Του Νίκου Παπαδογιάννη
Θα με πείτε πάλι αιρετικό, γεροπαράξενο, μονόχνωτο και party-pooper, αλλά δεν μπορώ και να σας κρυφτώ, έτσι κι αλλιώς τα ξέρετε όλα. Πρέπει να είμαι ο μοναδικός διάκονος του μπάσκετ επί της γης που δεν ενθουσιάστηκε με το The Last Dance.
Δεν αναφέρομαι στο περιεχόμενο ούτε στο τηλεοπτικό αποτέλεσμα. Αναφέρομαι και στα δύο.
Και μη μου μανίσετε που ξέχασα τη λέξη «μόνο» στην πρόταση της προηγούμενης παραγράφου. Εδώ την ξέχασε ο δημοσιογράφος που προκάλεσε ολόκληρο σκάνδαλο όταν μετέφερε παραποιημένη την περίφημη αποστροφή του Τζέρι Κράουζ.
«Τα πρωταθλήματα δεν τα κερδίζουν μόνοι οι παίκτες», είπε ο αγλαός μάνατζερ των Μπουλς. «Τα κερδίζουν οι οργανισμοί».
Όπως θα είδατε στο ντοκιμαντέρ, η δήλωση μεταφέρθηκε λειψή και προκάλεσε τη μήνι των παικτών. Ο Κράουζ μπορεί να έμοιαζε σαν θερμοσίφωνας με πόδια και να είχε μονίμως ψίχουλα στο πέτο, αλλά κατά βάθος είχε δίκαιο.
Τα πρωταθλήματα δεν τα κερδίζουν μόνοι οι παίκτες. Τα κερδίζουν οι οργανισμοί.
Εκτός αν πιστεύει κανείς ότι ο Παναθηναϊκός θα έχτιζε ολόκληρη δυναστεία χωρίς τους Γιαννακόπουλους ή χωρίς τον Ομπράντοβιτς ή έστω χωρίς τον Ιτούδη ή χωρίς τον Άκη Παναγιωταρά ή και χωρίς το κοινό του.
Σταματώ εδώ προτού το πάτε εκεί που μερικοί μερικοί σκοπεύετε να το πάτε.
Άλλο, όμως, ξεκίνησα να γράφω. Αντίθετα με ό,τι ίσως πιστεύουν οι νεότεροι σε ηλικία και οι νεοφερμένοι στο στερέωμα, τα πρώτα δύο επεισόδια του Τελευταίου Χορού δεν προσέφεραν κάτι άγνωστο στο τραπέζι της συζήτησης.
Το «δημοσιογραφικό» σκέλος όσων παρακολουθήσαμε τη Δευτέρα είχε καλυφθεί εξ ολοκλήρου από την ειδησεογραφία της εποχής (με σημαιοφόρο τον Σαμ Σμιθ της Chicago Tribune) και, σε δεύτερο χρόνο, από τα ουκ ολίγα βιβλία που γράφτηκαν για τον θρύλο του Μάικλ Τζόρνταν και των Σικάγο Μπουλς.
Όποιος επιθυμεί να μυρίσει το άρωμα των αποδυτηρίων και τις κάλτσες των αθλητών ανεπηρέαστος από την εσάνς της αγιογράφησης δεν έχει παρά να ξεφυλλίσει το αξεπέραστο The Jordan Rules.
Σε άλλα βιβλία οι συγγραφικές ισορροπίες τηρούνται με περισσότερη ευλάβεια προς τον ημίθεο Τζόρνταν, ενώ υπάρχουν και πολυάριθμα προσκυνητάρια που προσφέρουν δώρο στον αναγνώστη ένα θυμιατό.
Όλα όσα είδαμε στα επεισόδια 1 και 2 του ντοκυμαντέρ είναι πασίγνωστα: τα καψόνια των δύο σταρ στον Κράουζ, τα φτωχικά συμβόλαια του Σκότι Πίπεν, το μπουρλότο του Κράουζ στα θεμέλια της ομάδας του δεύτερου 3-peat, οι βεντετισμοί του Τζόρνταν, οι παραξενιές του χίππη Φιλ Τζάκσον, οι συγκρούσεις σε επίπεδο κορυφής με το power game, όλα.
Το ίδιο το ίχνος που αφήνει πίσω του ως δημιούργημα το The Last Dance μαρτυρά τις ίντριγκες που μεσολάβησαν μέχρι την προβολή του.
Πόρτες αποδυτηρίων που άνοιγαν και ξανάκλειναν, απολογιστικές συνεντεύξεις που μεταξύ τους απέχουν πέντε χρόνια, πολλά μισόλογα, ασυνάρτητο μοντάζ που μοιάζει να έγινε σε δόσεις, ξεχαρβαλωμένη αφήγηση, ξεκούδουνα φλας-μπακ, σαν ένα επεισόδιο του «30 for 30» που γυρίστηκε ξανά και ξανά ώσπου να αποκτήσει την τελική του μορφή.
Ο Τελευταίος Χορός είναι πότε πόλκα και πότε moshing, περνώντας από όλα τα ενδιάμεσα στάδια μέχρι να βρει τον βηματισμό του.
Οι ταινίες με το μαγνητοσκοπημένο ηλικό είναι φανερό ότι ανέβηκαν και κατέβηκαν από τα ράφια του ESPN πάμπολλες φορές, μέχρι να τελεσιδικήσουν οι βυζαντινισμοί. Στο τέλος κερδίζει πάντοτε ο Τζόρνταν.
