Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

Ένα ζεστό βράδυ του καλοκαιριού του 2019 συναντήθηκα στο Gazarte με μία από τις σημαντικότερες φιγούρες του ελληνικού μπάσκετ. Μιλήσαμε για τον Ναβάρο, τον Νοβίτσκι, τον Όσκαρ Σμιντ και άλλους που έπαιζαν μέχρι τα 35-40 τους. Θυμηθήκαμε και εκείνους που προτίμησαν να εγκαταλείψουν όσο ήταν ακόμα νέοι, για να ξορκίσουν τον πανδαμάτορα.

«Αν υπάρχει κάποιος ικανός να παίζει στο ίδιο επίπεδο μέχρι τα βαθιά γεράματα, αυτός είναι ο Βασίλης», είπε ο συνομιλητής μου. «Ο άνθρωπος είναι τελείως τρελός. Ξέρει κάθε λεπτομέρεια του παιχνιδιού, ζει και αναπνέει μπάσκετ. Αν το βάλει πείσμα, μπορεί να συνεχίζει μέχρι τα πενήντα».

Ο απόμαχος που είπε τα παραπάνω είναι ο Δημήτρης Διαμαντίδης. Αυτός ξέρει.

Να, όμως, που ο διακόπτης έπεσε. Προσωπικά υποψιάστηκα ότι ο Σπανούλης σκόπευε να σταματήσει, πριν από κανένα δίμηνο.

Το συμπέρανα διά της τεθλασμένης: το «ναι» στην Εθνική ομάδα ισοδυναμούσε με «όχι» στο μέλλον του.

Δεν υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να περάσει ο Σπανούλης όλο το καλοκαίρι στα γήπεδα και μολαταύτα να επιστρέψει τον Οκτώβριο για εξουθενωτικό χειμώνα.

Το νήμα του τερματισμού ήταν απλωμένο στις 11 Αυγούστου, ανήμερα του τελικού των Ολυμπιακών Αγώνων. Ανήμερα, επίσης, των γενεθλίων του.

Τον περασμένο Απρίλιο, ο Σπανούλης αποφάσισε ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο θα ήταν το κύκνειο άσμα του.

Ήξερε ότι είχε μπροστά του τρομακτική ανηφόρα, αλλά δεν φανταζόταν τον αποδεκατισμό της Εθνικής. Την οραματιζόταν δυνατή και πλήρη στη Βικτόρια, με τον ίδιο σε ρόλο στρατηγού.

Ο τραυματισμός που χτύπησε τον ίδιο (μετά τους Παπανικολάου, Παπαπέτρου, Πρίντεζη) ήταν η χαριστική βολή, αφού τον καταδίκασε σε 10-15 μέρες απραξίας στην τελική ευθεία των Αγώνων.

Το «αντίο» στο μπάσκετ ο Σπανούλης το αποφάσισε ουσιαστικά στις μέρες του Τουρνουά Ακρόπολις, όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να ακολουθήσει το πρόγραμμα του Πιτίνο.

Αυτό ήταν το τελευταίο «γαμώτο» της καριέρας του, που δεν είχε δα πολλά τέτοια.

Στην πραγματικότητα, είχε ένα και μόνο ένα: το άστοχο σουτ στην εκπνοή του προημιτελικού των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, ενάντια στην Αργεντινή.

Εάν μπορούσε να ξαναπαίξει ένα ματς από την αρχή, θα ήταν αυτό.

Για έναν παίκτη που μοίρασε την καριέρα του εξ ημισείας ανάμεσα στα πράσινα και στα κόκκινα, η ομάδα της καρδιάς του δεν μπορεί παρά να ήταν αυτή που στεκόταν ανάμεσα στις δύο όχθες και πότε πότε τις ένωνε.


Η μπλε.

Φοβάμαι ότι τα καμώματα κάποιων φανατικών τους τελευταίους μήνες κλόνισαν τον Σπανούλη.

