Του Νίκου Παπαδογιάννη
Kαλησπέρα σας, δεν ξέρω αν με θυμάστε. Είμαι ο παράξενος που τα καλοκαίρια κάθεται και παρακολουθεί όλους τους αγώνες όλων των Εθνικών ομάδων, ανδρών και γυναικών, την ίδια ώρα που οι συνέλληνες απολαμβάνουν τις ποτάρες τους στα νησιά η κοιλοπονάνε για τις μεταγραφές αεροδρομίου, λιμανίου και κοσμοδρομίου.
Δεν με ενδιαφέρει ο Σίκμα, αλλά ο Ζούγρης. Με τον Παπαπέτρου θα ασχοληθώ όταν –και αν- ντυθεί στα μπλε. Σλούκας, από Οκτώβριο. Μιλουτίνοφ, μια και καλή στο Μουντομπάσκετ.
Μαντζούκας, όμως, απόψε και χθες και ξανά μεθαύριο και ξανά την Κυριακή, εάν όλα πάνε καλά. Στην ντάλα του σαββατιάτικου καλοκαιριού στην Κρήτη, τα αγοράκια της Εθνική Νέων θα παίξει ημιτελικό Ευρωμπάσκετ Κ20 στα Αοράκια. Και 24 ώρες αργότερα θα διεκδικήσει μετάλλιο.
Την παραπάνω εβδομάδα, πριν καλά καλά σβήσουν τα φώτα στο Ηράκλειο, έχει Ευρωμπάσκετ Κ18 με Σαμοντούροφ, Λιοτόπουλο, Αβδάλα και Αμπόσι, καλή ομάδα. Και τον Σεπτέμβριο, Μανίλα, με όποιον λεβέντη προαιρείται να φορέσει τα γαλανόλευκα χωρίς να βαρυγκομάει, χωρίς να φοβάται και χωρίς να βαριέται.
Το δικό μου καλοκαίρι ανήκει όχι στον πρασινοκόκκινο πόλεμο των εξοπλισμών, αλλά στις Εθνικές ομάδες. Κρίμα που τα κορίτσια δεν μπόρεσαν να κάνουν 1-2 βήματα παραπάνω στο δικό τους Ευρωμπάσκετ στο Τελ Αβίβ, αλλά και πάλι καλά να λέμε, για τον αθλητισμό της χώρας που τις γυναίκες τις θέλει στην κουζίνα και στην κρεβατοκάμαρα.
Δεν με ενδιαφέρουν τα μετάλλια, που άλλωστε είναι πλέον είδος υπό εξαφάνιση. Ακόμα και όταν τα κερδίζαμε, περισσότερο χρησίμευαν για τη λεζάντα του Βασιλακόπουλου (και προσεχώς του Λιόλιου), αλλά και για το βιογραφικό των πιτσιρικάδων εν όψει της πρώτης μεγάλης μεταγραφής.
«Παναγιώτης Μπαρλάς, πρωταθλητής Κόσμου». Τον θυμάστε, τον βασικό πλέι-μέικερ των Εφήβων του Μουντομπάσκετ 1995, τον αρχηγό που σήκωσε πρώτος παγκόσμιο κύπελλο; Ούτε κι εγώ. Πήγε στην ΑΕΚ μαζί με Κακιούζη, Χατζή, και σιγά σιγά εξαφανίστηκε. Όπως τόσοι και τόσοι.
Παρακολουθώ στενά τις μικρές Εθνικές ομάδες όχι για να πανηγυρίσω μετάλλια, αλλά για να ανιχνεύσω τον σφυγμό του αύριο, εάν υπάρχει τέτοιος. Πόσοι από τους νεαρούς διεθνείς θα κάνουν καριέρα; Είναι ικανός για το επόμενο βήμα κάποιος από τους παίκτες που βρίσκονται στο ντε φάκτο προθάλαμο της «επίσημης αγαπημένης»; Τι είδους μπάσκετ μαθαίνουν οι μικροί και πώς μεταφράζεται αυτό σε επίπεδο Ανδρών;
Οι περισσότερες απαντήσεις και προβολές είναι προφανώς αρνητικές και δυσοίωνες, αλλά η επιφανειακή ανάλυση αδικεί τους πάντες. Χρήσιμο είναι να θυμόμαστε, ότι ο Διαμαντίδης και ο Παπαλουκάς δεν έπαιξαν ποτέ στις μικρές Εθνικές ομάδες.
