Επιλογή Σελίδας

Τα 70 από τα 81 του χρόνια τα πέρασε στα γήπεδα, ως παίκτης ή προπονητής. Ήξερε μπάλα όσο λίγοι, κι ας είχε παραδώσει μαθήματα τακτικής με άδεια μπουκάλια μπίρας ή με… κεφτέδες – εξ’ ου και τα αμίμητα: «ρε σεις, ποιος έφαγε… τον Αναστόπουλο;» ή το «γκαρσόν, παίκτες!». Από το 1969 έως το 2004 κάθισε στον πάγκο δεκάδων ελληνικών ομάδων. Εάν δεν πέτυχε όσα μπορούσε, έφταιγε ο εκρηκτικός, ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του. Ήταν ντόμπρος και αυθόρμητος. Ήταν λαϊκός κι αυθεντικός. Μια από τις πιο cult φυσιογνωμίες του ελληνικού ποδοσφαίρου. Εκκεντρικός, αλλά και δημοφιλής. Ο Νίκος Αλέφαντος ήταν… «τα πάντα όλα», για να θυμηθούμε μια από τις πιο διάσημες «ατάκες» του.

Γεννήθηκε 3 Ιανουαρίου 1939 και πέρασε όλη του τη ζωή στα Εξάρχεια. Εκεί, στον Αστέρα Εξαρχείων, έκανε τα πρώτα του βήματα ως ποδοσφαιριστής (το 1949, σε ηλικία 10 ετών), αλλά και ως προπονητής (1969). Ηταν μεσοεπιθετικός και δεινός σκόρερ. Έπαιξε και στον αγαπημένο του Ολυμπιακό (ένα ματς πρωταθλήματος, το 1958-1959), στον οποίο επέστρεψε ως προπονητής τρεις φορές μέσα σε 20 χρόνια (1983, 1994, 2004). Εργάστηκε σε δεκάδες ομάδες (μεταξύ άλλων, στην ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ, τον Πανιώνιο, τη Λάρισα και τον ΟΦΗ). Ωστόσο, σε καμία δεν ευτύχησε να στεριώσει για περισσότερους από μερικούς μήνες. Από την Καστοριά (1978) παραιτήθηκε έπειτα από μόλις έναν αγώνα. Από τον Φωστήρα (2002), τρεις ώρες μετά την πρόσληψή του.

Την προπονητική δεν τη σπούδασε. Ήταν αυτοδίδακτος. Αλλά, η αλήθεια είναι ότι πάντοτε προσπαθούσε να ενημερώνεται για τις νέες τάσεις. Παρακολουθούσε για μερικές εβδομάδες, με δικά του έξοδα, τη δουλειά σπουδαίων ξένων τεχνικών, όπως ο Βαϊσβάλερ, ο Χάπελ, ο Μενότι, ο Λίπι, ο Σάκι, ο Αντσελότι, ο Μπέαρζοτ. Καυχιόταν γι’ αυτό: «Έχω πάει στο εξωτερικό για σεμινάρια. Ποιος άλλος από τους πρωτοκλασάτους προπονητές το έχει κάνει; Κανείς. Μόνον ο Αναστόπουλος. Οι άλλοι δεν πάνε, ούτε μέχρι τα Πατήσια». Θαύμαζε τον Ζοσέ Μουρίνιο. Τον θεωρούσε ως τον καλύτερο στον κόσμο.

Καυχιόταν, ότι κανένας Έλληνας προπονητής δεν ήξερε το ποδόσφαιρο, όσο εκείνος. Σε έναν δημοσιογράφο, που έκανε το λάθος να τον αμφισβητήσει, το είπε με τον δικό του, μοναδικό τρόπο: «Στα εξηγώ ωραία; Μάθε μπαλίτσα. Βρε, μάθε μπαλίτσα από τον άρχοντα». Κι όμως, αυτή του την έπαρση κανένας δεν την παρεξηγούσε. Γιατί όλοι τον αποδέχονταν ως αυθόρμητο και αυθεντικό. Ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου – τι να λέμε τώρα; (που θα ‘λεγε κι ο ίδιος).

