Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Moιάζει πια δύσκολο να το πιστέψει κανείς ή να θυμηθεί την προηγούμενη μέρα, αλλά η Ισπανία δεν ήταν πάντοτε αυτή που είναι σήμερα. Μόλις το 2005, που δεν είναι δα αρχαία ιστορία, έγινε σάκος του μποξ για τους Γάλλους στον μικρό τελικό του Βελιγραδίου, όπου έχασε με 30, ολογράφως τριάκοντα, πόντους.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας τερμάτισε 7η. Κέρδισε τρία απανωτά ευρωπαΪκά μετάλλια μεταξύ 1999-2003, αλλά κανένα από αυτά δεν ήταν χρυσό.

Μεταξύ 1985-99 ανέβηκε μόλις μία φορά στο βάθρο και πριν από το 1983 κολυμπούσε μέχρι εκεί που πάτωνε.

Όσο και αν ακούγεται απίθανο σήμερα, οι Ισπανοί κούρσεψαν για πρώτη φορά την Ευρώπη το 2009 στο Κατοβίτσε.

Νωρίτερα, βέβαια, φόρεσαν το στέμμα της πρωταθλήτριας Κόσμου τσαλαπατώντας την αποκαμωμένη Εθνική μας στη Σαϊτάμα, ενώ έφεραν τους Αμερικανούς στο «αμήν», στον αλησμόνητο Ολυμπιακό τελικό του 2008 στο Πεκίνο.

Εκείνο το βράδυ, το αγαπημένο μας άθλημα έφτασε στο ζενίθ. «Είμαστε όλοι Ισπανοί», θυμάμαι να γράφω σε αυτήν εδώ τη στήλη.

Οι παλιοσειρές θα σας μιλήσουν για τον Κορμπαλάν και για τον Έπι, αλλά η προγονολαγνεία είναι άκυρη στην περίπτωση των Ισπανών.

Το μπάσκετ της χώρας εκτοξεύτηκε προς τα αστέρια όταν εμφανίστηκε στα παρκέ η ευλογημένη γενιά των Ναβάρο, Πάου Γκασόλ, Καλδερόν, Χιμένεθ, Ρούντι Φερνάντεθ, Μαρκ Γκασόλ, Τσάτσο Ροντρίγκεθ, Ρούμπιο, Μίροτιτς, Γιουλ, Ρέγιες.

Στους Ισπανούς αρέσει να λένε «Ένε Μπε Α» όταν αναφέρονται στην ομάδα που σάρωσε τους τίτλους και τα μετάλλια την τελευταία δεκαπενταετία και ιδίως στο διάστημα 2006-2016.

Και δεν έχουν άδικο. Οι καλύτερες παραστάσεις της «ρόχα» είχαν όλα τα χαρακτηριστικά που παρέδωσε στη σύγχρονη γενιά το ΝΒΑ.

Ταχύτητα. Θέαμα. Αλεγκρία. Ρυθμό. Κλάση. Προσωπικότητα. Καπατσοσύνη. Υπεροψία. Αλαζονεία.

Ήταν, όλα, μέρος της συνταγής. Αφαιρούσες ένα από τα υλικά και η συνταγή δεν ήταν πια ίδια.

Σας διαβεβαιώ, ότι έξω από το γήπεδο όλοι ανεξαιρέτως οι προαναφερθέντες είναι συμπαθέστατοι. Ναι, ακόμα και ο Ρούντι.

Στο παρκέ, όμως, μετατρέπονταν σε κόκκινοι διάβολοι. Η σχέση αγάπης-μίσους με την κερκίδα και με τους αντίπαλους αθλητές είναι ίδιον όλων των μεγάλων ομάδων της ιστορίας.

Όποιος πιστεύει ότι η ομαδάρα της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας σκόρπιζε οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα εκτός από αντιπάθεια απλώς γεννήθηκε πολύ αργά.

«Ήσασταν οι καλύτεροι αντίπαλοι που είχαμε ποτέ», έγραψα στο Twitter κάτω από τη χθεσινή ανάρτηση του Πάου Γκασόλ για το επικείμενο «αντιός» του Χουάνκι Ναβάρο. Και το εννοώ απόλυτα.

