Του Νίκου Παπαδογιάννη
Το καλοκαίρι του 1995, το ελληνικό μπάσκετ χρειαζόταν απεγνωσμένα μια ανάσα υγείας, αισιοδοξίας και νιότης. Οι τοξικές «αιώνιες» κόντρες είχαν ξεπεράσει προ πολλού τα σύνορά μας και οι μεγαλόσχημοι πρόεδροι δεν σκόπευαν να παρέμβουν στην πορεία προς τη δυσφήμιση.
Το ευαγές σπορ των ελληνοποιήσεων έστελνε στο περιθώριο τα εγχώρια ταλέντα και η εποχή της παρακμής της Εθνικής Ανδρών βρισκόταν επί θύραις, παρά τα διαδοχικά πλασαρίσματα στην τετράδα. Η ελπίδα ήρθε από το λύκειο.
Το βουνό καιγόταν –το ίδιο βουνό που κάηκε τις προάλλες- και ο ουρανός πάνω από την πόλη φάνταζε κατακόκκινος. Έφευγα βράδυ από το Ολυμπιακό σύμπλεγμα, σήκωνα το βλέμμα προς την πλευρά της Πεντέλης και ένιωθα σαν να πλησίαζε φλογισμένη Αποκάλυψη.
Κάποιοι παίκτες της ελληνικής ομάδας αναζητούσαν κινητό τηλέφωνο ακόμα και στα τάιμ-άουτ, που λέει ο λόγος. «Τι γίνεται με τη φωτιά; Ακόμα την παλεύουν; Πετάνε τα πυροσβεστικά αεροπλάνα ή σταμάτησαν; Τι λέει η τηλεόραση;»
Η τηλεόραση έλεγε αυτό που λέει πάντοτε η τηλεόραση, δηλαδή ότι «η πολιτεία καταβάλλει συντονισμένες προσπάθειες για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, με επίγεια και εναέρια μέσα, υπό τη διαρκή εποπτεία των αρμοδίων υπουργών και του ίδιου του πρωθυπουργού». Παπανδρέου είχαμε τότε. Ανδρέα. Στα στερνά του.
Αλλά ορισμένοι από τους αρμόδιους υπουργούς και τους πληττόμενους δημάρχους χαζολογούσαν μπάσκετ αμέριμνοι μπροστά στα μάτια μου, στο κλειστό του ΟΑΚΑ, με το ένα μάτι στραμμένο στους φωτογράφους. Η Εθνική Εφήβων της πορτοκαλί μπάλας είχε περισσότερη φωτογένεια από την εθνική συμφορά του κόκκινου ουρανού.
Απανθρακώθηκαν, τελικά, περισσότερα από 150 σπίτια και 100 χιλιάδες στρέμματα δάσους. Ευτυχώς, όχι άνθρωποι. Ο κρατικός μηχανισμός έπαιζε το βιολί του στα τηλεοπτικά παράθυρα που μόλις είχαν γίνει της μόδας. «Εσείς φταίτε για τις φωτιές». «Όχι, εσείς φταίτε για τις φωτιές». «Όχι, η λυκοσυμμαχία υμών και υμών φταίει για τις φωτιές».
Έπειτα, η Εθνική Ελλάδας κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων μπάσκετ και οι επίσημοι άλλαξαν πουκάμισο, ώστε να ταιριάζει με τη μπλε γραβάτα και με το καινούριο βιολάκι. «Ακούσατε τα παιδιά μας, που διαμαρτύρονταν για τους Γιούγκους; Εσείς φταίτε για τις ελληνοποιήσεις». «Όχι, εσείς ανοίξατε την πόρτα για τις ελληνοποιήσεις». «Όχι, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός φταίει για τις ελληνοποιήσεις».
Οι αμούστακοι πρωταθλητές γύρισαν την πλάτη στα μαύρα κοστούμια, μετατρέποντας το αποδυτήριο σε άβατο. Όποτε οι μικροί έκρυβαν τα γαμψά νύχια τους μέσα στα δάχτυλα που είχαν μόλις κατακτήσει τον κόσμο με διαστημικό μπάσκετ, είχαν πλάκα. Πολλή πλάκα.
Ο Γιώργος Καράγκουτης φορούσε στο κεφάλι του μία πετσέτα και παρίστανε τον Άραβα, «μεταφράζοντας» σε ακατάληπτη διάλεκτο με προφορά Μπαχρέιν τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις, στις πολυάριθμες συνεντεύξεις των συμπαικτών του. Ο Μιχάλης Κακιούζης πήγαινε στα τηλεοπτικά στούντιο και ζητούσε να υπάρχει ένα μόνιτορ πρόχειρο σε απόσταση υψηλής ευκρίνειας, για να πανηγυρίζει τα γκολ «της ΑΕΚάρας». Ο Δημήτρης Παπανικολάου έλεγε ότι όταν μεγαλώσει θέλει να μοιάσει στον Τζίμη των «Δέκα Μικρών Μήτσων».
