Του Νίκου Παπαδογιάννη
Δύο μέρες σερί, τρεις με τη σημερινή, γράφω ότι φοβάμαι τη Γερμανία λιγότερο απ’ όσο φοβόμουν την Τσεχία. Τα ψυχρά δεδομένα με εκθέτουν, και άλλωστε τα προγνωστικά μου είναι παροιμιωδώς αναξιόπιστα («πάω να ψάξω για πτήσεις επιστροφής» κ.ο.κ.), αλλά αφήστε με να το εξηγήσω. Πάταξον μεν, άκουσον δε. Αλλά χωρίς το «πάταξον».
Νομίζω ότι η Εθνική μπήκε στο γήπεδο με ένα σμήνος από φαντάσματα καθισμένα στον σβέρκο της. Το φάντασμα της Αττάλειας, της Στοκχόλμης, της Κωνσταντινούπολης εις διπλούν, του Τορίνου, της Σεντζέν, της Βικτόρια, όλων των χαμένων νοκ-άουτ αγώνων που έκαναν τη διαφορά ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία. Και ας είναι στην πραγματικότητα λιγότεροι απ’ όσους μετράει το θυμικό μας.
Το φετινό στραπάτσο, εάν ερχόταν, θα ήταν ίσως το πιο βαρύ απ’ όλα, αφού θα σήμαινε το τέλος των ψευδαισθήσεων, στα χέρια ενός αντιπάλου που δεν είναι δα Ισπανία ή Σερβία ή έστω γηπεδούχος. Οι διεθνείς το ένιωθαν στις πλάτες τους αυτό το βάρος, και ας ήταν οι μισοί βρέφη το 1999 και το 2001.
Το φτωχό ποσοστό στα τρίποντα, που και αυτό ήταν τελικά καλύτερο απ’ ό,τι φαινόταν στο γυμνό μάτι (30% με 12 εύστοχα), προήλθε σε μεγάλο βαθμό από το άγχος. Το έγραφα, άλλωστε, την παραμονή: «Τα μέχρι τώρα καλά ποσοστά της Εθνικής στο μακρινό σουτ και στις βολές θα τρίξουν και αμφιβάλλω αν θα αντέξουν, σε συνθήκες τρέμουλου».
Οι βολές, πάλι, με διέψευσαν και υπογράμμισαν ότι αυτή η ομάδα έχει υψηλότατους δείκτες αυτοσυγκέντρωσης, χαρακτήρα, πείρας και επιθυμίας. Το συνολικό 78,9% (με 47/57 του Γιάννη Αντετοκούνμπο) μας φέρνει στην 9η θέση της σχετικής λύσης και πάντως πολύ μακριά από αυτό που φοβόμασταν.
Σημειωτέον ότι η ελληνική ομάδα κερδίζει περισσότερες βολές (24,5) από οποιαδήποτε άλλη στο Ευρωμπάσκετ. Η φθορά που προκαλείται στον αντίπαλο με αυτόν τον τρόπο είναι ένα ανεκτίμητο βέλος στη φαρέτρα. Παράλληλα, η Εθνική μας παραχωρεί λιγότερα φάουλ από κάθε άλλον: μόλις 16,8 σε κάθε ματς. Πολλές φορές, οι αντίπαλοί της δεν φτάνουν καν στο μπόνους. Αυτοί μας κάνουν ένα τσουβάλι φάουλ, εμείς πάλι όχι: πρόκειται για το ισοζύγιο της επιτυχίας.
Πέρα από τα άυλα επιχειρήματα, υπάρχει και το αγωνιστικό. Ο υποτιμημένος (και στην Ελλάδα, όταν δούλεψε στον Άρη) Γκόρντον Χέρμπερτ έχει φτιάξει μία καλή ομάδα, που ζει το δικό της όνειρο, αλλά η Γερμανία δεν διαθέτει την ομοιογένεια, τη χημεία, το πολυετές δέσιμο και το know-how των Τσέχων.
Επιτρέψτε μου να το πω διαφορετικά: έχει λιγότερο μπάσκετ μέσα της. Στο ΝΒΑ ο Ντένις Σρέντερ μπορεί να θεωρείται ανώτερος του Σατοράνσκι, αλλά στην από δω όχθη του Ατλαντικού ο Τσέχος πόιντ-γκαρντ των 17 ασίστ διαβάζει καλύτερα το παιχνίδι και αξιοποιεί άψογα τους συμπαίκτες του, ακόμα και τους σχετικά ατάλαντους.
«Η Γερμανία έχει δαμάλια μέσα στη ρακέτα», μου έγραψε σε άψογα τρικαλινά ο φίλος μου, ο (παλαίμαχος διεθνής) Γιάννης Μυλωνάς. Αλλά σε ποιον βαθμό ισχύει αυτό; Ο Γιοχάνες Φόιγκτμαν -παίκτης του Ιτούδη επί χρόνια στην ΤΣΣΚΑ- κυκλοφορεί περισσότερο στην περιφέρεια παρά στο βαμμένο. Ο Ντάνιελ Τάις έχει το κορμί για να αντικρύσει τον Γιάννη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να τον σταματήσει χωρίς τον Χόρφορντ ή τους Ουίλιαμς δίπλα του.
