Του Νίκου Παπαδογιάννη
Περπατώντας στην παραποτάμια προκυμαία της Σανγκάης, τον Σεπτέμβριο του 2019, είδα να μου χαμογελάει από τη στάση του λεωφορείου ο Κόμπι Μπράιαντ. Όχι βέβαια ο ίδιος, αλλά ένα φωτεινό ομοίωμά του, από κάποια ρεκλάμα της FIBA για το Μουντομπάσκετ που πλησίαζε στην τελική του ευθεία.
Δεν θυμάμαι αν η λάμψη προερχόταν από το νέον της διαφήμισης ή από τον ίδιο τον Κόμπι. Υποψιάζομαι, το δεύτερο.
Ο Κόμπι Μπράιαντ δεν έπαιρνε ποτέ το λεωφορείο. Όταν βιαζόταν και ήθελε να αποφύγει τα επικά μποτιλιαρίσματα του Λος Άντζελες, νοίκιασε ελικόπτερο. Επειδή μπορούσε και επειδή ήταν μεγαλύτερος από τη ζωή.
Έτσι νόμιζε, τουλάχιστον. Ωσπου, πλησίασε υπερβολικά κοντά στον ήλιο. Τα φτερά του δεν άντεξαν. Σαν σύγχρονος Ίκαρος, κατακρημνίστηκε στα βράχια.
Και άφησε, εκεί, την τελευταία του αναπνοή. Έναν χρόνο αργότερα, μοιάζει ακόμη σαν να είναι ψέμα. Ένα αστείο κακό. Καθόλου αστείο.
Πλησίασα τη μορφή του Κόμπι και πόζαρα δίπλα του. Εκείνος κατάφωτος, εγώ στα σκοτάδια. Αργότερα τον είδα και στο γήπεδο, με σάρκα και οστά.
Εξ αποστάσεως, βέβαια. ήταν αδύνατο να πλησιάσει κανείς στους χώρους όπου κινήθηκε ο εκλεκτός πρεσβευτής, με εξαίρεση τους αθλητές και τους άλλους επισήμους. Ο Κόμπι ήταν και τα δύο.
Δεν φανταζόμουν, ότι είχε μπροστά του μόλις τρεις μήνες ζωής. Ούτε ο ίδιος το φανταζόταν ούτε κανένας άλλος, από τα εκατομμύρια των θαυμαστών και από τις δεκάδες χιλιάδες θεατών που τον υποδέχθηκαν με στριγγλιές.
Στριγγλιές στα κινέζικα. Αυτό θυμάμαι πάνω απ’ όλα, όταν αναπολώ τις λίγες στιγμές που βρέθηκα στον ίδιο χώρο με τον Κόμπι Μπράιαντ.
Τους υπόλοιπους παίκτες της Εθνικής ομάδας των ΗΠΑ, ακόμα και τον ΛεΜπρόν που είχε τα πάντα αλλά όχι λάμψη, οι θεατές των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου τους υποδέχονταν με βαριεστημένο χειροκρότημα.
Μόλις εμφανιζόταν ο Κόμπι, όταν έκλεβε τη μπάλα και έφευγε σαν πύραυλος προς το κάρφωμα, στρίγγλιζαν τα λαρύγγια, στρίγγλιζαν και τα φλας.
Για μερικά δευτερόλεπτα, εμείς οι περαστικοί από τον κόσμο του νιώθαμε σαν να περνούσαμε από την οθόνη και να μπαίναμε, για μερικά δευτερόλεπτα, σε μία ταινία τύπου Space Jam. Εκείνος, ως σούπερμαν. Εμείς, ως γκρούπις.
