Του Νίκου Παπαδογιάννη
Μετά τον διπλό ελληνικό θρίαμβο του 1987 στο Φάληρο και τις τέσσερις απανωτές ήττες που ακολούθησαν στα χρόνια του Ντράζεν (1988-90), η εδραιωμένη στο διεθνές στερέωμα και μόνιμα φιλόδοξη Εθνική μας αντιμετώπισε την όχι πια ενωμένη Γιουγκοσλαβία σε έξι περιπτώσεις:
Στον πρώτο γύρο του Ευρωμπάσκετ 1995 στο ΟΑΚΑ έχασε με 84-80 στην παράταση (Ρεντζιάς 17, Αγγελίδης 16), σπαταλώντας διαφορά 10 πόντων στο δεύτερο ημίχρονο και μία τελευταία επίθεση στην οποία ο Παταβούκας έμεινε με τη μπάλα στα χέρια (72-72). Ο Ζάρκο Πάσπαλι πέτυχε το καθοριστικό καλάθι για την ομάδα των Ίβκοβιτς-Ομπράντοβιτς.
Στον ημιτελικό του ίδιου Ευρωμπάσκετ, δέκα μέρες αργότερα, ηττήθηκε με 60-52 (Φασούλας 14). Εάν είχε καλύτερο ποσοστό στις βολές (8/19), μάλλον θα κέρδιζε. Την επόμενη μέρα, οι Γιουγκοσλάβοι αναδείχθκαν πρωταθλητές Ευρώπης στον περίφημο «Λιέτουβα-Λιέτουβα» τελικό. Τη συμπεριφορά του αθηναϊκού κοινού τη φέρουν βαρέως μέχρι σήμερα.
Στην πρεμιέρα των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα, σε ένα μικρό γηπεδάκι κάποιου κολεγίου, όπου η μετέπειτα φιναλίστ Γιουγκοσλαβία νίκησε δύσκολα την ταραγμένη Εθνική μας με 71-63 (Φασούλας 21). Σε όλους τους αγώνες που προαναφέρθηκαν, προπονητής ήταν ο συγχωρεμένος Μάκης Δενδρινός. Συνήθως ήρεμος σαν Βούδας.
Στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ 1997 στη Βαρκελώνη, όπου οι «πλάβι» νίκησαν σχετικά εύκολα με 88-80 την έως τότε αήττητη σε 7 αγώνες Εθνική μας (Κορωνιός 14). Στη σκακιέρα των πάγκων αναμετρήθηκαν ο Ομπράντοβιτς με τον πρωτάρη Γιαννάκη, ενώ ο Ίβκοβιτς ήταν αφ’ υψηλού εκλέκτωρ και τεχνικός σύμβουλος του κουμπάρου του.
Στον δεύτερο γύρο του Μουντομπάσκετ 1998 στην Αθήνα 56-70 (Αλβέρτης 23), όπου η Εθνική μας έκανε κακή εμφάνιση και ηττήθηκε κατά κράτος, σε αγώνα πάντως που δεν την έκαιγε ιδιαίτερα, αφού είχε εξασφαλισμένη την πρόκριση στα προημιτελικά. Η Γιουγκοσλαβία κάλπαζε προς την κατάκτηση του παγκόσμιου τίτλου με αφεντικό τον Ομπράντοβιτς και νίκη επί της Ρωσίας στον τελικό.
Στον ημιτελικό της ίδιας διοργάνωσης, στο ΟΑΚΑ, όπου χάθηκε κολοσσιαίων διαστάσεων ευκαιρία για παγκόσμιο μετάλλιο, που μπορεί να ήταν και χρυσό. Η Γιουγκοσλαβία κέρδισε στην παράταση με 78-73 (Μποντιρόγκα 31 – Οικονόμου 25, Κορωνιός 19), μολονότι η Εθνική μας προηγήθηκε με 48-36 στα μισά του β’ ημιχρόνου μπροστά σε 20.000 κόσμο. Η μορφή του αγώνα άλλαξε όταν οι Έλληνες διεθνείς βάλθηκαν να ροκανίζουν τον χρόνο με επιθέσεις 27-28 δευτερολέπτων. Το προβάδισμα χάθηκε για πρώτη φορά στο 39ο λεπτό και η Εθνική είχε 46% στις βολές.
