Του Νίκου Παπαδογιάννη
Αύριο που θα έχουμε την ευκαιρία να ρίξουμε μία κλεφτή ματιά στην προπόνηση της –πάνοπλης, πλέον- Εθνικής, εγώ θα πάω να τσεκάρω αν ο Δημήτρης Ιτούδης έχει κολλήσει τετραγωνάκια έξω από τη γραμμή του τρίποντου. Πρόκειται για το τέχνασμα που υιοθέτησε ο Μάικ Μπούντενχολζερ στο Μιλγουόκι, για να ξέρει ο Γιάννης με κλειστά μάτια πού να πασάρει τη μπάλα όποτε βρίσκει μπροστά του κρεάτινο τείχος.
Ναι, ξέρω. Η Εθνική Ελλάδας δεν διαθέτει ούτε Μίντλετον ούτε Μπρουκ Λόπεζ ούτε Μπόμπι Πόρτις ούτε Γκρέισον Άλεν ούτε Πατ Κόνατον, για να γεμίσουν τα αντίπαλα καλάθια με τρίποντες τορπίλλες. Τον έβλεπα τον Πατ τις προάλλες, στην πρεμιέρα του Rise στα Σεπόλια, και μου ‘ρχόταν να τον ντύσω στα μπλε όπως ντύνουν στα καλά καθούμενα οι Ισπανοί στα κόκκινά τους τον Λορέντζο Μπράουν…
Καλύτερα, όμως, έτσι, με 12 παίκτες που θα είναι όλοι κανονικοί Έλληνες. Η γαλαρία παρακαλείται να σιωπήσει. Όποιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη χώρα μας είναι Έλληνας όσο εσείς και εγώ, ίσως και περισσότερο. Το ίδιο και εκείνος που βγήκε από μήτρα Ελληνίδας. Το λύσαμε αυτό; Πάμε παρακάτω. Ας αλλάξει κανάλι, όποιος διαφωνεί.
Όσοι παρακολούθησαν το πρόσφατο podGazzt με το οποίο ανοίξαμε την αυλαία των εορτασμών θα άκουσαν τον μάνατζερ της Εθνικής Κώστα Κώτση (που κοντεύει να κλείσει δεκαετία στο πόστο) να απαντάει δίχως τον παραμικρό δισταγμό, στην ερώτηση «τι πήγε στραβά το 2019 στην Κίνα».
Το σουτ. Το τρίποντο. Αυτό μας έκλεισε το σπίτι.
Επειδή εγώ τα θυμάμαι κάπως διαφορετικά τα πράγματα, ανέτρεξα στα σχόλια των ημερών και θυμήθηκα και κάτι άλλο. Το πρόβλημα της Εθνικής ξεκινούσε από την άμυνα και από το αμυντικό ριμπάουντ, με «μαύρη τρύπα» τη θέση του σέντερ. Ο φιλότιμος Γιάννης Μπουρούσης έπαιζε στα 36 του στο τελευταίο τουρνουά της καριέρας του, ο Γιώργος Παπαγιάννης ήταν ακόμη άγουρος (και παραλίγο να κοπεί), ενώ ο Γιάννης Αντετοκούνμπο κατέβαινε συχνά στο «5», ώστε να γίνει η ομάδα πιο αθλητική, πιο γρήγορη, πιο αποτελεσματική στους τομείς όπου χώλαινε.
Αντιγράφω (με πλάγια γράμματα) από το απολογιστικό σχόλιο που έγραψα, σε κατάσταση νηφαλιότητας ελπίζω πια, μετά το τέλος του τουρνουά:
Η άμυνα της Εθνικής ήταν πράγματι αποτελεσματική, αλλά παρουσίασε σκαμπανεβάσματα, που πήγαζαν από την έλλειψη ισορροπίας και από την ανάγκη να προστατευτεί η ευάλωτη θέση 5. Η ομάδα γνώριζε ότι το γρήγορο παιχνίδι ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αξιοποιήσει τον Γιάννη, αλλά το τρεχαλητό προϋποθέτει αμυντικό ριμπάουντ, deflections και κλεψίματα. Ειδικά το πρώτο αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση.
Επειδή ακριβώς οι αντίπαλες ομάδες γνώριζαν τον κίνδυνο, προσηλώθηκαν στις γρήγορες επιστροφές, θυσιάζοντας ακόμα και τις πιθανότητες μίας δεύτερης επίθεσης. Κάθε φορά που ένας π.χ. Τσέχος ή Βραζιλιάνος επιχειρούσε σουτ απέναντι στην Εθνική Ελλάδας, όλοι οι συμπαίκτες του πισωπατούσαν με το ένα πόδι στην άμυνα.