Ακόμα και αν η Εθνική μας κατακτούσε ένα τρόπαιο στα χρόνια που ακολούθησαν τη Σαϊτάμα, δεν θα ήταν ίδιο χωρίς νίκη επί των Ισπανών.

Έμεινε, τελικά, ανεκπλήρωτο όνειρο να κατατροπώσουμε αυτούς τους αχώνευτους σε ένα κρίσιμο νοκ-άουτ παιχνίδι, που να τους πονάει.

Το κατόρθωσαν με εκκωφαντική 20άρα οι Σλοβένοι στον ημιτελικό της περασμένης Πέμπτης, το πέτυχαν οι Ρώσοι του Μπλατ στον τελικό της Μαδρίτης, το πέτυχαν οι Γάλλοι με τη ματσάρα του Ερτέλ προ τριετίας πάλι στη Μαδρίτη, αλλά εμείς ποτέ.

Κηδεία με ξένα κόλλυβα, δεν έχει γούστο. Μας έμεινε, μοναδική παρηγοριά, εκείνη η νίκη που ξεχάστηκε αμέσως, το 2013 στη Λιουμπλιάνα. Στην αμέσως επόμενη γωνία μας περίμενε ο Γκόραν Ντράγκιτς.

Βεβαίως, θα έχουμε πάντοτε να θυμόμαστε τον τραυματικό ημιτελικό του 2007 στο Παλάθιο ντε Ντεπόρτες, δηλαδή στο σπίτι του 8χρονου, τότε, Ντόντσιτς.

Ένα άλλο κοινό γνώρισμα των κυρίαρχων ομάδων, σε όλα τα αθλήματα, είναι ότι ξέρουν να φέρνουν τους κανόνες στα μέτρα τους, χωρίς δισταγμό και χωρίς τύψεις.

Όταν δεν μπορούν να κερδίσουν στα ίσα, θα μεταχειριστούν πλάγιο λόγο, αδιαφορώντας για την υστεροφημία και για τις λεπτομέρειες του fair play.

Η κυρίαρχη εικόνα που έμεινε στο μυαλό μου από τη νύχτα της ηλεκτροπληξίας, ήταν η κίνηση που έκαναν με τα χέρια ο Γιαννάκης και πολλοί Έλληνες παίκτες μιμούμενοι κινηματογραφική κάμερα: «θέατρο».

Εκείνη τη βραδιά, ξεπεράστηκε κάθε όριο. Το παιχνίδι χάθηκε όταν παρασύρθηκαν από τα καμώματα των Ισπανών, όχι οι διαιτητές, αλλά η ίδια η ομάδα μας.

Εάν είχε θωρακίσει το μυαλό της μέχρι το τέλος, ασφαλώς θα κέρδιζε. Ο Παπαδόπουλος, ο Διαμαντίδης, ο Τσαρτσαρής χρεώθηκαν με τεχνικές ποινές ή αντιαθλητικά φάουλ και οι Ισπανοί γελούσαν σαρδόνια.

Το ξέρετε ότι μέχρι σήμερα φωνάζουν για τη διαιτησία του συγκεκριμένου ημιτελικού; Αυτοί, όχι εμείς.

Όταν η Σικελία βρισκόταν υπό ισπανική κατοχή, τον 18ο αιώνα, οι ντόπιοι σκάρωσαν μία καταπληκτική λέξη για να περιγράψουν τους ψευτοδανδήδες ευγενείς που κυκλοφορούσαν στο νησί και συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον σε κομ-ιλ-φο κομψότητα: «Σπανιολίσμο».

Η υπερβολή έφτασε σε τέτοιο ενοχλητικό για τους φτωχούς βαθμό, ώστε ο βασιλιάς κήρυξε την εξτραβαγκάντσα ποινικό αδίκημα!

Διακόσια χρόνια αργότερα, η ενοχλητική ισπανοπρέπεια υπήρξε η άλλη όψη του νομίσματος για την Εθνική μπάσκετ των Ρέγιες και των Ρούντι.

Δεν θα ήταν όμως ίδια η ομάδα, δίχως τους θεατρινισμούς και την περιφρόνηση του αντιπάλου. Είπαμε, αφαιρείς ένα στοιχείο και η συνταγή χαλάει.

Αφαιρείς έναν Ναβάρο και η Ισπανία γέρνει. Να γιατί ο Σκαριόλο προτίμησε να συμπεριλάβει στη φετινή 12άδα ένα φάντασμα.

