Του Νίκου Παπαδογιάννη
Ο Πάου Γκασόλ ήταν για μένα μια ζωγραφιά. Μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά. Τo πρώτο πράγμα που θα θυμάμαι από την καριέρα του ήταν η προσωπογραφία του, στην πρόσοψη ενός κόκκινου πούλμαν.
Χαμογελαστός. Υπερήφανος. Όμορφος σαν θεός. Αλλά τελικά …ηττημένος. Δεν ήταν γραφτό του να περάσει ποτέ την πόρτα αυτού του οχήματος.
Ήταν, όπως θα γνωρίζετε αν έχετε διαβάσει το βιβλίο μου «Ο Νίκος Λείπει», το ανοιχτό λεωφορείο που ετοίμασαν οι Ισπανοί για αν βγάλουν τους πρωταθλητές Ευρώπης βόλτα στη Μαδρίτη, αγκαλιά με την κούπα, αμέσως μετά το φινάλε του τελικού του Ευρωμπάσκετ 2007.
Ούτε καν την επόμενη μέρα. Αυθημερόν. Για ολονύχτιο πανηγύρι.
«Campeones», έγραφε στις πλευρές του πούλμαν, με εκείνο το περίεργο ισπανικό ερωτηματικό, που αρχίζει ανάποδα και τελειώνει ίσια.
Και πάνω του ήταν ζωγραφισμένα τα λαμπερά πρόσωπα των ειδώλων: Γκασόλ. Ναβάρο. Καλδερόν. Ρούντι. Ρέγιες. Όλη η συμμορία.
Σύσσωμη η Ισπανία ήταν βέβαιη για τον θρίαμβο και πανηγύριζε προκαταβολικά, αφού οι Ρώσοι του Μπλατ έμοιαζαν με αμελητέα ποσότητα. Και σύσσωμη η λοιπή Ευρώπη ήθελε να δει τους Ισπανούς στραπατσαρισμένους.
Το πούλμαν με τη φάτσα του Γκασόλ φόρα παρτίδα πάρκαρε έξω από το «Παλάθιος ντε Ντεπόρτες» έξι ώρες πριν τον τελικό, να το βλέπουν οι ξένοι και να βουρλίζονται.
Ύβρις και αλαζονεία, είπαν οι προνοητικοί. Η Νέμεσις κατέφτασε με τη μορφή του Τζέι Αρ Χόλντεν.
Αλλά το καλάθι του Αμερικανού που έγινε Ρώσος δεν σημειώθηκε στην εκπνοή, όπου –λανθασμένα- θυμούνται οι περισσότεροι. Γελούσαμε ασταμάτητα και χαχανίζαμε με το πάθημα των Ισπανών, αλλά απέμεναν 2 δευτερόλεπτα.
Ο Σκαριόλο πήρε τάιμ-άουτ και σχεδίασε ένα σύστημα για τον Πάου Γκασόλ. Ο Πάου υποδέχθηκε τη μπάλα στα χέρια, ειδε τον αντίπαλο του να γλιστράει και σηκώθηκε για να βάλει το μεγαλύτερο καλάθι στην ιστορία των Ευρωμπάσκετ. Με σπάσιμο της μέσης
Ταμπλό. Στεφάνι. Ξανά στεφάνι. Και έξω. Μουντζούρα, αντί για ζωγραφιά.
Μοιραίος. Ομ φατάλ. Στην προηγούμενη φάση, ο Χόλντεν του είχε κλέψει τη μπάλα μέσα από τα χέρια.
Την ώρα που οι Ρώσοι πανηγύριζαν σαν παλαβοί, ο Γκασόλ ήταν πεσμένος στο παρκέ και σπάραζε, τραβώντας τα μαλλιά του, όπως ο Μπάνε τότε στη Ναντ.
Ο οδηγός του κόκκινου πούλμαν έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη και έσπευσε διακριτικά να ξεπαρκάρει. Πρόλαβα να το βγάλω μία κουνημένη φωτογραφία, από την οποία μου χαμογελάει παγωμένο το πρόσωπο του Πάου Γκασόλ.
