Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

Μεγάλα παιδιά είμαστε και δεν πειράζει αν πότε πότε ξεγυμνώνουμε τις αδυναμίες μας μπροστά σε όλους: το τέλος του 6ου τελικού με βρήκε να κλαίω με λυγμούς.

Όχι για τους Μιλγουόκι Μπακς, που δεν τους γνώριζα δα και από προχθές, αλλά για το παιδί που κάποιος ευλογημένος άνεμος έφερε στον δρόμο μας.

Δεν ξέρω τι κάναμε ως κοινωνία και ως χώρα για να μας αξίζει ένας Γιάννης, αλλά του χρωστάμε ευγνωμοσύνη.

Επειδή μας έδειξε, ότι μπορούμε να κολυμπήσουμε κόντρα στο κύμα -ακόμα και αβοήθητοι- και να βγούμε απέναντι στεγνοί.

Όρθιοι. Υπερήφανοι.

Κάποτε μας το έδειξε ο Γκάλης, ένας άλλος φτωχός μετανάστης. Πλέον, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Του χρωστάμε ένα εικόνισμα.

Και μία σημαία, σαν αυτή που ο ίδιος θα μπορούσε να ανεμίσει στο Τόκιο. Σαν αυτή που ο ίδιος, κάποτε, αρνήθηκε να λερώσει με μουντζαλιές από στυλό.

Γιατί αυτός, ο Γιάννης, παιδί μιας οικογένειας που ήρθε ξεριζωμένη από το πουθενά και έγινε, σύσσωμη, οι καλύτεροι Έλληνες στον κόσμο όλο, είναι μία Ελλάδα μόνος του.

Τον ευχαριστώ, μέσα από τους λυγμούς μου. Τον ευγνωμονώ για όσα χαρίζει στον τόπο μας και στο συλλογικό θυμικό μας.

Είναι ο γιος ή αδελφός που όλοι θα θέλαμε να έχουμε. Ο μοναδικός πατέρας που είχε αυτή την τύχη, ο Διαγόρας των Σεπολίων, δεν ήταν εκεί σήμερα για να καμαρώσει το βλαστάρι του…

Θα μπορούσε να γράφει ο δημοσιογράφος επί ώρες για την καθαρά αθλητική υπόσταση του κατορθώματος του Γιάννη.

Για τους 50 πόντους, έναν για κάθε έτος λειψυδρίας, προσμονής και απογοητεύσεων.

Για τις 16 συνεχόμενες εύστοχες βολές, που για κάποιον λόγο δεν μου προξένησαν την παραμικρή έκπληξη.

Για τις 5 τάπες που κατέβασαν τους διακόπτες και έδειξαν πώς κερδίζονται οι τίτλοι.

Για την ασάλιωτη τριποντάρα που έδωσε ανάσα όταν οι Μπακς πνίγονταν.

Για το δεύτερο ημίχρονο των 33 πόντων, όταν όλοι οι Σανς μαζί πέτυχαν 51.

Για τα 10 αμυντικά και τα 4 επιθετικά ριμπάουντ.

Για την χέρι με χέρι πάσα, που ελευθέρωσε τον Μίντλετον και του επέτρεψε να πετύχει το κρισιμότερο καλάθι (στο 100-96).

Για τις 40άρες που προηγήθηκαν όταν οι Μπακς πάλευαν να κρατήσουν το κεφάλι στην επιφάνεια.

Για την τάπα στον Έιτον που δρομολόγησε το υπερπολύτιμο 2-2 και θα συζητιέται επί χρόνια.

Για το νικητήριο κάρφωμα στο τέλος του πέμπτου τελικού.


Αλλά όχι. Αυτό που πέτυχε ο Γιάννης φέτος δεν είναι επιτυχία στο μπάσκετ. Είναι ένα θαύμα ζωής.

Ακριβώς 20 μέρες πριν τον έκτο τελικό, ο Γιάννης υπέστη έναν τραυματισμό που θα παρόπλιζε κοινό θνητό για έναν χρόνο, κοινό ρομπότ για ενάμιση μήνα.

Αυτός ο αθεόφοβος έμεινε μια εβδομάδα έξω -τη μοναδική φορά που χρειάστηκε να τον κουβαλήσουν άλλοι στις πλάτες του- και επέστρεψε έγκαιρα για τον πρώτο τελικό, για να παίξει απανωτά 40λεπτα σε εξοντωτικούς ρυθμούς.

