Του Νίκου Παπαδογιάννη
Ξημέρωνε Τετάρτη, θυμάμαι, και η προσμονή που ένιωθα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τους σημαντικότερους αγώνες της Εθνικής ομάδας: κάποιος τελικός, ημιτελικός ίσως, Ευρωμπάσκετ, Μουντομπάσκετ, δεν λέω Προολυμπιακό τουρνουά γιατί θα χαλάσουμε τις καρδιές μας.
Να αγωνιώ και να καρδιοχτυπάω νυχτιάτικα για μπάσκετ είχε να μου τύχει από τον καιρό του Τορόντο, του Μπουένος Άιρες, με τρόπο πάλι ντριμπλάρω το Καράκας. Το εκπληκτικό είναι ότι καμία από τις δύο ομάδες που παρατάχθηκαν στο παρκέ στις 4 τα ξημερώματα δεν ήταν ελληνική.
Από δω οι Μπακς, από κει οι Σανς. Φέξε μου και οι γλίστρησα. Μιλγουόκι εναντίον Φίνιξ, δύο μεγαλομεσαίες πόλεις που καλά καλά δεν τις γράφει ο αθλητικός χάρτης. «Μικρές αγορές», λένε οι ειδικοί. Αλλά καμία αγορά δεν είναι μικρή, όταν περνάει τις πύλες της ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Ούτε καν η αγορά της χρεοκοπημένης Ελλάδας.
Καρδιοχτυπούσα, όμως, και για λόγους …εκδοτικούς. Είχα αναλάβει τη μετάφραση του βιβλίου της Μίριν Φέιντερ «Giannis – The Improbable Rise Of An NBA MVP» και δίναμε στη Διόπτρα μεγάλη μάχη για να βγούμε μπροστά από τον ανταγωνισμό. Το σχέδιο ήταν να βγάλουμε το βιβλίο ζεστό και σπαρταριστό το συντομότατο δυνατόν, αρχές Αυγούστου δηλαδή, αλλά βαπτισμένο στην επικαιρότητα.
Με εξώφυλλο από τα επινίκια, με τίτλο «Εκτόξευση Στα Αστέρια» και με ολόφρεσκο επιμύθιο γραμμένο «στο φτερό» που να χαιρετίζει την αναρρίχηση του Γιάννη στην κορυφή του Κόσμου. Για να γίνει αυτό, όμως, προαπαιτούμενο ήταν η αίσια έκβαση των τελικών. Επινίκια χωρίς νίκη δεν νοούνται. Ούτε πανηγυρικός επίλογος χωρίς πανηγύρια. Ούτε εκτόξευση χωρίς εκτόξευση.
Γνώριζα ότι με περίμενε μαρτυρική μέρα, αλλά αυτό δεν με πείραζε καθόλου. Συνηθισμένα, άλλωστε, τα γέρικα βουνά στα χιόνια. Το πρώτο δίωρο μετά την απονομή θα ήταν ασφαλώς αφιερωμένο στα επείγοντα γραψίματα και στα σφηνάκια σαμπάνιας, αλλά μετά το πρώτο κρύο ντους της ημέρας θα έπρεπε να συμμαζέψω το άυπνο μυαλό μου και να συγγράψω για το βιβλίο ένα μικρό …αριστούργημα, αντάξιο του επιτεύγματος του Γιάννη και των Μπακς.
Αλλά τα κοσμητικά επίθετα είχαν ήδη στερέψει και ωχριούσαν μπροστά στην πραγματικότητα. Όταν ο Γιάννης μπλόκαρε το κάρφωμα του ΝτεΆντρε Έιτον στο 4ο ματς, η σεληνιασμένη ζητωκραυγή μου έσκισε τη νύχτα της δυτικής Αθήνας και πιθανότατα ακούστηκε μέχρι τα Σεπόλια. Μετά το «μπρέικ» με το οποίο γράφτηκε το 3-2 των Μπακς, από 0-2 παρακαλώ, αισθανόμουν πλέον απόλυτα βέβαιος για το γιορτινό φινάλε.
Οι τελευταίες αμφιβολίες εξανεμίστηκαν στο τέλος του 5ου τελικού, όταν ο Τζρου Χόλιντεϊ έκλεψε τη μπάλα από τον Ντέβιν Μπούκερ και ξεχύθηκε στον αιφνιδιασμό, με τον Γιάννη να καλπάζει δύο βήματα πιο πίσω. «Δωσ’ την! Δωσ’ την!» φώναζα στο μπαλκόνι μου, ξαφνιάζοντας κάτι εργάτες που έφευγαν για τις φάμπρικες. Το ίδιο κραύγαζε, όπως αποδείχθηκε, και ο Γιάννης. «Πέτα την ψηλά!» Ο Χόλιντεϊ πέταξε τη μπάλα ψηλά και οι Μπακς εκτοξεύτηκαν στους γαλαξίες, για πρώτη φορά, μετά από 50 χρόνια.