Ο Παναγιώτης Μπαρλάς ζητούσε τις συμβουλές του Γιατζόγλου για τα νεοϋορκέζικα κολέγια που τον φλέρταραν επίμονα. «Το Μπάφαλο είναι σαν το Αλεποχώρι», του έλεγε ο γιος των Ελληνοαμερικανών μεταναστών. «Στο Μανχάταν μπορεί να ξεχάσεις το μπάσκετ που ξέρεις, αλλά σίγουρα θα σου μάθουν να πετάς σωστά το μαχαίρι». Αχ μωρέ Στηβ…
Στον αγωνιστικό χώρο, η στατιστική υπηρεσία μαγείρευε τα νούμερα ώστε να βγάλει τριπλ-νταμπλ με μαθηματική ακρίβεια ο ΜVP Ευθύμης Ρεντζιάς, τετραπλό αν συνυπολογιστούν τα 12 κερδισμένα φάουλ: 33 πόντοι, 21 ριμπάουντ, 10 τάπες. Μερικές από τις τάπες του Τρικαλινού αποτελούσαν αποκυήματα βουκολικής φαντασίας, αλλά ο σκοπός αγίαζε τα μέσα και άλλωστε το χρυσό δεν θα ήταν λιγότερο χρυσό χωρίς το τριπλ-νταμπλ του Ρεντζιά.
«Αυτός ο μικρός Έλληνας μπορεί να παίξει μπάσκετ παντού, ακόμα και στον πλανήτη Δία», υποκλινόταν ο προπονητής της ομάδας των ΗΠΑ, Κέλβιν Σάμπσον. Το ΝΒΑ αποδείχθηκε πιο δύσβατο από το ογκωδέστερο αγκωνάρι του ηλιακού μας συστήματος, αλλά βρήκε άπλετο χώρο στους κόλπους του για να υποδεχθεί ορισμένους άλλους από τους εκκολαπτόμενους αστέρες του Μουντομπάσκετ των εφήβων.
Με μία προσεκτική μελέτη στις συνθέσεις των άλλων ομάδων εντοπίζει κανείς τον Γιασικέβιτσιους, τον Σκόλα, τον Γκίριτσεκ, τον Βινς Κάρτερ, τον Στεφόν Μάρμπερι. «Μάρλμπορο», τον έλεγε εν τη ρύμη του ενθουσιώδους λόγου ο κονφερασιέ του ΟΑΚΑ.
Η συνέντευξη Τύπου μετά τον τελικό καθυστερούσε ύποπτα. Ο Αυστραλός προπονητής έφτασε έγκαιρα και πλακώθηκε στις μπίρες για να διασκεδάσει την ήττα, αλλά ο Έλληνας, Γιώργος Προεστός, ήταν άφαντος. Τον εντοπίσαμε κλειδαμπαρωμένο σε ένα δωματιάκι, να μιλάει πυρετωδώς στο τηλέφωνο. «Σε δυό λεπτά έρχομαι», υποσχέθηκε κάτω από την αρειμάνια μουστάκα του. «Κλείνω τραπέζι και καταφτάνω».
Τραπέζι στα μπουζούκια, εννοούσε. Στο «Ρίμπας», που χρειάστηκε να ρωτήσω τέσσερα άτομα για να το θυμηθώ και να το γράψω σωστά. Ποια μπουζούκια, μίστερ; «Μίστερ» τον έλεγαν οι πιτσιρικάδες τον προπονητή τους, λες και ήταν ο Λες Σάνον. «Δεν θέλουμε μπουζούκια εμείς, δεν είμαστε γέροι».
Απτόητος, ο Προεστός έκλεισε το τραπέζι των 20 ατόμων που αναζητούσε μέσα στην τούρλα του Σαββατόβραδου και έδωσε και ραντεβού: «Κατά τις δυο θα είμαστε όλοι εκεί».Ήταν ήδη μια παρά είκοσι και ουδείς σκόπευε να διασκεδάσει σε αυτόν τον Ρίμπα.
Η δεύτερη πρωινή βρήκε τους πρωταθλητές Κόσμου να ξεσαλώνουν σε διαγωνισμό καταδύσεων, με τα ρούχα, στην πισίνα του ξενοδοχείου που τους φιλοξενούσε. Νωρίτερα είχαν καταστρέψει μια γαμήλια δεξίωση χοροπηδώντας πάνω στο αυτοκίνητο του γαμπρού, ο οποίος βρισκόταν στο βολάν και πανηγύριζε μαζί τους με μισή καρδιά.
