Του Νίκου Παπαδογιάννη
Όταν η Εθνική πόλο ξεκίνησε για το Τόκιο, είχε ένα και μοναδικό δεδομένο στις αποσκευές της: μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Θοδωρής Βλάχος φεύγει. Ο ίδιος επιθυμεί να παραμείνει, η ομάδα τον θέλει, αλλά ο πεθερός διαφωνεί.
Ποιος είναι ο πεθερός; Ο Κυριάκος Γιαννόπουλος. Ο νέος πρόεδρος της Ομοσπονδίας κολύμβησης, διάδοχος του Δημήτρη Διαθεσόπουλου.
Ο Διαθεσόπουλος, για να μη τα πολυλογούμε, είναι ο Βασιλακόπουλος του υγρού στίβου. Αλλά πλέον βρίσκεται εκτός νυμφώνος, αφού αποκαθηλώθηκε.
Η ΚΟΕ είναι η μοναδική, μάλλον, Ομοσπονδία, όπου η επανάσταση ενάντια στους «δεινοσαύρους» ευοδώθηκε. Για το μπάσκετ θα τα πούμε όταν έρθει η ώρα.
Ο Γιαννόπουλος δεν είναι κάποιος ουρανοκατέβατος χαρτογιακάς. Πρόκειται για παλαίμαχο διεθνή υδατοσφαιριστή, στέλεχος μίας γενιάς που έφερε διακρίσεις και γιγάντωσε το άθλημα, έστω όχι παγκόσμια μετάλλια.
Όπως και ο Σπύρος Καπράλος, πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής. Οι δυό τους είναι στενοί φίλοι, αλλά ούτε αυτό έχει σημασία στην ιστορία μας.
Αρχηγός της ίδιας Εθνικής πόλο υπήρξε και ο Γιώργος Μαυρωτάς, νυν ΓΓΑ, νούμερο 2 στο στερέωμα του ελληνικού αθλητισμού μετά τον υφυπουργό Λευτέρη Αυγενάκη. Ούτε αυτό παίζει ρόλο στην ιστορία μας. Ιδίως το πρώτο σκέλος της εξίσωσης.
Ο Γιαννόπουλος διακήρυσσε ξεκάθαρα τις μέρες της προεκλογικής εκστρατείας ότι πρεσβεύει το ασυμβίβαστο. «Ο Ομοσπονδιακός προπονητής δεν γίνεται να εργάζεται ταυτόχρονα σε σύλλογο».
Αυτό το θεώρημα έπιανε τον Βλάχο, έπιανε και σχεδόν όλους τους προπονητές και προπονήτριες των μικρότερων Εθνικών ομάδων σε αγόρια και κορίτσια.
Καλώς ή κακώς, ο Γιαννόπουλος υπερψηφίστηκε από τα σωματεία και έγινε πρόεδρος. Από τον θώκο του, φαίνεται αποφασισμένος να κάνει το δόγμα πράξη.
Γιατί, όμως;
Ο ίδιος προβάλλει θέμα αρχής. Αν θέλετε την άποψη ενός δημοσιογράφου που ζει τον χώρο ακροθιγώς και δεν έχει ιδιαίτερη γνώση προσώπων και πραγμάτων, πρόκειται για αστειότητα.
Στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ, όπου ο τυφλός οπαδισμός τρώει τα σωθικά του αθλήματος, εκεί ναι, μπορεί να σταθεί η σχετική επιχειρηματολογία.
Στην υδατοσφαίριση, ποιο είναι το πρόβλημα; Ποιος ακριβώς είναι ο κίνδυνος; Ποιος θα ενοχληθεί εάν ο οιοσδήποτε Βλάχος εργάζεται παράλληλα στην Εθνική ομάδα και στον Ολυμπιακό; Η Βουλιαγμένη; Ο Υδραϊκός; Ο Εθνικός; Ποιος;
Απάντηση: ο ίδιος που ενοχλήθηκε στα ήδη επτά χρόνια αυτής της συνύπαρξης (2014-21). Δηλαδή, κανένας. Ή ίσως ο ίδιος ο Γιαννόπουλος.