Έγραφα πέρυσι τέτοιες μέρες, ότι στη στατιστική μίας ελληνικής ομάδας κοιτάζω πρώτα τα τρίποντα και τις ελεύθερες βολές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μάτια ματώνουν. Οι Νέοι του Ηρακλείου σουτάρουν με ποσοστό 27% από τη γραμμή του τριπόντου (όπου μάλιστα το γυμνό μάτι διακρίνει μια κάποια βελτίωση…) και με 59% στις ρημάδες τις βολές.
Το παλιό κλισέ, που θέλει τους νεαρούς παίκτες να μαθαίνουν πρώτα την άμυνα με αλλαγές και κατόπιν –ή καθόλου- το σουτ, δεν είναι αποκύημα φαντασίας. Πράγματι, η τακτική παραμένει σε πρώτο πλάνο και τα ατομικά fundamentals, τα βασικά του αθλήματος δηλαδή, σε τρίτο.
Στην πυρά, λοιπόν, οι πάντες: οι προπονητές που διδάσκουν ζώνη 1-3-1 με προσαρμογές αντί για pull-up shooting, οι γονείς που φωνασκούν από την κερκίδα γιατί ονειρεύονται τον κανακάρη στολισμένο με πλουμιά, οι παίκτες που αρνούνται να κλειστούν στο γυμναστήριο για να σουτάρουν χίλια τρίποντα καθ’ εκάστην. Τώρα που πλησιάζει η ώρα του Μουντομπάσκετ, να βάλουμε να παίξουν τα παιδιά που έχουν επιθετικό ταλέντο, αντί των ξυλοκόπων. Αυτή δεν είναι η πανάκεια που ευαγγελίζονται οι παντογνώστες των social media;
Μισό λεπτό, φίλοι μου, γιατί έχουμε χάσει τη μπάλα και όταν την ξαναβρίσκουμε τη βλέπουμε να πέφτει μέσα στο δικό μας καλάθι. Πόσο μπροστά θα πάμε, όταν βαφτίζουμε το ψάρι κρέας και προσπαθούμε να παίξουμε κάτι που δεν μας ταιριάζει;
Τα δείγματα γραφής και τα αποτελέσματα της τελευταίας δεκαετίας είναι απογοητευτικά διότι τείνουμε να εγκαταλείψουμε αυτό που ξέρουμε σχετικά καλά. Αντί να αξιοποιήσουμε τα διδάγματα που μας έφεραν εδώ στα ψηλά που στεκόμαστε, παριστάνουμε τους Λιθουανούς και τους Ισπανούς.
Πήγαμε να αντιμετωπίσουμε τη Γερμανία στο δικό της μπάσκετ, στο δικό της γήπεδο κυριολεκτικά και μεταφορικά, και εισπράξαμε 107. Ξανοιχτήκαμε να παίξουμε μπασκετάρα απέναντι σε ομάδες που τρέχουν και σουτάρουν, αλλά χάσαμε τον μπούσουλα. Επιχειρήσαμε να ανεβούμε σε ματς 100 πόντων απέναντι στους Τσέχους στη Βικτόρια και φάγαμε τα μούτρα μας.
Πιστεύει κανείς ότι η –καταπώς φαίνεται ελλιπέστατη- Εθνική Ανδρών θα νικήσει τη Νέα Ζηλανδία στη Μανίλα, εφ’ όσον παρασυρθεί πάλι σε γυμναστικές επιδείξεις; Το 2019 κερδίσαμε 103-97 με χίλια ζόρια και με γκρι χαμόγελα, μολονότι είχαμε πλήρη ομάδα και τον MVP Γιάννη στις επάλξεις. Και πανηγυρίσαμε με αναστεναγμούς ανακούφισης.
Ε, λοιπόν, όχι. Η χώρα που αντλεί το δυναμικό της από μία μικροσκοπική και μισοάδεια δεξαμενή, η χώρα που υστερεί σε ταλέντο και σε κορμιά, η χώρα όπου τα νέα παιδιά έχουν αλλεργία στη δουλειά και δεν βρίσκουν χρόνο για το γυμναστήριο, η χώρα που τέλος πάντων θα έπρεπε να έχει καταρρεύσει προ ετών στο μπάσκετ, οφείλει να δώσει έμφαση στα χαρακτηριστικά που μπορούν να την κάνουν ανταγωνιστική και να κρύψουν τα μειονεκτήματά της. Για μπάσκετ μιλάμε τώρα, αλλά …όχι μόνο.
