Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

Mότσαρτ σε βαθμό κακουργήματος...
 

Το βλέμμα που βλέπετε στη φωτογραφία (από το 1989) είναι το μοναδικό που είχε ο Ντράζεν Πέτροβιτς. Με αυτό κοίταζε τους συμπαίκτες του, με αυτό τους αντιπάλους, τον προπονητή, τους διαιτητές, τους δημοσιογράφους. Κατά πάσα πιθανότητα, με το ίδιο βλέμμα κοίταζε τις φιλενάδες του μετά το σεξ.

Αυτοπεποίθηση, σε βαθμό υπερηφάνειας. Υπερηφάνεια, σε βαθμό αλαζονείας. Αλαζονεία, σε βαθμό κακουργήματος. Όπως οι μεγαλύτεροι μαέστροι που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.

Οι μοναδικοί άνθρωποι που έζησαν έναν διαφορετικό Ντράζεν Πέτροβιτς ήταν εκείνοι που παρέλαβαν ένα μικρούλι βρέφος με αθώα ματάκια και γαλούχησαν έναν «Μότσαρτ» του παγκόσμιου αθλητισμού. Οι γονείς του.

Ο  πατέρας του, Γιόλε Πέτροβιτς, Σέρβος αστυνομικός από την Ζαγκόρα κοντά στα σύνορα με τη Βοσνία και και η μητέρα του, Μπίσερκα, βιβλιοθηκάριος από συντηρητική ρωμαιοκαθολική οικογένεια στο Σίμπενικ της Κροατίας.

Ναι, ο Ντράζεν, που έμελλε να γίνει σύμβολο της νεοσύστατης Κροατίας και να ταφεί με τιμές εθνικού ήρωα, ήταν μισός Σέρβος. Δευτεροξάδελφος με τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα, που γεννήθηκε 13 χρόνια αργότερα.

Δεν έχουν πια σημασία όλα αυτά, ούτε αξίζει να σκαλίζει κάποιος τα εθνοτικά της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Είναι σχεδόν απίθανο, να βρεθεί σε αυτόν την ταραγμένο τόπο οικογένεια χωρίς «μικτή» εθνική και θρησκευτική καταγωγή.

Δεν θα ταίριαζε στη sui generis προσωπικότητα του Ντράζεν Πέτροβιτς, ο ρόλος του πυροσβέστη και του συμφιλιωτή, τον καιρό του εμφυλίου πολέμου. Ο Ντράζεν ζούσε για τα χαρακώματα, για την κόντρα, για ένα μεγαλύτερο και από την ίδια τη ζωή «εγώ».

Όταν κυκλοφορούσε ανάμεσά μας, με εκείνο το αλαζονικό βλέμμα που τρυπούσε τον εγκέφαλο, δεν είχε καθόλου φίλους. Εκείνοι που σήμερα πίνουν πικρό νερό στη μνήμη του, τότε τον αποστρέφονταν.


Δεν άφηνε στο διάβα του πιστούς ο Ντράζεν, αλλά στρατιές οργισμένων θυμάτων που τον μισούσαν παράφορα. Αυτό ακριβώς ήθελε ο ίδιος.

Εκείνους που τον αντιπαθούσαν, τους λάτρευε. Όσους τον λάτρευαν, τους αντιπαθούσε. Δεν νομίζω ότι υπήρξε πιο διχαστική φιγούρα στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Μερικές ώρες μετά τον αγώνα Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας 87-103 για το Προολυμπιακό τουρνουά του 1988, αυτόν που εξελίχθηκε σε ισοπεδωτική επίδειξη εκδικητικής μανίας των «πλάβι» ενάντια στην ομάδα που τους ταπείνωσε έναν χρόνο νωρίτερα, κυκλοφόρησε στους διαδρόμους του ξενοδοχείου όπου έμενε η Εθνική μας, στο Σερτόγκενμπος, μία εκπληκτική φήμη.

«Ο Γιαννάκης πήγε να δείρει τον Ντράζεν στα αποδυτήρια».

Τη συνόδευε, σχεδόν πάντοτε, ένας πρόσθετος ψίθυρος: «Καλά του έκανε, του κωλοπαιδαρά. Δεν είχε εύκαιρο και τον αδελφό του, να τον σώσει…».

Η φήμη ήταν αληθινή. Την επιβεβαίωσε, λίγο πριν τον θάνατό του, στους βιογράφους Μάριαν Τσρνόγκαϊ και Βλάντο Ραντίσεβιτς, ο ίδιος ο Ντράζεν.

«Με έπιασε ο Γιαννάκης από τη μέση, τον άρπαξα από τον λαιμό. Βγήκε ο Ντίβατς από τα αποδυτήρια για να μας χωρίσει. Ο Στόγιαν προσπαθούσε να με ηρεμήσει, ποιος, ο Στόγιαν να ηρεμήσει εμένα! Δεν με ένοιαζε, όμως. Περίμενα έναν χρόνο αυτή τη στιγμή, να πετύχω τον Γιαννάκη πεσμένο στα γόνατα. Δεν ξεχνιέται η άσχημη χειρονομία, που μου έκανε μετά τον ημιτελικό του ’87 στην Αθήνα…».