Κατά τις τέσσερις, τους έκοψε λόρδα, τους μικρούς. «Να καλέσουμε ταξί για να πάμε στα Γκούντις», πρότεινε κάποιος, αλλά οι μισοί είχαν ήδη ξεκινήσει, με ωτο-στόπ σε περαστικά δίκυκλα. Το μενού στο επινίκιο δείπνο ενός παγκόσμιου τίτλου περιλάμβανε μπέργκερ, προτηγανισμένες πατάτες και μισόλιτρες κοακόλες. Το ανθοστόλιστο τραπέζι στην μπουζουκερί περίμενε μάταια τους θριαμβευτές. Οι σαμπάνιες ξεχάστηκαν στην κατάψυξη και παραλίγο να σπάσουν.
Εγώ είχα σκαρφιστεί και κανονικό παρατσούκλι για την ομάδα, από την πρώτη κιόλας μέρα της διοργάνωσης, όταν τους προκριματικούς φιλοξενούσε η Θεσσαλονίκη: «Τρελό φορτηγό», ήταν ο τίτλος της Ελευθεροτυπίας μετά το 109-74 της πρεμιέρας επί των Πορτορικάνων. Δανεικός από το τραγούδι του Μάριου Τόκα που τότε είχε σουξέ. Και πάντως ακατάλληλος για το «Ρίμπας».
Ο δεύτερος αντίπαλος εισέπραξε 80άρα (133-53, Ανγκόλα) ο τρίτος 34άρα μολονότι λεγόταν Ισπανία (104-70). Tα παιδιά του Νίκου Γκάλη, έγραψαν κάποιοι. Οι Κροάτες ηττήθηκαν με 109-80 στο πρώτο ματς μετά την μεταφορά των εργασιών στο αθηναϊκό ΟΑΚΑ, ενώ το 98-78 επί των «Γιου Ές οφ ΗΠΑ» μας έκανε να στραβώσουμε κιόλας, διότι είχαμε καλομάθει στα τριψήφια.
Ο Ρεντζιάς κατάπινε αμάσητο ό,τι περνούσε από τον εναέριο χώρο του, ο ξεχασμένος σήμερα Μπαρλάς έδινε μπριόζικο τέμπο, ο Παπανικολάου ήταν άνθρωπος ορχήστρα, οι δύο δίδυμοι «Κ» Καράγκουτης και Κακιούζης έκαναν όλες τις δουλειές σωστά, ο Χατζής έφερνε ετοιμοπαράδοτο σκοράρισμα από τον πάγκο, ο Καλαϊτζής νοικοκύρευε το παιχνίδι, ο Σούλης έβαζε τα μούσκουλα δίπλα στις δαντέλες.
Και τα καρφώματα έπεφταν βροχή, από μία ομάδα που αφύπνισε γλυκά τη φίλαθλη κοινή γνώμη και κουβάλησε κόσμο από τις αμμουδιές πίσω στην πόλη για τους τελικούς. Ό,τι εμφανιζόταν στον δρόμο της, γινόταν στάχτη και μπούρμπερη. Η μάσκα, τότε, δεν μας έπεφτε φαρδιά.
«Η δική μας Ομάδα-Όνειρο», παιάνιζαν οι εφημερίδες, μόλις τρία χρόνια μετά το λανσάρισμα του όρου Dream Team στο Αμέρικα. Οι μοναδικοί που δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στον αχό ήταν οι μεγαλοπαράγοντες των συλλόγων, αυτών που ήδη κορφολογούσαν την ευρωπαϊκή κορυφή.
Οι δικοί τους «Έλληνες» άκουγαν σε επώνυμα βγαλμένα απ’ ευθείας από την ελληνική ύπαιθρο: Τάρλατς, Τόμιτς, Στογιάκοβιτς, Σοκ, Κούουσμα, Πετσάρσκι, οι «Γιούγκοι» που λέγαμε παραπάνω. Οι επιβάτες του γαλάζιου φορτηγού είχαν προικιστεί με άφθονο ταλέντο, αλλά δεν έβρισκαν θέσεις εργασίας στην πατρίδα τους. Η εποχή Μποσμάν μόλις ξημέρωνε. Η ΑΕΚ του Μιχάλη Λεφάκη, που αγόρασε με ένα σμπάρο τους Χατζή, Μπαρλά, Κακιούζη, ήταν η μόνη πρόθυμη να κολυμπήσει αντίθετα στο ρεύμα.
