Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

Οι πρώτες εικόνες από το Φίνιξ ζέσταιναν την ψυχή. Ακριβώς μία εβδομάδα μετά τον τραυματισμό που στο γυμνό μάτι φαινόταν καταστροφικός, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο επέστρεψε στο παρκέ χωρίς φόβο, χωρίς δισταγμό και με πολύ πάθος.

Στην πρώτη κιόλας φάση του αγώνα, απογειώθηκε για ένα κάρφωμα που θα γκρέμιζε τη μπασκέτα, αν δεν προλάβαινε ο Κράουντερ να του τραβήξει τα χέρια.

Αργότερα έκανε μία τάπα που θα έπρεπε να κηρυχτεί παράνομη σε τριάντα πολιτείες, με σπριντ σπρίντερ και με εκτόξευση ανάμεσα σε πέντε κορμιά και δέκα πόδια.

Καλά, δεν φοβόταν την κακιά στιγμή; Δεν θυμόταν τι έπαθε την προηγούμενη εβδομάδα στην Ατλάντα;

Όχι, ούτε φοβόταν ούτε θυμόταν. Ο Γιάννης μπορεί να έχει τη μεγαλύτερη ψυχάρα του γνωστού σύμπαντος, αλλά κατά βάθος είναι ρομπότ.

Δεν μπόρεσα να ευχαριστηθώ το ματς, διότι έτρεμε η ψυχή μου. Όποτε ο Γιάννης απογειωνόταν, κοίταζα όχι τα χέρια του, αλλά τα πόδια του. Όχι τον αεροδιάδρομο, αλλά τον διάδρομο προσγείωσης.

Εγώ από το μπαλκόνι μου στην Αθήνα φοβόμουν, εκείνος στο γήπεδο ανάμεσα σε θηρία όχι. Από τι υλικό είναι καμωμένος αυτός ο άνθρωπος και ποιος ούριος άνεμος τον έφερε στον τόπο μας και στα γήπεδα του μπάσκετ;

Κάθε φορά που τον βλέπω, μου ‘ρχεται να του πω «ευχαριστώ». Και ας μου μιλάει αυτός στον πληθυντικό.

Οι επόμενες εικόνες που ήρθαν από το Φίνιξ ήταν, δυστυχώς, αποθαρρυντικές για τους Μιλγουόκι Μπακς.

Εύχομαι να διαψευστώ όπως έχω διαψευστεί τόσες και τόσες φορές σε προγνωστικά, αλλά η αίσθηση που άφησε ο πρώτος τελικός είναι ότι βρισκόμαστε πιο κοντά στο 4-0 ή 4-1 των Σανς, παρά σε γιγαντομαχία επτά αγώνων.

Οι Μπακς έχασαν με μεγάλη διαφορά και χωρίς να απειλήσουν,

  • παρ’ όλο που πήραν από τον Γιάννη γεμάτο στατιστικό (20 πόντοι, 17 ριμπάουντ, 12 βολές, 4 ασίστ, 6/11 σουτ, 2 κλεψίματα, 1 τάπα),
  • παρ’ όλο που είχαν τον Μίντλετον και τον Λόπεζ ζεστούς (29+17 πόντοι),
  • παρ’ όλο που ο Χόλιντεϊ πλησίασε το τριπλ-νταμπλ (10+7+9),
  • παρ’ όλο που κέρδισαν τη μάχη των ριμπάουντ (47-43) και μοίρασαν περισσότερες ασίστ (21-18),
  • παρ’ όλο που κράτησαν τον Ντέβιν Μπούκερ στα 1/8 τρίποντα και τον Τζέι Κράουντερ στα 0/8 σουτ,
  • παρ’ όλο που έπαιξαν με «παίκτη παραπάνω» μετά τον τραυματισμό του Σάριτς.


Το χειρότερο απ’ όλα: οι Μπακς γνώρισαν βαριά ήττα σε ματς όπου σούταραν καλά από το τρίποντο: 16/36. Όποτε οι Μπακς βάζουν πάνω από 15 τρίποντα και μάλιστα με ποσοστό κοντά στο 50% κερδίζουν άνετα.

Και αυτό είναι το μεγάλο τους πρόβλημα. Νομίζουν ότι θα κερδίσουν ξετυλίγοντας, απλά το παιχνίδι τους. Καταθέτοντας τα διαπιστευτήριά τους. Ότι η συνταγή τους είναι αλάνθαστη, όποιος και αν είναι ο αντίπαλος.

Σε κάθε σειρά, κάνουν το ίδιο πράγμα. Μπαίνουν να παίξουν αυτό που παίζουν πάντα, αδιαφορώντας για τις ιδιαιτερότητες και τις ειδικές συνθήκες.

Αυτό αποτελεί ίδιον μίας ομάδας που έχει προπονητή εμμονικό ή …καθόλου προπονητή. Το αποτέλεσμα είναι κατά κανόνα το ίδιο:

Πρώτος γύρος, πρεμιέρα: Μιλγουόκι-Μαϊάμι 109-107 στην παράταση, νίκη από θαύμα στο τελευταίο δευτερόλεπτο. Οι Χιτ βομβάρδιζαν ανενόχλητοι και έβαλαν 20/50 τρίποντα. Μόνο οι Ντράγκιτς, Ρόμπινσον μπουμπούνισαν μια ντουζίνα.

Δεύτερος γύρος, πρεμιέρα: Μπρούκλιν-Μιλγουόκι 115-107, παρά την απώλεια του Χάρντεν. Και 125-86 στο δεύτερο ματς. Και 114-108 στο πέμπτο, που θα μπορούσε να αποδειχθεί κομβικό. Με 49 πόντους του, πλέον αβοήθητου, Ντουράντ.