Σπάνια βρήκε αρκετό χώρο ο Γιάννης για να τρέξει στον αιφνιδιασμό, μετά από ριμπάουντ. Όποτε το επιχείρησε, βρήκε κόσμο μπροστά του και κινήθηκε με γιγαντιαία σλάλομ. Οι ελληνικοί πόντοι που επιτεύχθηκαν στο ανοιχτό γήπεδο ήταν τελικά πολύ λιγότεροι από το επιθυμητό.
Σε παιχνίδι πέντε εναντίον πέντε, το πρόσθετο playmaking του Γιάννη και η προσαρμογή των αντίπαλων αμυνών πάνω του δημιούργησε πληθώρα ελεύθερων σουτ. Το ίδιο συνέβη με το επίμονο ποστάρισμα πολλών διαφορετικών παικτών.
Κάπου εδώ, προσθέτω εν έτει 2022, υπεισέρχεται ο παράγων τρίποντο, που όπως βλέπετε δεν είχε αξιολογηθεί ως βασική προτεραιότητα. Και σωστά νομίζω, αφού αξιόπιστους σουτέρ δεν βγάζει αυτή η στάνη. Στην Κίνα η Εθνική μας ξεκίνησε με καλά ποσοστά στο μακρινό σουτ, αλλά κανένας από τους αντίπαλους προπονητές δεν ξεγελάστηκε.
«Νικήστε μας με τα τρίποντα», ήταν το σύνθημά τους, όποτε έβλεπαν απέναντί τους τα μπλε. «Το σκοράρισμα των δύο ”Παπ” είναι το κλειδί της ομάδας», μου έλεγε ο Ομοσπονδιακός προπονητής Θανάσης Σκουρτόπουλος λίγο πριν την αναχώρηση από την Αθήνα.
Αλλά ο Παπανικολάου σούταρε 2/14 τρίποντα. Ο Παπαπέτρου 6 στα 18. Ο Πρίντεζης ξεκίνησε με 7/10, αλλά δεν έβαλε ούτε ένα στον β’ γύρο. Ο Γιάννης έγραψε 2 στα 9. Ο Θανάσης 3 στα 8. Ο Μπουρούσης 4 στα 11. Ο Σλούκας, κορυφαίος σουτέρ της ομάδας, μόλις 5/18, με το ελαφρυντικό του τραυματισμού, που κόντεψε να του στερήσει τη συμμετοχή. Ο Λαρεντζάκης 2 στα 6.
Με εξαίρεση τον απρόσμενα εύστοχο Νικ Καλάθη (10/24 τρ.), ουδείς ξεπέρασε το 40% στα τρίποντα. Το τελικό ποσοστό της ομάδας κάθισε στο 33%. Ο προπονητής το περίμενε 6-7 ποσοστιαίες μονάδες πιο πάνω. «Το σουτ είναι θέμα ψυχολογίας», έλεγε σε κάθε ευκαιρία.
Στο μυαλό μου κουδουνίζει ακόμη μία δήλωση του Ιωάννη Παπαπέτρου στον απόηχο του Μουντομπάσκετ της Κίνας. «Κάθε άστοχο σουτ μας έκανε να σκεφτόμαστε διπλά πριν δοκιμάσουμε το επόμενο». Όταν θέριεψαν τα «πρέπει», η διστακτικότητα και η βιασύνη έγιναν τρόπος ζωής. Και, τελικά, βαρίδι στον λαιμό.
Τρία χρόνια αργότερα, ο Παπαπέτρου είναι φυσικά καλύτερος παίκτης από τον Ιωάννη του 2019. Ο Σλούκας επέστρεψε δριμύτερος στον Ολυμπιακό και ξέρει πώς να βρίσκει τον Παπανικολάου όταν αυτός είναι αφρούρητος. Ο εκκωφαντικά βελτιωμένος Παπαγιάννης δεν είναι Μπρουκ Λόπεζ, αλλά δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να ανοίξει άμυνες με το σουτάκι του.
Ο Ντίνος Μήτογλου απουσιάζει, αλλά ο Αγραβάνης απειλεί από την περιφέρεια και δεν σκοτίζεται αν αστοχήσει στα πρώτα 1-2 σουτ. Ο Καλάθης και ο Θανάσης δεν πρόκειται να γίνουν ξαφνικά κλώνοι του Στεφ Κάρι ή έστω του Φραγκίσκου Αλβέρτη, αλλά υπάρχει ο Τάιλερ Ντόρσεϊ, που όπως γράφω και ξαναγράφω μπορεί να γίνει μπαλαντέρ στο μανίκι του προπονητή.
