Του Νίκου Παπαδογιάννη
Το μαρτύριο της πολυήμερης κάλυψης ενός τουρνουά χωρίς τη συμμετοχή της αποκλεισμένης πρόωρα Εθνικής Ελλάδας, «αθλητικό τουρισμό» θα το αποκαλέσει ο κακεντρεχής, το έζησα για πρώτη φορά το 1999 στη Γαλλία, όταν ξεκινήσαμε για να κατακτήσουμε την Ευρώπη, φάγαμε τρεις σφαλιάρες και τελικά κατακτήσαμε το σιδηροδρομικό δίκτυο TGV με τα έξοδα πληρωμένα: Ντιζόν, Λεμάν, Παρίσι, κάποιοι νομίζω έφτασαν και στο Κλερμόν Φεράν.
Έπειτα είδαμε το ίδιο βαρετό έργο το 2001 και ξανά το 2010 στην Κωνσταντινούπολη, το 2013 στη Λιουμπλιάνα, το 2014 στξ Μαδρίτη, το 2015 στη Λιλ, το 2017 πάλι στη ρημάδα την Πόλη, στο Μουντομπάσκετ του 2019 στη Σανγκάη και μετά στο Πεκίνο, το 2022 στο Βερολίνο, το 2023 στη Μανίλα. Παρατηρείτε την ίδια τάση που παρατηρώ κι εγώ; Ναι, το φαινόμενο βαίνει αυξανόμενο.
Τελευταία φορά που πήγαμε σε μία μεγάλη διοργάνωση και είδαμε την Εθνική μας να μένει στη διοργανώτρια πόλη μέχρι την τελευταία μέρα των αγώνων, έστω για αγώνες κατάταξης, πέρα από κάτι ολιγοήμερα Προολυμπιακά, ήταν το μακρινό 2011 στο Κάουνας, όταν παίξαμε με τους οικοδεσπότες Λιθουανούς βράδυ Σαββάτου για την 5η και 6η θέση. Ναι, ήταν τότε που βγαίναμε με μισή ομάδα 6οι στην Ευρώπη και λέγαμε «αποτύχαμε».
Δεν ξέρω αν μείναμε εμείς πίσω ή ο υπόλοιπος κόσμος προχώρησε, το βέβαιο είναι ότι μας προσπέρασαν. Ας το πω διαφορετικά: δεν είναι πιο ρεαλιστικό να πηγαίνουμε σε ένα Ευρωμπάσκετ ή Μουντομπάσκετ με 5-6 ηχηρές απουσίες και να ονειρευόμαστε μετάλλια. Άλλοι μπορούν. Εμείς, πάλι, όχι.
Το 2009 ανεβήκαμε στο βάθρο του Κατοβίτσε χωρίς Διαμαντίδη, Παπαλουκά και με τρίτο γκαρντ τον τινέιτζερ Καλάθη. Δύο χρόνια αργότερα, στη Λιθουανία, η ομάδα δεν είχε κανέναν από τους «big three» και όμως έφτασε μία ανάσα από τα ημιτελικά. Το ίδιο και το 2017, στην Κωνσταντινούπολη, όταν άγγιξε τη ζώνη των μεταλλίων με προπονητή Μίσσα, χωρίς τον Γιάννη και με παίκτες που έπαιζαν μπουνιές μεταξύ τους.
Ε, λοιπόν, αυτά πρέπει να τα ξεχάσουμε. Οι Σέρβοι διαθέτουν τη δεξαμενή για να φτάσουν στην παγκόσμια τετράδα χωρίς Γιόκιτς και Μίτσιτς, οι Λετονοί αντέχουν να χάσουν ολόκληρο Πορζίνγκις εφ’ όσον νιώθουν ότι τον έχουν στο πλευρό τους, οι Ισπανοί κατακτούν ευρωπαϊκό τίτλο ακόμα και με τα «δεύτερα», οι Λιθουανοί χάνουν έξι παίκτες αλλά νικούν τις ΗΠΑ και κάνουν σκόνη την αφεντιά μας.
Παρακολουθώντας τους τέσσερις προημιτελικούς του Μουντομπάσκετ, συνειδητοποιήσα ότι η Εθνική Ελλάδας που ταξίδεψε εδώ στη Μανίλα θα έμοιαζε με κουρελή παρείσακτο σε αυτό το σαλόνι. Σύμφωνοι, θα μπορούσε να νικήσει την Ιταλία όπως τη νίκησε πέρυσι στο Μιλάνο και μακάρι να συναντήσουμε αυτήν στο προσεχές Προολυμπιακό αντί των Λιθουανών, των Ισπανών και των Σλοβένων.
Ωστόσο, τη συσπείρωση που παρουσιάζουν οι «ατζούρι» τα τελευταία τρία χρόνια, αυτή που αυξάνει το μπόι τους δυό πήχες, εμείς δεν μπορούμε πια ούτε να την ονειρευτούμε. Ο Τζιανμάρκο Ποτζέκο δεν είναι σε καμία περίπτωση μεγάλος προπονητής, αλλά είναι ίσως ο κατάλληλος για μία Εθνική ομάδα και μάλιστα της πατρίδας του. Πρόκειται για διαφορετικά επαγγέλματα.
