Του Νίκου Παπαδογιάννη
Ο τελικός του Προολυμπιακού τουρνουά εξελίχθηκε σε πανωλεθρία και μας έκανε να λησμονήσουμε το προφανές: η Εθνική ομάδα έφτασε πολύ πιο ψηλά απ’ όσο περιμέναμε και άγγιξε ένα θαύμα.
Παίκτες και προπονητές που φόρεσαν τα μπλε στη Βικτόρια αξίζουν χειροκρότημα και ευγνωμοσύνη. Αυτοί και μόνο αυτοί. Κανένας άλλος.
Παρά τη βαριά ήττα και το κουτρουβάλιασμα της τελευταίας στροφής, ο αποκλεισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτυχία. Στραπάτσο είναι αυτό που έπαθαν οι Σέρβοι, οι Κροάτες, οι Καναδοί, ακόμα και οι Λιθουανοί.
Δηλαδή, εκείνοι που πλήρωσαν στην άπληστη FIBA ένα καράβι λεφτά, έπαιξαν το Προολυμπιακό τουρνουά στην έδρα τους και έχασαν από παρακατιανούς.
(Στην περίπτωση των Λιθουανών ο αντίπαλος δεν ήταν παρακατιανός, αλλά θα πρέπει να προστεθεί στην εξίσωση ο παράγων έδρα με το κορονοπάρτι των 11.500 φιλάθλων.)
Τα εισιτήρια πήγαν στις ομάδες που εμφανίστηκαν πλήρεις ή σχεδόν πλήρεις, φρέσκες ή σχεδόν φρέσκες, πεινασμένες, διψασμένες, έτοιμες να παίξουν μπάσκετ του Ιουνίου.
Στην αστειότητα που ονομάζεται Προολυμπιακό τουρνουά, όσοι κλήθηκαν να αντλήσουν ενέργεια από κατάκοπα κορμιά και να συναρμολογήσουν αξιόμαχο σύνολο από ανεμομαζώματα ήταν καταδικασμένοι να περάσουν σε δεύτερη μοίρα.
Οι Τσέχοι, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ήταν τρία αουτσάιντερ που καβάλησαν το κύμα και έφτασαν στην ακτή χωρίς να νιώσουν το βλέμμα τους να σβήνει.
Οι Σλοβένοι, πολύ απλά, είχαν τον Ντόντσιτς, όπως η Τσεχία είχε τα δικά της αστέρια στις επάλξεις.
Σε αυτή την αστειότητα που λέγεται Προολυμπιακά τουρνουά, το απόλυτο ξεζούμισμα των ήδη ξεζουμισμένων αθλητών, εμείς προσπαθήσαμε να βγάλουμε από τη μύγα ξύγκι.
Δεν έχουμε το βάθος και την πολυτέλεια να αφήνουμε 7-8 βασικούς πίσω και να παραμένουμε αξιόπιστοι. Μία ναι, δύο ναι, τρεις όχι. Έχει ταβάνι αυτό το παραμύθι.
Αποθεώσαμε την Εθνική μετά τον θρίαμβο του Σαββάτου, αλλά τώρα στο φινάλε οφείλουμε να δούμε και την ανάποδη όψη του νομίσματος.
Η ελληνική ομάδα παραδόθηκε αμαχητί στους Τσέχους επειδή έκανε το λάθος να ερωτευτεί το είδωλο που έβλεπε στον καθρέφτη της.
Αλίμονο, όμως, ο καθρέφτης ήταν παραμορφωτικός. Αυτός ο Άουντα έκανε μία βουτιά-βόμβα και διέλυσε το ψεύτικο είδωλο, μπουγελώνοντας άγαρμπα τους αφελείς, που πνιγήκαμε στις αυταπάτες.
Η Εθνική έφτασε εκεί που έφτασε όχι με το τρεχαλητό και με τα ξένοιαστα σουτάκια, αλλά με το ελληνικό μπάσκετ που παρέδωσε μετά το κάκιστο πρώτο δεκάλεπτο του αγώνα με την Τουρκία.
