Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

Φεύγοντας από το σπίτι κάθε πρωί, από το διαμέρισμά του στο Μιλγουόκι, ο Γιάννης έριχνε μία τελευταία ματιά στην κεντρική κρεβατοκάμαρα. Φρόντιζε ώστε να είναι τα μαξιλάρια αφράτα, σαν να περίμενε να εμφανιστούν από κάποιο θαύμα οι γονείς του, για να κοιμηθούν το ίδιο βράδυ. Καθ’ οδόν προς το προπονητήριο «Κάζινς Σέντερ», ένιωθε την ελπίδα να πεταρίζει μέσα του.

Ίσως σήμερα να την πάρουν τη βίζα, σκεφτόταν, καθώς έδενε τα κορδόνια του πριν την προπόνηση. Το άψογα οργανωμένο ντουλαπάκι του έμοιαζε σαν να περίμενε ανά πάσα στιγμή επιθεώρηση από τη μητέρα του.

Έπειτα ο Γιάννης αναζητούσε τον Τζον Χάμοντ: «Έχουμε κανένα νέο σχετικά με την οικογένειά μου; Πότε θα μπορέσουν να έρθουν στην Αμερική;» Πριν ο άλλος προφτάσει να ανοίξει το στόμα του, οι δύο ερωτήσεις του Γιάννη γίνονταν τέσσερις: «Λέτε να τα καταφέρουν αυτόν το μήνα; Μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο για να βοηθήσουμε;»

Ο Χάμοντ τον διαβεβαίωνε ότι ο οργανισμός των Μπακς έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να επισπεύσει τις διαδικασίες. Και έλεγε την αλήθεια. Η υπηρεσία μετανάστευσης είχε ήδη αρνηθεί το αίτημα δύο φορές, αλλά ο ιδιοκτήτης των Μπακς γερουσιαστής Χερμπ Κολ και η Ελληνίδα βοηθός του, Τζοάν Άντον, συνέχιζαν την επίμονη προσπάθεια.

«Δεν έχουμε ακόμη απάντηση», έλεγε ο Χάμοντ στον Γιάννη. «Υπομονή, ας περιμένουμε λίγο».

Αλλά κάθε μέρα μοναξιάς γινόταν αγκάθι στα πλευρά του και γεννούσε δεύτερες σκέψεις μέσα του. Ο Γιάννης φοβόταν ότι πήγαινε στράφι ο ιδρώτας που έχυνε στο γυμναστήριο και οι μώλωπες που στόλιζαν το κορμί του, μετά τις ανελέητες συγκρούσεις με τους αντιπάλους του στο παρκέ. Μέσα σε μερικούς μήνες, το κορμί του Γιάννη είχε φουσκώσει κατά 15 κιλά, όλο μούσκουλα.

«Η αβεβαιότητα τον σκότωνε», εξιστορεί ο Άλεξ. «Μας τηλεφωνούσε συνεχώς για να μας πει πόσο του λείπαμε. “Μία μέρα θα βρεθούμε ξανά όλοι μαζί στο Μιλγουόκι”, έλεγε και ξανάλεγε».

Δεν ήταν έτσι το όνειρο που έπλαθε στο μυαλό του ο Γιάννης, τον καιρό που τον μάγευαν τα κοτσιδάκια του Άιβερσον και τα τζαμπ-σουτ του Ντουράντ. Πάντοτε ονειρευόταν να βρεθεί στο ΝΒΑ και στην Αμερική, αλλά όχι μόνος. Ήθελε να έχει την οικογένειά του στο πλευρό του. Όχι πίσω στην Ελλάδα.


Ποτέ του δεν είχε βρεθεί μακριά από τους δικούς του για περισσότερες από τρεις μέρες, με εξαίρεση τα πρόσφατα ταξίδια του με την Εθνική Εφήβων. Του φαινόταν αφύσικο να κοιμάται μακριά από τα αδέλφια του. Μια ζωή καβαλούσε τα λεωφορεία μαζί τους, έπαιζε μπάσκετ με τις ώρες μαζί τους, επέστρεφε στο σπίτι μαζί τους. Και άκουγαν κάθε βράδυ την ίδια ερώτηση: «Περάσατε ωραία σήμερα; Την ευχαριστηθήκατε τη μέρα σας;»

Αυτό που τον βασάνιζε τώρα στο παγερό Μιλγουόκι δεν ήταν απλή νοσταλγία ούτε περιστασιακή απογοήτευση. Για πρώτη φορά από τότε που γεννήθηκε, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ένιωθε βαθύτατα μόνος. Σαν χαμένος στο διάστημα.

Tις περισσότερες μέρες ο Γιάννης τις περνούσε με μοναδική παρέα τους τέσσερις τοίχους. Το Μιλγουόκι του φαινόταν ακόμη άγνωστο. Δεν ήξερε πού να πάει και τι να κάνει. Του έλειπαν τα νόστιμα σάντουιτς του «Καφέ Κιβωτός» στα Σεπόλια και η κουβεντούλα με τον μαγαζάτορα. «Όλο βλακείες σερβίρουν στα αεροπλάνα και στα ξενοδοχεία», του έλεγε. «Το μόνο που ζητούσε ήταν λίγο σπιτικό φαγητό», λέει ο ιδιοκτήτης του καφέ, Γιάννης Τζίκας.

