Από απλός υπάλληλος τραπεζίτης. Από τον Ασπρόπυργο, όπου γεννήθηκε, στις ΗΠΑ. Από τις επιχειρήσεις του πατέρα του στη διάπραξη αδικημάτων. Απάτες, πλαστογραφίες, πλαστοπροσωπίες, υπεξαιρέσεις. Αυτή ήταν η πορεία του ως την φυλακή. Μια ιστορία που θύμιζε σενάριο χολιγουντιανής ταινίας…
Και βασικό ερώτημα ήταν, βέβαια, πως ένας υπάλληλος τραπέζης κατάφερε να γίνει δισεκατομμυριούχος, κι ένας από τους ισχυρότερους άντρες στη χώρα μέσα σε λίγα χρόνια; Και τι συμφέροντα εξυπηρετούσε;
Όλα άρχισαν τον Σεπτέμβριο του 1979, τότε που ο Κοσκωτάς προσελήφθη στην Τράπεζα Κρήτης, ως προϊστάμενος του Τμήματος Εσωτερικού Ελέγχου και Συναλλάγματος της Διεύθυνσης Λογιστικού, με δικαίωμα πρώτης υπογραφής. Το βιογραφικό που παρουσίασε ήταν ψευδές, καθώς δήλωνε διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών κάτι που αποδείχθηκε ότι δεν ίσχυε. Διέθετε, βέβαια, αναμφισβήτητη ευφυΐα, καθώς εντυπωσίασε με τις οικονομικές γνώσεις του τόσο τον τότε ιδιοκτήτη της Τράπεζας, εφοπλιστή Γιάννη Καρρά, όσο και τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο, καθηγητή Γεώργιο Καλαμωτουσάκη.
Το 1982 ανέλαβε διευθυντής της Διεύθυνσης Λογιστικού, και το 1984 αγόρασε την Τράπεζα από τον Καρρά, με κεφάλαια άγνωστης (τότε) προέλευσης, αναλαμβάνοντας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος! Όταν, μερικά χρόνια αργότερα, αποκαλύφθηκε το μεγάλο σκάνδαλο, αποδείχθηκε ότι ο Κοσκωτάς υπεξαιρούσε χρήματα της Τράπεζας, τόσο από τα συναλλαγματικά όσο και από τα δραχμικά διαθέσιμα αυτής, και τα τοποθετούσε σε ατομικούς του λογαριασμούς σε τράπεζες του εξωτερικού.
Για την πραγματοποίηση και την συγκάλυψη των εν λόγω υπεξαιρέσεων, ο Κοσκωτάς χρησιμοποιούσε, με την βοήθεια συνεργατών του υπαλλήλων της Τράπεζας, διάφορα λογιστικά κυρίως τεχνάσματα, μεταξύ των οποίων πλαστογραφίες βιβλίων και παραστατικών εγγράφων της Τράπεζας ή εγγράφων τρίτων συναλλασσόμενων με την Τράπεζα Κρήτης, καθώς και άνοιγμα ή διακίνηση εικονικών λογαριασμών καταθέσεων.
Όταν ο Κοσκωτάς έγινε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Κρήτης το 1984, αυτή είχε δίκτυο 35 υποκαταστημάτων. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1988, είχε πλησιάσει τα 90, και είχε επεκταθεί σε Λονδίνο και Φρανκφούρτη. Η Τράπεζα Κρήτης επίσης αγόρασε και το ιστορικό ξενοδοχείο «King George» στην Πλατεία Συντάγματος.
Τραπεζίτης, εκδότης και ο Ολυμπιακός
Αυτή, βέβαια, δεν ήταν η μοναδική δραστηριότητά του. Για την ακρίβεια ήταν μόνο η αρχή για τα μεγάλα πλάνα του…
Το 1982, την χρονιά που ανέλαβε διευθυντής Λογιστικού στην Τράπεζα Κρήτης, ο Κοσκωτάς συνεργάστηκε με τον γνωστό δημοσιογράφο και γαμπρό του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Παύλο Μπακογιάννη, στην δημιουργία της εκδοτικής επιχείρησης «Γραμμή ΑΕ». Το αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας ήταν 60 εκατομμύρια δραχμές (καλύφθηκε από τον Κοσκωτά), και στο καταστατικό της ως ιδρυτές και μέτοχοι αναφέρονταν ο Παύλος Μπακογιάννης, η αδελφή του Αναστασία Κασβίκη-Μπακογιάννη, και ο Δημήτρης Κουνελάκης, διευθυντής Δημοσίων Σχέσεων του Ομίλου Τράπεζας Κρήτης και στενός συνεργάτης του Κοσκωτά.