Μπορεί να είναι λίγοι, και προφανέστατα άσχετοι, αλλά έχουν φωνή δυνατή και γλώσσα δηλητηριώδη.

Ο Σπανούλης δεν πολυνοιάζεται για τη γνώμη των άλλων, αλλά αυτή η δυσοίωνη αύρα, το «παράτα τα ρε μεγάλε γιατί κάνεις κακό στην ομάδα», τον ενόχλησε και τον επηρέασε.

Όσοι καταλαβαίνουν έστω και λίγο από μπασκετάκι ξέρουν ότι ο Σπανούλης του 2020-1 ήταν -τηρουμένων των αναλογιών- ο καλύτερος παίκτης του Ολυμπιακού και σίγουρα ο θεμέλιος λίθος μίας ομάδας που από χρόνια κινδύνευε να γίνει διμοιρία λεγεωνάριων.

Μήνες ολόκληρους, ο Σπανούλης αναγκαζόταν να παίζει με ωτασπίδες για να μπλοκάρει την οχλαγωγία, σε εποχή που θα ‘πρεπε να ακούγονται ιαχές παρότρυνσης.

Προς τιμήν του, ο οργανισμός του Ολυμπιακού αγνόησε αυτή την αυτοκαταστροφική αβελτηρία και δεν απέσυρε το κόκκινο χαλί που κάθε καλοκαίρι στρωνόταν στα πόδια του Σπανούλη.

Εξυπακούεται ότι ο ρόλος του θα έπρεπε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να έχει ως γνώμονα την επόμενη μέρα της ομάδας, αλλά αυτή είναι διαφορετική συζήτηση.

Πολύ διαφορετική, από το «άντε, να τελειώνεις, μη σε κρατάμε άλλο».

Αμφιβάλλετε ότι και σήμερα κάποιοι στο λιμάνι πανηγυρίζουν; Από μέσα τους, όμως, γιατί αλλιώς θα πέσουν πατσαβούρες.

Οι νοήμονες μπορεί να παρακολουθούν σιωπηλοί, αλλά είναι πλειοψηφία. Ευτυχώς για όλους, ο Σπανούλης το ξέρει. Και κάθε Σπανούλης πριν από αυτόν.

Εδώ έχουν αμφισβητίες ο Μέσι, ο Ρονάλντο, ο Τζόρνταν και, ξέρω γω, ο Γιάννης. Δεν θα έχει ο Σπανούλης στα 39 του;

Το παλιό καιρό, όταν τα όνειρα των κόκκινων κρέμονταν από τον Σπανούλη και των πράσινων από τον Διαμαντίδη, και οι δυό τους βρίσκονταν σε μόνιμη τροχιά σύγκρουσης, κλήθηκα πάμπολλες φορές να απαντήσω στη γνωστή ερώτηση: Διαμαντίδης ή Σπανούλης;

Η απάντησή μου ήταν αυτή που κάποτε χρησιμοποίησα ως τίτλο σε αυτήν εδώ τη στήλη: «Σπανίδης» ή «Διαμαντούλης».

Ένας παίκτης που θα συνδύαζε τα προτερήματα των δύο θα ήταν ο κορυφαίος γκαρντ όλων των εποχών στην Ευρώπη, για να μη πω στον γαλαξια.

Επιτρέψτε μου σήμερα να ακουμπήσω μερικά γραμμάρια -από δάκρυ συγκίνησης- στη μία από τις δύο πλευρές της πλάστιγγας και να ομολογήσω την ελαφρά, ελαφρύτατη προτίμησή μου.

Εάν έπρεπε οπωσδήποτε να διαλέξω κάποιον από τους δύο για την ομάδα μου, όποια και αν είναι αυτή (η Εθνική, για να μη ψάχνετε), αυτός θα ήταν ο Σπανούλης.

Διότι θεωρώ το «εγώ» του πολύτιμο και αναπόσταστο εφόδιο για κάποιον που στοχεύει σε μεγαλείο.