Ο Γιάννης καλούσε την οικογένειά του μέσω Skype νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ, εξαιτίας της διαφοράς της ώρας. Το ίντερνετ μείωνε την απόσταση για λίγο, αλλά μόλις έκλεινε η γραμμή η μοναξιά θέριευε. Ο Γιάννης έστελνε στην Αθήνα τα λεφτά που κέρδιζε, χωρίς να πολυνοιάζεται αν είχε αρκετά για να ζει άνετα ο ίδιος.

Ένα βράδυ του Νοέμβρη του 2013, εκνευρισμένος από την καθυστέρηση, ο Γιάννης είπε τη μεγάλη κουβέντα: «Μπορώ να παίξω μπάσκετ για πολλά χρόνια εδώ. Αν όμως δεν έρθετε και εσείς, θα γυρίσω πίσω».

Τα αδέλφια του καράφλιασαν. Δεν ήξεραν αν μιλούσε σοβαρά ή απλά προσπαθούσε να εκτονώσει την κακοκεφιά του. Ο Γιάννης πάλι έμοιαζε αποφασισμένος. Σκόπευε στ’ αλήθεια να τα παρατήσει; «Εμείς προφανώς δεν τον θέλαμε πίσω», λέει ο Άλεξ. «Αλλά η αυτοθυσία του ήταν βάλσαμο για την ψυχή μας».

Ο Γιάννης έστειλε το ίδιο αδιαπραγμάτευτο μήνυμα και στους μάνατζέρ του. «Ήρθα στο ΝΒΑ μόνο και μόνο για να βελτιώσω τη ζωή της οικογένειάς μου. Αν δεν μπορώ να τους έχω δίπλα μου, δεν έχει νόημα να συνεχίσω. Βρείτε φόρμουλα ώστε να επιστρέψω στην Ελλάδα. Προτιμώ να είμαι μαζί με τους δικούς μου, παρά να μείνω εδώ μοναχός».

Στις διαπραγματεύσεις για τη βίζα, οι ατζέντηδες έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να εκβιάσουν καταστάσεις. Μετά από δύο αρνητικές απαντήσεις, όμως, η κατάσταση πλησίαζε στα όρια του συναγερμού.

Ο Γιάννης ένιωθε ενοχές. Ενοχές για αυτά που απολάμβανε, ενοχές για αυτά που μάθαινε, ενοχές για όσα ζούσε, την ίδια στιγμή που οι δικοί του άνθρωποι αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Το μυαλό του ταξίδευε αλλού. Από την Αμερική στην Ελλάδα και ξανά πίσω. Και μετά πάλι στην Ελλάδα.

Σε κάποιο ταξίδι των Μπακς, ο Μπράντον Νάιτ είδε τον ρούκι να αποτραβιέται και να κλείνεται με τις ώρες στο δωμάτιό του. Τον σταμάτησε στον διάδρομο του ξενοδοχείου, καθώς ο Γιάννης πήγαινε να καλέσει την οικογένειά του μέσω Skype. «Τι κάνεις, φιλαράκι;»

«Πάω στο δωμάτιό μου», απάντησε ο Γιάννης.

«Έλα καλύτερα μαζί μας, να κουρευτείς».

«Να κουρευτώ;»

«Ναι, έχουμε φέρει κομμωτή και θα μαζευτούμε να μας κόψει τα μαλλιά. Ακολούθησέ με».

Ο Γιάννης δίστασε, αλλά δέχθηκε. Μόλις θρονιάστηκε στην καρέκλα του κουρέα, ξαναβρήκε το χαμόγελό του. Ξαφνικά, όλα έμοιαζαν συναρπαστικά. Μία σπέσιαλ κουπ σε δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου, από προσωπικό κομμωτή, περιτριγυρισμένος από αστέρες του ΝΒΑ! Η θλίψη του μαλάκωσε για λίγο. Να λοιπόν, που οι συμπαίκτες του νοιάζονταν για τον καινούριο τους συνάδελφο.

Γρήγορα όμως επέστρεψε στους λευκούς τοίχους και στην πραγματικότητα που τον πονούσε. Αυτό το δωμάτιο δεν ήταν το σπίτι του. Οι μπασκετμπολίστες των Μπακς δεν ήταν η οικογένειά του. Όσο και αν του άρεσε το Μιλγουόκι, δεν υπήρχε διάχυτη η ευωδιά του σπιτικού φαγητού φούφου, που έφτιαχνε η Βερόνικα και τον τύλιγε σαν ζεστή αγκαλιά.

Ήταν ένα παράξενο συναίσθημα. Στο χέρι του κρατούσε περισσότερα λεφτά από ό,τι μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί, αλλά η καρδιά του ήταν άδεια όσο ποτέ άλλοτε.

Πηγή: Gazzetta