Απροπόνητος και με ένα πόδι. Το άλλο πόδι, το στραμπουληγμένο, το αριστερό, ήταν που τον εκτόξευσε για τα δύο σημαντικότερα ανδραγαθήματα των τελικών. Απίστευτο και όμως αληθινό.

Το χωρατό που σκέφτηκα παραείναι χυδαίο για να το γράψω σε οθόνη, οπότε ας αρκεστώ στο παρακάτω.

Ο Γιάννης αποδείχθηκε πιο ανθεκτικός και από τα ρομπότ. Διότι η νοημοσύνη του δεν είναι τεχνητή. Ούτε η καρδιά του φτιαγμένη από βίδες και γρανάζια.

Στις συνεντεύξεις που παίρνω από αθλητές, συχνότατες τα τελευταία χρόνια, συνηθίζω να απευθύνω μία ερώτηση που μου αρέσει πολύ.

«Κορμί, ψυχή, μυαλό. Βάλε τα στη σωστή σειρά». Άλλο απαντάει ο Πετρούνιας, άλλο η Κορακάκη, άλλο ο Τσιτσιπάς, άλλο ο Πύρρος, άλλο ο Γιαννάκης, άλλο ο Γκάλης.

Για τον Γιάννη του 2021, ποια να είναι η σωστή σειρά; Ειλικρινά, δυσκολεύομαι να ξεδιαλέξω και να τα βάλω σε τάξη. Κάτι μου λέει, ότι απόψε θα δυσκολευτεί και ο ίδιος.

Φρονώ, ότι αυτή τη φορά πρέπει να παινέψουμε πρωταρχικά το μυαλό του.

Τη συναισθηματική νοημοσύνη που του επέτρεψε να μείνει συγκεντρωμένος στην αποστολή του μέσα από τα σκαμπανεβάσματα των τελικών (και συνολικά των πλέι-οφ), με μία Ζεν προσήλωση που δεν παρασύρθηκε ούτε από τους θριάμβους ούτε από τις απογοητεύσεις.

Την φιλοσοφική προσέγγιση που του επέτρεψε να κρατήσει τα πόδια καρφωμένα στη γη με άξονες αυτά που ο ίδιος εξήγησε τις προάλλες: «Ο μόνος δρόμος προς τη σεμνότητα είναι ο φραγμός στο εγώ και στην έπαρση».

Την ωριμότητα, που τον κάνει να ακούγεται και να μιλάει σαν 45άρης στα μέσα της τρίτης του ζωής, ενώ είναι μόλις 26 ετών.

Τη νηφαλιότητα και την ψυχραιμία, στις κρίσιμες στιγμές αγώνων που καλά καλά δεν είχαν αύριο.

Τη σεμιναριακή αυτοσυγκέντρωση που του επέτρεψε να βάλει 16/18 βολές στο ματς της ζωής του, δικαιώνοντας τη θεωρία ότι όλα είναι μέσα στο κεφάλι του.

Δεν ξέρω αν έχω ξαναδεί τέτοια απόδοση από οποιονδήποτε σε ματς τίτλου. Μετά από αυτή την εμφάνιση, ο Γιάννης δικαιούται να αναφέρεται στην ίδια ανάσα με τον Μάικλ Τζόρνταν.

Δεν είναι ισάξιός του, ούτε θα γίνει ποτέ, αλλά τα γαλόνια που κερδίζονται τέτοιες νύχτες είναι το μοναδικό στοιχείο που αξίζει να μπει σε σύγκριση.

Στο κάτω κάτω, ο Τζόρνταν δεν χρειάστηκε ποτέ να μοιραστεί ένα σουβλάκι στα έξι για να ξεγελάσει την πείνα του.

Αυτή είναι η εικόνα που με στοιχειώνει τόσες μέρες, τόσους μήνες, τόσα χρόνια. Ένα σουβλάκι στα έξι.

Την είχα παραμερίσει για λίγο στο μυαλό μου, μέχρι που μετέφρασα το βιβλίο της Μίριν Φέιντερ (κυκλοφορεί στα μέσα Αυγούστου σε Αμερική και Ελλάδα) και ξανάζησα τους εφιάλτες της οικογένειας Αντετοκούνμπο ανάγλυφους πάνω σε μια οθόνη.

Την πείνα, την ανέχεια, τους διωγμούς, την ανεργία, την αβεβαιότητα, την αόρατη ύπαρξή τους.

Έρχονταν βράδια, που είχαν στο σπίτι πέντε μπουκιές για έξι άτομα. Νόμιζα ότι ο τελευταίος που ξεγελούσε την πείνα ήταν ο Θανάσης, ο μεγαλύτερος και πιο ρωμαλέος.

