσοφία, εκκαθάριση του έμψυχου δυναμικού.
Η Παρτίζαν, που λέγαμε πιο πάνω, έφτασε στα πλέι-οφ προσπερνώντας τον πρωταθλητή της προηγούμενης χρονιάς Παναθηναϊκό. Ανάμέσα στα αριστουργήματα της εποχής Ομπράντοβιτς, η ευρωπαϊκή πορεία του 2009-10 είναι μία μουτζούρα στα όρια του ανοσιουργήματος. Στη φάση των «16», οι θριαμβευτές του Βερολίνου ξεκίνησαν με 0-4, αφου ηττήθηκαν στο ΟΑΚΑ όχι μόνο από τα φιλαράκια του Ζοτς, αλλά και από το Μαρούσι, ναι, το Μαρούσι, του Γιώργου Μπαρτζώκα.
Στο ξεκίνημα της περιόδου ο Γιασικεβίτσιους των 3,5 εκατομμυρίων δολαρίων υποβλήθηκε σε αρθροσκόπηση, η οποία τον κράτησε εκτός γηπέδων για πέντε ολόκληρους μήνες. Στο χειρουργείο μπήκε και ο Διαμαντίδης, ο οποίος έχασε το Ευρωμπάσκετ της Πολωνίας, αλλά τουλάχιστον εμφανίστηκε υγιής τον Οκτώβριο. Οι Τσαρτσαρής, Μπατίστ, Πέκοβιτς άρχισαν να βγάζουν προβλήματα, ενώ «τριάρι» δεν υπήρχε καν εκτός του Περπέρογλου.
Πασχίζοντας να βρει ισορροπία σε αυτή τη γεμάτη στρεβλώσεις και ερωτηματικά δωδεκάδα, τη γεμάτη αξιόλογους γκαρντ, ο Ομπράντοβιτς έστειλε στην πρώτη γραμμή τους Διαμαντίδη, Νίκολας και κράτησε τον ΜVP του Βερολίνου Σπανούλη σε ρόλο «έκτου παίκτη». Στο μυαλό του 28χρονου Σπανούλη, δεν υπάρχει πλανήτης στον οποίο η μοιρασιά των λεπτών (και των ευθυνών) στην περιφερειακή γραμμή Διαμαντίδης-20χρονος Καλάθης-φάντασμα Σάρας-Νίκολας-Σπανούλης να είναι 27-28-14-16-25. Και ίσως σωστά.
Οι Σπανουλειάδες του Σεπτεμβρίου 2009 στο Κατοβίτσε (με μοναδικό έμπειρο συμπαραστάτη το Νίκο Ζήση), αλλά και τα προηγούμενα τουρνουά της Εθνικής μεταξύ 2006-8, αποδείκνυαν ξεκάθαρα ότι ο Σπανούλης ήταν πανέτοιμος για ρόλο «alpha male», με τα κλειδιά και τα αντικλείδια της ομάδας κλεισμένα με φερμουάρ στην τσέπη του. «Ο μοναδικός προπονητής που μπορεί να σταματήσει τον Μάικλ Τζόρνταν είναι ο Ντιν Σμιθ», έλεγαν κάποτε στις ΗΠΑ. Εάν κάποιος έμπαινε στο μυαλό του Σπανούλη το 2010, θα άκουγε το ίδιο ρητό, αλλά με το δικό του επώνυμο αντί του Τζόρνταν, και με το όνομα Ομπράντοβιτς αντί του Ντιν Σμιθ.
Η απόφαση του Σπανούλη να φύγει από τον Παναθηναϊκό ήταν εύκολη. Η απόφασή του να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να φορέσει τα κόκκινα ήταν φυσικά πολύ πιο δύσκολη, από τη στιγμή μάλιστα που οι Γιαννακόπουλοι του είχαν ανοίξει διάπλατα την πόρτα μετά τη σύντομη θητεία του στο ΝΒΑ. Ο Σπανούλης, όμως, τρέφεται από την κόντρα και από την αμφισβήτηση. Εάν ο μαλθακότερος Διαμαντίδης είχε τον εγωισμό του Σπανούλη, θα γινόταν Ολ-Σταρ στο ΝΒΑ.
Ο Σπανούλης, όπως και τόσοι άλλοι παιχταράδες, θέλει μισό γήπεδο να τον λατρεύει και άλλο μισό να τον βρίζει. Οι ωτασπίδες είναι αχώριστος σύντροφός του στο παρκέ. Το ιδανικό φινάλε για αυτόν θα ήταν ένα καλάθι τίτλου όχι στο ΣΕΦ, αλλά στο ΟΑΚΑ, όπως εκείνο το τρίποντο στους τελικούς του 2016. Προχώρησε και δεν «μάσησε» ούτε από τον φυσιολογικό φόβο ούτε από την τοξικότητα. Ποιος άλλος θα μπορούσε να περάσει στην απέναντι όχθη με στεγνά πόδια;
Προσωπικά αμφέβαλλα για την αποφασιστικότητά του και υποψιαζόμουν ότι η επόμενη μέρα θα τον έβρισκε κάπου στην Ευρώπη (όπου ήταν περιζήτητος), αλλά διαψεύστηκα πανηγυρικά. Κατά πάσα βεβαιότητα, τις δεύτερες σκέψεις που θα μπορούσαν να γίνουν πρώτες τις έδιωξε από το μυαλό του Σπανούλη ο «κίλερ» Ραζνάτοβιτς, ο Σέρβος μάνατζερ που δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Εννοείται ότι το οικονομικό ήταν ένα πρόσθετο κίνητρο. Στον Ολυμπιακό του 2010-11, με προπονητή πλέον τον Ντούσαν Ίβκοβιτς, δεν υπήρχε ούτε Τσίλντρες ούτε Κλέιζα.
