Του Νίκου Παπαδογιάννη
Θα σας φανεί παράξενο, αλλά τα πρώτα πρόσωπα που μου έρχονται στο μυαλό όταν ξεκινάω να διηγηθώ το πολυήμερο τριήμερο του πένθους στο Ζάγκρεμπ για τον χαμό του Ντράζεν Πέτροβιτς, είναι του Κροάτη κάμεραμαν και του ηχολήπτη. Όλοι τριγύρω έκλαιγαν, αλλά αυτοί οι δύο τραβούσαν τα πλάνα τους ατάραχοι, σαν να βρίσκονταν στο σκηνικό κάποιας κακόγουστης ταινίας.
«Δουλέψαμε μήνες ολόκληρους στο μέτωπο του πολέμου», μου είπαν όταν καθίσαμε σε ένα παγκάκι για να ξαποστάσουμε. «Εάν σου δείξω τις κασέτες που έχω στο αυτοκίνητο, αυτό το άσπρο με τα ραγισμένα τζάμια, θα χορτάσουν τα μάτια σου αίματα και διαμελισμένα πτώματα. Τι να μας πει ένα τροχαίο δυστύχημα…».
Ήταν Ιούνιος του 1993 και η Κροατία ζούσε ακόμη τη βρεφική ηλικία της και το κορμί της ήταν γεμάτο τραύματα. Ο πόλεμος για την ανεξαρτησία της νεαρής χώρας έμελλε να συνεχιστεί για άλλα δύο χρόνια, όπως και το μακελειό στη Βοσνία. Οι ουκ ολίγοι Σέρβοι κάτοικοι του Ζάγκρεμπ, όπως οι δύο γυναίκες που με φιλοξενούσαν στο 7 της Οδού Ανθέων, ήταν δακτυλοδεικτούμενοι και δεν τολμούσαν να βγουν από το σπίτι. Ο Κροάτης σύζυγος της μίας είχε φύγει από το σπίτι υπεξαιρώντας τα διαβατήρια της γυναίκας του και του γιου τους.
Η πόλη ζούσε σε καθεστώς σκοτεινιάς και στην επαρχία χυνόταν αίμα. Οι ήρωες του αθλητισμού αποτελούσαν πηγή μιας κάποιας περηφάνειας: οι πολίστες, ο τενίστας Γκόραν Ιβανίσεβιτς, ποδοσφαιριστές όπως ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν που τόλμησαν να ορθώσουν ανάστημα σε σερβικό έδαφος, πάνω απ’ όλους οι κολοσσοί του μπάσκετ, ασημένιοι Ολυμπιονίκες στη Βαρκελώνη, ξενιτεμένοι οι περισσότεροι στην Αμερική ή σε ευρωπαϊκές χώρες: Ντίνο Ράτζα, Τόνι Κούκοτς, Στόγιαν Βράνκοβιτς, Άριαν Κόμαζετς, Bέλιμιρ Περάσοβιτς, Ζαν Τάμπακ. Και ο αρχάγγελος του μπάσκετ, Ντράζεν Πέτροβιτς.
Έμελλε να γίνει στ’ αλήθεια αρχάγγελος, στην παγερή άσφαλτο ενός μουσκεμένου άουτoμπαν κάπου κοντά στα σύνορα Γερμανίας-Αυστρίας. Εκεί όπου δεν τον είχαν ακουστά ούτε οι αστυνομικοί που έσπευσαν να αναγνωρίσουν το παραμορφωμένο πτώμα του…
Το δικό μου τηλέφωνο, το σταθερό στο πατρικό σπίτι που σήμερα είναι φροντιστήριο, χτύπησε νωρίς το πρωί της Τρίτης. «Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, αλλά πέθανε ο Πέτροβιτς, πρέπει να πας στο ξενοδοχείο της Εθνικής για ρεπορτάζ», μου είπε, ταραγμένη, η Κωνσταντίνα, η γραμματέας στο αθλητικό του Μέγκα. «Και πρωί πρωί αύριο φεύγεις για Ζάγκρεμπ». Ίσως και να το είπα εγώ αυτό το τελευταίο.