Αντιστρέφω την προηγούμενη εξίσωση για να εξηγηθώ: ο Σπανούλης με την ταπεινοφροσύνη του Διαμαντίδη δεν θα ήταν στον ίδιο βαθμό παιχταράς. Ούτε ο Διαμαντίδης με τα σωματικά προσόντα του Σπανούλη.

Αλλά τι νόημα έχουν τα παραπάνω; Τώρα που αποχώρησαν και τα τρία εικονίσματα της δεύτερης χρυσής γενιάς, καλούμαστε να εκτιμήσουμε επιτέλους τα κατορθώματά τους και να τους σηκώσουμε στα χέρια όπως τους αξίζει, αφήνοντας επιτέλους στην άκρη τις παιδιάστικες οπαδικές κόντρες.

Στο κάτω, ο Σπανούλης δεν ήταν σημαία του Ολυμπιακού ούτε του Παναθηναϊκού.

Έπαιξε και στους δύο, τίμησε τη φανέλα τους όσο ελάχιστοι, άλλαξε όχθη χωρίς φόβο αλλά με πάθος σε καιρούς που το μπάσκετ το ‘σκιαζε η φοβέρα.

Και, με τον τρόπο του, με το ήθος του αν θέλετε, παρέμεινε έμβλημα και των δύο ομάδων.

Δεν είναι δα εύκολο. Ούτε ξέρω πολλούς που θα το τολμούσαν. Ο Σπανούλης κουβάλησε στις πλάτες του αυτό το ασήκωτο φορτίο επί μία δεκαετία και δεν λύγισε ποτέ.

Ούτε προκάλεσε κανέναν, εκτός αν καταντήσουμε να θεωρούμε πρόκληση τους …πανηγυρισμούς, σαν κακομαθημένα οχτάχρονα.

Η πρώτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό από τον Σπανούλη του ελληνικού πρωταθλήματος δεν είναι το θρυλικό τρίποντο τίτλου του 2016 στο ΟΑΚΑ, αλλά το πατρικό σχεδόν χάδι του Θανάση Γιαννακόπουλου μέσα στο ίδιο γήπεδο, σε εποχή ακραίας έξαρσης παθών.

Όταν έσβηναν οι προβολείς, ο Σπανούλης, ο Διαμαντιδης, ο Παπαλουκάς και ο Ζήσης ήταν αδέλφια.

Υπερβάλλω, αλλά δεν υπέρβάλλω καθόλου. Αδέλφια.

Με σχέσεις σφυρηλατημένες μέσα από τα θαύματα -και τα τραύματα- της Εθνικής ομάδας, όπου συνυπήρξαν μεταξύ 2004-10: Αθήνα, Βελιγράδι, Σαϊτάμα, Μαδρίτη, Πεκίνο, Κωνσταντινούπολη.

Αλλά και Πολωνία, και Λιθουανία και Καράκας και Σλοβενία και Ισπανία και Ζάγκρεμπ-Λιλ, άσχετα αν κάποιοι πήραν σκόρπιες απουσίες.

Ο Σπανούλης της Εuroleague είναι το MVP του Μονάχου, το κρεσέντο του Λονδίνου και η ασίστ στον Πρίντεζη στην Πόλη, αλλά το δικό μου μυαλό γυρίζει πάντοτε στην Εθνική ομάδα.

Στην υπερβατική βραδιά της Σαϊτάμα, όπου είδαμε για μία και μοναδική φορά τον Σπανούλη του ΝΒΑ. Το buzzer-beater με τους Κροάτες στη Μαδρίτη και ο απίστευτος ημιτελικός του.

Τα απίστευτα όργια στον προημιτελικό του Κατοβίτσε με την Τουρκία. Το «αντίο» στη Λιλ και την αγκαλιά με Ζήση, Μπουρούση.

Το Πεκίνο. Πάνω απ’ όλα το Πεκίνο. Πώς είναι δυνατόν να έρχεται πρώτη πρώτη στο νου μία αστοχία;

Ίσως επειδή τότε αποδείχθηκε ότι ο Σπανούλης είναι θνητός.