Ο Σπανούλης έλαβε ένα συμβόλαιο μυθικό, μαζί και τα κλειδιά που επίμονα ζήτησε. Την επόμενη χρονιά αναδείχθηκε κορυφαίος σκόρερ και πασέρ των «ερυθρόλευκων» (αν και είχε δίπλα του Παπαλουκά, Τεόντοσιτς) και μακράν πρώτος σε λεπτά συμμετοχής (29,5), πάντοτε παρών στη βασική πεντάδα. Τη διετία που ακολούθησε οδήγησε την ομάδα σε νταμπλ ευρωπαϊκών τίτλων, αλλά και στην κατάκτηση του εγχώριου σκήπτρου μετά από 15 χρόνια σκασίλας.
Έμελλε να κερδίσει άλλα δύο πρωταθλήματα Ελλάδας πριν τις καταστροφικές αποφάσεις του 2019, αλλά και να γράψει άλλες δύο προσωπικές εποποιίες σε ευρωπαϊκούς ημιτελικούς, στα χρόνια του Γιάννη Σφαιρόπουλου. Για κακή του τύχη, ο Ολυμπιακός του 2015 και του 2017 έπαιξε τον τελικό μέσα στο σπίτι του αντιπάλου.
Η πολύκροτη μετακίνηση του Σπανούλη από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 2010, ανήμερα του τελικού του ποδοσφαιρικού Μουντιάλ, έδωσε πνοή στο ελληνικό μπάσκετ σε επίπεδο πρωταθλήματος και ουσιαστικά το έσωσε από τη σημερινή ανυποληψία, η οποία καθυστέρησε κατά μία δεκαετία σχεδόν.
Η αντιπαλότητα μεταξύ «κόκκινων» και «πράσινων» αναζωπυρώθηκε, αφού ο Ολυμπιακός απέκτησε έναν ηγέτη ικανό να τραβήξει το κάρο από τη λάσπη της μεμψιμοιρίας και της μανίας καταδίωξης. Παράλληλα, γεννήθηκε το δίπολο «Σπανούλης/Διαμαντίδης», κάτι σαν «Μάτζικ/Μπερντ» των ημερών μας και του τόπου μας, αφού μετά το Μουντομπάσκετ 2010 από «συμπαίκτες παντού» οι δυό τους έγιναν «συμπαίκτες πουθενά».
Και, ναι, αντίπαλοι στα μαρμαρένια αλώνια της οπαδικότητας, η οποία προσπερνούσε την αδελφική φιλία τους και πυροδοτούσε μία τεχνητή έχθρα, πολύτιμο καύσιμο για το σαράβαλο του ελληνικού πρωταθλήματος. Στο Βασίλη Σπανούλη οφείλει τα μέγιστα όχι μόνο ο Ολυμπιακός, αλλά και ο Παναθηναϊκός και η Εθνική ομάδα και όποιος άλλος έφαγε ψωμάκι από το ελληνικό μπάσκετ τα τελευταία 20 χρόνια. Σε έναν ιδανικό κόσμο, θα τον τιμούσαν όλοι από κοινού και όχι μόνο οι «κόκκινοι».
Ας μη ξεχνάμε, ότι ο Σπανούλης αποφάσισε να χορέψει τον τελευταίο χορό του τον Ιούνιο του 2021 όχι με την κόκκινη φανέλα, αλλά με την «επίσημη αγαπημένη», ελπίζοντας να την οδηγήσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο στο πλευρό του Ρικ Πιτίνο και δυνητικά του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Ένας τραυματισμός άφησε τον 39χρονο σταρ εκτός νυμφώνος και μας στέρησε μία τελευταία «Σπανουλειάδα».
Θα τη ζήσουμε αύριο, στο Φάληρο, αλλά σίγουρα δεν είναι το ίδιο, όταν όλες οι κορδέλες έχουν το ίδιο χρώμα. Ο Βασίλης Σπανούλης είναι από τα εθνικά σύμβολα του εθνικού μας αθλήματος και του αξίζει μία εθνική αναγνώριση. Ίσως τη ζήσει σύντομα ντυμένος με μπλε κοστούμι. Η επόμενη Ολυμπιάδα δεν είναι δα και τόσο μακριά.
Πηγή: Gazzetta