Ήταν… φόλα Ολυμπιακός. Όπως είχε πει, «στον Παναθηναϊκό δεν θα πήγαινα ποτέ. Εδώ πήγα στον Παναργειακό, και επειδή είχαν πράσινες εμφανίσεις, δεν μπορούσα να κάνω προπόνηση. Τους παράτησα κι έφυγα». Αλλά η μοίρα τα ‘φερε έτσι, ώστε και τις τρεις σεζόν που εργάστηκε στον Ολυμπιακό, ο Παναθηναϊκός κατέκτησε τον τίτλο. Η τελευταία φορά (2004) τον «σημάδεψε». Στο ντέρμπι της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, το οποίο θα έκρινε τον πρωταθλητή, ο κορίνθιος ρέφερι, Γιώργος Δούρος, έκανε λάθος στη φάση της αποβολής του Ζιοβάνι (έπρεπε να αποβάλει και τον Σωτήρη Κυργιάκο, καταλογίζοντας πέναλτι υπέρ του Ολυμπιακού) και το τελικό 2-2 χάρισε τον τίτλο στον Παναθηναϊκό. «Η κλοπή του αιώνα, κυρία Στάη μου», παραπονιόταν στη γνωστή δημοσιογράφο.

«Γιατί δεν βγαίνει ο κύριος Δούρος να μιλήσει; Είναι ζήτημα ζωής για μένα. Γιατί δεν βγαίνει στο τηλέφωνο; Τι ψυχή θα παραδώσει; Έχασα τη δουλειά μου εξ’ αιτίας του. Βγες από την Κόρινθο, να μιλήσεις με τον Αλέφαντο. Εάν δεν ήταν αυτός ο… καταραμένος, θα είχα πάρει το πρωτάθλημα, θα ήμουν ακόμα στην ομάδα», έλεγε και ξανάλεγε. «Με πονάει που δεν είμαι στον Ολυμπιακό και λέω μέσα μου. Ρε Θεέ, άντερα δεν έχεις; Εμένα βρήκες να καταστρέψεις, τον φουκαρά τον Αλέφαντο;». Έπειτα από εκείνο τον Μάιο του 2004, δεν δούλεψε ξανά.

Στην

Τα είχε βάλει με πολλούς, χωρίς φόβο αλλά με πάθος:

«Πού πας ρε Κωστέα – Γείτονα (Τάκης Λεμονής) με τις ζώνες – νεροζούμια στην Ευρώπη; Οι ζώνες είναι μόνο για τα παντελόνια».

«Καλύτερος έλληνας προπονητής ο Αναστασιάδης; Ελα μωρέ με τον… κομμωτή. Που μου παίρνει τους παίκτες και τους πάει στους παπάδες… Να έχεις, δηλαδή, τον Ραούλ στην ομάδα και να τον πηγαίνεις στο Αγιο Όρος; Δεν γίνονται αυτά, ρε».

«Ο Γκώνιας με αυτό το κούρεμα είναι για εισπράκτορας στα τρόλεϊ».

«Ο Παράσχος έχει πρηστεί από τους μουσακάδες».

«Ποιος Χιώτης; Χιώτης ήταν ένας κι έπαιζε μπουζούκι για τη Μαίρη Λίντα. Δεν το βλέπεις; Είναι κοντός».

«Τον Ζαγοράκη, αν τον τινάξεις, θα πέσουν φραγκοδίφραγκα. Ο ΠΑΟΚ θέλει πρόεδρο με λεφτά».

«Ο Κωφίδης δεν είναι προπονητής, αυτός είναι να βάζει καμιά πλάκα να χορεύουν οι νέοι στα κλαμπ».

Εάν ήθελες να τον… κουρδίσεις, του έλεγες για τον Καρπετόπουλο, τον Πανούτσο (που τον αποκαλούσε Πανούση) και τον Νικολακόπουλο (τους δημοσιογράφους), ή για τον Μπάγεβιτς και τον Σάντος.

«Έλα μωρέ τώρα με την απάτη τον Σέρβο τον πορτοφολά, που μου τον κάνατε προπονηταρά εσείς οι δημοσιογράφοι. Ο Μπάγεβιτς παίρνει τους γρήγορους κι εγώ δουλεύω με ντακότες, γκαζοζέν και σκατοδοχεία με ποδαράκια. Εγώ έχω τον Καραπιάλη, που βρίσκει ο κώλος του στο χόρτο. Δώσε μου, ρε, μια ομάδα να του βάλω τρία μέσα – έξω, να στρώσει».