Μηδέν στα έξι. Έξι βραδιές γεμάτες τραύματα. Δέκα αν συνυπολογίσουμε τις συντριβές στο Ντεν Μπος (87-103), στο Ζάγκρεμπ (68-103, 77-98) και στο Μπουένος Άιρες (67-77).
Από την προηγούμενη νίκη μέχρι την επόμενη, συμπληρώθηκαν 16 χρόνια γεμάτα ελληνικές ήττες και σαρδόνια γιουγκοσλαβικά χαμόγελα.
Ημουν παρών σε όλα ανεξαιρέτως τα παιχνίδια για τα οποία μίλησα πιο πάνω αναλυτικά, όπως και στα προηγούμενα, αλλά και στα επόμενα που έσπασαν τον κύκλο των αποτυχιών: Στοκχόλμη 2003, Γρανάδα 2007, Κάουνας 2011.
Και θυμάμαι ξεκάθαρα ότι, πέρα από τη σκασίλα, τις ήττες συνόδευε ως σάουντρακ ένα κοινό τροπάριο. Η, σε απίστευτη ένταση, γκρίνια της ελληνικής πλευράς για τη διαιτησία.
Με άλλα λόγια, οι κατάρες για τον Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς!
Μάλιστα, η συνωμοσιολογία ξεκινούσε προκαταβολικά.
Πριν τον ημιτελικό του 1995, μας έφταιγε η FIBA επειδή όρισε διαιτητικό δίδυμο από την αμερικανική ήπειρο (τον Αμερικανό Τόλιβερ και τον Πορτορικάνο Φιγκερόα), μαθημένους στο αλα-ΝΒΑ μπάσκετ Γιουγκοσλάβων αστέρων όπως ο Ντίβατς.
Στο αντίστοιχο ραντεβού μεταλλίου του 1998, κατηγορήσαμε την ίδια FIBA ότι επέλεξε δύο διαιτητές που -πράγματι- ηδονίζονταν να πηγαίνουν κόντρα στην έδρα (Μπετανκόρ, Κατσάρο).
Και ούτω καθ’ εξής. Οι διαμαρτυρίες ξεκινούσαν από το πρώτο δευτερόλεπτο και ολοκληρώνονταν με την κόρνα της λήξης ή πολύ αργότερα.
Για όλες τις μεγάλες ήττες του ελληνικού μπάσκετ εκείνη την παράξενη δεκαετία των 4ων θέσεων (που τις κοιτάζαμε στα δόντια και τις βαφτίζαμε «αποτυχίες»), το ανάθεμα φορτωνόταν εξ ολοκλήρου στην πανούργα FIBA και στον …Δρακουμέλ Στάνκοβιτς.
Εμείς; Εμείς δεν φταίγαμε ποτέ. Πάντοτε οι κακοί ξένοι ευθύνονταν, που μας την έχουν στημένη από καταβολής του ελληνικού κράτους.
Οι ξένοι, βλέπετε, τραβούσαν τα χέρια των Ελλήνων παικτών και τους έκαναν να σουτάρουν βολές με ποσοστό κάτω από 50 τοις εκατό.
Οι ξένοι έδωσαν εντολή να ροκανίσουμε τα δευτερόλεπτα στο +12 του ημιτελικού του 1998.
Οι ξένοι έβαλαν τους θεατές να βλέπουν σιωπηλοί τα ματς του 1995 «μασουλώντας πατατάκια» όπως δήλωσε ο Παναγιώτης Φασούλας («αισθανόμασταν σαν να παίζαμε εκτός έδρας»).
Οι ξένοι έβαζαν τρικλοποδιές στους παίκτες του ΠΑΟΚ, με αποτέλεσμα να ηττηθεί η ομαδάρα του από τη Μπένετον στο φάιναλ-φορ του 1993 στο Φάληρο.
Οι ξένοι κράτησαν τον Ολυμπιακό 8 λεπτά άποντο και το χρονόμετρο σταματημένο στον τελικό του Τελ Αβίβ.
Πώς είπατε; Δεν έχουν σχέση με την Εθνική τα παραπάνω;
Ναι, αλλά εμείς πάλι τον Στάνκοβιτς και το σέρβικο λόμπι κατηγορήσαμε για το στραπατσάρισμα. Αυτόν ξέραμε, αυτόν (δεν) εμπιστευόμασταν.