Έπαιξε επίθεση, επειδή έπαιξε άμυνα. Πέτυχε 73 πόντους σε τριάντα λεπτά, επειδή στο ίδιο διάστημα δέχθηκε μόνο 41.
Έφτασε εκεί που έφτασε, ένα βήμα πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όταν δούλεψε σαν ομάδα και βρήκε τρόπο να καμουφλάρει τις αδυναμίες της.
Με το διάβασμα του παιχνιδιού και την ομαδική δουλειά. Με τις συνεργασίες και με τον ιδρώτα. Όχι με την αλεγκρία. Δεν άλλαξε ξαφνικά το dna της.
Για το ελληνικό μπάσκετ που υστερεί απελπιστικά σε ταλέντο, σε βάθος, σε κορμιά, σε εργατικότητα και σε οργάνωση, ο μόνος δρόμος προς τις υπερβάσεις είναι αυτός που δοκιμάστηκε στην πράξη και έφερε αποτελέσματα.
Δυστυχώς, παρ’ όλο που προς στιγμή πήγαμε να ελπίσουμε στο αντίθετο, πάθαμε και αυτή τη φορά το ίδιο πάθημα, και μάθαμε το ίδιο μάθημα, που δεν λέμε να το μάθουμε το ρημάδι, τόσων και τόσων ετών.
Όσες φορές προσπαθούμε να γίνουμε κάτι που δεν μας ταιριάζει πέφτουμε σε τοίχο. Αυτό είναι όλο.
Δεν καταλαβαίνω πώς περιμέναμε «μπάσκετ του 21ου αιώνα» από τα παιδιά των «παραθύρων» ούτε δέχομαι ότι μπορούμε να ποντάρουμε στο τρίποντο όταν κάθε δεύτερο ματς σουτάρουμε 5 στα 19.
Οσάκις εγκαταλείπουμε το αντάρτικο, μοιάζουμε σαν να πέφτουμε στο κενό από μεγάλο ύψος.
Για να το πω σχηματικά: σήμερα έπρεπε να παίξουμε το μπάσκετ της Τσεχίας, η οποία έπαιζε το μπάσκετ της Ελλάδας.
Μεθαύριο, που θα αποχωρήσουν οι σημερινοί 30άρηδες (Καλάθης, Σλούκας, Παπανικολάου κ.α.) κινδυνεύουμε να κατακρημνιστούμε πολύ κοντά στο χαμηλότερο ράφι, αν δεν ξαναβρούμε τις αξίες που έκαναν το ελληνικό μπάσκετ να ξεχωρίσει.
Ο Ρικ Πιτίνο είναι επιτυχημένος σε βαθμό που δεν σηκώνει αμφισβήτηση ούτε κριτική.
Με αυτό το υλικό, με τόσες απώλειες και με χαμηλότατο δείκτη πείρας και ενέργειας, η ομάδα δεν είχε καμία δουλειά να παίζει τελικό. Προσωπικά φοβόμουν ότι θα χάναμε και από την Κίνα (πριν δω με τα μάτια μου τα χάλια της).
Παράλληλα, όμως, η Εθνική παρουσιάστηκε απογοητευτική στα δύο ματς της ζωής της. Στα δόντια δεν είχε μαχαίρι, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά σοκολάτα γάλακτος.
Για σύνολο που έχει τέτοιο προπονητή στην πρώτη γραμμή (για να μην αναφερθώ στους βοηθούς), η εικόνα του πρώτου δεκαλέπτου, τόσο την Κυριακή όσο και το Σάββατο, ήταν δώρο στα χέρια των αντιπάλων τους. Βούτυρο στο ψωμί τους.
Η Τσεχία είναι πολλά κυβικά ανώτερη της Τουρκίας και δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθεί τέτοιο πεσκέσι.