Η Νέων του Ηρακλείου (αλλά και η Γυναικών που προηγήθηκε) θα μπορούσε να είναι τυφλοσούρτης για όλες τις Εθνικές ομάδες, αφού γνωρίζει τα δυνατά της σημεία και ποντάρει όλες τις μάρκες της σε τούτα: παθιασμένη περιφερειακή άμυνα με πολλά χέρια πάνω στη μπάλα, τρέξιμο στο ανοιχτό γήπεδο μετά τα κλεψίματα, ομαδική προσπάθεια για το ριμπάουντ και για το χτίσιμο της ρακέτας, καλή κυκλοφορία για να βγουν ελεύθερα σουτ, σωστό διάβασμα του παιχνιδιού για να περνάει η μπάλα στον ψηλό. Που δεν είναι και …ψηλός, για τον Βαγγέλη Ζούγρη των 2,02 μ. μιλάμε, αλλά μοιάζει σχεδόν ανίκητος πάνω στο βαμμένο.
Η ομάδα δεν ξεχειλίζει από ταλέντο και υστερεί απελπιστικά σε κορμιά από το «3» και μέσα. Και όμως, κλέβει 13 μπάλες σε κάθε ματς, σκοράρει πολύ στο ανοιχτό γήπεδο και έχει καλές επιδόσεις στα ριμπάουντ, ακόμα και όταν αντιμετωπίζει θηρία με μπόι πάνω από 2,15 μ., όπως τους δύο Ίβισιτς της Κροατίας ή τον Γιλντίζογλου της αποψινής Τουρκίας.
Θα προχωρήσει; Θα πάρει μετάλλιο; Μπορεί και όχι, αλλά το στοίχημα είναι να κόψει περισσότερα σταφύλια απ’ όσα φτάνουν τα χέρια της. Αυτή δεν ήταν πάντοτε η συνταγή του ελληνικού μπάσκετ; Από το 1987 κιόλας, όταν ο Καμπούρης νίκησε τον Βολκόφ και ο Ιωάννου τους Πέτροβιτς! Η Εθνική Νέων του Ηρακλείου παίζει υπέροχο μπάσκετ της δικής μας σχολής, με όλους τους παίκτες να μοιάζουν καλύτεροι από ότι είναι. Και γι’ αυτό μου αρέσει πολύ.
Εκτός του Λευτέρη Μαντζούκα δεν βλέπω άλλον παίκτη έτοιμο να διεκδικήσει άμεσα ρόλο σε ομάδα Α1 (πόσο μάλλον στη μεγάλη Εθνική), αλλά οι ικανοί προπονητές που υπάρχουν εκεί έξω καλούνται να μετακινήσουν τα γκολπόστ ώστε να αξιοποιήσουμε αυτούς που έχουμε, χωρίς μεμψιμοιρία και χωρίς να ψάχνουμε Στεφ Κάρι και Κέβιν Ντουράντ εκεί όπου δεν υπάρχουν ούτε Φώτσηδες ούτε Ζήσηδες.
Με άλλα λόγια, θα πρέπει να βρεθεί οπωσδήποτε τρόπος ώστε να μη χαθεί ο δυναμικός και τετραπέρατος Ζούγρης των 15 πόντων και των 11 ριμπάουντ και των 202 εκατοστών. Και ας μη σουτάρει απ’ έξω, και ας μοιάζει βγαλμένος από τον καιρό που βαφτίζαμε σέντερ τον Λινάρδο και τον Καρατζά.
«Ο Ζούγρης είναι ο καλύτερος ψηλός που έχω στο Περιστέρι», μου έλεγε ο Μίλαν Τόμιτς, στα τέλη της σεζόν 2021-22. «Γιατί να βάζω μέσα τους ξένους και όχι αυτόν;» Ο μικρός έχει ίνδαλμα τον Κάιλ Χάινς, ένας από τους κορυφαίους σέντερ τσέπης που πέρασαν από το σύγχρονο μπάσκετ. Συνεπώς, πατάει στέρεα στον πλανήτη γη και ξέρει ότι ο κόσμος δεν τελειώνει στα 2,02 μ.
Πηγή: Gazzetta