Το σενάριο περί διεξαγωγής ενός Προολυμπιακού τουρνουά στην Αθήνα το διαβάσατε πρώτα εδώ, γύρω στον Ιούνιο, όταν ακόμη η Εθνική βαυκαλιζόταν ότι θα ταξίδευε στις Φιλιππίνες πλήρης, ενώ η Ομοσπονδία πρόβαρε εικονικά το …δεύτερο από τα «τρία μετάλλια» που ο Βαγγέλης Λιόλιος μου εξομολογήθηκε κάποτε ότι ονειρευόταν.
«Θα μας κοστίσει κάτι παραπάνω, αλλά ίσως αυτός να είναι ο λιγότερο δύσβατος δρόμος προς το Παρίσι», έγραφα μέσες άκρες στις αρχές του καλοκαιριού. Η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μοιάζει να είναι η ύστατη ευκαιρία αυτής της γενιάς για μία διάκριση. Και ίσως το κύκνειο άσμα της Εθνικής μπάσκετ όπως τη γνωρίζουμε.
Θα αποτελεί από είδηση έως θαύμα εάν οποιοσδήποτε από τον Σλούκα, Καλάθη, Παπανικολάου, Γιάννη (και Θανάση) Αντετοκούνμπο, Γουόκαπ αγωνιστεί στο Ευρωμπάσκετ του 2025. Από τα μετόπισθεν δεν έρχεται τίποτε που να με κάνει αισιόδοξο, ότι θα μείνουμε τουλάχιστον σταθεροί σε επίπεδο Μαυροβουνίου ή Βελγίου ή Γεωργίας.
Με άλλα λόγια, το Παρίσι είναι το τέλος του δρόμου. Εάν διαβάζω σωστά την πραγματικότητα, τα επόμενα χρόνια θα μας βρουν περίπου εκεί όπου βολοδέρνουν οι μικρομεσαίες ευρωπαϊκές ομάδες, στα όρια όχι των μεταλλίων, αλλά των συμμετοχών στις μεγάλες διοργανώσεις. Ή, αν προτιμάτε, εκεί όπου βρίσκεται εδώ και δεκαετίες η Εθνική Ελλάδας του βόλεϊ.
Η συζήτηση φούντωσεε τις τελευταίες ημέρες εδώ στη Μανίλα, προφανώς επειδή η «επίσημη αγαπημένη» κουρελιάστηκε μέσα σε αυτό το επίπονο καλοκαίρι. Απατήθηκε από παίκτες που δεν είχαν απουσιάσει ποτέ, αγνοήθηκε από το μεγαλύτερο αστέρι της, έμεινε απροστάτευτη και αθωράκιστη από την Ομοσπονδία, αναζητούσε προπονητή ενώ είχε έναν από τους καλύτερους, εν τέλει στραπατσαρίστηκε και στο γήπεδο, αν και αγωνιστικά έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Από όλα όσα πέρασε η Εθνική το τελευταίο τρίμηνο, η ήττα της Παρασκευής από τη Λιθουανία ήταν το λιγότερο οδυνηρό. Μόλις δύο μέρες αργότερα, άλλωστε, οι Αμερικανοί υποκλίθηκαν στη Λιέτουβα, καθηλωμένοι επί 40 λεπτά σε ρόλο παθητικό. Εμείς οι διαλυμένοι, τουλάχιστον, τους ρίξαμε νοκ-ντάουν στο πρώτο ημίχρονο και τους παλέψαμε μέχρι το τέλος της γ’ περιόδου, πριν παραδοθούμε σε μία αφύσικη βροχή από τρίποντα.
Οι ίδιοι άνθρωποι που κάποτε λοιδορούσαν τον Βασιλακόπουλο όταν αυτός εξαγόρασε έναντι 800.000 ευρώ την αριστίνδην συμμετοχή στο Μουντομπάσκετ του 2014 (σωστά, όπως αποδείχθηκε, αφού εκείνη η παρουσία διασφάλισε τη σταθερότητα και τη συνέχεια) άνοιξαν τώρα το θησαυροφυλάκιο και μετράνε τα γρόσια, για να δουν αν βγαίνει η λυπητερή της φιλοξενίας ενός Προολυμπιακού τουρνουά.