Ήταν για τους πρωταθλητές Κόσμου Ισπανούς μία νίλα επικών διαστάσεων, συγκρίσιμη μόνο με του Μουντομπάσκετ 2014, όταν αποκλείστηκαν πληρέστατοι στα προημιτελικά από τους (χωρίς Πάρκερ) Γάλλους με το εκκωφαντικό 52-65, στο ίδιο μάλιστα γήπεδο της Μαδρίτης. Το «εντός έδρας» δεν τους πήγαινε.
Ο 34χρονος Πάου Γκασόλ ήταν παρών και στα δύο πατατράκ. Μετά το στραπάτσο του 2014, καβάλησε σιωπηλός το αυτοκίνητό του και έφυγε για τη Βαρκελώνη χωρίς να μιλήσει σε κανέναν.
«Δεν θα τον ξαναδούμε να παίζει στην Εθνική μετά από αυτό», βιαστήκαμε να προφητεύσουμε τότε. Πόσο λίγο τον ξέραμε…
Το μεγαλείο των παιχταράδων της «ρόχα» ήταν ότι δεν είπαν ποτέ «νο» στην Εθνική ομάδα, ίσως επειδή καταλάβαιναν πόσα της χρωστούσαν. Και ότι μεγάλωσαν μέσα από τις απογοητεύσεις.
Έναν χρόνο μετά την τρανταχτή αποτυχία στο δικό τους Μουντομπάσκετ, ο Πάου Γκασόλ φώναξε και πάλι «παρών», σε μία Εθνική Ισπανίας ελλιπή λόγω τραυματισμών και φαινομενικά ευάλωτη.
«Τώρα, που η Ισπανία γέρνει», θυμάμαι να γράφω, ο αφελής, σε αυτήν εδώ τη στήλη, σαν νέος Θανασάρας, πριν τον προημιτελικό. Στη Λιλ, ο Πάου Γκασόλ έπαιξε το καλύτερο μπάσκετ της ζωής του.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν κάποιον να του δίνει τη μπάλα για τα μυθικά screen and roll που έγιναν σλόγκαν («Spain») ακόμα και στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού.
Ο «Τσάτσο» ανέλαβε τον ρόλο του τροφοδότη, ο Μίροτιτς έβγαινε στις γωνίες για να ανοίγει τις άμυνες και οι Ισπανοί έφτασαν πρώτοι στο νήμα. Ναι, οι έυθραυστοι. Οι ευάλωτοι. Αυτοί που έγερναν.
Ο Πάου έβαλε 40 στον ημιτελικό με τους οικοδεσπότες Γάλλους, στο «Πιερ Μορουά» των 27.000 θέσεων. Σαράντα. Και άλλους 25 στον τελικό με τους Λιθουανούς.
Και πιο πριν, 27 στην αφεντομουτσουνάρα μας, που είχαμε και Σπανούλη και Γιάννη και Καλάθη και Κουφό και Ζήση και Σλούκα και απ’ όλα τα καλούδια. Δεν ξέρω αν θα ξαναβρούμε τέτοια ευκαιρία για μετάλλιο.
Ξαναβλέπω εκείνον τον προημιτελικό και τραβάω τα μαλλιά μου, παρακολουθώντας τον Γκασόλ να μας βάζει δέκα φορές το ίδιο καλάθι επειδή οι δικοί μας δεν ήξεραν πώς να μαρκάρουν το pick’n’roll.
Το μεγάλο κόλπο, όμως, μας το κατάφερε ο Πάου όταν το σκορ ήταν 46-42 υπέρ της ελληνικής ομάδας και οι συμπαίκτες του έδειχναν έτοιμοι να παραδοθούν.
Το τρίποντο που έβαλε ο ψηλός στην αμέσως επόμενη φάση (με τους Κουφό, Αντετοκούνμπο να τρακάρουν μεταξύ τους, δείτε τη φάση στο 02.58 του βίντεο) κράτησε την Ισπανία όρθια.
Μπορεί να απέμεναν 15 λεπτά, αλλά μερικές φορές το αισθάνεσαι στα κύτταρά σου, ότι ένα ματς αλλάζει από ένα καλάθι, ένα ριμπάουντ, μία τάπα. Όπως τότε, στη Σαϊτάμα, με το μπλοκ του Διαμαντίδη στον Κρις Πολ.
