Του Νίκου Παπαδογιάννη
Στα 15 Ευρωμπάσκετ που έχω παρακολουθήσει, χώρια τα 5 Μουντομπάσκετ και οι 2 Ολυμπιάδες, έχω δει εκ του σύνεγγυς την Εθνική να βγαίνει πρώτη, την έχω δει να βγαίνει και τελευταία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο με το φετινό, απόλυτα ταιριαστό νομίζω με τη θέση του ελληνικού μπάσκετ στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο στερέωμα, ίσως και λίγο κολακευτικό για αυτή τη χώρα τη χρεοκοπημένη σε όλα τα επίπεδα.
Έζησα και πολύ χειρότερα: το 1999 στη Ντιζόν, το 2001 στην Αττάλεια, το 2013 στη Σλοβενία, το 2019 στην Κίνα. Συνηθισμένα, λοιπόν, τα γκρίζα μαλλιά στα χιόνια. Αυτό το φετινό, όμως, πόνεσε περισσότερο από κάθε προηγούμενη φορά. Πόνεσε, επειδή η Εθνική τα έκανε όλα σωστά, εμφανίστηκε στο Ευρωμπάσκετ πάνοπλη, αλλά όταν εζυγίσθη εμετρήθη ελλιπής.
Το δικό μου σύνθημα δεν είναι το μυριόστομο καλοπροαίρετο «δεν πειράζει», που ακούστηκε χθες από την εξέδρα και από τα social media. Είναι το «carpe diem». Άδραξε τη μέρα. Κάνε την υπέρβαση και άρπαξε την ευκαιρία από τα μαλλιά. Διότι δεν ξέρεις πότε θα ξαναβρείς τέτοια. Πιθανότατα, ποτέ.
Όταν η ομάδα στήθηκε στην αφετηρία, είχε στο τιμόνι της τον κορυφαίο, βάσει τίτλων, Έλληνα προπονητή: τον Δημήτρη Ιτούδη, που μπορεί να είχε μηδενική πείρα από Εθνικές ομάδες, αλλά (πέρα από τις τεχνικές του ικανότητες) είναι μετρ στη διαχείριση προσωπικοτήτων και στη απολύτως αναγκαία διπλωματία των αποδυτηρίων.
Επίσης, παρατάχθηκε πλήρης, με μοναδική απουσία αυτή του Ντίνου Μήτογλου, ο οποίος παραμένει σε καραντίνα λόγω ντόπινγκ. Τα προβλήματα τραυματισμών που αντιμετώπισαν τέσσερις δωδεκαδάτοι και βασικοί παίκτες (Σλούκας, Παπαγιάννης, Παπαπέτρου, Κώστας) ξεπεράστηκαν έγκαιρα, ή σχεδόν έγκαιρα.
Αντίθετα με τα ειωθότα, δεν ακούστηκε η παραμικρή γκρίνια για παίκτες που, τάχα, αδικήθηκαν. Οι 12 που ταξίδεψαν στο Ευρωμπάσκετ ήταν οι ίδιοι που θα διάλεγε οποιοσδήποτε προπονητής, παίκτης, παράγοντας ή φίλαθλος. Μόνο οι φαιοχίτωνες των μιαρών hashtags στράβωσαν, αλλά σε αυτούς δεν δίνει σημασία κανένας λογικός άνθρωπος.
Τα αποδυτήρια περιφρουρήθηκαν όχι από γηραιούς καρεκλοκένταυρους της μικροπολιτικής, αλλά από δύο τοτέμ της προηγούμενης χρυσής γενιάς: Νίκο Ζήση και Δήμο Ντικούδη. Το προπονητικό επιτελείο στελεχώθηκε από πέντε εξαιρετικούς ασίσταντ, ένας από τους οποίους έγινε επίσημος συνδετικός κρίκος με τους Μιλγουόκι Μπακς. Όταν χρειάστηκε ιατρική πανστρατιά για να αντιμετωπιστούν οι στριφνοί τραυματισμοί, ανέβηκαν στις επάλξεις πέντε φυσιοκοθεραπευτές, ένας γιατρός και δύο γυμναστές.
Το πρόγραμμα των φιλικών -και επίσημων- αγώνων προετοιμασίας έστειλε την Εθνική στη Μαδρίτη και στο Βελιγράδι, αλλά την έριξε και στην αγκαλιά των φιλάθλων της, για την απαραίτητη (πενταπλή) συμμαχία αγάπης. Τα ταμεία γέμισαν από ακριβές χορηγίες και από τα εισιτήρια του ΟΑΚΑ, ώστε να υπάρχει ρευστό για ξόδεμα προς πάσα κατεύθυνση.