Κατά την εξαετία 1982-1988, η «Γραμμή ΑΕ» εξέδωσε 5 περιοδικά (ΕΝΑ, ΚΑΙ, TV3, MIA, ΔΥΟ, Τέταρτο), την ημερήσια πολιτική εφημερίδα «24 Ώρες», και προέβη στην ίδρυση του ραδιοφωνικού σταθμού ΣΚΑΪ. Στην «Γραμμή» εργάστηκαν κορυφαίοι Έλληνες δημοσιογράφοι, συγγραφείς, παρουσιαστές και διανοούμενοι, όπως, ενδεικτικά: Θέμος Αναστασιάδης, Αλέξης Παπαχελάς, Γιάννης Ρουμπάτης, Θοδωρής Καλούδης, Μάνος Χατζιδάκις, Χάρρυ Κλυνν κτλ.
Ο Κοσκωτάς αγόρασε μία τεράστια έκταση στην Παλλήνη, όπου δημιούργησε μεγάλο και σύγχρονο κτιριακό συγκρότημα το οποίο εξόπλισε με μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας κατάλληλα για την παραγωγή εντύπων (μεταξύ άλλων, ήταν αυτός που καθιέρωσε το πολυτελές «ιλουστρασιόν» χαρτί).[1] Τον Μάρτιο του 1987, ο Κοσκωτάς αγόρασε από την Ελένη Βλάχου την «Καθημερινή», την σημαντικότερη εφημερίδα της ελληνικής κεντροδεξιάς, και τον Μάιο του 1988 αγόρασε και την «Βραδυνή», επίσης ιστορική εφημερίδα της κεντροδεξιάς. Ο Κοσκωτάς δήλωσε αργότερα,μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου, ότι αυτές οι αγορές έγιναν με εντολή του Ανδρέα Παπανδρέου, που του διαβίβαζε τις εντολές του μέσω του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Μένιου Κουτσόγιωργα, ή μέσω του συνεργάτη και προσωπικού φίλου του Γιώργου Λούβαρη. Στο ενδιάμεσο, τον Νοέμβριο του 1987, ο Κοσκωτάς αγόρασε από τον εφοπλιστή Σταύρο Νταϊφά την ΠΑΕ Ολυμπιακός.
Οι εκδότες των υπόλοιπων εφημερίδων, βλέποντας την ραγδαία άνοδο του Κοσκωτά, άρχισαν να πανικοβάλλονται. Η εντυπωσιακή ρευστότητα του Κοσκωτά και η γιγάντωση της Τράπεζας Κρήτης, η συνεχής εξαγορά εφημερίδων και περιοδικών μαζί με την ίδρυση νέων, και η προσέλκυση κορυφαίων δημοσιογράφων λόγω των υψηλών μισθών που προσέφερε η «Γραμμή», έκανε τους εκδότες να φοβούνται ότι στόχος του Κοσκωτά ήταν να τους οδηγήσει στον αφανισμό. Τα πρώτα αντικοσκωτικά δημοσιεύματα ξεκίνησαν το 1986: στις 4 Σεπτεμβρίου 1986 η εφημερίδα «Έθνος» του Γιώργου Μπόμπολα δημοσίευσε άρθρο-έρευνα του δημοσιογράφου Αναστάση Καραμήτσου (αργότερα γνωστός ως συνεκδότης του «Πρώτου Θέματος») με τίτλο «Η Μαφία πίσω από τον Κοσκωτά». Ο Κοσκωτάς προσέφυγε στην Δικαιοσύνη, με δικηγόρο τον Γιάννη Μαντζουράνη (γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου επί Ανδρέα Παπανδρέου), και κατάφερε να καταδικάσει τον Μπόμπολα για συκοφαντική δυσφήμηση.