Τώρα που το τέλος της εποχής χτυπάει τις καμπάνες, οι 37χρονοι «Ελ Σιντ» είχαν τη χρησιμότητά τους. Αν όχι στο παρκέ, ασφαλώς στα αποδυτήρια.

Ο αποψινός μικρός τελικός με τη Ρωσία θα είναι -εκτός απροόπτου- το κύκνειο άσμα όχι μόνο για τον Ναβάρο, αλλά και για τον συνομήλικο Πάου Γκασόλ.

Και ας ντρέπεται να το ομολογήσει ο ίδιος. Στο Μουντομπάσκετ της Κίνας θα είναι πλέον 39 ετών και στο Τόκυο σαραντάρης. 

Ο Καλδερόν αποσύρθηκε αθόρυβα και σιωπηλά, όπως και ο Ρέγιες. Ο Μαρκ Γκασόλ είναι ήδη 32, ο Τσάτσο 31, ο Σαν Εμετέριο 33. Ο 32χρονος Ρούντι δεν κλήθηκε καν στην Εθνική, ενώ ήταν υγιής.

Υπάρχει βεβαίως μία σειρά από πρωτοκλασάτους, σε ιδιαίτερα παραγωγική ηλικία: ο Ρούμπιο είναι 27, ο Μίροτιτς 26, ο Γιουλ σκάρτα 30, o Kλαβέρ 29, o Iμπάκα 27, ο Aμπρίνες 24, ο Βίβες 24.

Οι δύο Ερνανγκόμεθ μόλις τώρα βγαίνουν από το αυγό, όπως έβγαινε ο Μαρκ Γκασόλ στον τελικό της Σαϊτάμα. Και πιο πίσω έρχονται άλλοι. Πάλι καλά που απέδρασε ο Ντόντσιτς!

Αυτοί που αποσύρονται, όμως, παίρνουν μαζί τους στον οίκο ευγηρίας τη στόφα του πρωταγωνιστή, την προσωπικότητα του ηγέτη. Αυτό δεν διδάσκεται εύκολα ούτε αποκτάται με λόγια.

Ακόμα και ο πληθωρικός Σέρχι Γιουλ χρειάστηκε να περάσει τα 28 πριν σκαρφαλώσει στο πάνω ράφι και γίνει, δυνητικά, παίκτης ΝΒΑ.

O Nαβάρο και ο Πάου, όμως, έμοιαζαν σαν να γεννήθηκαν 25 χρονών, από τότε που τους πρωτοείδαμε, σε ένα Ευρωμπάσκετ Εφήβων όπου εμείς είχαμε Φώτση, Λάζαρο και Διαμαντόπουλο…

Στα χρόνια των διόσκουρων από την Καταλωνία, η Ισπανία κατέκτησε τον παγκόσμιο τίτλο του 2006, αλλά απέτυχε στα επόμενα δύο Μουντομπάσκετ.

Κέρδισε δύο ασημένια (2008, 2012) και ένα χάλκινο (2016) Ολυμπιακά μετάλλια, σε διαδοχικές διοργανώσεις. 

Αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης τρεις φορές (2009, 2011, 2015), με γαρνιτούρα άλλα τέσσερα μετάλλια, που απόψε μπορούν να γίνουν πέντε.

Έκανε τους Ισπανούς να λατρέψουν το μπάσκετ και δημιούργησε μία κουλτούρα «Ένα-Μπε-Α» που δεν υπήρχε ούτε ως ίχνος στα χρόνια που άρχιζαν από 19-.

Και έκανε την υπόλοιπη Ευρώπη να αισθάνεται όπως αισθάνομαι εγώ σήμερα, λίγες ώρες πριν αποχαιρετίσω με θερμό χειροκρότημα το δίδυμο που μας έκανε να βλέπουμε εφιάλτες τα καλοκαίρια και τους Σεπτέμβρηδες.

Απέραντο σεβασμό, απέραντη ανακούφιση, απέραντη αντιπάθεια, απέραντη συμπάθεια, απέραντο σεβασμό. Το ευρωπαϊκό μπάσκετ θα γίνει φτωχότερο, χωρίς αυτούς.

Πηγή: Gazzetta