Ο Γκασόλ των 2,13 μ. τελείωσε το Ευρωμπάσκετ 2015 με 10/15 τρίποντα, αλλά και με 56% στα δίποντα όπου αντιμετώπιζε διπλή και τρίδιπλη κάλυψη και 80% στις βολές. Πώς είπατε;
Ο Πάου Γκασόλ είναι ο Πάου της Εθνικής ομάδας ή ο Πάου του ΝΒΑ; Και τα δύο ταυτόχρονα, νομίζω.
Όσες φορές μίλησα μαζί του, και δεν ήταν λίγες, κατάλαβα ότι είχε μεγάλο καημό με τους χαμένους Ολυμπιακούς τελικούς του Πεκίνου και του Λονδίνου, αλλά και με τις δύο εντός έδρας αποτυχίες του 2007 και 2014.
Η Ισπανία κέρδισε χρυσά παγκόσμια και ευρωπαϊκά μετάλλια, αλλά ποτέ στο σπίτι της. Βαυκαλιζόταν ότι ήταν «το ΝΒΑ της Ευρώπης», αλλά δεν μπόρεσε να εκθρονίσει το πραγματικό ΝΒΑ (όπως έκανε η Ελλάδα το 2006), παρ’ όλο που άγγιξε το θαύμα.
Στο Πεκίνο, ο Πάου Γκασόλ βρέθηκε αντιμέτωπος με τον φίλο και συμπαίκτη του Κόμπι Μπράιαντ, από τον οποίο έμελλε να χάσει σκανδαλωδώς το MVP των τελικών του 2010.
Οι αναδομημένοι Λέικερς της ύστερης εποχής ξανάγιναν ομάδα και έπαιξαν ολοκληρωτικό μπάσκετ χάρη στον Πάου Γκασόλ, τον οποίο απέκτησαν τον Φεβρουάριο του 2008, σε μία ανταλλαγή που θεωρήθηκε και θεωρείται ακόμη εξωφρενικά άνιση.
Στα ανταλλάγματα περιλαμβάνονταν ο Κουόμε Μπράουν, ο Άαρον ΜακΚι, ο Τζαβάρις Κρίτεντον και –εδώ αλλάζει κάπως το πραγμα- τα δικαιώματα για τον αδελφό του Πάου, Μαρκ.
«Αυτό που συνέβη σήμερα είναι το μπασκετικό αντίστοιχο της Αγοράς της Λουιζιάνα», έγραψε τότε ένας δημοσιογράφος στο Λος Άντζελες.
Το 1803, οι Ηνωμένες Πολιτείες αγόρασαν από τη Γαλλία την ευρύτερη Περιοχή της Λουιζιάνα, έκτασης 2,14 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, κατοικημένων κυρίως από ινδιάνους, έναντι 15 εκατομμυρίων δολαρίων.
Ουσιαστικά πρόκειται για τη λεκάνη απορροής του ποταμού Μισισιπή και ισοδυναμεί με το 1/3 της σημερινής έκτασης της χώρας (15 διαφορετικές πολιτείες των κεντρικών ΗΠΑ), ενώ περιλάμβανε και ένα μικρό μέρος του Καναδά.
Ο Φιλ Τζάκσον δεν πίστευε στην τύχη του, όταν είδε τον Καταλανό να καταφτάνει στο Λος Άντζελες, χωρίς ουσιαστικές απώλειες για τους Λέικερς. Αντιγράφω από την αυτοβιογραφια του Τζάκσον «Έντεκα Δαχτυλίδια», που είχα τη χαρά να μεταφράσω πρόσφατα για τις εκδόσεις Ψυχογιός:
«Ο Πάου Γκασόλ διέθετε ωριμότητα και ευφυία, συνδυασμένη με βαθιά κατανόηση του αθλήματος και ανιδιοτέλεια. Δεν είχε αντίρρηση να αποδεχθεί μειωμένο ρόλο, εφ’ όσον κρινόταν αναγκαίο ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες κατάκτησης ενός πρωταθλήματος. Ήταν η κατάλληλη προσωπικότητα την κατάλληλη στιγμή.
Η παρουσία του μας μεταμόρφωσε άμεσα, από ομάδα που αγκομαχούσε για να φτάσει την 100άρα, σε μηχανή σκοραρίσματος. Πλέον παίζαμε γρήγορο μπάσκετ, ξεπερνούσαμε με άνεση τους 110 πόντους και το διασκεδάζαμε δεόντως.