Την 1η Αυγούστου 1987 όλες σχεδόν οι μη ελεγχόμενες από τον Κοσκωτά ημερήσιες πολιτικές εφημερίδες δημοσιεύουν ανοιχτή επιστολή 5 εκδοτών στον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, εναντίον του «φαινομένου Κοσκωτά». Οι 5 εκδότες ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης («Τα Νέα», «Το Βήμα»), Γεώργιος Μπόμπολας («Το Έθνος») Χρήστος Τεγόπουλος («Ελευθεροτυπία»), Γιώργος Κουρής («Αυριανή») και Άρης Βουδούρης («Ελεύθερος Τύπος»).
Σύλληψη στο Λευκό Οίκο
Στις 8 Οκτωβρίου 1987, ο Κοσκωτάς βρέθηκε στην Ουάσινγκτον, καλεσμένος του ίδιου του τότε προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν στον Λευκό Οίκο. Ενώ έμπαινε στον Λευκό Οίκο, συνοδευόμενος από τον ανταποκριτή της «Γραμμής» στις ΗΠΑ δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά, συνελήφθη από πράκτορες της Υπηρεσίας Φορολογικής Δίωξης (IRS) για τα 64 αδικήματα τα οποία είχε διαπράξει ενώ ζούσε στις ΗΠΑ μέχρι το 1979. Ο Κοσκωτάς στην συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση ενός εκατομμυρίου δολαρίων, αλλά κρατήθηκε το διαβατήριό του, για να μην μπορεί να φύγει από τις ΗΠΑ μέχρι να γίνει η σχετική δίκη. Ο Κοσκωτάς μετέβη στην ελληνική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον συνοδευόμενος από τον Παπαχελά, όπου ανέφερε ότι έχασε το διαβατήριό του. Του παραχωρήθηκε ταξιδιωτικό έγγραφο, με το οποίο επέστρεψε στην Ελλάδα.
Ο τρόπος με τον οποίο έγινε η σύλληψη του Κοσκωτά, ενώ ήταν καλεσμένος του ίδιου του προέδρου των ΗΠΑ, οδήγησε πολλούς παρατηρητές να σχολιάσουν ότι οι Αμερικανοί «την είχαν στημένη» στον Κοσκωτά, καθώς δεν ήταν δυνατό ο πρόεδρος των ΗΠΑ να αποστείλει πρόσκληση σε κάποιον χωρίς να ενημερωθεί για το ποιόν του από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Χρόνια αργότερα, το 2001, ο απόστρατος στρατηγός Νικόλαος Γρυλλάκης, στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ανέφερε ότι ο ίδιος βρισκόταν σε επαφή με την αμερικανική CIA, η οποία για τους δικούς της λόγους ήθελε να ρίξει την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, και η ίδια με δική της πρωτοβουλία βοήθησε την Νέα Δημοκρατία εκείνη την περίοδο.
Η αντίστροφη μέτρηση για την πτώση
Η είδηση της σύλληψης του Κοσκωτά διέρρευσε στην Ελλάδα, και οι εκδότες των υπόλοιπων εφημερίδων άρχισαν πλέον να ζητούν κυβερνητική, αλλά και εισαγγελική παρέμβαση για τον οικονομικό έλεγχο των επιχειρήσεων του. Ο Κοσκωτάς «αντεπιτέθηκε» και τον Νοέμβριο του 1987 αγόρασε την ΠΑΕ Ολυμπιακός, ενώ τον Φεβρουάριο του 1988 ξεκίνησε την κυκλοφορία των «24 Ωρών», με το πρώτο φύλλο της εφημερίδας (24/2/1988) να ξεπερνά τις 275.000 πωλήσεις σε όλη την Ελλάδα. Παράλληλα, αγόρασε εργοστάσια βάμβακος και αλουμινίου και ξεκίνησε τον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ. Παρά τις συνεχόμενες πρωτοσέλιδες καταγγελίες των εφημερίδων, δεν έγινε καμία κίνηση εναντίον του Κοσκωτά, ούτε από κυβερνητικές υπηρεσίες, αλλά ούτε και από εισαγγελείς.
