Του Νίκου Πααπδογιάννη
Aνοίγω το –ασφυκτικά γεμάτο- κουτάκι με τους ανυπόστατους μύθους του ελληνικού μπάσκετ και, για λόγους επετειακούς, ανασύρω έναν από τον πλέον διαδεδομένους: «Η Εθνική ομάδα έπαιξε μπασκετάρα στο Βελιγράδι».
Με το θάρρος κάποιου που έζησε κάθε στιγμή εκείνου (και των υπόλοιπων) Ευρωμπάσκετ μασουλώντας τα νύχια του αγωνία, και με τη σιγουριά του ψυχάκια που κάθεται και ξαναβλέπει παλιούς θριάμβους της Εθνικής για να βεβαιωθεί ότι όντως κερδίσαμε, σας διαβεβαιώ ότι το μπάσκετ που έπαιξε η πρωταθλήτρια Ευρώπης του 2005 στο Βελιγράδι δεν βλεπόταν ούτε με κολλύριο.
Σας διαβεβαιώ, επίσης, ότι μία μέρα πριν τον νοκ-άουτ αγώνα με το Ισραήλ που έκρινε την πρόκριση στα προημιτελικά, οι «σοφοί» της ομάδας συνεδρίασαν άτυπα στην καφετέρια του ξενοδοχείου Ιντερκοντινένταλ (μερικά μέτρα μακριά από το τραπέζι όπου έπαιρνα συνέντευξη από τον Σβι Σερφ) και αναζητούσαν εύσχημο τρόπο για να εκπαραθυρώσουν τον Παναγιώτη Γιαννάκη.
Διότι, έλεγαν, «δεν βλέπεται αυτό το πράγμα». Και «δεν πάμε πουθενά». Και «με το ζόρι βάζουμε 60 πόντους». Και «είμαστε αμάξι γέρικο στην ανηφοριά».
Το τελευταίο το πρόσθεσα εγώ για να το κάνω πιο ποιητικό, αλλά ο διάλογος έγινε στ’ αλήθεια, ανάμεσα σε τέσσερις παράγοντες, εκ των οποίων οι δύο δεν ζουν πια.
Ευτυχώς για τον ανυποψίαστο «δράκο» τους νικήσαμε τους Ισραηλινούς (67-61), οι οποίοι ωστόσο μιλούν μέχρι σήμερα για «χειρουργείο». Υπερβάλλουν λιγάκι, αλλά οπωσδήποτε δεν αδικηθήκαμε.
Η Εθνική είχε ξεκινήσει στον Όμιλο με καλή εμφάνιση και άνετη νίκη επί των Γάλλων, σε ένα ματς όπου το σκορ πρόδιδε την ταυτότητά της: 64-50. Η στατιστική του Δημήτρη Διαμαντίδη έδειχνε προς τα πού πάει το πράγμα: 13 πόντοι, 9 ριμπάουντ, 6 ασίστ, 3 κλεψίματα, 1/2 τρίποντα.
Σημειώστε το αυτό το τελευταίο, διότι στα επόμενα παιχνίδια ο Διαμαντίδης είχε 1/10 σουτ από τα 6,25 μέτρα! Ένα στα δέκα, μέχρι που έδωσε ραντεβού με την Ιστορία, στο φινάλε του ημιτελικού, με τους ίδιους Γάλλους που ετοιμάζονταν να πανηγυρίσουν τη ρεβάνς για την ήττα της πρεμιέρας.
Στο φινάλε του Ευρωμπάσκετ, ο Διαμαντίδης ήταν ο κορυφαίος παίκτης της Εθνικής σε ριμπάουντ, ασίστ και κλεψίματα. Αλλά μόλις 6ος σκόρερ, με 3/14 τρίποντα.
Όταν η ελληνική ομάδα κλήθηκε να παίξει σε εχθρικό περιβάλλον, μπροστά σε χιλιάδες Σλοβένους εκδρομείς στη σάλα Πιονίρ, ηττήθηκε αμαχητί (56-68). Έφτασε αγκομαχώντας στην οχτάδα, όπου εμφανίστηκε έτοιμη να υποστεί την πατροπαράδοτη νοκ-άουτ ήττα, με θύτη αυτή τη φορά από τη Ρωσία του Κιριλένκο.
Στο ξεκίνημα του προημιτελικού, οι Έλληνες διεθνείς μετρούσαν 1/15 σουτ. Στο ημίχρονο, χάναμε με 26-33. Τα μάτια πονούσαν και τα εισιτήρια της πρόωρης επιστροφής σφραγίστηκαν. Ώσπου…
Ο αγώνας με τους Ρώσους (66-61) ήταν, κατά τη γνώμη μου, ο «χαρτοκόπτης» που έκοψε τις σελίδες και βοήθησε να ξεδιπλωθεί το αφήγημα. Έδειξε, επίσης, ότι ο μόνος δρόμος είναι ο τρόπος.