Είχα ζήσει το ίδιο πράγμα στο Μουντιάλ της Ιαπωνίας το 2002 με τον Ντέιβιντ Μπέκαμ και ήμουν προετοιμασμένος για τους στροβιλισμούς. Ο Μπέκαμ καταλάβαινε ότι ο πλανήτης περιστρεφόταν γύρω του και χαμογελούσε. Ο Κόμπι καταλάβαινε ότι ο πλανήτης περιστρεφόταν γύρω του και χαμογελούσε. Εμείς, πάλι, στριγγλίζαμε.
Είχε ακόμη πολλή ζωή μπροστά του, τότε. Πίσω από την επόμενη γωνία, κρύβονταν δύο πρωταθλήματα, τα δύο τελευταία του, αυτά που ο ίδιος ευχαριστήθηκε περισσότερο από το πρώτο three-peat.
Το 2009 και 2010 δεν ήταν πια ο ιπποκόμος του Σακίλ και ο μαθητής του Φιλ Τζάκσον, αλλά «Τhe Μan». Aυτό που πάντοτε ήθελε. Ο ένας. Ο πρώτος. Ο ασύγκριτος. Ο μοναδικός. Ο ήλιος.
Στα τέλη της δεκαετίας των μηδενικών, ο Κόμπι βάλθηκε να αποδείξει ότι μπορούσε να γίνει πρωταθλητής παίζοντας δίπλα σε μηδενικά. Είχε καταλάβει πλέον, ότι μεγάλος παίκτης είναι αυτός που κάνει τους συμπαίκτες του καλύτερους.
Στις σκοτεινές μέρες της ανωριμότητας, ο Κόμπι βολόδερνε στη λάθος άκρη του φάσματος. Ο ίδιος κατέρριπτε τα ρεκόρ, αλλά όλοι δίπλα του έμοιαζαν χειρότεροι απ’ ότι στην πραγματικότητα ήταν.
Μια κουβέντα του Σακίλ Ο’Νηλ, από τον καιρό που οι δυό τους ήταν περισσότερο λυκόφιλοι παρά αδέλφια, κουδούνιζε στα αυτιά του επί χρόνια.
«Το πρόβλημα των Λέικερς είναι ότι ο Κόμπι παίζει για πάρτη του», είχε πει ο Σακ, σε μία δραματική σύσκεψη που συγκάλεσε ο Τζάκσον όταν είδε την τριγωνομετρία του Τεξ Ουίντερ να εξανεμίζεται στους πέντε ανέμους της απάνεμης Καλιφόρνια.
Άλλος στη θέση του Κόμπι θα έριχνε μαύρη πέτρα πίσω του. «Εάν συνεχίσεις έτσι, θα αναγκαστούμε να σε δώσουμε σε ανταλλαγή», τον είχε προειδοποιήσει ο Φιλ Τζάκσον, αφήνοντας κατά μέρος το Ζεν και τις βουδιστικές διδαχές.
Ο Κόμπι αντέδρασε μειλίχια και υποσχέθηκε να ταχθεί στην υπηρεσία του συνόλου, σαν απόφοιτος κάποιου μοναστηριού των Ιμαλαϊων. Και οι Λέικερς δεν ξανακοίταξαν πίσω τους.
Το πρωτάθλημα που κατέκτησαν λίγους μήνες αργότερα είχε για μπροστάρη τον Σακίλ, αλλά η αυτοθυσία του Κόμπι, που ξεπέρασε μέσα σε ένα μαρτυρικό τετραήμερο διάστρεμμα που απαιτεί αποθεραπεία εβδομάδων, πέρασε την ομάδα στην απέναντι όχθη.
Τα ανδραγαθήματά του στην παράταση του 4ου τελικού με την Ιντιάνα, όταν ο Σακ είχε αποβληθεί με φάουλ, ήταν η πρώτη χειροπιαστή ένδειξη μεγαλείου. «Εκείνο το βράδυ, ο Κόμπι μου θύμισε τον Μάικλ», γράφει ο Φιλ Τζάκσον στο βιβλίο του Eleven Rings, που συμβαίνει να μεταφράζω αυτό τον καιρό.
