Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Ήταν χρόνια περίεργα, χρόνια που οι επόμενες γενιές δεν καταλαβαίνουν.

Το ποδόσφαιρο τότε «μιλούσε» γερμανικά στη δομή του και είχε αφομοιώσει τη φλαμανδο-ολλανδική τακτική επανάσταση.

Εκείνη την εποχή, η κουλτούρα επαναπροσδιοριζόταν και το ποδόσφαιρο έπαψε να κοιτάζει μόνο τη μπάλα.

Απέκτησαν σημασία και υπόσταση οι χώροι, ξεκίνησε να προτάσσεται η φυσική κατάσταση, ακόμα και σε βάρος της τεχνικής που ήταν ανέκαθεν το πρωτεύον.

Χρειαζόταν μια απάντηση για να δώσει την ελπίδα ότι το σπορ δεν θα χαθεί σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή, δεν θα γίνει ένα άθλημα που απευθύνεται μόνο σε μηχανές και «παρατεταγμένα στρατιωτάκια» στον αγωνιστικό χώρο.

Αυτή την απάντηση την έδωσε ο Άντονιν Πανένκα και η Τσεχοσλοβακία. Μια χώρα που δεν υπάρχει πια, μια εθνική ομάδα ξεχασμένη απ’ όλους κι όλα.

Κι όμως, από εκείνο το απόγευμα του Ιουνίου του 1976, μια ολόκληρη ήπειρος αποφάσισε να πάψει να ακολουθεί πιστά και μονόπλευρα το γερμανικό μοντέλο και επαναπροσδιόρισε τη σχέση της με το ποδόσφαιρο.

Μια απόφαση που βοήθησε ακόμα και το ίδιο το γερμανικό ποδόσφαιρο να εξελιχθεί και να γίνει αυτό που έγινε σήμερα. Γιατί το ποδόσφαιρο δεν θα πάψει ποτέ να είναι τέχνη, δεν θα γίνει ποτέ «μηχανικό» μονοδιάστατο σπορ.

Το εκπληκτικό είναι ότι χρειάστηκε να δώσει τη λύση μια χώρα που αντιμετώπιζε εθνικό πρόβλημα του οποίου το εύρος και το βάθος, όλοι οι υπόλοιποι δεν θα το καταλάβουμε ποτέ. Διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικές ιστορίες, αναγκαστική συνύπαρξη, εσωτερικές τριβές, πολιτικές και πολιτισμικές διχογνωμίες.

Η εμβληματική φιγούρα δεν ήταν ο αρχηγός. Οι «ισορροπίες» σε εκείνη την ομάδα της Τσεχοσλοβακίας είχαν περάσει το περιβραχιόνιο στο μπράτσο του Σλοβάκου Όντρους. Έτσι έπρεπε, έτσι είχε γίνει.

Κάποιες φορές όμως μέσα στο γήπεδο οι ιεραρχίες αυτοπροσδιορίζονται και η τεχνική αξία σε συνδυασμό με την προσωπικότητα υπερισχύουν.

Το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1976, αυτό που μετέπειτα μάθαμε να αποκαλούμε Euro, έγινε σε μια χώρα που επίσης δεν υπάρχει πια. Στην ενωμένη Γιουγκοσλαβία, με τα γήπεδα χωρισμένα σε Σερβία και Κροατία, στα φημισμένα «Μαρακανά» του Βελιγραδίου και «Μάκσιμιρ» του Ζάγκρεμπ.

Παρούσας της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Δυτικής Γερμανίας που ήταν το απόλυτο φαβορί, πιθανότητες να διεκδικήσουν το τρόπαιο είχαν κατά τους ειδικούς η Ολλανδία του Κρόιφ και οι Γιουγκοσλάβοι λόγω έδρας. Η Τσεχοσλοβακία ήταν το αουτσάιντερ, μια υπολογίσιμη ομάδα, χωρίς περαιτέρω απαιτήσεις από κανέναν.