Αργότερα, μετά την φυλάκισή του, ο Κοσκωτάς ισχυρίστηκε ότι τόσο ο τότε προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Δημήτριος Βλάχος, όσο και ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ιωάννης Γαβρίλης, βρίσκονταν «υπό τον απόλυτο έλεγχο» του Μένιου Κουτσόγιωργα.
Στις 5 Ιουλίου 1988, ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Δημήτριος Βλάχος πήρε άδεια για να πάει διακοπές στο εξοχικό του στην Κέρκυρα, και χρέη αναπλήρωσης του προϊσταμένου ανέλαβε, βάσει νόμου, ο αρχαιότερος των εισαγγελέων που υπηρετούσαν στην Εισαγγελία Εφετών, Δημήτριος Τσεβάς, ο οποίος ήταν γνωστός για τις αντιπαπανδρεϊκές του πολιτικές απόψεις.
Στις 11 Ιουλίου ο Τσεβάς, βασισμένος σε σειρά πρωτοσέλιδων της «Ελευθεροτυπίας» διέταξε προκαταρκτική εξέταση για τις αποδιδόμενες από τα δημοσιεύματα αξιόποινες πράξεις στον Κοσκωτά, και ανέθεσε την εξέταση αυτή στον αντεισαγγελέα Εφετών Γεώργιο Κουβέλη. Τότε αμέσως ο Βλάχος διέκοψε την άδειά του, επέστρεψε στην Αθήνα, ανέλαβε και πάλι καθήκοντα προϊσταμένου, ξεκίνησε πειθαρχικές διαδικασίες κατά του Τσεβά, και αφαίρεσε την υπόθεση από τον Γεώργιο Κουβέλη, αναθέτοντάς την στον αντεισαγγελέα Εφετών Γεώργιο Κλειδαρά. Ο Κλειδαράς συνέταξε πόρισμα που απάλλασσε τον Κοσκωτά, και έτσι φάνηκε ότι η υπόθεση θα έκλεινε. Όμως, η «Ελευθεροτυπία» δημοσίευσε το αρχικό πόρισμα του εισαγγελέα Κουβέλη (προτού του αφαιρέσει την υπόθεση ο Βλάχος), το οποίο καταλόγιζε κακουργηματικές πράξεις στον Κοσκωτά και ζητούσε την ποινική δίωξή του για τέσσερα κακουργήματα καθώς και άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών του.
Ο Μένιος Κουτσόγιωργας πίστευε ότι υπήρχε «αριστεροδεξιά» συνωμοσία εναντίον της κυβέρνησης: από την μία ο αριστερός εκδότης της «Ελευθεροτυπίας» Χρήστος Τεγόπουλος, τα πρωτοσέλιδα της οποίας προκάλεσαν τις εισαγγελικές παρεμβάσεις, και από την άλλη οι δεξιοί εισαγγελείς.
Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου βρισκόταν επί δύο μήνες (Αύγουστος-Οκτώβριος 1988) στο νοσοκομείο Χέρφιλντ του Λονδίνου (όπου υπεβλήθη σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς), χωρίς να μπορεί να επέμβει στις εξελίξεις. Έτσι, στις 19 Οκτωβρίου 1988, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Δημήτριος Χαλικιάς διέταξε την τοποθέτηση επιτρόπου στην Τράπεζα Κρήτης (Σπύρος Παπαδάτος), παρά τις προσπάθειες του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Μένιου Κουτσόγιωργα.
Τα ευρήματα του επιτρόπου Σπύρου Παπαδάτου ήταν κόλαφος για τον Κοσκωτά. Αποκαλύφθηκε ότι ο Κοσκωτάς (που πλέον αποκτά το προσωνύμιο «Μεγαλοαπατεώνας») είχε κάνει συνολική υπεξαίρεση από την Τράπεζα Κρήτης του ποσού των 33,5 δισεκατομμυρίων δραχμών. Η υπεξαίρεση των καταθέσεων είχε ξεκινήσει από την εποχή ακόμα που ήταν υπάλληλος στην Τράπεζα. Με τα χρήματα αυτά αγόρασε όλες τις επιχειρήσεις του αλλά και δωροδοκούσε δημόσια πρόσωπα.