Οι δυό τους, Κόμπι και Μάικλ, είχαν συναντηθεί υπό την αιγίδα του Τζάκσον, όταν ακόμη ο πρώτος ήταν ρούκι και ένθερμος θαυμαστής του «M.J.».
Μετά τις χαιρετούρες και τα πρώρα χαμόγελα, ο Κόμπι έσκυψε στο αυτί του Τζόρνταν και του είπε μία κουβέντα που τράνταξε το παρκέ. «Εάν παίξουμε μεταξύ μας ένα μονάκι, θα σου σκίσω τον κώλο».
Εντυπωσιασμένος από το απύθμενο θράσος του μικρού, ο Τζόρνταν το παρέδωσε νοερά το δαχτυλίδι της διαδοχής. Ίσως επειδή είδε στο πρόσωπό του κάτι από τον 18χρονο εαυτό του.
Την πρώτη από τις δύο φορές που είδα τον Κόμπι Μπράιαντ στο Πεκίνο, εκείνος είχε μια μαϊμού στρογγυλοκαθισμένη στον ώμο του.
Δεν ήταν ο σούπερ σταρ των Λέικερς, αλλά ο τιμωρός της Redeem Team, αυτός που πήρε προσωπικά την εξιλέωση για το ρεζιλίκι του 2006 στην Ιαπωνία.
Ανέλαβε να εκδικηθεί μία ήττα για την οποία δεν είχε την παραμικρή ευθύνη, διότι θεωρούσε στίγμα στην καριέρα του την απουσία της Εθνικής των ΗΠΑ από την αίθουσα του θρόνου. Δεν του ταίριαζε η τρίτη θέση, ούτε καν νοερά.
Εάν τα πρωτοπαλίκαρα του Σιζέφσκι στη Σαϊτάμα μιλούσαν για τους αντιπάλους απαξιωτικά («αυτός με το 7», «ο άλλος με το 13» κ.ο.κ.), ο Κόμπι έφτασε στη Γουκεσόνγκ Αρένα γνωρίζοντας κάθε λεπτομέρεια για το παιχνίδι του Σπανούλη, του Διαμαντίδη και του Παπαλουκά.
Αυτό ήταν που τον έκανε να ξεχωρίζει. Η προετοιμασία. Η μελέτη. Η δουλειά. Η στοχοπροσήλωση. Η εμμονοληψία. Το μάτι του τίγρη.
Μπορεί να φλέρταρε ανά πάσα στιγμή με τις κάμερες και με τους προβολείς, αλλά μετά το τζάμπολ και πριν την κόρνα της λήξης δεν σήκωνε χωρατά.
Έντεκα χρόνια αργότερα, δεν χρειαζόταν πια να αποδείξει το παραμικρό σε κανέναν ούτε είχε καμιά μαϊμού σκαρφαλωμένη στον σβέρκο του.
Οι τελευταίες χίμαιρες απομακρύνθηκαν τη μέρα της αποστρατείας του και ο θυμωμένος εγωιστής του 1999 ήταν τώρα ένας περίλαμπρος πρεσβευτής του μπάσκετ στα πέρατα της οικουμένης.
Αλλά το πέρας της οικουμένης ήταν γκρεμός. Λαίλαπα. Όλεθρος. Ολική έκλειψη ηλίου.
Ο ήλιος έσβησε ένα πρωινό Κυριακής, μέσα στην ομίχλη, ανάμεσα στα παλιοσίδερα, πέρα από τις κραυγές, πίσω από τα δάκρυα. Τουλάχιστον, ο Κόμπι Μπράιαντ δεν θα γεράσει ποτέ και δεν θα νικηθεί από τον πανδαμάτορα.
«Live fast, die young», είπε κάποιος, κάποτε. Ας έπαιρνε για μια φορά το ρημάδι το λεωφορείο…
Πηγή: Gazzetta