Επί της ουσίας, ο ποδοσφαιρικός κόσμος περίμενε μια άτυπη ρεβάνς του τελικού του Μουντιάλ του ’74, μια αδυσώπητη κόντρα Γερμανών και Ολλανδών που είτε επρόκειτο να πιστοποιήσει την απόλυτη κυριαρχία της παρέας του Μπεκενμπάουερ είτε να επαναφέρει τους πλανήτες στις θέσεις τους αν επικρατούσε η παρέα του Γιόχαν Κρόιφ.

Είπαμε όμως. Περίεργοι καιροί, περίεργες μέρες, περίεργη εποχή.

Η ανατροπή έγινε από μια ομάδα με αμυντικές αρετές, «παλιομοδίτες» ποδοσφαιριστές και κεντρική ιδέα μονάχα την υπηρέτηση του ίδιου του σπορ. Όπως το παίζουν τα παιδιά, όπως το αγαπούν οι φίλαθλοι, όπως το λατρεύουν οι εραστές του.

Την μπαγκέτα την κρατούσε ένας μέσος που δεν τον γνώριζε κανένας πέραν των επαϊόντων. Μια μορφή «σοβιετικού τύπου» με παχύ μουστάκι, μακριά ρουστίκ κόμμωση και βαρύ κορμί. Το όνομά του Αντονίν Πανένκα, για τους φίλους «Τόντα».

Ένα «οκτάρι» παλιάς κοπής, απ’ εκείνα που έδιναν ρυθμό, έβγαζαν κάθετες, είχαν κοφτή τρίπλα που τη χρησιμοποιούσαν μόνο όταν το χρειάζονταν οι απαιτήσεις του αγώνα.

Γέννημα-θρέμμα της Πράγας, στα 27 του χρόνια (τάξη του 1949), δίχως πλούσια φυσικά προσόντα, απεναντίας με σώμα που ειδικά σήμερα δεν θα παρέπεμπε καν σε αθλητή.

Δεν τον έπιανε το μάτι, αλλά ήξερε πάντοτε τι πρέπει να κάνει, πότε πρέπει να πασάρει, πότε πρέπει να αλλάξει τέμπο στο παιχνίδι, πότε πρέπει να κερδίσει ή να χάσει μέτρα η ομάδα.

Τεχνίτης χωρίς να το επιδεικνύει, κατά βάση εγκεφαλικός εξ ου και ο αποκλειστικός αρχιτέκτονας του παιχνιδιού της Τσεχοσλοβακίας.

Στον ημιτελικό του Μάκσιμιρ εναντίον των Ολλανδών η έκπληξη δεν ήταν η νίκη του αουτσάιντερ με 3-1, αλλά το γεγονός ότι χρειάστηκε παράταση για να μείνουν εκτός οι «Οράνιε».

Στον άλλο ημιτελικό, ο ενθουσιασμός των Γιουγκοσλάβων τους έφερε μπροστά με 2-0 νωρίς, αλλά η υπομονή και η μεθοδικότητα των Δυτικογερμανών έφερε πρώτα το παιχνίδι στα ίσα και επίσης στην παράταση στο τελικό 2-4. «Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι που στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί».

Η ίδια αίσθηση αιωρείτο και στον τελικό του Βελιγραδίου τρεις ημέρες αργότερα, όταν το εκπληκτικό 2-0 του ξεκινήματος από την Τσεχοσλοβακία, έγινε 2-2 με τον κλασσικό, πατροπαράδοτο και επίμονο «γερμανικό» τρόπο. Μετά τα γκολ του Ντίτερ Μίλλερ και του Χούλτσενμπαϊν, οι Γερμανοί ανέκτησαν και την ψυχολογία και το μομέντουμ.

Οι Τσεχοσλοβάκοι άντεξαν, ο τελικός οδηγήθηκε στη διαδικασία των πέναλτι. Ευστοχούν όλοι, ακόμα και ο «επικίνδυνος» αμυντικός Γιούρκεμικ. Παίρνει φόρα ο Ούλι Χένες για το τελευταίο πέναλτι των Γερμανών. Η μπάλα έφυγε τόσο ψηλά και τόσο δυνατά που ακόμα αναζητείται στους δρόμους του Βελιγραδίου.