Αστέρι της Εθνικής Ισπανίας, γαλουχημένος με τη συμμετοχική λογική του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ο Πάου προσαρμόστηκε αμέσως στην τριγωνική επίθεση. Το μπάσκετ που έπαιζε ήταν ιδανικό για την τριγωνική επίθεση.
Δεν ήταν απλά ένας σέντερ των 2,13 μέτρων και 120 κιλών με πλούσιο ρεπερτόριο στο σκοράρισμα (σουτ μέσης απόστασης, ραβέρσες, «υπόγεια» λέι-απ), αλλά και έξοχος πασέρ και ριμπάουντερ, ικανός να πυροδοτήσει αστραπιαίες αντεπιθέσεις.
Η αχίλλειος πτέρνα του ήταν τα αδύναμα πόδια και το ισχνό κορμί του. Δυνατοί και γυμνασμένοι ψηλοί αντίπαλων ομάδων κατόρθωναν πολλές φορές να τον εκτοπίσουν από τη ρακέτα.
Η προσθήκη του Πάου έγινε λίπασμα ώστε να ανθίσει το παιχνίδι αρκετών παικτών, προς απροσδόκητες κατευθύνσεις. (…)
Ανάμεσα σε εκείνους που βελτιώθηκαν, παίζοντας δίπλα “σε έναν ψηλό με δύο χέρια”, για να χρησιμοποιήσω τα δικά του λόγια, ήταν και ο ίδιος ο Κόμπι. Οι δυό τους εξελίχθηκαν γρήγορα σε δίδυμο κορυφής.
Η παρουσία του Πάου επέτρεψε στον Κόμπι να δώσει περισσότερη έμφαση στη δημιουργία του παιχνιδιού και να προσφέρει σε τρίτους παίκτες ευκαιρίες για σκοράρισμα. Αυτή η εξέλιξη τον έκανε καλύτερο παίκτη και κατ’ επέκταση καλύτερο ηγέτη.
Ο Κόμπι είχε εκστασιαστεί με τις μεταγραφικές κινήσεις της ομάδας: Ντέρεκ Φίσερ, Τρέβορ Αρίζα, Πάου Γκασόλ.
“Πήραμε καινούριο πόιντ-γκαρντ, πήραμε καινούριο φόργουορντ, πήραμε κι έναν Ισπανό, φέραμε τρεις παιχταράδες”, σχολίασε. “Ο αη Βασίλης κατέφτασε φέτος πριν την ώρα του”».
Τι κρίμα που δεν κατόρθωσε ο Πάου να παίξει δίπλα στον Γιάννη μας, έστω στα 40 του χρόνια…
Αν έχει κάποια σημασία η –σπανίως νηφάλια- γνώμη μου, ψηφίζω τον Πάου Γκασόλ ως τον κορυφαίο Ευρωπαίο ψηλό της σύγχρονης ιστορίας.
Καλύτερο από τον Νοβίτσκι, καλύτερο από τον Ντίβατς, καλύτερο από τον Ράτζα, καλύτερο από τον Μαρκ, με αστερίσκο μόνο για τον Άρβιντας Σαμπόνις, που ουσιαστικά σακατεύτηκε από τους τραυματισμούς.
Η κλάση, η σταθερότητα, η αξιοπιστία, η διάρκεια και η προσωπικότητά του τον μετέτρεψαν σε ήλιο για το ισπανικό μπάσκετ και για τις ομάδες που τίμησε με την παρουσία του.
Εκτός από παιχταράς, ο Πάου Γκασόλ είναι ένας τζέντλεμαν των γηπέδων, αγαπητός στους αντιπάλους του, αμέτοχος στις αντιαθλητικές γελοιότητες που έγιναν σήμα κατατεθέν της ισπανικής σχολής.
Θα μου λείψει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον ξένο μπασκετμπολίστα που κρέμασε τα παπούτσια του τα τελευταία χρόνια. Αλλά τι το ήθελες μωρέ Παυλάκη, εκείνο το τρίποντο στη Λιλ; Άσε λεβέντη μου να πάρει κάτι και κανένας άλλος…
Πηγή: Gazzetta