Του Νίκου Παπαδογιάννη
Όταν ξεκινάς μια αποστολή γνωρίζοντας ότι είσαι πιο αδύναμος από τον αντίπαλο και ότι χρειάζεται να τρυπήσεις τα ταβάνια για να σκαρφαλώσεις στη σκεπή και να τον γκρεμοτσακίσεις στο κενό, δεν είναι η αδυναμία αυτή που σε τσακίζει ούτε η νομοτελειακή ήττα. Αυτό που σε σκοτώνει είναι η ελπίδα.
Για ένα εικοσάλεπτο, ίσως και λίγο παραπάνω, η Εθνική μας έβλεπε καθαρά τη γραμμή του τραυματισμού και ήλπιζε ότι θα έφτανε πρώτη στο νήμα, παρ’ όλο που ένιωθε απειλητική την ανάσα των Λιθουανών στον σβέρκο της. Κυριάρχησε στο παρκέ όχι επειδή κοιμήθηκαν κάποιοι αόρατοι θεοί, αλλά επειδή ήταν ανώτερη από τον αντίπαλό της. Είχε επιβάλει το πλάνο της στο παρκέ, κρατούσε το ρυθμό του αγώνα υπό τον απόλυτο έλεγχό της, υπερίσχυε στα ριμπάουντ, έβρισκε τρόπους να ντριμπλάρει τις αναποδιές, έβγαζε από τα σπλάχνα της ήρωες, θωράκιζε αποτελεσματικά τη ρακέτα και τη γραμμή του τρίποντο.
Λίγο πριν την ανάπαυλα, το σκορ ήταν 40-32 υπέρ του Δαυίδ και οι προληπτικές παλιοσειρές έλεγαν ότι «στην επέτειο της Σαϊτάμα δεν χάνουμε ποτέ». Όμως, ο κίνδυνος ήταν ορατός διά γυμνού οφθαλμού. Η αποδεκατισμένη και εξουθενωμένη Εθνική μας δεν είχε δυνάμεις για να αντέξει δεύτερο ημίχρονο στα χαρακώματα ούτε παίκτες να φέρει από τον πάγκο για να κρατήσει τους βασικούς φρέσκους. Δεν είχε καν όλα τα γρανάζια της σε πλήρη λειτουργία: ο Παπανικολάου έμεινε άποντος, ο Παπαγιάννης δεν μπόρεσε να ανταποδώσει τους πόντους του Βαλανσιούνας, ο Θανάσης ένιωθε τον τραυματισμό του.
«Ο αγώνας μου θυμίζει και τις δύο νοκ-άουτ αναμετρήσεις», έγραφα στο ημίχρονο. «Τόσο αυτόν της φάσης των 16 με τη Λιθουανία, όπου κερδίσαμε, όσο και τον προημιτελικό με τη Ρωσία, όπου χάσαμε ένεκα λειψανδρίας». Δυστυχώς, η δεύτερη αναλογία ήταν πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Το καύσιμο στέρεψε γύρω στο 25ο λεπτό και το γεμάτο κακοτυχία καλοκαίρι ολοκληρώθηκε με μία ακόμη, τη χειρότερη απ’ όλες, στο ημίχρονο που θα έκανε τη διαφορά ανάμεσα στην (εκκωφαντική) νίκη και στη (βαριά) ήττα: οι Λιθουανοί σούταραν 12/16 τρίποντα στο δεύτερο εικοσάλεπτο, λες και σημάδευαν όχι το καλάθι, αλλά τη Θάλασσα των Φιλιππίνων.
Θα πείτε, και θα έχετε δίκαιο, ότι είναι σχεδόν όλοι ικανοί σουτέρ και ότι τα περισσότερα επιχειρήθηκαν υπό καλές προϋποθέσεις. Ναι, αλλά όταν η γη τρέμει περιμένεις να τρέμουν μαζί της και τα χέρια. Όταν άρχισε το κρεσέντο, το σκορ δεν ήταν στο +15 υπέρ της Λιέτουβα, αλλά στο +4 υπέρ της Ελλάδας.
Το πιο βαρύ απ’ όλα τα τρίποντα των Λιθουανών, αυτό που μας πόνεσε περισσότερο, σημειώθηκε στο 47-46, όταν οι Έλληνες διεθνείς πήγαν να φύγουν στον αιφνιδιασμό, αλλά μία περίεργη καραμπόλα έστειλε τη μπάλα στα χέρια του αφρούρητου στη γωνία Γιοκουμπάιτις. Το πουλέν του Σάρας -που σήμερα θύμισε Σάρας- είχε χρόνο να σημαδέψει, να πει «ευχαριστώ» για το ουρανοκατέβατο δώρο, ίσως και για να φτιάξει ένα καφεδάκι: +4 οι Λιθουανοί, μέσα σε γλυκόλογα από τον σκόρερ προς τον ελληνικό πάγκο.