«Ο Σάντος… κοίταξε να δεις, ο Σάντος είναι ένας άνθρωπος ο οποίος εργάζεται, αλλά στον πάγκο… Μπορεί να ‘χουνε μπει οι Τούρκοι στην Ελλάδα κι αυτός να ξυπνήσει το Μεγάλο Σάββατο».

Αυτοί που του έδωσαν δουλειά, δυο φορές μάλιστα, δεν κινδύνευαν από το στόμα του.

«Στη Μίλαν να ήμουν και να είχα την ομάδα πρώτη, θα έσπαγα το συμβόλαιο να έρθω στον Ολυμπιακό. Γιατί τέτοιος πρόεδρος σαν τον Κόκκαλη, δεν έχει περάσει από ελληνικού εδάφους. Ούτε από Μπαρτσελόνα και Ρεάλ. Μόνο με τον Μπερναμπέου μπορώ να τον συγκρίνω και με κάνα δυο της Ίντερ και της Μίλαν».

Κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς του έμειναν ως ποδοσφαιρικοί όροι. «Ο Προτάσοφ; Άντε μωρέ με την Τιτίκα». «Τόζερ, άλλη τιτίκα κι αυτή…». Μπορεί στον Αλέφαντο να άρεσαν οι φαντεζί παίκτες, όμως τους ήθελε μαχητές.

Τα ξένα ονόματα, τα… σκότωνε. Το highlight του ήταν ο… Αρνής (Ανρί). Όχι πως τα ελληνικά τα μιλούσε… Μπαμπινιώτικα:

«Να ξέρετε ότι η Βραζιλία βγάζει μπαλαδόρους, αλλά η Ιταλία βγάζει μαρκαδόρους (παίκτες που μαρκάρουν)».

«Ο Αμανατίδης πρέπει να πάει Εθνική. Είναι μεγάλος μαντουμαδόρος και μεγάλη πρεσαδούρα».

«Δεν έχει τελειώσει ο Αλέφαντος. Θα επανέλθω… δριμύτριος».

Στις προβλέψεις του δεν έπεφτε πάντοτε μέσα…

«Καλώς τα παιδιά, καλώς τα 3-0». Ο ΠΑΟΚ κατέβαινε στην Αθήνα για να παίξει με τον Ολυμπιακό και ο Αλέφαντος είχε μαντέψει πως θα φάει τρία γκολ. Αλλά ο «Δικέφαλος» έφυγε από τη Ριζούπολη με τη νίκη.

«Ποια Λίβερπουλ; Δεν υπάρχει Λίβερπουλ (εκείνη τη σεζόν κατέκτησε το Champions League…)».

…Αλλά και δεν δυσκολευόταν ν’ αλλάξει γνώμη, άμα χρειαστεί:

«Ο Σαλπιγγίδης και οι τάπες αυτές, να έχεις υπόψη σου, δεν υπάρχουν στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο… Πεθάνανε οι ένα και δεκαπέντε. Ν’ ακούς τον Αλέφαντο τι σου λέει». Κι έπειτα: «Ο Σαλπιγγίδης είναι γρήγορος, δυνατός, εκπληκτικός. Το δε τελείωμά του στο γκολ, ήταν πλασέ μεγάλου παίκτου».

Ενίοτε, άλαζε γνώμη περισσότερες από μία φορά: «Ο Μπόρχα θα… ξεκωλιάσει τα αντίπαλα σέντερ μπακ». «Ποιος Μπόρχα, μωρέ; Δεν ξέρει μπάλα, δεν βλέπεις;». «Ο Μπόρχα μπορεί να γίνει μεγάλο σέντρε μπακ. Δεν βλέπεις τι κορμιά έχουνε αυτοί οι μαύροι; Πέντε τούμπες κάνουνε στον αέρα».

Είχε γνώμη για όλα, όχι μόνο για το τόπι.