Πέθανε ο Πέτροβιτς; Τι εννοείς, Κωνσταντίνα μου; Ποιος Πέτροβιτς; Ποιος πέθανε; Ο Ντράζεν δεν πεθαίνει, είναι άτρωτος. «Σκοτώθηκε σε τροχαίο» τα ξημερώματα. Σοκαρίστηκα. Δεν υπήρχε τότε ίντερνετ και ήταν αδύνατο να μάθω περισσότερες λεπτομέρειες ή ακόμα και να διασταυρώσω την πληροφορία. Το ίδιο πρόβλημα, έμαθα αργότερα, είχαν όλα τα ειδησεογραφικά δίκτυα της Ευρώπης, ακόμα και στην πατρίδα του Ντράζεν.
Η φριχτή είδηση, ανεπιβεβαίωτη ακόμη, ακούστηκε για πρώτη φορά στον αέρα μέσα στη νύχτα, από έναν ακροατή κάποιας ραδιοφωνικής εκπομπής. «Σας ορκίζομαι, είναι αλήθεια», είπε κλαίγοντας στον παρουσιαστή. Ο ηχολήπτης έβαλε κλασσική μουσική, η οποία δεν σταμάτησε τέσσερις μέρες. Μέχρι την πάνδημη κηδεία του Ντράζεν στο κοιμητήριο Μιρογκόι…
Έτρεξα στο ξενοδοχείο «Τζονς» στη Γλυφάδα, όπου ήταν μαζεμένοι οι μπασκετμπολίστες της Εθνικής Ελλάδας εν όψει Ευρωμπάσκετ, και κατάλαβα από τα βλέμματα ότι ήταν αλήθεια. «Έμαθες;» «Έμαθα». «Είναι δυνατόν;» «Και όμως είναι». «Ακόμα σαν χθες είναι, που παίζαμε μαζί στο Παλέ και στο Ζάγκρεμπ…».
Ο Φάνης βγήκε έξω για να καπνίσει. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης κλείστηκε στο δωμάτιό του και κατέβασε το τηλέφωνο. Ο Παναγιώτης Φασούλας κάθισε συγκινημένος, ή μάλλον θυμωμένος, να μου μιλήσει στην κάμερα. «Ακόμα δεν μπορώ να αρθρώσω τη λέξη “ήταν”», ομολόγησε. «Τι ήταν, μωρέ; Τι ήταν; Να, και τώρα που μιλάμε, μου φαίνεται ότι θα ανοίξει την πόρτα και θα μπει μέσα γελώντας και με τη γλώσσα έξω. “To πιστέψατε μωρέ; Μία φάρσα ήτανε…”».
Στο αεροπλάνο κάθισα δίπλα στον Ζέλικο Παβλίτσεβιτς. Λίγο πιο πίσω, ο Άριαν Κόμαζετς, που αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και οι φήμες έλεγαν ότι είχε κάνει δύο απόπειρες αυτοκτονίας. Και στην άλλη άκρη της αεροπορικής σύνδεσης, ένας τόπος μαθημένος στο πένθος, να ζει πένθος αβάσταχτο. Η Κροατία, που είχε χάσει χιλιάδες παλικάρια στο πεδίο της μάχης, βυθιζόταν στον θρήνο, για τον εκλεκτότερο από τον εκλεκτούς πρεσβευτές της, ένα εθνικό λάβαρο με θνητή σάρκα και οστά, που συμβόλιζε την αισιοδοξία, την πρόοδο, την ελπίδα.