Μολαταύτα, ο ημιτελικός της 24ης Σεπτεμβρίου 2005 με τη Γαλλία -σαν σήμερα- βρήκε την Εθνική μας να παραπαίει, στο κρισιμότερο (μέχρι το επόμενο) βράδυ της.
Λίγα λεπτά πριν το φινάλε, θυμάμαι να ψάχνω στα κιτάπια μου τους ουκ ολίγους χαμένους (ημιτελικούς και) μικρούς τελικούς της Εθνικής από το 1993 μέχρι το 1998.
Ευτυχώς για την ομάδα που εκείνο το βράδυ ξανάγινε «επίσημη αγαπημένη», οι Γάλλοι μπήκαν στην τελική ευθεία με το δάχτυλο κολλημένο στο κομβίον της αυτοκαταστροφής. Ο ευλογημένος Διαμαντίδης τους έδωσε τη χαριστική βολή και τίποτε πια δεν ήταν ίδιο.
Όταν ο αδυσώπητος Ντιρκ Νοβίτσκι εκτέλεσε τους Ισπανούς με παρόμοιο τρόπο στον δεύτερο ημιτελικό, το σκηνικό για το ξέφρενο πάρτι του τελικού στήθηκε σε όλα τα γαλάζια στέκια του Βελιγραδίου.
Δεν υπήρχε περίπτωση να ηττηθεί η Εθνική από τη νερόβραστη Γερμανία και μάλιστα σε τελικό. Όχι μόνο τη νίκησε, αλλά –για μια φορά- έπαιξε καλό μπάσκετ. Το σκορ, 78-62, είναι πιστός καθρέφτης του αγώνα που μας ξανάκανε πρωταθλητές Ευρώπης.
Οι υπόλοιποι αριθμοί, όμως, δικαιώνουν αυτό που έγραφα στο ξεκίνημα, για τα μάτια που μάτωναν.
Στους Γάλλους, στην πρεμιέρα, η Εθνική έβαλε 64 πόντους. Στην ήττα από τους Σλοβένους μόλις 56. Στους Βόσνιους, 67. Στους Ισραηλινούς, 64. Στους Ρώσους 66. Τον ημιτελικό τον κέρδισε με 67.
Η συνολική στατιστική δίνει στην ελληνική ομάδα 25,4% στα τρίποντα, 50,4% στα δίποντα και μόλις 58,5% στις βολές, με 15,4 λάθη μέσο όρο. Με Παπαλουκά, Διαμαντίδη, Ζήση και Σπανούλη στη σύνθεσή της, χώρια τα υπόλοιπα αστέρια!
Βρε, μπας και είχαν δίκιο οι τέσσερις «σοφοί»; Ως αυτήκοος μάρτυς της διαβούλευσης, είμαι βέβαιος ότι ο Γιαννάκης θα είχε απολυθεί εάν η Εθνική επέστρεφε από το Βελιγράδι με άδεια χέρια.
Ο κυνικός θα πει ότι ο «δράκος» ακολούθησε στο Ευρωμπάσκετ τη δοκιμασμένη ένα χρόνο νωρίτερα τακτική Ρεχάγκελ, ώστε να κερδίσει όλα τα ματς με το μπασκετικό αντίστοιχο του ποδοσφαιρικού 1-0. Όταν έχεις μόνο αυγά, δεν γίνεται να φτιάξεις φιλέτο.
Είναι όμως …ομελέτα μία ομάδα όπου συνωστίζεται τόσο ταλέντο, ιδίως στην περιφερειακή γραμμή της; Ή μήπως είχε άλλο υλικό η Εθνική που ισοπέδωσε τους Αμερικανούς έναν χρόνο αργότερα στη Σαϊτάμα;
Δεν έχει πια σημασία. Οι συνταγές στο μπάσκετ είναι σαν τα εμβόλια: δικαιώνονται από το αποτέλεσμα.
Η ουσία είναι ότι αυτό το σχήμα κέρδισε τρία μετάλλια μέσα σε μία πενταετία, εγκαθίδρυσε αυτό που ονομάζουμε «ελληνική σχολή» και ανέβασε όλα τα μέλη της στο πάνθεον.
«Το σημαντικότερο σουτ στην ιστορία των Ευρωμπάσκετ», έγραψε η ιστοσελίδα της FIBA για το τρίποντο του Διαμαντίδη στον ημιτελικό με τους Γάλλους στο Βελιγράδι. Περισσότερο όμως αξίζει να σημειωθεί η ατάκα του σχολιαστή του καναλιού της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας: «Το μπάσκετ επιστρέφει στην Ελλάδα».
Όποιος έζησε τη σκασίλα της Ντιζόν (1999), της Αττάλειας (2001), της Στοκχόλμης (2003) και των άγονων καλοκαιριών (2000, 2002) καταλαβαίνει τι εννοώ. Το σωτήριο 67 του Βελιγραδίου ήταν, στα μάτια μας, περισσότερο και από το 107.
Πηγή: Gazzetta