Του Νίκου Παπαδογιάννη
Έβλεπα τον Στέφανο Τσιτσιπά να παίζει τένις μέσα στο Αχόι του Ρότερνταμ, στο τουρνουά που ολοκληρώνεται αύριο, και δάκρυα κυλούσαν στις παρειές μου.
Το Αχόι, που αν θυμάμαι καλά φτιάχτηκε κυρίως ως ποδηλατοδρόμιο, ήταν η πρώτη αρένα που στέγασε όνειρα της «επίσημης αγαπημένης» μετά το Ευρωμπάσκετ 1987. Και το παρθενικό μου ταξίδι στο πλευρό της Εθνικής ομάδας, από τα αμέτρητα που έμελλε να ακολουθήσουν.
Ταξίδεψα, μάλιστα, ως προσκεκλημένος της ΕΟΚ. Πρέπει να ήταν η μοναδική φορά που δέχθηκα και αποδέχθηκα τέτοια πρόσκληση. Ήμασταν, θυμηθείτε, πρωταθλητές Ευρώπης! Υπήρχαν λεφτά για ξόδεμα, υπήρχαν και ψευδαισθήσεις μεγαλείου.
Έστω κι έτσι, μου τηλεφώνησαν αργά το βράδυ στο σπίτι, παραμονή της αναχώρησης. «Ετοιμάσου, μικρέ, αύριο πετάς για Ολλανδία, θα βρεις το εισιτήριο στο γκισέ», μου είπε, μπεδεύοντας όπως πάντοτε τα σύμφωνα και τα φωνήεντα, ο αείμνηστος Θόδωρος Μπαλφούσιας.
Άλλο που δεν ήθελε, ο 21χρονος εαυτός μου, δημοσιογράφος 13 μηνών και ήδη υπεύθυνος του (μονομελούς) τμήματος μπάσκετ στην «Απογευματινή». Πέταξα από τη χαρά μου και έτρεξα να φτιάξω μία βαλίτσα γεμάτη μπάσκετ.
Είχα μάλιστα τη χαρά να μοιραστώ ένα δωμάτιο δίπλα στο καταπράσινο Σάιντερπαρκ με τον αγαπητό σε όλους και εξαιρετικά καλλιεργημένο συνάδελφο Γιάννη Γεωργάκη, απεσταλμένο του «Ριζοσπάστη».
Το δίκλινο ήταν δίπατο και ο δικός μου όροφος ήταν στη σοφίτα, με επικλινή στέγη. Ήταν εκπληκτικά. Στην υπέροχη Ολλανδία του Ιουνίου νύχτωνε γύρω στα μεσάνυχτα. Στο πάρκο χοροπηδούσαν παντού βατραχάκια με γουρλωμένα μάτια, σαν τη συμπαθέστατη μασκότ του Προολυμπιακού τουρνουά.
Προηγήθηκε, βέβαια, το Ντεν Μπος. Το Σερτόχενμπος, όπως είναι η πλήρης ονομασία του. Εκεί έγινε ο Όμιλος της Εθνικής μας στην πρώτη φάση του Ευρωπαϊκού Προολυμπιακού τουρνουά: Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Ισραήλ, Νορβηγία.
Ξεπαστρέψαμε τον άμαχο πληθυσμό και προκριθήκαμε στην οχτάδα, όπου το σύστημα ήταν όλοι εναντίον όλων, με βαθμολογία, για τρία εισιτήρια που οδηγούσαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ.
Η πλήρης Εθνική μας ήταν η ομάδα του ’87, ενισχυμένη με τον Ντέιβιντ Στεργάκο. Η ίδια, ουσιαστικά, που έμελλε να κερδίσει μετάλλιο και την επόμενη χρονιά στο Ζάγκρεμπ.