Ε, αυτοί είναι η ομάδα, μαζί με μερικούς νεαρούς (ή λιγότερο νεαρούς), με μηδενική παρουσία σε μεγάλες διοργανώσεις. Αυτοί θα τραβήξουν το κουπί στο Μιλάνο και στο Βερολίνο. Λυπάμαι αν δεν σας αρέσουν, αλλά άλλους δεν έχουμε. Οι παίκτες που κλήθηκαν από τον Ιτούδη είναι το «αφάν γκατέ» του ελληνικού μπάσκετ και ειλικρινά δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε έναν που να αδικήθηκε ή που να ευνοήθηκε στο προσκλητήριο. Και απολογούμαι δημόσια, εάν μία αποστροφή μου σε προηγούμενο κείμενο δημιούργησε λάθος εντυπώσεις.
Ο ευπρόσδεκτος Ντόρσεϊ δεν έχει στο ρεπερτόριό του μόνο το στατικό σουτ, αλλά και την ικανότητα να βάλει τη μπάλα στο παρκέ και να ξαναπάει προς τα μέσα δημιουργώντας προσωπική φάση (για το λέι-απ ή για τις βολές), μόλις δει τους αντιπάλους να αφήνουν τον Γιάννη και να σπεύδουν απεγνωσμένα κατά πάνω του για την close out άμυνα. Κάθε σπιθαμή εδάφους που θα κερδίσει ο Γιάννης στην καρδιά της αντίπαλης ρακέτας θα είναι λιθαράκι επιτυχίας για την Εθνική.
Μη γελιέστε, όλοι οι προπονητές του Ευρωμπάσκετ θα τον αντιμετωπίσουν όπως τον αντιμετώπισαν –με αρκετή επιτυχία- οι συνάδελφοί τους προ τριετίας στην Κίνα. Στην οργανωμένη άμυνα, θα τον περιμένουν πέντε κορμιά, ρισκάροντας το σουτ των άλλων. Σε συνθήκες ανοιχτού γηπέδου, θα τρέχουν και οι πέντε να επιστρέψουν στα μετόπισθεν, αδιαφορώντας για τυχόν επιθετικά ριμπάουντ, προκειμένου να αποτρέψουν τον καλπασμό του Greek Freak.
Σουτ χωρίς αντίπαλο σε ακτίνα 3 μέτρων θα βγουν και αυτή τη φορά, άφθονα. Η δημιουργία του Καλάθη, του Σλούκα και του Γιάννη, για να μη βάλω στην εξίσωση και τους φόργουορντ, είναι πανευρωπαϊκής, αν όχι παγκόσμιας κλάσης. Στον πάγκο κάθεται πλέον ένας προπονητής διεθνούς κύρους με πάμπολλα πετράδια στο στέμμα του, ζωντανό εχέγγυο ότι τα όπλα της ομάδας θα αξιοποιηθούν χωρίς αστερίσκους και χωρίς κόνξες.
Το οργανωτικό σκέλος έχει ανατεθεί όχι σε καρεκλοκένταυρους γραφειοκράτες, αλλά σε πρόσωπα που ίδρωσαν και μάτωσαν τη φανέλα (Ζήσης, Ντικούδης), ικανά θαρρείς να μπουν και να παίξουν ένα δεκαλεπτάκι, αν χρειαστεί. Απουσίες πλην του Μήτογλου (που πάντως θα ήταν πολύτιμος στη συγκεκριμένη ομάδα), ευτυχώς δεν έχουμε, και χτυπάω ξύλο όσο το γράφω. Συσπείρωση υπάρχει, ενθουσιασμός υπάρχει, κάψα υπάρχει, ταλέντο υπάρχει. Αν όχι τώρα, πότε; Πάντως όχι μεθαύριο, αφού πολλοί από τους διεθνείς της τωρινής γενιάς πάτησαν τα 30 και πλησιάζουν σιγά σιγά σε ηλικία αποστρατείας.
Απομένει να βρούμε κάποιους σουτέρ να βάλουν τα ρημάδια τα τρίποντα, για να πλησιάσουμε το πολυπόθητο 40 τοις εκατό. Δεν είναι δα η υπέρβαση του αιώνα, να βάλεις τέσσερα στα δέκα, αντί για …τριάμισυ. Θυμάστε τι είπε ο Παπαπέτρου στην Κίνα; «Κάθε άστοχο σουτ φέρνει το επόμενο». Το ίδιο ισχύει και για τα εύστοχα, αλλά το κλειδί είναι να μην μετράμε πόσες φορές πάει η μπάλα στο σίδερο.
Στη σημαντικότερη, κατά την εκτίμησή μου, νίκη τη σύγχρονης ιστορίας της (τον προημιτελικό με τη Ρωσία στο Βελιγράδι), αυτόν που ξόρκισε τα φαντάσματα των αποτυχιών η Εθνική ξεκίνησε με 1/14 σουτ, αλλά δεν έχασε το μυαλό της από τον εκνευρισμό ούτε ξέχασε τη συνταγή της επιτυχίας. Η συσσωρευμένη πείρα, και πείνα, της ομάδας του 2022 μπορεί να είναι το πιο βαρύ χαρτί της.
Πηγή: Gazzetta