Φαίνεται ότι το κριτήριο είναι προσωπικό, αφού –διαβάζω- οι σχέσεις των δύο ανδρών είναι τυπικές. Ή ίσως συντεχνιακό, σχετικό με τις προεκλογικές ίντριγκες.
Κάποιου είδους βυζαντινισμός, που δεν έχει να κάνει ούτε με αρχή ούτε με αξιακό σύστημα. Έχει να κάνει μόνο με …τέλος.
Το επικείμενο διαζύγιο με τον Βλάχο, εν αιθρία, είναι προφανώς νάρκη στα θεμέλια της ομάδας που κατέκτησε το ασημένιο Ολυμπιακό μετάλλιο που κατά γενική ομολογία έχει και λαμπρό μέλλον.
Ο Γιαννόπουλος θεωρεί το μισό-μισό σκουφάκι του Βλάχου, μισό κόκκινο και μισό μπλε, αδιανόητο συμβιβασμό, κάτι σαν κωλοτούμπα.
Όχι. Αδιανόητος είναι ο δογματισμός και ο πολιτικαντισμός, από τη στιγμή μάλιστα που δεν υπάρχει ορατή εναλλακτική λύση ανάλογης αξίας και πείρας.
Αλλά ας πηδήξουμε για λίγο στο διπλανό χωράφι, που κάποτε είδε το ίδιο έργο, με άλλους πρωταγωνιστές.
Έγραφα, τις προάλλες, ότι η Εθνική πόλο του 2021 μου θύμισε σε πολλά την Εθνική μπάσκετ του 2006. Παρέλειψα, σκόπιμα, την παράμετρο που αφορά την επόμενη μέρα σε σχέση με το πόστο του προπονητή.
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης, εθνικό είδωλο όσο φορούσε τα μπλε, έμεινε στο τιμόνι της Εθνικής για άλλα δύο χρόνια μετά το θαύμα της Σαϊτάμα.
Στο τελευταίο εξάμηνο, από τις 3 Φεβρουαρίου 2008 μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, ήταν ταυτόχρονα και προπονητής του Ολυμπιακού.
Νωρίτερα, δούλεψε επί 2,5 χρόνια παράλληλα στην Εθνική και στο ισχυρότατο Μαρούσι της εποχής (2003-06).
Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν καταρριφθεί από καλοθελητές και κακοθελητές όλα τα ρεκόρ ρεβιζιονισμού της ιστορίας (με πρόσφατη αφορμή την «γαλαζοπράσινη» θητεία του Ρικ Πιτίνο), σπεύδω να θυμίσω τα δεδομένα:
* Ο πρώτος που επαναστάτησε τότε ήταν ο Παναθηναϊκός, με ποικίλα επιχειρήματα. «Θα φέρει βόλτα τους διαιτητές με το κύρος του». «Θα πείσει τον Καλάθη και τον Κουφό να επιλέξουν τον Ολυμπιακό». «Θα κάνει σαμποτάζ στους δικούς μας διεθνείς». Τέτοια και πολύ χειρότερα.
* Ο Ολυμπιακός δεν έβαλε κανένα τελεσίγραφο στον Γιαννάκη, αλλά ακολούθησε μετά χαράς τον χορό και άρχισε να πιέζει μετά τους Αγώνες του Πεκίνου. «Να σταματήσουν τα πάρε δώσε με τους παίκτες του Παναθηναϊκού». «Να μη μαθαίνουν τα συστήματα του Γιαννάκη ο Διαμαντίδης και ο Σπανούλης».
* Ο Βασιλακόπουλος και οι συν αυτώ (Κολοκυθάς, Συρίγος) αρχικά υποστήριξαν τη διπλή απασχόληση του Γιαννάκη, την οποία είδαν ως χτύπημα στον οπαδισμό και στον διχασμό. Μετά το Πεκίνο, το μήνυμα έγινε διφορούμενο. «Θα σε θέλαμε στην Εθνική εφ’ όρου ζωής, αλλά η αντιπαλότητα δημιουργεί προβλήματα».