Οι πανίσχυροι Γιουγκοσλάβοι (Πέτροβιτς, Ντίβατς, Κούκοτς, Βράνκοβιτς, Ράτζα, Πάσπαλι, Ομπράντοβιτς κ.α., με προπονητή πλέον τον Ντούσαν Ίβκοβιτς αντί του Κρέζο Τσόσιτς) μας περίμεναν στη γωνία, με κάτι που γυάλιζε, διψασμένοι για εκδίκηση. Υποψιασμένοι αυτή τη φορά.
Ο Φάνης έκανε 3 φάουλ σε ένα δίλεπτο, οι Γιούγκοι μπήκαν στο γήπεδο αφιονισμένοι και η διαφορά πήρε μεγάλες διαστάσεις, υπέρ των «μπρούτζινων» του Ευρωμπάσκετ ’87 και σε βάρος των αποσβολωμένων πρωταθλητών.
Ο Ντράζεν δεν έχανε ευκαιρία να χλευάσει τους δικούς μας, αλλά αυτή τη φορά δεν είχε τον σκληροτράχηλο Άτσο για σωματοφύλακα.
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης τον περίμενε οργισμένος στα αποδυτήρια μετά τη συντριβή (επιεικώς 87-103) και τον έπιασε από το λαιμό. Λένε ότι έσπευσε να τον βοηθήσει και ο Γκάλης, πριν μπουν στη μέση οι ψυχραιμότεροι.
Δεν είδα το περιστατικό ιδίοις όμμασι και δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Σας διαβεβαιώ, όμως, ότι η ελληνική αποστολή δεν ήθελε να δει τον Ντράζεν ούτε ζωγραφιστό (όπως και σύσσωμο το μπασκετικό σύμπαν).
Ο Ντράζεν δεν το ξέχασε. Έναν χρόνο αργότερα, στο Ζάγκρεμπ, κάθισε επιδεικτικά στον πάγκο σε ολόκληρο το πρώτο ημίχρονο ενός αγώνα Γιουγκοσλαβίας-Γαλλίας που μπορούσε να εξοβελίσει την Εθνική μας εκτός ημιτελικών, ενώ για τους «πλάβι» ήταν αδιάφορος.
Ο μακαρίτης έπαιξε με τα νεύρα μας για ένα 20λεπτο χαμογελώντας σαρδόνια δίπλα στον Ντούντα και μετά μπήκε στο γήπεδο για να εκτελέσει τα γαλλάκια με 28 πόντους.
Δεν του κακόπεσε, η πρόκριση της ελληνικής ομάδας. Η Ελλάδα κατατρόπωσε τους Σοβιετικούς στον ημιτελικό και έστρωσε χαλί για το χρυσό των οικοδεσποτών. Τον Σαμπόνις οι Γιουγκοσλάβοι τον έτρεμαν και με το δίκιο τους, αφού ήταν νωπές στο κορμί τους οι πληγές της Σεούλ.
Ο Σαμπόνις δεν έπαιξε στο Ρότερνταμ. Ούτε ο «Τσατσένκο». Έπαιξαν όμως τα άλλα δύο θηρία του Φαλήρου, Γκομπόροφ και Πανκράσκιν, καθώς και ο βροντόσαυρος Μπελοστένι, ο οποίος μάλιστα διέπρεψε σε μία απίστευτη γρονθοπατινάδα με τον Ζάρκο Πάσπαλι.
Οι Σοβιετικοί και οι Γιουγκοσλάβοι μοιράστηκαν τα πρώτα δύο εισιτήρια για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έβγαλαν το άχτι τους με καλάθια και με μπουνίδια στη μεταξύ τους αναμέτρηση (86-83).
Η Εθνική έχασε από αμφότερους, οπότε δεν είχε άλλο μονοπάτι πρόκρισης, παρά μόνο ένα δύσκολο «νταμπλ» επί της Ισπανίας και της Ιταλίας, ώστε να εξασφαλίσει την 3η θέση.