Ανοίγω παρένθεση για να επισημάνω ότι η Γερμανία έχει έξι πρωτοκλασάτους ψηλούς ή ημίψηλους παροπλισμένους: Κλέμπερ, Μο Βάγκνερ, Πλάις, Χάρτενσταϊν, Μπάρτελ, Ντα Σίλβα. Αν έπαιζαν κάποιοι από δαύτους, μπορεί ο προημιτελικός να ξεκινούσε από διαφορετική αφετηρία. Ποιους θα κατεβάζαμε εμείς, αν χάναμε έξι ψηλούς; Τον Καββαδά, τον Κακλαμανάκη, τον Γλυνιαδάκη και τον Βουγιούκα.
Ο Φραντς Βάγκνερ είναι ένας θαυμάσιος και πολυτάλαντος ισορροπιστής, αλλά η συμμετοχή του στον αυριανό αγώνα θεωρείται αμφίβολη λόγω διαστρέμματος. Το ίδιο ισχύει για τον καλό αμυντικό γκαρντ Νικ Ουάιλερ-Μπαμπ, που δεν έπαιξε κόντρα στο Μαυροβούνιο. Ο Φόιγκτμαν έχει ίωση. Aπό τους εννέα υγιείς, οι τρεις δεν παίζουν σχεδόν ποτέ: Χόλατς, Σενγκφέλντερ, Βόλφαρτ-Μπότερμαν.
Οι υπόλοιποι είναι χρυσές ή λιγότερο χρυσές εφεδρείες σε ομάδες της Ευρωλίγκας: Τίμαν, Ομπστ, Γκιφάι. Περισσότερο σουτέρ (ιδίως οι δύο τελευταίοι) παρά οτιδήποτε άλλο. Τι ακριβώς πρέπει να φοβηθούμε από αυτές τις μονάδες; Τα 17 λεπτά της συνύπαρξης του Σρέντερ με τον εξαιρετικό Μαόντο Λο είναι ίσως το βαρύτερο χαρτί της Εθνικής Γερμανίας. Εάν βέβαια κάποιος από τους δικούς μας «αιώνιους» αγόραζε τον Μαόντο Λο, που αγγίζει πια τα 30, θα στήνονταν ικριώματα για τον εμπνευστή της μεταγραφής.
Η φετινή Γερμανία ονειρεύεται μέρες του 1993 (όταν κατέκτησε τον ευρωπαϊκό τίτλο εντός έδρας πριν την εποχή του Ντιρκ Νοβίτσκι), είναι ένα σύνολο καλύτερο από το άθροισμα των συνιστωσών του, έχει ρυθμό και δυναμική, αλλά φόβητρο δεν θα την πει κανείς. Η ολική επαναφορά των Μαυροβούνιων μέσα σε 20 λεπτά από το -24 της ανάπαυλας είναι μία θαυμάσια πυξίδα. Αγωνιστικά και πνευματικά.
Υπάρχει και κάτι ακόμη. Οι Γερμανοί λίγο πολύ το άγγιξαν το ταβάνι τους με τις εξαιρετικές εμφανίσεις στον πρώτο γύρο (76-63 τη Γαλλία, 109-107 τη Λιθουανία, 80-88 από τη Σλοβενία, 92-82 τη Βοσνία, 106-71 την Ουγγαρία), ενώ η δική μας ομάδα παραμένει κάπου στο 70% ή και χαμηλότερα.
Ιδίως στην άμυνα, είναι φανερό ότι έχει ακόμη κάμποσα σκαλοπάτια να σκαρφαλώσει. Οι Τσέχοι τελείωσαν το ματς με 88 πόντους και 54% ευστοχία, οι Κροάτες έβαλαν 85 με 51% εντός παιδιάς, ο μέσος όρος των λαθών των αντιπάλων αν εξαιρεθούν Εσθονοί και Βρετανοί είναι σχετικά χαμηλός (13,2), αν και χειρότερος από το δικό μας 10,0.
Η Εθνική μας μπορεί να σκοράρει κατά μέσο όρο 91,6 πόντους (κορυφαία στο Ευρωμπάσκετ μαζί με Σλοβενία, Σερβία), και να έχει στη μηχανή της τον πρώτο σκόρερ του τουρνουά (Γιάννης, 29,0 π.μ.ο.), αλλά θα ζοριστεί πολύ άσχημα, αν δεν κατεβάσει τους Γερμανούς κάτω από το δικό τους 88,0 και το συνηθισμένο 48% της ευστοχίας τους.
Το οξύμωρο είναι ότι η Εθνική μας «υστερεί» κάπως στην άμυνα ενώ είναι 1ο στη Ευρωμπάσκετ τόσο στα κλεψίματα (9,7) όσο και στις τάπες (4,5). Ωστόσο, τα καλά αμυντικά της δεκάλεπτα είναι ισοπεδωτικά. Στην τέταρτη περίοδο του χθεσινού αγώνα, και ιδίως στο πρώτο της πεντάλεπτο, οι Τσέχοι θα ένιωσαν ότι έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι τους (με σχήμα Σλούκα, Λαρεντζάκη, Παπανικολάου, Παπαπέτρου, Γιάννη).
Με 20-30 λεπτά παρόμοιων αμυντικών επιδόσεων, αύριο, η Εθνική θα προκριθεί πλησίστια στα ημιτελικά των αισθήσεων και των παραισθήσεων, όπου θα την περιμένει μία από τις Ισπανία, Φινλανδία. Και στο βάθος, Σλοβενία ή Γαλλία ή Ιταλία ή Πολωνία, ξεκαρδισμένοι όλοι από το πάθημα των Σέρβων. Έφτασε, λοιπόν, η ώρα της αλήθειας. Δεν ξέρω αν θα ξαναβρούμε ποτέ τέτοια ευκαιρία για χρυσό μετάλλιο στα χνάρια του 2005.
Πηγή: Gazzetta