Η Γαλλία έχασε με το τίμιο 71-50 και αρχίσαμε να ανησυχούμε. Βρε μπας και πάρουμε το χρυσό με διαφορά μικρότερη των 20 πόντων; Πώς θα αντέξουμε τέτοιο κακό; Στον ημιτελικό εμφανίστηκε ξανά μπροστά μας η Ισπανία. Καλώς τους, τους αμίγος, 80-57. Το κοινό στις κερκίδες χόρευε συρτάκι, εμείς στα δημοσιογραφικά εκλιπαρούσαμε να γίνει ησυχία για να συνεχίσουμε τον γλυκό ύπνο μας («μη μας ξυπνάτε», ήταν το σύνθημα των ημερών) και τα εισιτήρια του τελικού έγιναν πιο δυσεύρετα και από άδεια ξαπλώστρα στη Μύκονο.
Οι φόβοι για «μαύρη τρύπα» 50 εκατομμυρίων δραχμών διασκεδάστηκαν μόλις ανακοινώθηκε ο πραγματικός ισολογισμός: 70.000.000 κέρδη. Διακόσια ευρωχιλιαρικάκια, σε σημερινά λεφτά. Από μία διοργάνωση Εφήβων!
Το θέαμα που αντίκρυσαν οι αμούστακοι διεθνείς όταν βγήκαν στο παρκέ για να ξεκινήσουν τη διεκδίκηση του στέμματος, 22 Ιουλίου 2022, σαν σήμερα, έκανε τα ποδάρια τους να τρεμουλιάσουν. Είκοσι χιλιάδες φίλαθλοι, κανονικοί φίλαθλοι και όχι τυφλοί χουλιγκαναραίοι του χειμώνα, κρέμονταν σαν σταφύλια από τα κάγκελα και ξαναζούσαν μέρες του ’87. Η Αυστραλία ήταν το προτελευταίο εμπόδιο, το αναπόφευκτο τρακ των δικών μας το τελευταίο.
Το πρώτο μισό του τελικού θα τελείωνε με προβάδισμα των «Μπούμερς», ω του άγχους, μέχρι που ο Παπανικολάου σηκώθηκε από τη σέντρα και ισοφάρισε με τρίποντη τορπίλλη. Οι Αυστραλοί ακολούθησαν για λίγο ακόμη με αγκομαχητό, αλλά τα ελληνικά τούρμπο άναψαν και τα φώτα έσβησαν για τον άμοιρο αντίπαλο. Η πυρκαγιά που μαινόταν στο βουνό προκάλεσε πτώση της τάσης και ημίφως στο ΟΑΚΑ, ιδανικό για να κλείσουμε τα μάτια και να συνεχίσουμε την ονειροπόληση.
Ωιμέ, ο τελικός ολοκληρώθηκε με διαφορά μικρότερη των 20 πόντων: 91-73. Πώς πάθαμε τέτοια ζημιά, αδέλφια; Παρά τους φόβους μας για έκτακτο μπλακ-άουτ που θα τιμωρούσε αυτή την …κακοποίηση του μπάσκετ, η απονομή έγινε κανονικά. Οι Γιούγκοι δεν φαίνονταν πουθενά.
Η κυβέρνηση της εποχής διέταξε την αναψηλάφιση όλων των ελληνοποιήσεων, αλλά αυτές συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό, με νέο πρωταγωνιστή τον Πέτζα Στογιάκοβιτς του ΠΑΟΚ. «Άδικα ψάχνει πειστήρια εγκλήματος ο υπουργός, αφού όλα έγιναν με τρόπο νομιμοφανή», ομολόγησε ο γενικός γραμματέας Αθλητισμού. «Μοναδική οδός αντίστασης είναι η ανακριτική έρευνα». Το όνομά του ήταν Γιώργος Βασιλακόπουλος. Τον βλέπετε και στις επινίκιες φωτογραφίες.
«Όχι άλλος Καιάδας», εκλιπαρούσε το Τρίποντο της επόμενης εβδομάδας, υπενθυμίζοντας τις χαμένες γενιές του ελληνικού μπάσκετ. Οι έξι από τους δώδεκα χρυσούς Εφήβους της 22ης Ιουλίου 1995 έφτασαν ως την Εθνική Ανδρών, όπως και ο συνομήλικος Γιαννούλης που είχε αποκλειστεί λόγω τραυματισμού, αλλά ουδέποτε πλησίασαν ξανά τα Έβερεστ, εκτός αν αναφερόμαστε στα ομώνυμα τυροπιτάδικα.
Όταν έφτασε η ώρα να ξαναπατήσει η «επίσημη αγαπημένη» βάθρο μεγάλης διοργάνωσης, δέκα χρόνια αργότερα, μόνο ένας από τους θριαμβευτές του κόκκινου ουρανού του ’95 βρισκόταν στις τάξεις της. Ο Μιχάλης Κακιούζης φορούσε το αόρατο περιβραχιόνιο του αρχηγού το 2005 στο Βελιγράδι και ξανά το 2006 στη Σαϊτάμα.
Πηγή: Gazzetta