Ο θαρραλέος Μωραΐτης ισοφάρισε για τελευταία φορά με τρίποντο (54-54), αλλά το τρένο ήδη απομακρυνόταν. Τα 3/3 τρίποντα που εισπράξαμε μετά το 61-58, από παίκτες που δεν είναι δα πρώτα βιολιά (Μοτιεγιούνας, Μπέντζιους, Κουζμίνσκας) έδωσαν τη χαριστική βολή. Αλλά και τι να κάνεις; Τι να πρωτοκάνεις; Ο ουρανός κρύφτηκε την πρώτη φορά που ο Γιώργος Παπαγιάννης άφησε το πόστο του για να βγει στην περιφέρεια και να μαρκάρει το τρίποντο, αλλά χάθηκε το αμυντικό ριμπάουντ και οι Λιθουανοί σκόραραν με τρίποντο (στο 70-60).
Πρέπει να είναι εθελότυφλος κάποιος για να ισχυριστεί ότι το ματς χάθηκε οπουδήποτε αλλού εκτός από την ένδεια εναλλακτικών λύσεων και το έλλειμμα ενέργειας. Οι πρώτοι που θόλωσαν -δικαιολογημένα- από την κούραση ήταν οι μπροστάρηδες του πρώτου ημιχρόνου, Γουόκαπ και Λαρεντζάκης. Δεν ήταν καθόλου καλός οιωνός οι τάπες του Βαλανσιούνας (στους Παπαπέτρου και «Λάρι») αμέσως μετά την εκκίνηση της γ’ περιόδου.
Η Εθνική τελείωσε και αυτό το ματς με μονοψήφιο αριθμό λαθών, σούταρε καλά από το τρίποντο (10/26 στα πρώτα 30 λεπτά), αλλά λίγο λίγο έχασε τον οίστρο της και βάλθηκε να ροκανίζει δευτερόλεπτα σε μία απέλπιδα προσπάθεια να μικρύνει τεχνητά τη διάρκεια του αγώνα. Ναι, αλλά τα σουτ στο φινάλε της κατοχής είναι συνήθως καταδικασμένα. Τα 6 μαζεμένα επιθετικά ριμπάουντ έγιναν φιλί ζωής όσο οι άλλοι βομβάρδιζαν, ωστόσο το αντίπαλο καλάθι ολοένα στένευε, όπως και οι διάδρομοι τους οποίους αναζητούσε ο αβοήθητος στο κουμάντο Γουόκαπ.
Ποια εξέλιξη θα είχε ο αγώνας εάν είχαμε εμείς την παραπανίσια μέρα ξεκούρασης που τόσο πολύτιμη αποδείχθηκε για τους Λιθουανούς; Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν η ομάδα μας εκστράτευε στη Μανίλα πλήρης; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Οφείλουμε ωστόσο να θυμίσουμε, ότι σοβαρές απουσίες είχαν και οι Λιθουανοί. Αλλά η δική τους δεξαμενή είναι μεγαλύτερη, αρκετά βαθιά για να τους στείλει -έστω κι έτσι- στα προημιτελικά ενός Mundobasket.
Κάπως έτσι, το αδιαπέραστο τείχος μας αφήνει στις θέσεις 9-16, όπως και το 2019 στην Κίνα, όπως και το 2014 στη Μαδρίτη. Πλήρεις και φορτσάτοι τότε, στο ίδιο σημείο σκοντάψαμε. Φέτος θα έχουμε για παρηγοριά τους Γάλλους (που τερμάτισαν ακόμη χαμηλότερα), τους Αυστραλούς, εκτός απροόπτων τους πολυπρωταθλητές Ισπανούς, ίσως ακόμη και τους Σέρβους.
Τόσο μπορούσε η ομάδα, τόσο έπραξε. Ίσως να τερμάτισε και πιο μακριά από εκεί που φτάνουν τα χέρια της, εάν ρωτάτε εμένα. Διαβάστε ξανά τα ονόματα των παρόντων, μελετήστε τη λίστα των απόντων, προσθέστε το σοκ με τον Μήτογλου και κρίνετε την ομάδα νηφάλια, χωρίς χολή και κακεντρέχεια.
Προσωπικά, τη χειροκρότησα με την ψυχή μου. Όποιος αισθάνεται εθνικά ντροπιασμένος και θέλει ντε και καλά να ζητήσει εξηγήσεις, ας ψάξει τους φταίχτες αλλού και όχι στις Φιλιππίνες. Από τους 20-25 που μεθαύριο θα δώσουν την τελευταία τους παράσταση στη Μανίλα, δεν υπάρχει ούτε ένας που να φεύγει με το κεφάλι σκυμμένο.
Πηγή: Gazzetta