H FIBA, που από τα χρόνια του μακαρίτη Μπάουμαν και μετά έχει μετατραπεί σε κερδοσκοπική επιχείρηση, κοστολογεί το χρίσμα στα 2 εκατομμύρια ευρώ και κάτι παραπάνω. Άλλη μία 500άρα χιλιάρικα θα απαιτηθεί για τα έξοδα των αγώνων. Διότι είμαστε και λαρτζ με τους μουσαφίρηδες, εμείς οι απόγονοι του Ξένιου Δία.
Υπάρχουν λεφτά; «Όχι», είναι η απάντηση που ανεβαίνει αντανακλαστικά στα χείλη. «Υπάρχουν», είναι η σωστή απάντηση. Η ΕΟΚ εξασφάλισε στην αρχή της θητείας της μία τερατώδη χορηγία από τον ΟΠΑΠ και μπορεί κάλλιστα να χρηματοδοτήσει την υποψηφιότητα, μέσα από αυτήν και από τους άλλους σπόνσορες.
Ωστόσο, θα πρέπει να συμμετάσχει και η Πολιτεία. «Λεφτά δεν υπάρχουν», θα διαμαρτυρηθούν οι κλειδοκράτορες των ταμείων. Και πάλι, είναι ψέμα. Ιδίως στην τετραετία του Αυγενάκη η χώρα φιλοξένησε αστείες αθλητικές διοργανώσεις (τις περισσότερες στο Ηράκλειο) με βαρύ οικονομικό κόστος και μηδαμινό αντίκρυσμα: Μεσογειακούς και Παράκτιους, Ποδηλατικούς Γύρους, τουρνουά παλαιμάχων σε διάφορα σπορ, ταρατατζούμ αυτοκινήτου, μικρά Ευρωμπάσκετ και ούτε θυμάμαι τι άλλο. Προσθέστε στα παραπάνω και το ζεστό χρήμα που έσπρωξε η Περιφέρεια Αττικής για το φάιναλ-8 του BCL τη χρονιά που το φιλοξένησε η ΑΕΚ.
Το Προολυμπιακό τουρνουά θα έχει όχι μόνο έξοδα, αλλά και προφανή οφέλη: τα κέρδη από τα εισιτήρια και τις διαφημίσεις, την ανάταση και ευεξία που συνοδεύει κάθε εντός έδρας εμφάνιση της «επίσημης αγαπημένης», την ίδια την επιβίωση της Εθνικής μπάσκετ. Σε ένα τουρνουά που θα γίνει στην Αθήνα, η πανστρατιά θα είναι πολύ πιο εύκολη και οι για ψύλλου πήδημα κοπάνες πολύ πιο δύσκολες. Για να το πω διαφορετικά, ακόμα και οι διστακτικοί θα «ντραπούν» να ζητήσουν εξαίρεση.
Την προηγούμενη φορά, τρέχαμε εν μέσω πανδημίας στον Καναδά και χάναμε έναν παίκτη κάθε πρωί. Το 2016 στο Τορίνο παίξαμε με Χαραλαμπόπουλο και Μπόγρη. Το 2012, στο Καράκας, η μπάλα χάθηκε προτού την μπουμπουνίσει στο καλάθι μας εκείνος ο Ντανγκουντούρο. Μηδέν και μηδέν και μηδέν ίσον μηδέν.
Διαβάζεται και ανάποδα όμως η εξίσωση. Η Ελλάδα μετράει τρεις παρουσίες σε Ολυμπιακό τουρνουά μπάσκετ, σφραγισμένες και οι τρεις επί ελληνικού εδάφους. Το 1996 κερδίσαμε την πρόκριση μέσω του εν Αθήναις Ευρωμπάσκετ, το 2004 ήμασταν αμφιτρύονες, ενώ το 2008 διοργανώσαμε εμείς, ναι ναι, Προολυμπιακό τουρνουά. Και περάσαμε διά περιπάτου.
