Του Νίκου Παπαδογιάννη
Aκόμα και για τα δεδομένα της χώρας όπου ανθεί ο υπαρκτός σουρεαλισμός, το σκηνικό του τελευταίου εξαημέρου καταρρίπτει όλα τα γνωστά ρεκόρ.
Ο Παναθηναϊκός απέλυσε ξαφνικά τον τεχνικό που έπεσε σαν λαχείο στην ποδιά του προ διετίας και τον οδήγησε σε διαδοχικούς τίτλους της Α1.
Αυτό όμως μετά βίας μπορεί να θεωρηθεί είδηση, αφού όλοι οι προπονητές του στη μετά τον Ομπράντοβιτς εποχή, επιτυχημένοι και λιγότερο επιτυχημένοι, τράβηξαν το ίδιο λαχείο.
Εάν εξαιρεθούν οι δύο «υπηρεσιακοί», Αλβέρτης και Μανωλόπουλος, όλοι οι υπόλοιποι απολύθηκαν στη διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου: Πεδουλάκης, Ιβάνοβιτς, Τζόρτζεβιτς, ξανά Πεδουλάκης, τώρα Πασκουάλ.
Άλλος φθινόπωρο, άλλος καταχείμωνο, άλλος άνοιξη. Μάλλον η διετής και σχετικά ανέφελη θητεία του Καταλανού θα πρέπει να θεωρηθεί έκπληξη, παρά το δεκεμβριανό διαζύγιο.
Η αυλαία του σουρεαλισμού άνοιξε την αμέσως επόμενη μέρα, όταν μαθεύτηκε το εκκωφαντικό όνομα του επίδοξου αντικαταστάτη.
Οι νεοσύλλεκτοι προπονητές του χειμώνα είθισται να είναι επαγγελματίες «καμικάζι», από εκείνους που έχτισαν καριέρες ανασύροντας καυτά κάστανα από το μαγκάλι.
Οι Γιατζόγλου, οι Καλαφατάκηδες, οι Αλεξανδρήδες, ακόμα και οι Πεδουλάκηδες, αν θέλετε να μιλήσουμε για μέγεθος Παναθηναϊκού.
Αλλά όχι. Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος έκανε την έκπληξη του αιώνα, στρατολογώντας για 6 μήνες όχι κάποιον Έλληνα ή Σέρβο ή τέλος πάντων Ευρωπαίο από τη στρατιά των -ουκ ολίγων- ανέργων και προσιτών, αλλά ένα από τα 5-6 λαμπρότερα μυαλά στην ιστορία του κολεγιακού μπάσκετ.
Ζητήστε από οποιονδήποτε Αμερικανό φαν του NCAA (και όχι μόνο) να φτιάξει τη λίστα με το Τop-10 των προπονητών και θα ακούσετε το όνομα του Ρικ Πιτίνο να αναφέρεται στην ίδια φράση με αυτά του Ντην Σμιθ, του Τζον Γούντεν, του Μάικ Σιζέφσκι, του Μπομπ Νάιτ.
Βεβαίως, ο Πιτίνο βρίσκεται σε δύσκολη καμπή της σταδιοδρομίας και της ζωής του, ατιμασμένος από τα σκάνδαλα και αποδιοπομπαίος από το στερέωμα όπου λατρεύτηκε σαν ημίθεος.
Κατά κάποιον τρόπο, είχε ανάγκη από ένα σκαλοπάτι σαν τον Παναθηναϊκό για να επιστρέψει στο προσκήνιο και να υπενθυμίσει την παρουσία του στις ομάδες του ΝΒΑ όπου ποντάρει για την επανεκκίνηση της καριέρας του.
Αυτό δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο τον ρούμπο που πέτυχε ο Παναθηναϊκός με την επικείμενη πρόσληψή του.
Όταν μπορείς να πάρεις ολόκληρο Πιτίνο, πρώτα λες «yes» και μετά το σκέφτεσαι. Είτε έχεις προπονητή είτε όχι.
Ο παραλληλισμός με τον ερχομό του Ντομινίκ Ουίλκινς το 1995 είναι επιτυχημένος, αλλά και το αποτέλεσμα εξίσου αβέβαιο. Ίσως και περισσότερο.
Μόλις τελειώσουν τα ταρατατζούμ και μαζευτεί το πράσινο χαλί από την πίστα του αεροδρομίου, θα χρειαστεί να αγγίξουν όλοι οι εμπλεκόμενοι τον τύπον των ήλων για να βεβαιωθούν ότι ταιριάζει πάνω του το ίχνος του διάσημου Αμερικανού.
Το παλμαρέ του μπορεί να βγάζει μάτι και η αξία του να ξεπερνάει οποιαδήποτε κριτική, αλλά τα ψυχρά δεδομένα του Δεκεμβρίου γεμίζουν τη σελίδα με αστερίσκους.