Απομένει το τελευταίο, το πιο κρίσιμο πέναλτι, το σουτ που ισοδυναμεί με έναν τίτλο. Η μοίρα θέλησε να το εκτελεί η φανέλα με το 7, ο παλιομοδίτης και αντιτουριστικός Άντονιν Πανένκα.

Ο σπουδαίος Γερμανός τερματοφύλακας Σεπ Μάγερ έχει πάρει θέση κάτω από τα δοκάρια του. Δεκάδες σκέψεις διαπερνούν το μυαλό του, δεν έχει αποφασίσει σε ποια γωνία να πέσει, θα τον οδηγήσει το ένστικτο, γιατί το πέναλτι αυτό καθ’ αυτό είναι μια βαθύτατα εσωτερική διαδικασία που πάντοτε αναδεικνύει τα ένστικτα.

Μόνο ένα πράγμα δεν μπορούσε να προβλέψει ο Μάγερ. Αυτό που συνέβη.

Αυτό το χάδι του Πανένκα, αυτή η έμπνευση της στιγμής σε τόσο κρίσιμο σημείο, με τα νεύρα τεντωμένα και την αυτοσυγκέντρωση στο ζενίθ, είναι από τις σπουδαιότερες και πιο εμβληματικές επινοήσεις στην ιστορία του ποδοσφαίρου.

Είναι ένα επίτευγμα που καταδεικνύει ότι το ποδόσφαιρο δεν έχει περιορισμούς, δεν έχει ορίζοντα, δεν θα πάψει ποτέ να είναι καλλιτεχνικός χώρος έκφρασης.

Η Τσεχοσλοβακία έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης, ο Άντονιν Πανένκα εθνικός ήρωας και η εκτέλεση του πέναλτι landmark στο διηνεκές του ποδοσφαίρου.

Στον ίδιο έφερε μια τιμητική μεταγραφή στο εξωτερικό τον καιρό που απαγορευόταν ο «εκπατρισμός».

Άφησε την αγαπημένη του Μποχέμιαν και πήγε στην Αυστρία, στη μεγάλη Ραπίντ, εκείνη την ομάδα που άγγιξε το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης στον τελικό του 1985 εναντίον της Έβερτον, επιτυχία αδιανόητη για το αυστριακό ποδόσφαιρο.

Έκλεισε μια καριέρα που θα ζήλευε κάθε σύγχρονος ποδοσφαιριστής, με τρόπαια, προσωπικές και ομαδικές διακρίσεις, καθολική αναγνώριση.

Μπορεί να μην κέρδισε χρήματα, μπορεί να μην πασπαλίστηκε ποτέ με χρυσόσκονη, αλλά θα μείνει στην ιστορία για εκείνο το πέναλτι, εκείνη τη μεγαλοφυή έμπνευση που κόπιαραν και κοπιάρουν μέχρι τις μέρες μας δεκάδες σούπερ σταρ του ποδοσφαίρου.

Πρώτος όμως το έκανε εκείνος.

Τον Οκτώβριο του 2020 πάλεψε στην κρίσιμη ηλικία των 71 ετών με τον κορονοϊό. Βρέθηκε διασωληνωμένος στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου της Πράγας, όπου τον μετέφεραν μετά τη διάγνωση και τη φροντίδα στην κλινική του Μπενέσοφ, στη γενέτειρά του.

Πήρε τεράστια δύναμη από τη θετική ενέργεια σύσσωμου του κόσμου του ποδοσφαίρου και από τα μηνύματα αγάπης που του μετέφερε η σύζυγός του, η Βλάστα όταν ανένηψε. 

Ήταν σαν ένα είδος δικαίωσης, μια επιβεβαίωση ότι όσα χρόνια κι αν πέρασαν, δεν τον ξέχασε κανείς.

Η παρακαταθήκη του είναι τόσο ισχυρή, τόσο ανεξίτηλη στο θυμικό που το δικό του πέναλτι πλέον είναι “ειδική κίνηση” στα βιντεοπαιχνίδια, ανήκει στην αιωνιότητα.

Εκεί συνειδητοποίησε ότι ακόμα κι αν φύγει, στην πραγματικότητα δεν θα φύγει ποτέ.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This