«Αν χρειαστεί, θα βάλω 50 πόντους στο έκτο ματς», είπε ο Γιάννης στον καθρέφτη του. «Και 17 βολές στη σειρά. Και καμιά 15αριά ριμπάουντ. Και ό,τι άλλο χρειαστεί. Εδώ που φτάσαμε, δεν υπάρχει γυρισμός». Ο ίδιος Γιάννης, που λίγες μέρες νωρίτερα τραυματίστηκε βαριά στην Ατλάντα (με το σκορ στο 2-2) και μας έκανε να μετράμε νοερά τους μελαγχολικούς μήνες της απουσίας του.
Το γόνατό του παραμορφώθηκε από τη σύγκρουση με τον Κλιντ Καπελά, αλλά αυτό το παιδί είναι βιονικό. Αν δεν είχε τόσο ζεστή καρδιά, θα ήμουν βέβαιος ότι το κορμί του κρύβει βίδες, γρανάζια και ελατήρια. Όχι σάρκα και οστά. Ο τραυματισμός που μας έκανε να αποστρέφουμε το βλέμμα τον άφησε εκτός μάχης για ακριβώς μία εβδομάδα. Στο ματς της επιστροφής του, ο Γιάννης έγραψε 20 πόντους και 17 ριμπάουντ.
Οι Μπακς κατέκτησαν το πρωτάθλημα με τέσσερις συνεχόμενες νίκες απέναντι στην κορυφαία ομάδα της χρονιάς, τους Φίνιξ Σανς, που μάλιστα ξεκίνησαν τους τελικούς με προβάδισμα 2-0 και κάλπαζαν προς τον τίτλο που εδώ και δεκαετίες βλέπουν στα υγρά όνειρά τους. Νωρίτερα νίκησαν τους Aτλάντα Χοκς πάλι από 0-2, με τον Γιάννη παροπλισμένο αφού το γόνατό του ήταν τούμπανο.
Πιο πριν, στον δεύτερο γύρο, ξάπλωσαν στο καναβάτσο τους Μπρούκλι Νετς του Κέβιν Ντουράντ, σε μία επική σειρά 7 αγώνων που κρίθηκε από 2-3 σουτ και από το άκοπο νύχι του δεξιού ποδιού του ενοχλητικού «K.D.». Και στον πρώτο, για ζέσταμα, ξεπάστρεψαν τους στριφνούς Μαϊάμι Χιτ, τους φιναλίστ του 2020 στη φούσκα, με ένα ξερό 4-0 που δεν άφηνε περιθώριο για αμφισβητήσεις.
Μέσα σε μερικές αλησμόνητες μέρες του Ιουλίου, που ακόμα και σήμερα μοιάζουν με γλυκό όνειρο θερινής νυκτός για όσους τις ζήσαμε, ο ευλογημένος Γιάννης κατέκτησε μεμιάς όσα έλειπαν από τη συλλογή του. Το δαχτυλίδι του πρωταθλητή. Το έπαθλο του MVP των τελικών. Τη δικαίωση απέναντι στους τελευταίους αμφισβητίες.
Ναι, και τον τίτλο του κορυφαίου αθλητή της πατρίδας του. Το τελευταίο το λέει για πλάκα ο ίδιος ακόμα και σήμερα. «Μόνο το βραβείο του ΠΣΑΤ μου έλειπε». Και αύριο; Ποιο είναι το επόμενο στοίχημα; «Θα έδινα τα πάντα για ένα μετάλλιο με την Εθνική Ελλάδας».
Πενήντα πόντους. Έναν για κάθε έτος προσμονής και λειψυδρίας για τους Μπακς. Στο ματς της ζωής του. Σαν ρομπότ, προγραμματισμένο για να εξολοθρεύσει. Το σκεφτόμουν και δάκρυζα από συγκίνηση για λογαριασμό ολόκληρης της οικογένειας: της Βερόνικα που ήταν στο γήπεδο, του Κώστα, του Άλεξ, του Θανάσαρου που παρακολουθούσε από το σπίτι απομονωμένος λόγω κορονοϊού, του Φράνσις, της Μαράια, του Λίαμ, του δεύτερου γιου που ερχόταν. Και του χαλκέντερου άνδρα, που κοιτούσε υπερήφανος από τον ουρανό.