Ξέρω, ξέρω. «Δεν είμαστε όλοι 54 ετών, γέρο». «Δεν προλάβαμε τον Τζόρνταν να παίζει όπως εσύ».
Η μεγαλύτερη υπηρεσία του The Last Dance δεν είναι οι όποιες αποκαλύψεις του, αλλά το φρεσκάρισμα της συλλογικής μνήμης.
Για πολλούς εκεί έξω, μπασκετόφιλους και μη, ο Μάικλ Τζόρνταν είναι ένα μυθικό πλάσμα σαν τον μονόκερω ή τον αη-Βασίλη, ένας μεσσίας του παρκέ που -όπως όλοι οι μεσσίες- μπορεί να έζησε ή μπορεί να μην έζησε ποτέ.
Το υλικό που έχει στη διάθεσή του το ESPN κάνει πραγματικότητα το κλισέ «για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι».
Όσο άκυρες και αν είναι οι συγκρίσεις ανάμεσα σε παίκτες που μεγαλούργησαν σε διαφορετικές εποχές, εμείς οι παλαιότεροι ξέρουμε ότι είναι γελοία οποιαδήποτε σύγκριση του Τζόρνταν με οποιονδήποτε.
Ο ΛεΜπρόν Τζέιμς μπορεί να τον πλησίασε κάπως σε ατομική αξία και προδιαγραφές, αλλά η απόσταση παραμένει μεγάλη, ιδίως όταν προστεθούν στη ζυγαριά τα 6 δαχτυλίδια του Τζόρνταν.
Όχι απλώς έξι, αλλά έξι στα έξι. Έχει διαφορά. Και με συμπαίκτες ετερόφωτους και σχετικά ατάλαντους, πέρα από τις προφανείς -αλλά λίγες- εξαιρέσεις.
Με έναν σέντερ επιπέδου Χακίμ ή Ρόμπινσον και Γιούιν δίπλα του, με έναν πόιντ-γκαρντ σαν τον Νας στο κουμάντο, ο Τζόρνταν δεν θα κέρδιζε έξι πρωταθλήματα αλλά δώδεκα.
Θα χωρούσαν όμως στο salary cap των Μπουλς τα απαραίτητα εργαλεία (σε συνδυασμό με τον αστρονομικό μισθό του Τζόρνταν) εάν ο Πίπεν έπαιρνε το συμβόλαιο που άξιζε;
Αυτός είναι ο κόκκινος ελέφαντας που στεκόταν όλα εκείνα τα χρόνια στη μέση του δωματίου. Η σκανδαλολογία και ο ρεβιζιονισμός είναι εύκολα σπορ.
Εάν το ζητούμενο είναι να χαζεύουμε με ανοιχτό το στόμα τα κατορθώματα του Τζόρνταν στο γήπεδο και να θυμηθούμε ξεχασμένες λεπτομέρειες, τότε ναι, το The Last Dance είναι Πάσχα, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά μαζί.
Και τέλος πάντων, ουδείς δικαιούται να φέρει αντίρρηση σε ένα ντοκιμαντέρ όπου συνωστίζονται δύο πρώην πλανητάρχες, μαζί με όλους τους πλανητάρχες του πορτοκαλί πλανήτη.
Το πολύωρο μπασκετικό «Μπεν Χουρ» του ESPN ήταν ένα θείο δώρο για να ξεχάσουμε για λίγο την κλεισούρα και τη μαυρίλα των ημερών.
Ωστόσο, ο αχός που γίνεται για το χατίρι του δεν είναι απλά υπερβολικός, είναι εξωφρενικός. Το ESPN και το Netflix (στο οποίο ακόμη αντιστέκομαι) ούτε που μπορούσαν να διανοηθούν τέτοια δωρεάν διαφήμιση.
Με τόσο θόρυβο και τόση προσμονή, νόμισα προς στιγμή ότι βρισκόμασταν μπροστά σε δεύτερο “I’m back” και περίμενα να ξαναδώ τον Τζόρνταν με σάρκα, οστά, φανέλα και σορτσάκι!
Δηλαδή, έλεος. Λίγο κράτει. Όχι άλλο Νταλάρα, Πάριο κι Αλεξίου. Υπήρχε ζωή και πριν τον Τζόρνταν. Υπάρχει και μετά από αυτόν. Και τηλεόραση επίσης. Πολύ καλύτερη από το The Last Dance.
Ασφαλώς ο κρότος θα ήταν υπόκωφος και θα δυσκολευόταν να βγει στην επιφάνεια, εάν το ντοκιμαντέρ κυκλοφορούσε στα μέσα της αγωνιστικής περιόδου χωρίς συνθήκες καραντίνας.
Προσωπικά αμφιβάλλω αν θα ξενυχτούσα για να το παρακολουθήσω μέσα στην τούρλα της σεζόν. Πιθανότατα θα το αποθήκευα για να το δω το καλοκαίρι, μαζί με την υπόλοιπη συλλογή των «30 for 30».
Ας χαλαρώσουμε, λοιπόν, και ας απολαύσουμε τα 8 επεισόδια που υπολείπονται ώσπου να βάλει ο Τζόρνταν εκείνο το αλησμόνητο αποχαιρετιστήριο σουτ μπροστά στο έντρομο βλέμμα του κακομοίρη Μπράιον Ράσελ.
Και μη λέμε πολλά πολλά για τον «Μιχαλάκη», γιατί αυτός είναι ικανός να φορέσει σορτσάκι, να επιστρέψει στα γήπεδα, να τα ξεκλειδώσει με μία προσποίηση και να βάλει καμιά 50άρα στα μούτρα του κορωνοϊού.
Πηγή: Gazzetta