Οι Ισπανοί, που είχαν το νούμερό μας στο τσεπάκι από το Ευρωμπάσκετ της προηγούμενης χρονιάς, μας νίκησαν εύκολα και απλά με 22 πόντους του Φερνάντο Μαρτίν, οπότε είπαμε το «τετέλεσται» πριν την αναμέτρηση της τελευταίας αγωνιστικής με την Ιταλία.
Οι «ατζούρι» ήθελαν πάση θυσία το ροζ φύλλο, ενώ οι δικοί μας έπαιζαν για το ονόρε. Όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, οι αδιάφοροι νίκησαν τους αγχωμένους και τους πήραν μαζί τους στο γκρεμό, χαρίζοντας την πρόκριση στην αραχτή Ισπανία του Ντίαθ Μιγκέλ (που νωρίτερα είχε πάρει το θρίλερ με τους Ιταλούς, 91-90).
Εμείς βγήκαμε 5οι, με ρεκόρ 6-3, αποκλεισμένοι σε τριπλή ισοβαθμία. Το «περκέ;» του Αντονέλο Ρίβα αντηχεί ακόμη στα αυτιά μου. Η μισοάδεια αρένα του Αχόι βοηθούσε ώστε να μεταδίδεται στα ορεινά κάθε αδέσποτος διάλογος.
Ο Γιώργος Μητσικώστας, που τότε έκανε τα πρώτα βήματά του, με τα κείμενα του συγχωρεμένου φίλου μου Λάκη Μπέλλου, έλεγε για πλάκα του Αχόι «Αχούρι». Και ξεκινούσε τις εκπομπές του στον Αθήνα 9,84 με φωνή Συρίγου: «Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι, από το Αχούρι του Ρότερνταμ γεια σας».
Εξυπακούεται ότι έγινε σλόγκαν και όλοι θυμόμαστε «το Αχούρι του Ρότερνταμ», ακόμα και σήμερα που πατάει τον αγωνιστικό χώρο του ο –αγέννητος τότε- Τσιτσιπάς.
Θυμάμαι, σαν να ήταν χθες, τη μυρωδιά του χώρου και τις μουσικές που έπαιζε ο dj του γηπέδου το 1988: το «Dirty Diana» του Μάικλ Τζάκσον, το «Tougher Than The Rest» του Μπρους Σπρίνγκστην και το θρυλικό «Yeke Yeke», που πλημμύριζε το ζεστό θερινό αεράκι με αφρικανικούς ήχους.
Ο τραγουδιστής, Μορί Καντέ, ήταν από την εξωτική Γουινέα. Ο κορονοϊός τον πήρε από κοντά μας το 2020.
Μπορεί, απλά, αυτό που έμεινε στο νου μου να ήταν η μυρωδιά της ξενοιασιάς και της νιότης, της άγριας χαράς που ένιωθα επειδή κάλυπτα σχεδόν ουρανοκατέβατος μία μεγάλη διοργάνωση στο πλευρό της Εθνικής ομάδας.
Ακόμη δεν την αποκαλούσε κανένας «επίσημη αγαπημένη», αλλά ο έρωτας είχε ήδη γεννηθεί. Και λίγο λίγο γιγαντωνόταν.
Τα ρημάδια τα Προολυμπιακά έμελλε να εξελιχθούν σε κατάρα, αλλά αυτό δεν το γνώριζα τότε. Ακόμη δεν έχουμε εξασφαλίσει Ολυμπιακό εισιτήριο σε τουρνουά που έγινε εκτός Ελλάδας.
«Το λάθος μου ήταν ο Γκάλης», έμελλε να δηλώσει ο Κώστας Πολίτης πέντε μήνες αργότερα, στο 1ο κιόλας τεύχος του περιοδικού Τρίποντο.
Ο «Τσολιάς», όπως τον φώναζαν στα νιάτα του, είχε στο μεταξύ απομακρυνθεί, αφήνοντας το πόστο του στον Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου. Στο «power game» με τον «γκάνγκστερ», δεν είχε πολλές πιθανότητες να αναδειχθεί νικητής.