Τα μάτια μου έκλειναν από το άγριο ξενύχτι, αλλά η άγρια χαρά έδιωχνε την άγρια νύχτα. Έμπαινα στα παπούτσια του Γιάννη, μεγάλα σαν βάρκες, και ένιωθα ότι όλος ο κόσμος ήταν δικός μου. Σκεφτόμουν τη φτώχεια, τους δρόμους, την αβεβαιότητα, τα κυνηγητά, την παρανομία, τα πεζοδρόμια, τον φόβο. Τα Σεπόλια, την ανέχεια, τα παιχνίδια που τα αγόρια λαχταρούσαν και ποτέ δεν είχαν, τη βιοπάλη, το καθησυχαστικό χαμόγελο του Τσαρλς, ένα σουβλάκι μοιρασμένο στα έξι. Τις δύο πατρίδες που άφησαν πίσω τους, τυχεροί που ξέφυγαν από τη μιζέρια και από τα βάσανα.
«Και αν το ρυάκι κυλήσει μακριά, την πηγή του δεν την ξεχνάει ποτέ», λέει η νιγηριανή παροιμία με την οποία ξεκινάει το βιβλίο της Μίριν Φέιντερ (που αργότερα έμαθα ότι γράφτηκε χωρίς την έγκριση του Γιάννη). Το επώνυμο Αντετοκούνμπο σημαίνει: «Ο βασιλιάς που έρχεται από τις μακρινές θάλασσες». Οι Αφρικανοί ξέρουν να βλέπουν καθαρά το μέλλον.
«Είμαι ο πρεσβευτής της ελπίδας», είπε ο Γιάννης, με τα δίδυμα τρόπαια στα χέρια. «Εσύ, μικρέ, στην άκρη του κόσμου, μη το βάζεις κάτω όταν σου λένε ότι δεν έχει πιθανότητες. Συνέχισε να δουλεύεις και θα δικαιωθείς. Πριν από οχτώ χρόνια δεν ήξερα πού θα βρω το επόμενο γεύμα μου. Η μάνα μου έβγαινε στους δρόμους για να πουλήσει μπιχλιμπίδια ώστε να ζήσουμε».
Πίσω στην Ελλάδα, αυτοί που κάποτε τον έλεγαν «Ακενοτούμπο» και «λάθρο» έστελναν συγχαρητήρια μηνύματα χωρίς αιδώ. Ο Γιάννης τους αγνόησε και αφιέρωσε τον τίτλο στις δύο πατρίδες του, Νιγηρία και Ελλάδα, καθώς και στην πόλη που χάρισε ζωτικό οξυγόνο στον ίδιο και στη βασανισμένη φαμίλια του. Εάν ο τίτλος των Μπακς σφραγιζόταν εκτός έδρας, το Μιλγουόκι θα γκρέμιζε τα τείχη για να υποδεχθεί τον ξενόφερτο μεσσία που του άλλαξε η ζωή. Τώρα πια, χτίζει τείχη για να τον κρατήσει μέσα, παντοτινά δικό του.
Πέντε μέρες πριν γίνει πλανητάρχης του μπάσκετ και εκτοξευτεί στα αστέρια, το παιδί που καλά καλά δεν πήγε σχολείο ξετύλιξε την κοσμοθεωρία του μέσα σε δέκα λόγια, που περικλείουν τη φιλοσοφία του Ζεν, του Ταοϊσμού και πάνω απ’ όλα των Σεπολίων. «Όταν θυμόμαστε το χθες και πανηγυρίζουμε, μιλάει το εγώ μας. Όταν μελετάμε το αύριο πριν την ώρα του, μιλάει η έπαρση. Ο μοναδικός δρόμος προς τη σεμνότητα, προς την ταπεινοφροσύνη, είναι να αδειάζουμε το μυαλό μας από τα περιττά και να σκεφτόμαστε το τώρα».
Δεν τα έμαθε από κάποιον βουδιστή μοναχό των Ιμαλαΐων αυτά τα καταπληκτικά ο Γιάννης, αλλά από έναν δάσκαλο των δρόμων, που έφυγε νωρίς αλλά πρόλαβε να αφήσει πολύτιμη κληρονομιά στα πεινασμένα παιδιά που χρειάζονταν μία φωτεινή πυξίδα για να συνειδητοποιήσουν ότι ενίοτε η φτώχεια είναι προνόμιο. Τον πρόσφυγα της ζωής, Τσαρλς Αντετοκούνμπο.
Πηγή: Gazzetta