Κανένας δεν πλάκωσε κανέναν, εκείνο το βράδυ στο Ντεν Μπος. Αλλά ο Ντράζεν δεν ήταν από εκείνους που άφηναν εκκρεμότητες. Η διπλή ήττα του 1987 από τους Έλληνες τον πείραξε πολύ, οπότε την κράτησε μανιάτικη.

Μόλις έριξε τους δικούς μας στο καναβάτσο, φρόντισε να τους θυμίσει όσα είχε σημειώσει με κεφαλαία κόκκινα γράμματα στο τεφτέρι του.

Ο «δράκος», βέβαια, πέρασε στην αντεπίθεση. Αν δεν έμπαιναν στη μέση τρίτοι και τέταρτοι, θα δέρνονταν ακόμα, οι δύο βιονικοί.

Στην ελληνοπρεπή εκδοχή του επεισοδίου, υπάρχει και Γκάλης, ενώ ο πρωταγωνιστής του κεφαλοκλειδώματος είναι (όχι ο Ντράζεν, αλλά) ο Γιαννάκης.

Ο Γκάλης ήταν και μποξέρ. Ο Ντράζεν έριχνε τις γροθιές με το βλέμμα του.

Έναν χρόνο αργότερα, στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ, η Εθνική μας χρειαζόταν μία μικρή βοήθεια από τους «Γιούγκους» για να σφραγίσει το εισιτήριό της για τα ημιτελικά.

Υπήρχε πιθανότητα να χάσει η υπερομάδα του Ίβκοβιτς από τους ψόφιους Γάλλους και μάλιστα μέσα στο γήπεδό της; «Ούτε για αστείο», λέγαμε.

Μέχρι που είδαμε τον Ντράζεν αραγμένο στον πάγκο, τη στιγμή της προθέρμανσης. «Ο προπονητής αποφάσισε να τον ξεκουράσει λίγο, αφού το ματς είναι αδιάφορο για εμάς», μας έκαναν την καρδιά περιβόλι οι Γιουγκοσλάβοι συνάδελφοι.

Τι αστείο ήταν πάλι αυτό; Οι Γάλλοι προηγήθηκαν στην ανάπαυλα με 48-41 και ο Πέτροβιτς γελούσε με τη σκασίλα των Ελλήνων.

Ευτυχώς, το χουνέρι του Ίβκοβιτς κράτησε μόνο ένα ημίχρονο. Ο Ντράζεν έπαιξε κανονικά στο δεύτερο μέρος και πέτυχε …30 πόντους, σε ένα σκάρτο εικοσάλεπτο!

Η Γαλλία παραδόθηκε αμαχητί (106-89) και η ελληνική ομάδα προκρίθηκε στον ημιτελικό, όπου έμελλε να προσφέρει ένα θαυμάσιο δώρο στους οικοδεσπότες, με τον θρίαμβο επί των Ολυμπιονικών της Σεούλ Σοβιετικών.

Από τον Σαμπόνις και τον Μαρτσουλιόνις μπορεί να έχαναν οι Γιουγκοσλάβοι στον τελικό, από την αποκαμωμένη Ελλάδα που ξάπλωσε την αρκούδα στο καναβάτσο, όχι.

Πάνω στο βάθρο των νικητών, ο εκδικητής Πέτροβιτς πόζαρε πανευτυχής δίπλα στον Γκάλη και τον Γιαννάκη. Μετά το ’87, δεν ξαναείδε ούτε μία φορά την πλάτη των ενοχλητικών Ελλήνων.

Ο Ντράζεν Πέτροβιτς σκοτώθηκε σε έναν παγερό αυτοκινητόδρομο της Γερμανίας στις 7 Ιουνίου 1993, μέσα στα σίδερα μίας ακυβέρνητης νταλίκας, σαν σήμερα, πριν από 29 χρόνια.

Παρ΄όλο που ήμουν παρών στο συγκλονιστικό κατευόδιο που του επιφύλαξαν φίλοι, συγγενείς, συμπαίκτες και απλοί πολίτες δύο μέρες αργότερα, στο γήπεδο που σήμερα φέρει το όνομά του στο Ζάγκρεμπ, μολονότι έχω ακόμα στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά από τα κεριά που έκαιγαν μέρα-νύχτα έξω από το καφέ «Αμαντέους», αποφεύγω να επισκεφτώ τον τάφο του στο κοιμητήριο Μιρογκόι.

Προτιμώ να  τον θυμάμαι από το Ντεν Μπος, από το Ζάγκρεμπ, από την Αθήνα, από τον τελικό Ρεάλ-Καζέρτα (όπου έβαλε 62 πόντους (με 12/24 δίποντα, 8/16 τρίποντα, 14/15 βολές – και δεν υπάρχει κανένα τυπογραφικό λάθος στα παραπάνω νούμερα), από τη φωτογραφία που βλέπετε.

Με αυτό το βλέμμα, που έλεγε ότι ο πλανήτης ήταν δικός του και οφείλουμε την ύπαρξή μας στη μεγαλοθυμία του.

Πηγή: Gazzetta