Το τοπίο έχει φυσικά αλλάξει. Στα τέσσερα Προολυμπιακά του 2021 αποκλείστηκαν όλοι ανεξαιρέτως οι οικοδεσπότες. Ο Καναδάς στη Βικτόρια από τους Τσέχους. Η Σερβία στο Βελιγράδι από τους Ιταλούς. Η Λιθουανία στο Κάουνας από τους Σλοβένους. Η Κροατία στο Σπλιτ από τους Γερμανούς. Φέτος, οι Τούρκοι αποκλείστηκαν στο Προ-Προολυμπιακό από τους Κροάτες στην Κωνσταντινούπολη, ενώ οι Αργεντινοί από τους Μπαχαμέζους στη Μαρ Ντελ Πλάτα. Οι «καυτές» εξέδρες δεν τρομάζουν πια κανέναν και οι παίκτες έχουν μάθει να κλείνουν τα αυτιά.
Έστω και έτσι, το άυλο πλεονέκτημα της έδρας μπορεί να κάνει τη διαφορά για την Εθνική Ελλάδας, πρωτίστως στη στελέχωσή της για το Προολυμπιακό τουρνουά (που θα διεξαχθεί 2-7 Ιουλίου, αμέσως μετά το τέλος των πρωταθλημάτων) και τελικά πάνω στο παρκέ. Μικρή είναι η απόσταση που θα πρέπει να διανύσουμε, όχι μαραθώνιος.
Με βάση τα αποτελέσματα του Μουντομπάσκετ 2023, η Εθνική μας θα τοποθετηθεί στο δεύτερο γκρουπ δυναμικότητας όταν φτάσει η ώρα της κατσαρόλας. Αυτό σημαίνει ότι θα κληθεί να αποκλείσει μία από τις -χοντρικά- Ισπανία, Σερβία, Λιθουανία, Ιταλία, Γερμανία, χώρια τους τριτοτέταρτους, που συχνά είναι πολύ επικίνδυνοι.
Μπορούμε πλήρεις να νικήσουμε στο ΟΑΚΑ τους Ισπανούς ή τους Ιταλούς; Ασφαλώς ναι. Μπορούμε ελλιπείς να πάρουμε την πρόκριση με διπλό στο Κάουνας ή στο Βελιγράδι; Ασφαλώς όχι. Οπότε; Είναι σαν να αγοράζουμε παραπανίσιες ελπίδες πρόκρισης. Εάν ξεκινάμε με 20 τοις εκατό, διότι κάπου εκεί μας κόβω με βάση το δείγμα γραφής της Μανίλα, οφείλουμε να πράξουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να φτάσουμε στο 60.
Κάποιος θα πει ότι αυτή η συλλογιστική είναι επί της αρχής λανθασμένη, άλλος θα τη θεωρήσει σωστή, εάν θέλετε τη γνώμη μου ο ρομαντισμός έχει πεθάνει προ πολλού και το παιχνίδι πρέπει να παίζεται με όρους κυνισμού. Ειδάλλως, ας φορέσουμε τις πλερέζες, ας ενώσουμε τη φωνή μας με τη χορεία όσων ισχυρίζονται ότι είμαστε ανύπαρκτοι και ας αποχωρήσουμε μόνοι μας από το πάλκο, πριν μας διώξουν.
Το όμορφο φυτό που έχουμε σαράντα χρόνια τώρα στο σαλόνι πάει να μαραθεί και το λίπασμα είναι δυστυχώς ακριβό. Εάν είναι να προσλάβουμε γιατρούς, νοσηλευτές και πυροσβέστες, τότε ναι, ας ψοφήσει το παλιάμπελο του αθλητισμού και ας μη σώσουμε να έχουμε μπάσκετ ή ποδόσφαιρο. Αλλά τέτοιος «κίνδυνος» δεν βλέπω να υπάρχει.
Πηγή: Gazzetta