Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Αυτό το σχέδιο, που μας έδειξε το βράδυ του περασμένου Σαββάτου απέναντι στον Ολυμπιακό, ο Ακης Μάντζιος μας το έχει παρουσιάσει πολλές φορές. Στην πραγματικότητα αποτελεί την κεντρική ιδέα του μοντέλου παιχνιδιού που εκείνος πρεσβεύει στο μεγαλύτερο διάστημα της παρουσίας του στον Άρη: μια ομάδα που ξέρει πολύ καλά να στήνει το αμυντικό μπλοκ της στο μεσαίο τρίτο του τερέν και να παραμένει συμπαγής αλλά και έτοιμη να πιέσει με παγίδες πάνω στην μπάλα για να την πάρει και να μεταβεί γρήγορα στην φάση επίθεσης. Ομάδα που ξέρει να βγει με ταχύτητα στις κοντινές πάσες από την πίεση που της ασκεί ο αντίπαλος όταν αποφασίζει να κάνει άμεσο πρέσινγκ για να πάρει την μπάλα από τον Άρη. Ομάδα που ξέρει να τρέξει και να επιτεθεί στους κενούς χώρους για να φτάσει στην ολοκλήρωση μιας επίθεσης.

Προκειμένου αυτό το σχέδιο να λειτουργήσει αποτελεσματικά χρειάζεται, πέρα από όλα τα άλλα, να έχει μια ομάδα υπομονή και να παραμείνει συγκεντρωμένη όταν αμύνεται, διότι περνά περισσότερο χρόνο χωρίς την μπάλα παρά με την μπάλα. Άρα, ειδικά όταν παίζεις στην έδρα σου χρειάζεται να νιώθει ο κόσμος στην κερκίδα ότι “το πας καλά” ώστε να σε υποστηρίζει. Στο 3’ο λεπτό ο Άρης ήταν μπροστά στο σκορ – άρα ο κόσμος το έβλεπε ότι “καλά το πάει” η ομάδα του και ήταν υπομονετικός. Είδε στο πρώτο ημίχρονο τον Άρη να κρατά λιγότερο την μπάλα (34%), να κάνει λιγότερες οργανωμένες επιθέσεις από τον Ολυμπιακό (8-21). Τον είδε όμως να έχει τελικά τον ίδιο αριθμό εκτελέσεων (5), με την ειδοποιό διαφορά ότι στις δύο εκτελέσεις εντός εστίας ο Άρης είχε πανηγυρίσει δύο γκολ ενώ ο αντίπαλος κανένα.

Αφού το σχέδιο ο Μάντζιος “το είχε” από πριν, γιατί δεν λειτουργούσε πάντα τόσο αποτελεσματικά, ή πιο σωστά γιατί τούτη τη φορά αποδείχθηκε αρκετό για να βοηθήσει τον Άρη να πετύχει με σχετική άνεση μια νίκη επί του Ολυμπιακού; Επειδή τούτη τη φορά ο Άρης είχε πολλούς ποιοτικούς ποδοσφαιριστές μαζί στο τερέν, συμπεραίνεις, αν αφήσει στην άκρη την απόδοση του αντιπάλου και εστιάσεις στην μία ομάδα. Διότι ήταν πολύ ποιοτική η εμφάνιση του Μανού Γκαρθία, του Σίστο, του Μόντσου, του Ντιαντί – δηλαδή των ποδοσφαιριστών της μεσαίας αμυντικής γραμμής, η οποία αποτελούσε και τον καθοριστικό παράγοντα της επιθετικής ανάπτυξης. Με άλλα λόγια αυτοί οι τέσσερις αμύνονταν πολύ καλά και την ίδια ώρα ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν μια επίθεση και να τη φτάσουν σε ολοκλήρωση.

Στο διάστημα 46’-75’ ο Άρης πιέστηκε από τον Ολυμπιακό. Επέτρεψε στον αντίπαλό του να κάνει 19 οργανωμένες επιθέσεις και να ολοκληρώσει τις 5, την ίδια ώρα που εκείνος έκανε μόνο μια οργανωμένη επίθεση, χωρίς εκτέλεση. Σε αυτό το διάστημα ο Ολυμπιακός του είχε πάρει την μπάλα (71,5%) και τον πίεζε. Και τότε, στο 76’ ο Μάντζιος έφερε από τον πάγκο στο τερέν τον Νταρίντα. Στα υπόλοιπα λεπτά το ποσοστό κατοχής της μπάλας από τον Άρη πήγε στο 56,2%, δηλαδή ο Άρης κράτησε περισσότερο από τον Ολυμπιακό την μπάλα, και έκανε τρεις λιγότερες επιθέσεις (5) από τον Ολυμπιακό (8) και περισσότερες εκτελέσεις (2-1). Με άλλα λόγια έθεσε ξανά υπό έλεγχο το παιχνίδι. Και ναι, προφανώς αυτό δεν το έκανε μόνος του ένας ποδοσφαιριστής (ο οποίος πάντως είχε 75% επιτυχία στις ενέργειές του). Ο Άρης όμως είχε την πολυτέλεια να φέρει από τον πάγκο έναν ποδοσφαιριστή που είχε μεγάλη επίδραση στην απόδοση της ομάδας και τελικά και στην αλλαγή της δυναμικής του παιχνιδιού – ενός ντέρμπι.

Όλο αυτό που τεκμηριώνεται παραπάνω είναι η γενική αίσθηση αυτού του παιχνιδιού: απέναντι στον Ολυμπιακό, ο Άρης έδειξε στον εαυτό του ότι ακόμη και με το ίδιο σχέδιο, δηλαδή ακολουθώντας την περσινή πεπατημένη μπορεί να πετύχει καλύτερα πράγματα επειδή πλέον έχει περισσότερη και ενδεχομένως μεγαλύτερη, σε κάποιες θέσεις, ποιότητα. Όχι, ένα παιχνίδι δεν δημιουργεί κανόνα, αλλά αυτή είναι η αίσθηση που έχει δημιουργήσει στον θεατή ο Άρης σε πολλά διαφορετικά διαστήματα των πέντε αγώνων του πρωταθλήματος.

Το φανταζόμασταν, όταν ολοκλήρωνε τον σχηματισμό του ρόστερ του, ότι ο Άρης έχει λόγους να πιστεύει πως θα φτιάξει μια καλύτερη ομάδα. Τώρα το βλέπουμε. Ή πιο σωστά τώρα είδαμε, το περασμένο Σάββατο, μια ομάδα που έχει ήδη μάθει να παίζει καλά όταν το πλάνο της είναι να αφήσει την μπάλα στον αντίπαλο. Μένει να τη δούμε να συνηθίζει να μας δείχνει ότι ξέρει να κάνει αποτελεσματικά και το αντίθετο. Απέναντι στον ΠΑΟΚ ενδεχομένως το σχέδιο να είναι παρόμοιο και αυτό να αποδειχθεί αρκετό. Στα επόμενα παιχνίδια όμως θα χρειαστεί να κάνει ρουτίνα εμφανίσεις σαν εκείνη που έκανε στις Σέρρες απέναντι στον Πανσερραϊκό: μεγάλες κατοχές της μπάλας, μεγαλύτερο αριθμό επιθέσεων από τον αντίπαλο, με την ικανότητα να αλλάζει τον ρυθμό και να βρίσκει χώρους και τρόπους για να διασπάσει μια συμπαγή άμυνα για να βάλει γκολ. Έχει πλέον την ποιότητα για να κάνει τέτοιου είδους παιχνίδι.

Πηγή: Gazzetta