Άφησα τα πράγματά μου στην Ανθέων και κίνησα για το γήπεδο που σήμερα φέρει το όνομα του αδικοχαμένου. Το μπαράκι του Ντράζεν, το «Αμαντέους», βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τη Χάλα Τσιμπόνα, στους πρόποδές της. Ο Στόγιαν ήταν μέσα και έκλαιγε με λυγμούς. Σε ένα ξέσπασμα απελπισίας, έδωσε μία στον τοίχο και έσπασε και τον τοίχο και το χέρι του.
Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, αλλά το βεραντάκι είχε γίνει μαυσωλείο, με αμέτρητα αναμμένα κεριά, κάδρα, αφιερώματα, εικονίσματα, δάκρυα. Όλο το Ζάγκρεμπ είχε μαζευτεί εκεί ψάχνοντας απεγνωσμένα έναν άγγελο καλών ειδήσεων, κάποιον που να καταφτάσει γελαστός, με τη γλώσσα έξω, για να παρηγορήσει τους απαρηγόρητους. «Μην κλαίτε, μωρέ, ένα αστείο κάναμε».
Το αυτοκίνητο του χαροκαμένου αδελφού, του Αλεκσάνταρ, ήταν παρκαρισμένο στον περίβολο του γηπέδου, σαν πένθιμος οβελίσκος. Στο πίσω τζάμι, ήταν κολλημένο ένα μαυρόασπρο κηδειόχαρτο. Με τη φωτογραφία του άτρωτου Ντράζεν. «Σας καλούμε όλους να αποχαιρετήσουμε τον αδελφό μου το απόγευμα της Πέμπτης στη Χάλα», έγραφε. Πώς ήταν δυνατόν;
Πήγα κι εγώ. Χωρίς το συνεργείο. Και τους βρήκα όλους εκεί. Οι κερκίδες ήταν γεμάτες και τα μάτριξ έπαιζαν συνεχώς βίντεο με τη φιγούρα του Ντράζεν: χορευτικά, πιρουέτες, σλάλομ, τρίποντα με τη γλώσσα έξω, ασίστ πίσω από την πλάτη, τα τσαλίμια που ξεγέλασαν τους πάντες εκτός από τον ανίκητο, αδίστακτο Μολώχ.
Στην οθόνη ο Ντράζεν γελούσε, αυτό το σαρδόνιο γέλιο που τον είχε κάνει αντιπαθή σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μπάσκετ, αλλά το παρκέ όπου δοξάστηκε ποτιζόταν με δάκρυα. Οι μαυροφορεμένοι γονείς του, ο Σέρβος Γιόλε και η Κροάτισσα Μπίσερκα, σβησμένα σύμβολα μίας χώρας που έσβηνε, έμοιαζαν έτοιμοι να καταρρεύσουν, όπως και ο Ντίνο, ο Στόικο, ο Τόνι.
Ο Μίρκο Νόβοσελ είπε δυό λόγια, ο Άτσο ψέλλισε άλλα δύο ανάμεσα στους λυγμούς του. «Hvala ti, Drazen», έγραφαν οι οθόνες. «Ντράζεν, σε ευχαριστούμε». «Πριν φύγετε για τα σπίτια σας, ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή», ζήτησε ο Πέταρ Σκάνσι. Aλλά η σιγή δεν ταίριαζε με τις μνήμες που ο ωραίος Ντράζεν άφηνε πίσω του. Ο Ντράζεν Πέτροβιτς ζούσε για το μπιζάρισμα.
Το στακάτο, θυμωμένο χειροκρότημα αντίστασης και οργής κράτησε όχι ένα, αλλά εικοσιπέντε λεπτά. Χωρίς σταματημό, με σπασμένα τα φρένα, όπως το φορτηγό που πήρε τη ζωή του «Μότσαρτ του μπάσκετ». Οι παλάμες μου έγιναν κατακόκκινες, όσο και το πρόσωπό μου. «Ο Ντράζεν ήταν η Κροατία», μου είπε ένας νεαρός που κατάλαβε ότι ερχόμουν από ξένο τόπο. «Σήμερα θρηνούμε για την ίδια μας τη ζωή».
Πηγή: Gazzetta