«Από τους δημοσιογράφους των δελτίων βλέπω Στάη, γιατί είναι καλός άνθρωπος. Και τον Χατζηνικολάου βλέπω, αλλά αυτός έχει ένα κακό: γλείφει τον από πάνω και σκοτώνει τον από κάτω. Με τον Ευαγγελάτο κόψαμε το φαΐ. Θα πεθάνουμε από την πείνα με αυτά που βγάζει. Όταν αρχίζει η εκπομπή του (Αποδείξεις), κλείνω την τηλεόραση».

«Ο Χριστόδουλος είναι ο γίγαντας της Ορθοδοξίας. Ο άλλος, ο Ζακύνθου, είναι… άσε να μη σου πω. Πιστεύω κάργα στον Θεό. Αλλά όχι… Αγιον Ορος και σαχλαμάρες. Τι να κάνω στο Αγιον Ορος; Να βλέπω τους παπάδες να…; Ο Χριστός δεν ήταν σαν τα μούτρα τους. Ο Χριστός ήταν ωραίος. Και να πήγε με τη Μαγδαληνή, τι έγινε; Είναι ωραίο να πηγαίνει ο άνδρας με τη γυναίκα. Ο άνδρας με τον άνδρα δεν είναι ωραίο».

«Ο Καραμανλής; Δεν είχε κολλήσει ούτε ένα ένσημο πριν να γίνει βουλευτής».

Είτε συμφωνούσες είτε διαφούσες με όσα έλεγε, μιλούσε μια γλώσσα λαϊκή, που άρεσε στον κόσμο. Γι’ αυτό και οι τόσο συχνές εμφανίσεις του στα ΜΜΕ, γι’ αυτό και οι διαφημίσεις που είχε κάνει. Το 1983 «Τα παιδιά από την Πάτρα» κυκλοφόρησαν δίσκο που περιείχε ένα τραγούδι αφιερωμένο σε ‘κείνον. «Γεια σου ρε Αλέφαντε, είσαι παλικάρι». Εξυμνεί τον χαρακτήρα του και αναφέρεται στις αδικίες που είχε υποστεί.

Είχε παρεκτραπεί ανεπίτρεπτα. Δυο φορές «θυμήθηκε» ότι υπήρξε και πρωταθλητής στην πυγμαχία. Το ένα θύμα του ήταν ο δημοσιογράφος Γιώργος Βενετούλιας, που του είχε ασκήσει κριτική για την απόφασή του να κάνει αλλαγή τον Θωμά Μαύρο σε αγώνα με τον Απόλλωνα Καλαμαριάς, το 1987. Το άλλο, ο συνάδελφός του Λάκης Πετρόπουλος. Τον γρονθοκόπησε τον Οκτώβριο του 1986.

Είχε κάνει και φυλακή, το 1979. Έμεινε είκοσι πέντε μέρες στο Γεντί Κουλέ. Όπως ανέφερε ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του -«Νίκος Αλέφαντος, Τα Πάντα Όλα»-, ως προπονητής του ΠΑΣ Γιάννινα είχε ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη για να αγωνιστεί με τον Ηρακλή. Οι γηπεδούχοι σκόραραν πρώτοι, ο ΠΑΣ ισοφάρισε και τότε ο Αλέφαντος γύρισε προς την εξέδρα και φώναξε: «Άντε γαμηθείτε, δεν έχετε ομάδα, ρε! Γαμώ την ομάδα σας». Μόλις βγήκε από το γήπεδο, συνελήφθη. Η ομάδα του τον παράτησε στο Τμήμα, πήρε το πούλμαν κι έφυγε για τα Γιάννενα.

Μέχρι και στα 81 του, γυμνάζόταν στον ελεύθερο χρόνο του. Επέβλεπε την προπόνηση του εγγονού του, που φέρει το όνομά του. Εάν τον πετυχαίνατε να κυκλοφορεί μέσα στο καταχείμωνο με το γνωστό κόκκινο μπλουζάκι, δε νεάνιζε. Απλώς, ήταν προληπτικός – το παραδέχτηκε και στο βιβλίο του. Τον έκανε, λέει, να αισθάνεται σαν ταύρος. Αν το ακολουθούσες, το πιθανότερο ήταν να καταλήξει σε κάποιο καφενείο, για μια ακόμη διάλεξη για το ποδόσφαιρο.

Πηγή: Protagon

Pin It on Pinterest

Shares
Share This