Ο Κοσκωτάς πούλησε εσπευσμένα την Τράπεζα Κρήτης στους εργολάβους Χρήστο Αρφάνη και Νίκο Χιώνη, την «Γραμμή Α.Ε.» στον εφοπλιστή Γιάννη Αλαφούζο και την ΠΑΕ Ολυμπιακός στον επιχειρηματία Αργύρη Σαλιαρέλη. Ο τελευταίος τον βοήθησε να διαφύγει από την Ελλάδα, στις 5 Νοεμβρίου του 1988, αρχικά για την Βραζιλία και στη συνέχεια για τις ΗΠΑ, όπου όμως συνελήφθη και κρατήθηκε στις φυλακές του Σάλεμ. Εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1991.
Το νοσηρό κλίμα ως απόρροια του σκανδάλου, κορυφώθηκε με την δολοφονία από την Οργάνωση 17 Νοέμβρη του Παύλου Μπακογιάννη (26 Σεπτεμβρίου 1989) και την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του κατηγορούμενου βουλευτή και υπουργού του ΠΑΣΟΚ, Γιώργου Πέτσου (8 Μαΐου 1989). Στις προκηρύξεις της (με τίτλους «Άρχισε η κάθαρση» και «Να χτυπήσουμε τους κλέφτες και πουλημένους πολιτικούς» αντίστοιχα), η οργάνωση κατονόμαζε τα θύματά της ως συνενόχους του Σκανδάλου. Νωρίτερα (11 Νοεμβρίου 1988) με προκήρυξή της (με τίτλο «Κλεφτοκοτάδες, μεγαλοαπατεώνες και ταρτούφοι») κατηγόρησε ολόκληρο το πολιτικοικονομικό σύστημα της Ελλάδας ως υπεύθυνο της εκτροφής σκανδάλων τύπου Κοσκωτά.
Η δίκη του αιώνα
Ο Κοσκωτάς οδηγήθηκε τελικά σε δίκη κατηγορούμενος για υπεξαίρεση δισεκατομμυρίων, πλαστογραφία και παρακώλυση ελέγχου της δικαιοσύνης. Στην απολογία του υποστήριξε ότι ο Παπανδρέου ήταν αυτός που είχε μεσολαβήσει ώστε να καταθέτουν οι ΔΕΚΟ τα αποθεματικά τους στην Τράπεζα Κρήτης, την ίδια ώρα που τον κατηγόρησε για δωροδοκία.
Η δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά (η οποία αποκλήθηκε η δίκη του αιώνα) άρχισε στις 11 Μαρτίου 1991, καθώς τη μέρα εκείνη συγκλήθηκε για πρώτη φορά το Ειδικό Δικαστήριο υπό την προεδρία του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλη Κόκκινου και άλλων 12 τακτικών δικαστών (Αρεοπαγιτών και προέδρων εφετών). Ως εισαγγελείς ορίστηκαν τρεις νομικοί βουλευτές (Νίκος Κατσαρός και Κώστας Κωνσταντινίδης από πλευράς Νέας Δημοκρατίας και Νίκος Κωνσταντόπουλος από πλευράς Συνασπισμού). Διεξήχθησαν 142 συνεδριάσεις και κατέθεσαν συνολικά 109 μάρτυρες. Επρόκειτο για την πρώτη και μοναδική ως τώρα δίκη στην Ελλάδα η οποία προβλήθηκε σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση και βρέθηκε για μεγάλο διάστημα στο επίκεντρο της πολιτικής επικαιρότητας.
Ο Μένιος Κουτσόγιωργας υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο θάνατος του Κουτσόγιωργα που ήταν και το πρόσωπο «κλειδί» της υπόθεσης ήταν κομβικός για την εξέλιξη της δίκης.
O Kοσκωτάς καταδικάστηκε σε 25ετή κάθειρξη και αποφυλακίστηκε στις 16 Μαρτίου 2001, έχοντας εκτίσει τα 3/5 της ποινής του αφού το Πενταμελές εφετείο κακουργημάτων μείωσε την ποινή λόγω «ειλικρινούς μεταμέλειας».
Πηγή: Sport DNA