Ο κύβος ερρίφθη στις 2 Δεκεμβρίου 2008, ακριβώς δέκα μήνες μετά την πρόσληψή του Γιαννάκη από τον Ολυμπιακό, όταν η πίεση έλαβε στερεοφωνικές διαστάσεις
«Ο Παναγιώτης ήταν προπονητής μέχρι το Πεκίνο. Τελείωσε αυτή η περίοδος», δήλωσε ο Βασιλακόπουλος. «Δεν έχουμε τη δυνατότητα, ο προπονητής μεγάλης ομάδας να είναι και προπονητής της Εθνικής».
«Οι “αιώνιοι” τελειώνουν τον Γιαννάκη», έγραφε τότε το –νεαρό- Gazzetta. Περισσότερες λεπτομέρειες μπορείτε να βρείτε σε αυτό το αφιέρωμα, που έγραψα τον Δεκέμβριο του 2019.
Η δική μου θέση ήταν, και παραμένει …αναδρομικά, η εξής.
* Ο Γιαννάκης δεν έπρεπε να δεχθεί την πρόταση του Ολυμπιακού. Όταν ντύθηκε στα κόκκινα, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και παρέδωσε την Εθνική βορά στο μίσος. Αυτό το «δεν έπρεπε», όμως, μπάζει νερά. Τι είδους βιοπορισμό και τι είδους φιλοδοξίες μπορεί να προσφέρει η αποκλειστική απασχόληση στην ΕΟΚ; Ο Γιαννάκης ήταν –και παραμένει- προπονητής υψηλών βλέψεων. Τελικά, κατέληξε στη Λιμόζ και στην Κίνα.
* Εφ’ όσον ο «δράκος» έκανε τη συγκεκριμένη επιλογή, η Ομοσπονδία όφειλε να τον στηρίξει μέχρι τέλους (με το συμπάθιο), αγνοώντας τις εκατέρωθεν κραυγές. Ο ψήφος εμπιστοσύνης ήταν η ιδανική απάντηση στο πανηγύρι των ζουρλών. Και αυτό το σενάριο, όμως, μοιάζει βγαλμένο από άλλη χώρα, που διέπεται από αθλητικό πολιτισμό. Η πράξη –και στην περίπτωση του Πιτίνο- υπενθύμισε ότι η «ελληνική πραγματικότητα» είναι αδηφάγο θηρίο, που μπορεί να καταπιεί οποιονδήποτε.
Αυτά συνέβησαν στο αγλαό μπάσκετ του 2007-08. Το πόλο του 2021 -ευτυχώς για το ίδιο- δεν είναι μπάσκετ. Δεν έχει Γιαννακόπουλο και Αγγελόπουλους. Δεν έχει καν Βασιλακόπουλο.
Εάν υπάρχει χώρος ικανός να υποστηρίξει βήματα προόδου ασύμβατα με το τέρας της νεότερης Ελλάδας, είναι η πισίνα με τα σκουφάκια.
Μία συνύπαρξη που υπήρξε ανέφελη τόσα χρόνια δεν πρόκειται να βάλει τρικλοποδιές τώρα. Ελλείψει εχθρού, ποιος θα πετροβολήσει τον προπονητή του ασημένιου μεταλλίου;
Εκτός πια και αν εμφανιστεί ξεκούδουνα στο στερέωμα του πόλο ανταγωνιστικός Παναθηναϊκός, για να πυροδοτήσει πόλεμο! Δεν αποκλείεται τελείως, ούτε όμως φαίνεται στον ορίζοντα.
Ας πρυτανεύσει, λοιπόν, η λογική έναντι του δογματισμού. Μία ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει. Οι βετεράνοι πολίστες που κάνουν κουμάντο από διάφορα πόστα στον ελληνικό αθλητισμό το γνωρίζουν πολύ καλά.
Πηγή: Gazzetta