Το «λάθος», για το οποίο μιλούσε ο Πολίτης, ήταν η απόφασή του να δεχθεί στην ομάδα τον Γκάλη, ο οποίος πενθούσε το θάνατο της συζύγου του Τζένης (σκοτώθηκε στις 27 Μαΐου, ένα μήνα πριν το τζάμπολ) και δεν έκανε προετοιμασία.
Οι κακές γλώσσες μιλούσαν για παράλληλο οικονομικό αίτημα και για μία υπεσχημένη Μερσέντες, τα κλειδιά της οποίας δεν έφτασαν ποτέ στα χέρια του παίκτη. Ο Πολίτης βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος.
«Εγώ είχα προετοιμάσει την ομάδα χωρίς τον Γκάλη και ήμουν αισιόδοξος για την πορεία της. Ο Γκάλης αργούσε και η ΕΟΚ έπρεπε να τον τιμωρήσει και να τον αποκλείσει. Δεν πήρε όμως καμία θέση και έκανε το θέμα μπαλάκι. Ξαφνικά παρουσιάστηκε. Ποιος προπονητής θα του έλεγε όχι; Άργησε πολύ να βρει τον εαυτό του και έφτασα σε σημείο να του πω, “Νίκο, αν δεν μπορείς πήγαινε σπίτι σου”. Ξέρω ότι μερικοί παίκτες δυσανασχέτησαν και είχαν δίκιο…».
Οι σχέσεις του Γκάλη με τον Πολίτη αποκαταστάθηκαν προσωρινά στα χρόνια του Παναθηναϊκού και υπέστησαν οριστική ρήξη το βράδυ της ακούσιας αποστράτευσης του Νικ.
Ο Γκάλης επέστρεψε στην Εθνική ομάδα για το Ευρωμπάσκετ του 1991 (αφού απουσίασε από το Παγκόσμιο της Αργεντινής λόγω τραυματισμού), αλλά οι σχέσεις του με τον Γιώργο Βασιλακόπουλο είναι λιγότερο και από τυπικές.
Πού να πάρει ο διάτανος, ξαναδιαβάζω το κείμενο και μου φαίνεται σαν προσκλητήριο νεκρών. Ο Πολίτης, ο Συρίγος, ο Μπαλφούσιας, ο Μπέλλος, αποδήμησαν από αυτόν τον μάταιο κόσμο.
Ο Πέτροβιτς, ο Ίβκοβιτς, ο Τσόσιτς. Ο Γκομπόροφ, ο Πανκράσκιν, ο Ντίαθ Μιγκέλ, ο Φερνάντο Μαρτίν. Ακόμα και ο Μάικλ Τζάκσον και ο Μορί Καντέ.
Και εγώ τελευταίά δεν αισθάνομαι πολύ καλά. Μεγαλώσαμε, φοβάμαι. Του χρόνου, άλλωστε, κλείνουν 35 χρόνια από το Ρότερνταμ. Το Αχόι, τουλάχιστον, το βλέπω στην τηλεόραση αρυτίδωτο.
Την Εθνική Ελλάδας του 1988 στελέχωσαν οι Γιαννάκης, Γκάλης, Φ.Χριστοδούλου, Στεργάκος, Φασούλας, Φιλίππου, Ιωάννου, Ανδρίτσος, Καμπούρης, Μακαράς, Δ.Παπαδόπουλος, Μπακατσιάς, με προπονητή τον Πολίτη. Τα αποτελέσματά της στο Προολυμπιακό τουρνουά της Ολλανδίας ήταν τα εξής , με Γιουγκοσλαβία 87-103 (πρώτος γύρος, Ντεν Μπος), με Γαλλία 89-79, με Μ.Βρετανία 101-72, με Ισπανία 84-91, με Ιταλία 91-88, με Γερμανία 94-87 (τελική φάση, Ρότερνταμ).
Πηγή: Gazzetta