Ο Πιτίνο ουδέποτε φόρεσε τη στολή του καμικάζι, πόσο μάλλον του αη-Βασίλη. Δεν γνωρίζουμε αν χωράει στην καμινάδα.
Όταν ξανοίχτηκε στον κόσμο των επαγγελματιών και των παραφουσκωμένων «εγώ» (με τους Νικς και με τους Σέλτικς) απέτυχε με πάταγο.
Ουδέποτε στη ζωή του έμαθε να λογοδοτεί σε οποιονδήποτε. Στο κολεγιακό μπάσκετ, οι προπονητές -ειδικά αυτού του βεληνεκούς- είναι ισόθεοι, απόλυτα αφεντικά του στερεώματος.
Ο Πιτίνο έφτιαξε την καριέρα του έχοντας στα χέρια του carte blanche και δουλεύοντας επί σειρά ετών δίχως το επιτακτικό «πρέπει» του αποτελέσματος.
Οι παίκτες του δεν ήταν φτασμένοι και πλούσιοι επαγγελματίες και λεγεωνάριοι, αλλά παιδιά 18-22 ετών, ερασιτέχνες που απαγορευόταν διά ροπάλου να πληρωθούν έστω ένα σέντσι και κατέφταναν ακατέργαστοι στο πανεπιστήμιο, για να γίνουν πλαστελίνη στα χέρια του προπονητή.
Το κολεγιακό μπάσκετ και το ΝΒΑ είναι διαφορετικοί πλανήτες, η δε Ευρώπη -όπως ανακάλυψε με οδύνη ο Λάρι Μπράουν- διαφορετικός γαλαξίας. Άλλο μπάσκετ, άλλη νοοτροπία, άλλο κοινό, άλλες απαιτήσεις, άλλη ψυχοσύνθεση.
Προσωπικότητα ισχυρή όπως αυτή του Πιτίνο ουδέποτε πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα. Για να καταλάβει κανείς τις αναλογίες, θα πρέπει να φανταστεί έναν προπονητή τύπου (και επιπέδου) Μάλκοβιτς ή Ιωαννίδη π.χ. στο πρωτάθλημα της Μάλτας.
Ο Πιτίνο θα προσγειωθεί στην Ελλάδα πασίγνωστος μεταξύ αγνώστων, με μοναδική αποστολή να σουλουπώσει τον ασυνάρτητο φετινό Παναθηναϊκό και να τον οδηγήσει στον τίτλο του πρωταθλητή Ελλάδας.
Δηλαδή, να αποδειχθεί -σε πρώτη φάση- αντάξιος του Τσάβι Πασκουάλ.
Θα κληθεί να το πράξει με παίκτες που διάλεξαν άλλοι, με υποτυπώδη δυνατότητα για ενίσχυση και με έναν δύσκολο και παρορμητικό χαρακτήρα για άμεσο προϊστάμενο.
Με ορίζοντα 6 μηνών! Ούτε καν 18, όπως θα περίμενε κάποιος σε έναν τέτοιο, πολύκροτο «γάμο».
Υποθέτω ότι ήταν επιθυμία του ίδιου του Πιτίνο η ολιγόμηνη δέσμευση, ειδάλλως δεν βγάζει απολύτως κανένα νόημα το χρονοδιάγραμμα της συνεργασίας.
Δεν θα συμμεριστώ τις Κασσάνδρες που προφητεύουν κακό και γρήγορο τέλος στη συνύπαρξη των δύο ανδρών με το ηφαιστειώδες ταμπεραμέντο, ωστόσο είμαι υποχρεωμένος να καταθέσω τις παραπάνω επιφυλάξεις.
Τις αντιλαμβάνεται, βεβαίως, και ο τελευταίος αιθεροβάμων. Δεν είναι ακριβώς φτιαγμένο στον παράδεισο, αυτό το ζευγάρωμα.
Πέραν τούτων, θα πρέπει να θεωρηθεί απίστευτη τιμή για το μισοκακόμοιρο ελληνικό πρωτάθλημα η παρουσία ενός σουπερνόβα της προπονητικής.
Δεν μπορώ να προφητεύσω εάν ο δανδής Πιτίνο θα φύγει από την Ελλάδα στεφανωμένος με δάφνες ή με αγκάθια, σίγουρα όμως το μπάσκετ μας τον υποδέχεται ντυμένο με τα καλά του.
Τα Αρμάνι κοστούμια καλύτερα να τα αφήσει και ο ίδιος στο σπίτι του στο Κεντάκι ή όπου αλλού διαμένει, διότι οι φανατικοί δεν καταλαβαίνουν από κολοσσούς των πάγκων ή του παρκέ.
Το ίδιον του Μήτσου7 και του Βαγγέλη13 είναι ότι κατεβάζουν τους πάντες και τα πάντα στο δικό τους επίπεδο. Αυτοί θα είναι το νέο κοινό του Πιτίνο.
Πηγή: Gazzetta