Όχι. Ήταν ο Τσαρλς.

«Δεν πεινάω εγώ, ας φάνε τα παιδιά», έλεγε με εκείνο το καλωσυνάτο, φωτεινό χαμόγελο.

Αν υπήρχε Θεός, ο Τσαρλς θα ήταν παρών σήμερα στο Μιλγουόκι, να καμαρώσει το παιδί του, να πιει σαμπάνια από το ποτήρι του.

«Πιείτε εσείς, εγώ δεν διψάω», θα έλεγε, από συνήθεια.

Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα, τρεις από τους λεβέντες του είναι πρωταθλητές ΝΒΑ.

Και μέλη της Εθνικής Ελλάδας. Και ζωντανά εθνικά σύμβολα, για όσους Έλληνες έχουν το μυαλό ανοιχτό και την καρδιά ζεστή.

Οι άλλοι πενθούν απόψε. Τους εύχομαι περαστικά. Ή μάλλον δεν τους εύχομαι τίποτα. Δεν τους αξίζει.

«Πριν έρθω στην Αμερική, δεν ήξερα από πού θα έρθει το επόμενο γεύμα μου», είπε ο Γιάννης αγκαλιά με τα τρόπαια της βραδιάς.

«Η μάνα μου έβγαινε στους δρόμους για να πουλήσει μπιχλιμπίδια. Αυτό που πέτυχα δίνει ελπίδα σε όλο τον κόσμο. Μικρέ φίλε μου, όπου και αν βρίσκεσαι, να ακολουθείς τα όνειρά σου. Εάν σου λένε ότι δεν μπορείς, μη τους πιστεύεις. Συνέχισε να δουλεύεις. Μην αφήνεις κανέναν να σου κόψει τα φτερά».

Ο Γιάννης, ο ταπεινός πρεσβευτής της καλής ελπίδας, έχει αρετές που πλέον μοιάζουν δυσεύρετες.

Είναι πιστός και αφοσιωμένος. Ξέρει να συγχωρεί. Ξέρει να σέβεται. Δεν είναι αχάριστος.

Αν δεν ήξερε να συγχωρεί, θα είχε ρίξει μαύρη πέτρα προς τον τόπο που τόσες φορές τον πλήγωσε.

Αν ήταν αχάριστος, θα έπαιζε σήμερα στους Ουόριορς ή στο Μαϊάμι ή στο Ντάλας.

Αλλά όχι. Αυτός ήθελε, πρώτα και πάνω απ’ όλα, να δικαιώσει τους ανθρώπους που τον πίστεψαν, που του έδωσαν μία ευκαιρία, που τον τράβηξαν από τον βάλτο. Που του χάρισαν μία νέα ζωή.

Μόνο αφελείς πόνταραν ότι θα έφευγε ο Γιάννης από τους Μπακς το καλοκαίρι του 2021.

Αλλά και ποιος περίμενε, ότι θα έφερνε τον τίτλο στο Μιλγουόκι προτού ακόμη αρχίσει να τρέχει το «supermax» συμβόλαιό του;

Αν αυτό ήταν ακόμη ανυπόγραφο στο τραπέζι, τότε μπορεί ο Γιάννης να έβλεπε αύριο τα πράγματα αλλιώς, αύριο!

Για καλή της τύχη, η εθισμένη στην αποτυχία και στη μιζέρια πόλη του Μιλγουόκι απέκτησε τον μεσσία της, έναν σούπερ ήρωα που τα χέρια του φτάνουν στο διάστημα και τα πόδια του πατάνε στη γη.

Όποιος νομίζει ότι αυτός ο συνδυασμός είναι συνηθισμένος παρακαλείται να κατέβει από το σύννεφό του, να τον κεράσουμε ένα επινίκιο σφηνάκι.

Λίγο νερωμένο από τον ιδρώτα και το δάκρυ του παιδιού που κατέκτησε τον κόσμο, ξεκινώντας χωρίς να έχει στα χέρια του το παραμικρό. Ούτε καν το αντίτιμο του λεωφορείου για να πάει στο αεροδρόμιο της μεγάλης φυγής.

Ο Γιάννης κλαίει πολύ, πότε από χαρά και πότε από πίκρα, αλλά σήμερα δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ. Η Τρίτη 20 Ιουλίου 2021 σήμανε το τέλος των δακρύων.

Πηγή: Gazzetta