Όσοι βρισκόμασταν εκείνο το βράδυ στη «Γουκεσόνγκ Αρένα» ήμασταν σίγουροι ότι θα το έβαζε. Πεπεισμένοι. Απόλυτα βέβαιοι.

Ήταν μία αρχέγονη στιγμή Σπανούλη. Σαν να δημιουργήθηκαν τέτοιες φάσεις προτού γεννηθεί ο Σπανούλης, για να στρωθούν στο δρόμο του.

Δεν θα τις ξεχάσω ποτέ τις στριγγλιές Κινέζων, Ελλήνων και Αργεντινών στα τέσσερα-πέντε δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν από το αμυντικό ριμπάουντ μέχρι το σουτ. Πώς είναι δυνατόν να πήγε σίδερο, η ρημάδα;

Ένα ρομαντικό κομμάτι του εαυτού μου τον ονειρευόταν να παίρνει τη ρεβάνς φέτος στο Τόκιο. Στη Σαϊτάμα, που του πηγαίνει και περισσότερο. Αλλά δεν ήταν γραφτό.

Στο προσωπικό μου χρονολόγιο, με τον Βασίλη θα έχουμε πάντοτε την τρίωρη εξομολόγησή του σε ένα δωμάτιο του «Κάραβελ» το καλοκαίρι του 2006, εν όψει του Μουντομπάσκετ και της μετακόμισης στο ΝΒΑ (με φωτογραφίες του σπουδαίου Σπύρου Στάβερη για την Ελευθεροτυπία).

Την απόγνωσή του όταν του τηλεφώνησα στο Χιούστον μερικούς μήνες αργότερα (και το σήκωσε η μαμά του), για τη συνέντευξη που δρομολόγησε την επιστροφή του στην Ελλάδα.

Το δέος με το οποίο μιλούσαν και μιλούν για αυτόν όλοι ανεξαιρέτως όσοι τον γνωρίζουν.

Τη φιλία με την οποία με τίμησε. Τον προθυμία του, όποτε του ζητούσα κάτι. Την ιερή συγκίνηση με την οποία μου μίλησε για τον θάνατο του Κόμπι Μπράιαντ.

Τη μαγική κουβέντα που κάποτε μου είπε: «Σου έχω εμπιστοσύνη». Το ανεκτίμητο γεγονός ότι δεχόταν και αποδεχόταν τη σκληρή κριτική, όσο κανένας άλλος αθλητής αυτού του αναστήματος.

Και το Πεκίνο. Το γαμω-Πεκίνο. Το σουτ που θα μας έβαζε σε τροχιά Ολυμπιακού μεταλλίου.

Γύρισα να ξεσπάσω τα νεύρα μου και έριξα μια γερή γροθιά στο πίσω έδρανο, που ράγισε από τα ρίχτερ της οργής.

Ένας Βρετανός συνάδελφος και φίλος, o Κρις Μίτσελ, μου έφερε μια μπίρα εκεί που καθόμουν και έψελνα τον επιτάφιο. «Τη χρειάζεσαι», μου είπε.

Η γεύση της ήταν πικρή. Βάλ’ το, ρε αγόρι μου, βάλ’ το, ρε Βασιλάρα, να σε κάνουμε εικόνισμα.

Αλλά πόσο πιο εικόνισμα πια; Το ελληνικό μπάσκετ αποχαιρετίζει σήμερα ένα από τα εκλεκτότερα παιδιά του, με το καντήλι αναμμένο.

Ο Σπανούλης επέλεξε να αποχωρήσει, αν και άντεχε να παίξει κάμποσα χρονάκια ακόμα. «Μέχρι τα πενήντα», που λέει και ο Διαμαντίδης.

Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Κρίμα, όμως, που έμεινε αδειανή η θέση του στο φέρι μποτ για τη Βικτόρια. Η ομάδα της καρδιάς του τον χρειαζόταν φέτος όσο ποτέ άλλοτε.

Πηγή: Gazzetta