Εάν έβρισκε απέναντί της μίας Ελλάδα αποφασισμένη και αφιονισμένη, μπορεί να κατέρρεε υπό το βάρος της σαββατιάτικης υπερπροσπάθειας.
Ο Πιτίνο απέσυρε όλους τους βασικούς του μετά το εναρκτήριο πεντάλεπτο, έφτιαξε πεντάδες με «παραθυράτους», έδωσε ρόλο βασικού μετά την ανάπαυλα στον Ρογκαβόπουλο που χθες δεν έπαιξε καθόλου, κρατούσε Καλάθη και Σλούκα στον πάγκο περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν, έμοιαζε πελαγωμένος όσο και οι παίκτες του.
Θύμιζε σκακιστή που θυσιάζει πύργους και αξιωματικούς χωρίς να έχει κάποιο σχέδιο, μόνο και μόνο για να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο και να του δημιουργήσει τρίτες σκέψεις.
Αλλά οι Τσέχοι, που έχουν τον ίδιο προπονητή και σχεδόν τους ίδιους παίκτες εδώ και 8 χρόνια, δεν έχασαν ποτέ την αυτοκυριαρχία τους.
Ό,τι τους έλειπε σε κλάση το αναπλήρωναν με καρδιά και με μυαλό.
Τρεις φορές η Εθνική μας έχασε αμυντικό ριμπάουντ μετά από βολή και άλλη μία (στο 50-43) δέχθηκε coast-to-coast από τον Άουντα, ο οποίος έκανε παρέλαση 25 μέτρων με τα 120 κιλά του λες και ήταν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο.
«Ας κάνουμε τουλάχιστον ένα φάουλ», φώναξε κάποιος από τον πάγκο. Μπορεί και να το φαντάστηκα.
Δεν ήταν αποτυχία αυτό που ζήσαμε στη Βικτόρια, όχι, ήταν όμως άλλη μία χαμένη ευκαιρία, μάλλον η τελευταία αυτής της γενιάς.
Η καλή Ελλάδα, που θα σκότωνε στην άμυνα, θα μούσκευε το παρκέ με μακροβούτια και θα μάζευε +12 ριμπάουντ (αντί για το -12 που βλέπω στο φύλλο στατιστικής) μπορεί να την κέρδιζε την Τσεχία.
Θα σούταρε πιο ήρεμη, όπως χθες, θα διάβαζε το παιχνίδι πιο ψύχραιμα, όπως χθες, θα μπάλωνε τα αχρείαστα λάθη με κλεψίματα.
Στο τέταρτο κιόλας λεπτό, οι Καλάθης, Σλούκας είχαν χάσει τρεις φορές τη μπάλα στη σέντρα και το σκορ ήταν 2-11, με αιφνιδιασμούς και καρφώματα των Τσέχων.
Οι ισορροπίες του τελικού διαμορφώθηκαν από το ξεκίνημα κιόλας, ενώ οι δύο χαμένες φάσεις του Χρυσικόπουλου στο φινάλε του ημιχρόνου (άστοχο σουτ από τα 6,75 μ. και άγονη άμυνα στο τρίποντο του Σέναλ αμέσως μετά) έχυσαν αρκετό από το γάλα που πάσχιζε να βάλει η Εθνική στην καρδάρα.
Αλλιώς θα έβγαιναν οι ομάδες από τα αποδυτήρια με έναν πόντο να τις χωρίζει, αλλιώς βγήκαν με το 50-43.
Αλλά είναι άδικο να ζητηθούν ευθύνες από οποιονδήποτε παίκτη, ιδίως αν αυτός συγκαταλέγεται στους πολλούς άπειρους της ομάδας.
Πολύ απλά, αυτοί είμαστε. Aυτοί και λίγο χειρότεροι.
Τις μέρες του Προολυμπιακού τουρνουά στον Καναδά, απλώσαμε το χέρι και λίγο παραπέρα από εκεί που νομίζαμε ότι έφτανε. Και κάναμε το λάθος να ονειρευτούμε.
Πηγή: Gazzetta