Του Νίκου Παπαδογιάννη
Κάθε φορά που πέφτει στα χέρια μου το φύλλο στατιστικής μίας Εθνικής Νέων, Εφήβων, Παίδων, ακόμα και Γυναικών, το πρώτο που κοιτάζω είναι τα ποσοστά στα τρίποντα και στις βολές. Περιμένω βλέπετε το θαύμα: μια ομάδα που ξέρει να σουτάρει.
Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. Στα τρίποντα το ποσοστό κυμαίνεται γύρω στο 25 τοις εκατό, στις βολές συνήθως κάτω από το 70%. Όταν το μικρόβιο απλώνεται ακόμα και στους Άνδρες, τους καταξιωμένους που αλωνίζουν στα γήπεδα της Euroleague ή και του ΝΒΑ, είναι ίσως υπερβολή να περιμένουμε μικρές Εθνικές ομάδες γεμάτες με Αλβέρτηδες, Φώτσηδες, Βασιλειάδηδες και Σλούκες.
Η απόφαση της FIBA να μεταδίδει από το κανάλι της όλους τους αγώνες των μικρότερων διοργανώσεων, χωρίς να προσπαθεί να πουλήσει δικαιώματα, βοήθησε ώστε να βλέπουμε με το γυμνό μάτι όσα μέχρι προ τινος χρειάζονταν αποκρυπτογράφηση.
Η Εθνική Κ20 έχασε από την Ιταλία και από το Ισραήλ επειδή δεν μπορούσε να εκμεταλλευτεί τα μακρινά σουτ που απλόχερα της πρόσφεραν οι αντίπαλοι και επειδή σημάδευε το σίδερο από τη γραμμή. Στα τρία παιχνίδια της στην πρώτη φάση έγραψε 24% στο τρίποντο και 69% τις βολές, σαν να προσπαθούσε να «κουμπώσει» τα στατιστικά της με την πατροπαράδοτη λιθοβολία.
Μάλιστα τα νούμερα εξωραΐστηκαν χθες, στο 91-56 επί των Πορτογάλων, με τα 7/22 τρίποντα και τις 18/21 βολές. Η ελληνική ομάδα ολοκλήρωσε την πρώτη φάση με ρεκόρ 1-2 και αντιμετωπίζει αύριο το Βέλγιο, για μια θέση στα προημιτελικά.
Είναι λοιπόν κακή, η Εθνική των Κ20; Όχι, δεν είναι καθόλου κακή. Απλώς, της λείπουν οι βασικές δεξιότητες με τις οποίες το ελληνικό μπάσκετ είναι τσακωμένο. Κακή γίνεται όταν προσπαθεί να παίξει κάτι που δεν συμβαδίζει με τις προδιαγραφές της.
Από την Ιταλία και από το Ισραήλ ηττήθηκε επειδή ξεμυαλίστηκε και άρχισε να σουτάρει τρίποντα ακόμα και σε συνθήκες 3 εναντίον 1 ή στα πρώτα 8-10 δευτερόλεπτα της κατοχής. Το μοτίβο επαναλαμβάνεται ολοένα συχνότερα, σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες: όταν προσποιούμαστε ότι είμαστε κάτι διαφορετικό από αυτό που είμαστε, χάνουμε το έδαφος κάτω από τα ποδάρια μας. Η μάσκα δεν μας ταιριάζει.
Η ομάδα του Μάκη Γιατρά είναι καλή όταν παίζει ως ελληνική ομάδα: με διάβασμα του παιχνιδιού, με αλληλοκάλυψη στα μετόπισθεν, με καλή ομαδική άμυνα, με συνολική προσπάθεια στα ριμπάουντ, με έλεγχο του ρυθμού και τρέξιμο πριν οργανωθεί ο αντίπαλος.
Όταν κλέβουμε μπάλες και γυρίζουμε το τόπι σωστά και γρήγορα, βρίσκουμε και ικανοποιητικό σουτ. Οι ελληνικές ομάδες είναι αποτελεσματικές όταν κόβουν τον βήχα του αντιπάλου. Όταν γεμίζουν τη στατιστική τους με κλεψίματα και ασίστ.
Κακά τα ψέματα, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Ο Έλληνας δεν είναι προικισμένος με ψηλό κορμί, δεν διαθέτει έμφυτο ταλέντο και προτιμάει τη φραπεδιά από τη σκληρή δουλειά.