Στις νίκες, βέβαια, χαμογελούσαμε πονηρά και κλείναμε το μάτι στον Στάνκοβιτς και στους αυλικούς του. Τότε κερδίζαμε με την αξία μας. Σχεδόν.
Ούτε η Εθνική ευνοήθηκε στο Ευρωμπάσκετ του ’87 και στον ημιτελικό του ’89, ούτε ο Παναθηναϊκός στον ευρωπαϊκό τελικό του ’96 ούτε ο Ολυμπιακός στη θλιβερή ιστορία με την ΤΣΣΚΑ ούτε ο Άρης στο Τορίνο ούτε ο ΠΑΟΚ στη Γενεύη ούτε κανένας.
Αλίμονο, εμείς είμαστε οι κατατρεγμένοι της οικουμένης, όχι οι χειρούργοι.
Εάν ρωτήσετε παραέξω, βέβαια, σε κάτι Σλοβενίες και σε κάτι Πορτορίκα και σε κάτι Ρωσίες, θα ακούσετε φριχτά παράπονα ξένων για τις διαιτησίες αγώνες ελληνικών ομάδων (και για την ατιμωρησία όποτε επικρατούσαν συνθήκες ζούγκλας), ιδίως στα χρόνια της δυαρχίας Στάνκοβιτς-Βασιλακόπουλου.
Για να δανειστώ αλεφάντεια διάλεκτο, τότε έρρεε το αίμα των ξένων ομάδων ποτάμι.
Ας σοβαρευτούμε, λοιπόν.
Μπορεί οι «Γιούγκοι» να αποσπούσαν σκόρπια χαμόγελα και κλεισίματα του ματιού από τον συμπατριώτη τους που επί 26 χρόνια καθόταν στον γραμματειακό θώκο της FIBA, αλλά οι πρώτοι που ευθύνονταν για το κακό τους το ριζικό ήταν εκείνοι που φορούσαν το καπέλο του αδικημένου πριν ακόμη γίνει το τζάμπολ.
Όταν αισθάνεσαι χαμένος από χέρι, το πιθανότερο είναι να χάσεις. Όχι μόνο από τον αντίπαλο, που υπενθυμίζω ότι τότε ήταν πανίσχυρος, αλλά και από τον ίδιο σου τον εαυτό.
Και, για να τελειώνουμε με αυτό το αστείο, υπάρχουν άλλοι που αυτοδικαίως έχουν προτεραιότητα μπροστά στο κυτίο των χασαποσέρβικων παραπόνων.
Οι Λιθουανοί χαντακώθηκαν αγρίως στον εν Αθήναις ευρωπαϊκό τελικό του 1995 απέναντι στα «παιδιά του πολέμου», ενώ οι Αργεντινοί έπεσαν θύματα κλοπής κάτω από τα φώτα των προβολέων στον παγκόσμιο τελικό του 2002 στην Ιντιανάπολις.
Δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση, αλλά και στις δύο περιπτώσεις ο ένας από τους (δύο) εντεταλμένους από τη FIBA διαιτητές ήταν Έλληνας και μάλιστα ο ίδιος. Ο Νίκος Πιτσίλκας.
Ο Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς αποχαιρέτησε αυτόν τον μάταιο κόσμο στις 20 Μαρτίου 2020 πλήρης ημερών, στα 94 χρόνια.
Ήταν ο «άνθρωπος μπάσκετ» της από δω ακτής του Ατλαντικού για μισό αιώνα σχεδόν και άφησε τη σφραγίδα του, σε ένα άθλημα που ξεκίνησε σαν αλητάκι στα αλώνια του παγκόσμιου αθλητισμού και λίγο λίγο έγινε αστραφτερό σαλόνι, με την ελληνική σημαία να δεσπόζει στην οροφή του.
Αμφιβάλλω αν θα γινόμασταν ποτέ αυτοί που είμαστε, χωρίς την αιγίδα του Στάνκοβιτς που άλλωστε υπήρξε μέγας φιλέλλην και μόνιμος κάτοικος Βάρκιζας μετά την αποστρατεία του.
Πηγή: Gazzetta