Η κονσομασιόν προς τους δημοσιογράφους σταμάτησε, με αποτέλεσμα να μη προσκληθεί ουδείς τζαμπατζής στο Ευρωμπάσκετ. Ο Βαγγέλης Λιόλιος έκανε βέβαια τη λεζάντα του, ακόμα και την ύστατη στιγμή στο Βερολίνο, αλλά η επικοινωνία δεν υποκατέστησε την ουσία. Αν μη τι άλλο, ο νεόκοπος πρόεδρος της ΕΟΚ δεν έφυγε από την εξέδρα πέντε λεπτά πριν τη λήξη.
Η ομάδα πίστεψε στον εαυτό της και το κοινό πίστεψε στην ομάδα. Οι πιο αισιόδοξοι μίλησαν για «μέρες του ‘87» και ονειρεύτηκαν χρυσό μετάλλιο και τιρινίνι. Το δικό μου το προγνωστικό θα το βρείτε στα προαναγγελτικά κείμενα και podcast του Gazzetta: «Η καρδιά λέει μετάλλιο, αλλά το μυαλό λέει ήττα στον προημιτελικό όπως συνήθως».
Στην πορεία, βέβαια, έγινα πιο αισιόδοξος και προσχώρησα στο όνειρο, αφού τα εμπόδια που χώριζαν την Εθνική από το βάθρο (ακόμα και από το χρυσό μετάλλιο) ήταν μεσαίου ύψους και πάντως όχι ανυπέρβλητα. Στα πρώτα έξι παιχνίδια της, η ομάδα έδειξε μέταλλο και προσωπικότητα. Για την αυταπάρνηση, την θέληση, τον επαγγελματισμό και την αφοσίωση δεν συζητάμε: όποιος αμφισβητήσει ότι η Εθνική είχε αυτά τα στοιχεία χρειάζεται οφθαλμίατρο.
Έγινα ακόμα πιο αισιόδοξος όταν συνειδητοποίησα ότι οι στατιστικοί δείκτες ήταν αυτοί ακριβώς που σηματοδοτούσαν την επιτυχία της συνταγής: 35% στα τρίποντα με 10 εύστοχα σε κάθε ματς, 9,1 κλεψίματα, 4,3 τάπες, 25 βολές με ποσοστό 78 τοις εκατό. Αυτό που δεν περίμενα ποτέ, το στοιχείο που τελικά κατέστρεψε την Εθνική μας και την έστειλε πρόωρα στο αεροδρόμιο «Βίλι Μπραντ», ήταν η άμυνα.
Για την ακρίβεια, η απουσία της. Ακόμα και στα καλοκαίρια της γενικής συσπείρωσης και της έλλειψης προβλημάτων (π.χ. το 2015), η Εθνική υστερεί σε κορμιά και σε ταλέντο έναντι των άλλων μνηστήρων. Τώρα που το μπάσκετ έτρεξε και μας ξεπέρασε, δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε καμία Γερμανία σε ταχύτητα, αθλητικότητα, δύναμη και βάθος.
Υπενθυμίζω εδώ ότι η ομάδα που κατατρόπωσε την πλήρη Ελλάδα παρατάχθηκε χωρίς έξι πρωτοκλασάτους ψηλούς ή ημίψηλους (Κλέμπερ, Μ. Βάγκνερ, Χάρτενσταϊν, Πλάις, Ντα Σίλβα, Μπάρτελ). Όσα όργια και αν κάνει ο Γιάννης, όσα τρίποντα και αν βάλει ο Ντόρσεϊ, όσες ασίστ και αν μοιράσουν ο Καλάθης με τον Σλούκα, το θεμέλιο της επιτυχίας για μία Εθνική Ελλάδας ήταν, είναι και θα είναι η ά-μ-υ-ν-α.
Μπορούμε να βγάλουμε ένα ημίχρονο με 61 πόντους, αλλά όχι δύο συνεχόμενα. Οι Γερμανοί έβαλαν 17 τρίποντα όχι επειδή είχαν όλοι μαζί γενέθλια, αλλά επειδή η ελληνική άμυνα έκανε τα πάντα λάθος και τους επέτρεψε να ζεσταθούν με σουτ προπόνησης, χωρίς να χρησιμοποιήσει καν τα ομαδικά φάουλ της.
Το ελληνικό μπάσκετ, που δεν διαθέτει καν σουτέρ για να ισοσκελίσει άλλα μειονεκτήματα, οφείλει να ξεκινάει από τον ανταρτοπόλεμο. Απαγορεύεται να εμφανίζεται κάποιος με ένδυμα περιπάτου σε ματς όπως το χθεσινό. Φίλος προπονητής, με τον οποίο ανταλλάξαμε σκέψεις αργά χθες, μίλησε για ακραία αλαζονεία. Για την αδικαιολόγητη συμπεριφορά μίας ομάδας, που νομίζει ότι θα νικήσει τον αντίπαλο μόνο και μόνο με τις φανέλες και τα βαριά ονόματα, χωρίς να έχει κερδίσει αυτό το δικαίωμα.