Επειδή τίποτε από τα παραπάνω δεν πρόκειται να αλλάξει στις προσεχείς δεκαετίες, και επειδή δεν πρόκειται να βγάλουμε πολλούς Σπανούληδες και Διαμαντίδηδες (πόσο μάλλον Γκάληδες, Γιαννάκηδες και Αντετοκούνμπους), η δουλειά θα πρέπει να επικεντρώνεται στην ομαδική λειτουργία και στην τακτική.
Αντιλαμβάνομαι ότι ο παραπάνω αφορισμός ακούγεται αιρετικός, αλλά ο ρεαλισμός είναι ο καλύτερος σύμβουλος. Το βλέπω και εγώ ότι υστερούμε σε αθλητικότητα και ότι μας έχει ξεπεράσει το μπάσκετ, αλλά δεν γίνεται να τραβήξουμε τα παιδιά από τα χέρια για να ξεχειλώσουν ούτε να τα πάρουμε από το φροντιστήριο και να τα κλείσουμε πέντε ώρες ημερησίως στο γυμναστήριο.
Δεν θα εκπλαγώ, αν η συγκεκριμένη ομάδα πάει καλά στη συνέχεια του Ευρωμπάσκετ Κ20 και διεκδικήσει διάκριση στην Ποντγκόριτσα, ιδίως αν οι βασικοί παίκτες σουτάρουν καλά από το τρίποντο στα επόμενα παιχνίδια της.
Ο πυρήνας που προέρχεται από τον Προμηθέα με αρκετά χρόνια συνύπαρξης υπό τον Γιατρά είναι ένα βαρύ όπλο, ενώ ο Νικολαΐδης είναι ένας ικανότατος ελληνικού τύπου γκαρντ και ο Νετζήπογλου (ή Νετζήπ Ογλού) έχει σπάνια επαφή με το καλάθι.
Θα εκπλαγώ πολύ, όμως, εάν οποιοσδήποτε από τους παίκτες της περάσει ομαλά και αναίμακτα στην Εθνική Ανδρών και προσφέρει κάτι παραπάνω από φιλότιμη παρουσία στις προπονήσεις των «παραθύρων». Δεν μιλάω για το μακρινό μέλλον, αλλά για το αύριο. Οι καιροί ου μενετοί.
Όσοι έχουν παιχνίδια στα πόδια τους (Τανούλης, Νετζήπογλου, Κολοβέρος κ.α.) είναι μερικά βήματα πιο μπροστά από τους υπόλοιπους, αλλά στα 20 τους θα έπρεπε να χτυπάνε την πόρτα της «επίσημης αγαπημένης». Ο Λευτέρης Μαντζούκας ξεχωρίζει με το πληθωρικό ταλέντο και με το έτοιμο κορμί του, αλλά δεν διακρίνεται ιδιαίτερα και είναι φανερό ότι έμεινε λίγο πίσω.
Το «νεκροταφείο» του ελληνικού μπάσκετ είναι γεμάτο με χαμένα ταλέντα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, αλλά οι ελληνοθρεμμένοι που απογειώθηκαν και θα στελεχώσουν την Εθνική Ανδρών την επόμενη κρίσιμη διετία προέρχονται από τη δεξαμενή των μικρών ομάδων: ο Σλούκας, ο Παπαπέτρου, ο Παπανικολάου, ο Παπαγιάννης, ο Λαρεντζάκης, ακόμα και ο Μήτογλου και ο Ντόρσεϊ και ο Καλάθης, χώρια αυτόί που βρίσκονται στον προθάλαμο (Καλαϊτζάκηδες, Μωραΐτης, Μουράτος κ.α.).
Το ποτήρι είναι ταυτόχρονα μισογεμάτο και μισοάδειο. Δεν θα είμαστε για πολύ ακόμη στην κορυφογραμμή ούτε όμως μας περιμένουν τα τρίσβαθα και τα τάρταρα. Ας μη λησμονούμε, ότι το ελληνικό μπάσκετ δεν είναι εισαγόμενο προϊόν, αλλά ελληνικό. Και εκπροσωπεί μία χώρα χρεοκοπημένη σε όλα τα επίπεδα.
Είναι και λίγο θράσος, να απαιτούμε διαρκή πρόοδο όταν σύσσωμη η κοινωνία μας κολυμπάει στην παρακμή και στο βούρκο. Το πρώτο μέλημα πρέπει να είναι όχι να μαζεύουμε μετάλλια στο μπάσκετ, αλλά να κρατάμε τα παιδιά μας μακριά από τα νύχια των Λιγνάδηδων.
Πηγή: Gazzetta