Τρίτος γύρος, πρεμιέρα: Μιλγουόκι-Ατλάντα 113-116, με 48 πόντους του Τρέι Γιανγκ. Ολογράφως, σαρανταοχτώ. Οι Μπακς τον αντιμετώπισαν σαν να τον έβλεπαν πρώτη φορά. Όπως και τον Ντουράντ, άλλωστε.

Είναι αδιανόητο να μη παίζει άμυνα μία ομάδα με τέσσερα (για να μη πω πέντε) αμυντικά τέρατα στην πεντάδα της. Εξωφρενικό. Ασύλληπτο.

Οι Μπακς μοιάζουν σαν να ξεκινούν κάθε σειρά απροετοίμαστοι και να μαθαίνουν τα κατατόπια στην πράξη, τρέχοντας πανικόβλητοι για να καλύψουν το χαμένο έδαφος.

Είναι φυσικά ομαδάρα, έχουν παιχταράδες και μπορούν στη μέρα τους να νικήσουν οποιονδήποτε. Για να μη μπερδευόμαστε, η κριτική ξεκινάει από αυτή την αφετηρία.

Ωστόσο, ομαδάρες έχουν και οι άλλοι. Οι Φίνιξ Σανς βρίσκονται έτη φωτός μπροστά από το Μπρούκλιν και την Ατλάντα και δεν πρόκειται να νικηθούν από τον εαυτό τους ούτε θα βοηθούν τον ίσκιο των Μπακς, καθώς μάλιστα ξεκινούν γηπεδούχοι.

Σε ποια μπασκετική λογική υπακούει αυτή η έλλειψη προετοιμασίας και φλόγας; Θα περίμενε κανείς να μπαίνουν οι Μπακς με αφιόνι στα μάτια, για να κυνηγήσουν ένα όνειρο μισού αιώνα.

Αυτοί, όμως, μοιάζουν σαν να παίζουν φιλικό ματσάκι προετοιμασίας. «Δε βαριέσαι, το πολύ πολύ να χάσουμε», λέει το βλέμμα και η γλώσσα του σώματος.

Ναι, αλλά μπορεί να μη ξαναβρούν τέτοια ευκαιρία στη ζωή τους. Οι Μπακς του 2021 αγγίζουν το ταβάνι τους, ενώ η μηχανή π.χ. των Νετς έσβησε στο 40 τοις εκατό.

Στον πρώτο τελικό, οι Μπακς δεν κατόρθωσαν να σταματήσουν τίποτε και κανέναν. Και ποτέ.

Ο Κρις Πολ σκόραρε και μοίραζε σαν να ήταν κομπιούτερ, αφού η άμυνα παιζόταν με τα μάτια. Ο Ντέβιν Μπούκερ εκτελούσε ανενόχλητος. Ο ΝτεΆντρε Έιτον έκανε 20+20 (σχεδόν) με 8/10 σουτ, λες και ήταν μετενσάρκωση του Τζαμπάρ.

Οι δύο Κάμερον ήρθαν από τον πάγκο και έβαλαν για πλάκα 20 πόντους με τέσσερα τριποντάκια. Οι δύο βασικοί φόργουορντ έβλεπαν συνεχώς ορίζοντα, άσχετα αν ήταν άστοχοι.

Όλοι μαζί οι Σανς υπέπεσαν σε 9 λάθη. Εννέα! Και εκτέλεσαν 26 βολές με 96% ευστοχία, ενώ οι υπόλοιποι Μπακς πλην του Γιάννη πήγαν στη γραμμή ακριβώς τέσσερις φορές. Τέσσερις!

Ο Γιάννης έπαιξε «πεντάρι» επί 25 λεπτά για να φύγουν από την εξίσωση τα αργά πόδια του Μπρουκ Λόπεζ (που καθιστούν αντιπαραγωγική την άμυνα με αλλαγές), αλλά δεν ξέρω πόσο μπορεί να μακροημερεύσει αυτό το τρικ, με τον τραυματισμό που ο άνθρωπός μας κουβαλάει.

Χάρη στον «point God» Κρις Πολ, οι Σανς παίζουν το τέλειο ευρωπαϊκό μπάσκετ με αμερικανικά χαρακτηριστικά.

Δεν παρουσιάζουν μόνο τρίποντο και new-age παλαβομάρες, αλλά και πολύ pick’n’roll και παιχνίδι στο ποστ και mid-range και πολλούς ικανούς αμυντικούς και όλα τα καλούδια.

Πάνω απ’ όλα, έχουν εκπληκτική προπονητική καθοδήγηση (από τον σπουδαίο Μόντι Ουίλιαμς), όπως και οι Χοκς πριν από αυτούς.

Οι Μπακς πρέπει να ανασκουμπωθούν και να βρουν τρόπο για να κρατήσουν το Φίνιξ κάτω από τους 90 πόντους, ειδάλλως θα πέσουν σε ένα πηγάδι απ’ όπου η αναρρίχηση θα φαίνεται σχεδόν αδύνατη.

Καμία ομάδα δεν δικαιούται να αισιοδοξεί όταν καλείται να κερδίσει 4 στα 5, απέναντι σε αντίπαλο ανώτερο και πλήρη, που μάλιστα διαθέτει και το πλεονέκτημα της έδρας.

Με άλλα λόγια, ο δεύτερος τελικός είναι για τους Μπακς το ματς της ζωής τους. Μέχρι το επόμενο.

Πηγή: Gazzetta