Η λέξη «σκεπτόμενο» έχει παρεξηγηθεί, αλλά σημαίνει αυτό ακριβώς: διάβασμα του παιχνιδιού, καμουφλάρισμα των αδυναμιών, στόχευση στην αχίλλειο πτέρνα του αντιπάλου. Όχι κατενάτσιο ούτε ταμτούρι των 60 πόντων. Απέναντι στη Γερμανία, στον προημιτελικό της Τρίτης, η Εθνική μας ήταν μία χαζή ομάδα. Μία αφελής ομάδα, που δεν ήξερε πώς να σκέφτεται. Μία ανέμελη ομάδα, που έπεσε κατ’ ευθείαν στα νύχια του αντιπάλου.
Το διακαές «θέλω» της δεν ήταν αρκετό για να βραχυκυκλώσει μία μηχανή. Βάλαμε τα δάχτυλά μας στα γρανάζια για να τη μπλοκάρουμε και τα είδαμε να γίνονται κιμάς. Να, λοιπόν, για ποιο λόγο πόνεσε τόσο η βαριά ήττα και ο αποκλεισμός: οι καλύτεροι παίκτες, ο καλύτερος προπονητής, η καλύτερη ομάδα υποστήριξης δεν ήταν αρκετά καλοί.
Τα 15-20 χρόνια μεθοδικής δουλειάς των Γερμανών μας καταπλάκωσαν μεμιάς σαν πιάνο που πέφτει από μπαλκόνι. Εμείς τι βγάλαμε στο ίδιο διάστημα; Σε ποια θέση θα τερμάτιζε η Εθνική μας στο Ευρωμπάσκετ, το τελευταίο και τα προηγούμενα, αν δεν εμφανίζονταν από το πουθενά -ή μάλλον από το κοινωνικό περιθώριο- οι ευλογημένοι Αντετοκούνμπο;
Αφαιρέστε από την εξίσωση και τα αμερικανικά προϊόντα (Καλάθη, Ντόρσεϊ) και θα μας ψάχνετε στα τσάλεντζ-ράουντ, που λέγαμε παλιά. Εκεί που φοβάμαι ότι θα καταλήξουμε νομοτελειακά, όταν οι σημερινές παλιοσειρές (Καλάθης, Σλούκας, Παπανικολάου) αποχωρήσουν από το προσκήνιο. Η Εθνική Νέων, που υποτίθεται είναι ο προθάλαμος της Ανδρών, δεν έχει υλικό ούτε για τα «παράθυρα».
Οι αγώνες του ερχόμενου πενταμήνου για τα προκριματικά του Μουντομπάσκετ, με τη Λεττονία (μέσα-έξω), τη Σερβία (μέσα) και το Βέλγιο (έξω) είναι καθοριστικής σημασίας. Η Εθνική θα παίξει σίγουρα χωρίς τους Γιάννη, Θανάση, Ντόρσεϊ, ενώ η συμμετοχή όλων των Ευρωλιγκάτων είναι αμφίβολη για τους προφανείς λόγους.
Η Ομοσπονδία έχει κινήσει τη διαδικασία για την αλλαγή κάποιων ημερομηνιών, αλλά το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Εάν χαθεί η πρόκριση για το Παγκόσμιο Κύπελλο, σενάριο διόλου απίθανο, η Εθνική όπως την ξέρουμε σήμερα μπορεί να εξαφανιστεί από το παλκοσένικο. Η πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού περνάει εν μέρει από τα γήπεδα των Φιλιππίνων και ο κίνδυνος μίας χαμένης διετίας είναι ορατός.
Η κατάκτηση ενός μεταλλίου στο Ευρωμπάσκετ του Βερολίνου δεν θα ήταν πανάκεια ούτε θα άλλαζε τα βαθμολογικά δεδομένα που μόλις ανέλυσα, αλλά τουλάχιστον θα έστελνε περισσότερα παιδάκια στα γήπεδα του μπάσκετ και στις ακαδημίες, ντυμένα με μπλε φανέλες με το «34» στην πλάτη.
Αυτό χρειάζεται το μπάσκετ μας πάνω απ’ όλα: να μετουσιωθεί ο έρωτας σε τεκνοποιία! Μέχρι τότε, θα βλέπουμε την υπόλοιπη Ευρώπη να απομακρύνεται και θα αναρωτιόμαστε πού πήραμε τη λάθος στροφή και πώς μπορεί να ανθίσει η καμένη γη.
Πηγή: Gazzetta