Η πανστρατιά εν όψει 2024, για τον τελευταίο χορό των παικτών που έχουν καβαλήσει τα 32-33 και ίσως των νυν 29άρηδων (με πρώτο τον Γιάννη Αντετοκούνμπο) είναι ο μοναδικός τρόπος για να μείνει ζωντανό το κύτταρο της Εθνικής ομάδας πριν την αναπόφευκτη αναδόμηση που έρχεται ολοταχώς. Δεν έφτασε ακόμη η ώρα για την Εθνική των Λούντζη, Ρογκαβόπουλου, Μαντζούκα, Μωραΐτη, Χατζηδάκη, Σαμοντούροφ, Ζούγρη, Λιοτόπουλου, αλλά δεν αργεί και πολύ. Στο Ευρωμπάσκετ του 2025 αρχηγός θα είναι πιθανότατα ο 28χρονος Παπαγιάννης.
Στο Προολυμπιακό τουρνουά του καυτού εξαημέρου 2-7 Ιουλίου 2024, οπουδήποτε και αν γίνει αυτό, δεν μας παίρνει να λείψει κανείς: ούτε ο Γιάννης ούτε ο Σλούκας ούτε ο Καλάθης ούτε ο Ντόρσεϊ (ως επιλογή) ούτε ο Μήτογλου ούτε άλλος από αυτούς που φέτος πήραν απουσία. Πλήρης η ομάδα μπορεί να βάλει τρικλοποδιές σε αυτούς που την προσπερνούν ολοταχώς, ελλιπής θα πει «πάλι ωραίοι είμαστε» αν νικήσει την επόμενη Νέα Ζηλανδία και ηττηθεί τίμια από την επόμενη Λιθουανία.
Με ποιον προπονητή όμως θα συμβούν αυτά; Οι βυζαντινισμοί και οι διαρροές από τα πέριξ της Ομοσπονδίας μας έδωσαν ήδη το όνομα του διαδόχου (Σπανούλης), αλλά δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει να διώχνεις έναν πανευρωπαϊκά κορυφαίο τεχνικό με τον οποίο μάλιστα έχεις συμβόλαιο για να στρατολογήσεις κάποιον με θητεία ενός έτους στους πάγκους.
Ξέρω, ξέρω: προπονητής συλλόγου και προπονητής Εθνικής ομάδας είναι δύο διαφορετικά επαγγέλματα. Ποιος είπε όμως ότι ο Βασίλης Σπανούλης (ή ο Γιάννης Σφαιρόπουλος) είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει τα μαρμαρένια αλώνια του συλλογικού μπάσκετ για να αναλάβει φουλ-τάιμ στο άνθος της ηλικίας του τον ρόλο του υπερπροπονητή για τον οποίο προορίζεται;
Εάν ρωτάτε εμένα, ο Δημήτρης Ιτούδης θα πρέπει να εκπαραθυρωθεί μ-ό-ν-ο εάν υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα στις σχέσεις του με τους πρωτοκλασάτους παίκτες και ειδικά τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Είτε μας αρέσει είτε όχι, και κλείστε τα μάτια ή αλλάξτε κανάλι τώρα εσείς οι ρομαντικοί, ο Γιάννης αποτελεί σήμερα μεγαλύτερο μέγεθος από την Εθνική Ελλάδας και θα πρέπει να γίνει το απόλυτο αφεντικό της, αν το αντίτιμο είναι η μακροημέρευσή του με τα γαλανόλευκα. Για μία διετία μάξιμουμ μιλάμε, μη μπερδευόμαστε.
Το γράφω σχηματικά για να καταλαβαινόμαστε. Εάν στην περίπτωση Γιάννη το πρόβλημα είναι ο προπονητής, θα πρέπει να αλλάξουμε προπονητή και να πάρουμε αυτόν που ο Γιάννης θέλει. Εάν το πρόβλημα είναι η Ομοσπονδία, θα πρέπει να αλλάξουν καταστάσεις στην Ομοσπονδία και να δοθούν έντιμες εξηγήσεις. Όποιος ευθύνεται για τη φετινή συμπεριφορά του Γιάννη Αντετοκούνμπο απέναντι στην ομάδα που ο ίδιος επιμένει ότι είναι «η ομάδα της καρδιάς του» είναι αναγκαίο να πάει στο περιθώριο.
Εάν πάλι ευθύνεται ο ίδιος ο Γιάννης και δεν γουστάρει πια, ας μας το πει ξεκάθαρα ώστε να μη χαλάμε τη ζαχαρένια της. Σε έναν ιδανικό κόσμο, θα είχε περάσει δύο εβδομάδες του Αυγούστου-Σεπτεμβρίου όχι στο Μιλγουόκι και στην Αθήνα, αλλά στη Μανίλα όπου λατρεύεται. ‘Έστω, ντυμένος με πολιτικά. Ο ΜVP της φετινής Λετονίας στο Μουντομπάσκετ δεν ήταν ο Ντάβις Μπέρτανς ή ο Λούκα Μπάνκι ή αυτός ο Ζάγκαρς, αλλά ο Κρίσταπς Πορζίνγκις.
Πηγή: Gazzetta