Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Οι Ιταλοί μελωδικά, όπως σχεδόν κάθε τι, το απέδωσαν με μια καινοφανή στην γλώσσα τους λέξη, της οποίας η γέννηση ανάγεται στις αρχές του 16ου αιώνα: «sprezzatura».

Η ευκολία, σχεδόν στα όρια της απάθειας, με την οποία κάποιος καταφέρνει να κρύψει όλη την τέχνη, όλη τη μαεστρία, όλη την ικανότητα σε ό,τι κάνει, λέει, πετυχαίνει, δείχνοντας σαν να μην καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια, κανέναν απολύτως κόπο. Επίθετο δεν υπάρχει, για να χαρακτηρίσει όποιον διέπεται από αυτήν την ικανότητα, μα ποδοσφαιρικά ίσως και να μην χρειάζεται, αφού υπάρχει καθρέφτισμα σε ονοματεπώνυμο:

Ρουί Μανουέλ Σέζαρ Κόστα ή, όπως έμεινε στα κιτάπια της ιστορίας, απλώς Ρουί Κόστα.

Το «Σέζαρ» περισσότερο το χρησιμοποίησαν -και ακόμη το κάνουν- οι Λουζιτανοί, οι οπαδοί της πρώτης του ομάδας, της Μπενφίκα, όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, θέλοντας επιπρόσθετα να αναδείξουν το μεγαλείο του, αλλά κυρίως να τον τοποθετήσουν ευδιάκριτα στο βάθρο των κορυφαίων που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα των «αετών»«Ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ». Ο δικός τους «Θεός», αυτός του «Da Luz», ήταν ο Εουσέμπιο και πάντα σε αυτόν αποδίδονταν τα πρώτα και κυριότερα. Μα στο πρόσωπο, στα… πόδια του Ρουί Κόστα βρήκαν και «Καίσαρα», ώστε να αποδώσουν -ιστορικά- τα ανάλογα δέοντα.

Φωνή «Θεού»

Οι δυο τους, Εουσέμπιο και Ρουί Κόστα, συνδέονται. Μοναχοπαίδι -ο ίδιος έχει παραδεχτεί πως δεν απέκτησε αδέρφια, επειδή δεν υπήρχε η δυνατότητα ανατροφής τους- μικροαστικής οικογένειας, γεννημένος και μεγαλωμένος στη Νταμάια, μια συνοικία της Αμαδόρα, ένα πυκνοκατοικημένο προάστιο (το περισσότερο σε ολόκληρη την Πορτογαλία, ουσιαστικά τόσο, ώστε να αποτελεί μια πόλη από μόνο του) της Λισαβόνας. Κακοτράχαλο, σκληρό σε φήμη και καθημερινότητα, μεροκαματιάρηδες οι γονείς, οι οποίοι μοιράζονταν το σπίτι τους με το παντοπωλείο του θείου του.

Ταπεινότητα το πρώτο που κληροδότησε (οι γονείς του, εδώ και χρόνια, θα μπορούσαν να μένουν, όπου ήθελαν σε ολάκερη τη χώρα, αλλά επέλεξαν να ζουν, όταν απέκτησαν την άνεση, στο Αλφαγκρίντε, μια “τζούρα” δρόμο από τη Νταμάια), μια μπάλα το δεύτερο και η λατρεία για την Μπενφίκα το τρίτο.

Τα δύο τελευταία συνδυάστηκαν, όταν ο μπάρμπας του βαρέθηκε να μαζεύει τα σπασμένα από το μαγαζί του, επειδή ο πιτσιρίκος κλωτσούσε -ακόμα και εκεί- το τόπι, στέλνοντας τον, στα εννιά του χρόνια, σ’ ένα δοκιμαστικό που έκαναν οι Λουζιτανοί στην περιοχή.

Για δέκα λεπτά, χάνεται μέσα στον χαμό αλαφιασμένων μπομπίρων που άτακτα και ασύντακτα κυνηγούν ο ένας τον άλλον και όλοι τους μια μπάλα, αδιαφορώντας προφανώς για την κρίση του «Θεού» (Εουσέμπιο), ο οποίος παρακολουθούσε όχι από ψηλά, αλλά πίσω από έναν φράκτη.

Εκεί, λοιπόν, στο δεκάλεπτο, παίρνει την μπάλα, αποφεύγει δύο αντιπάλους μεμιάς, κάνοντας μια λόμπα πάνω από τα κορμιά τους και, πριν αυτή προσγειωθεί, αλλάζει κατεύθυνση κοντρολάροντας και, έτσι, αφήνοντας σύξυλους άλλους τρεις, βγαίνει μόνος του φάτσα με το τέρμα. Δεν πρόλαβε ούτε να σουτάρει. Θείο σημάδι ό,τι προηγήθηκε, ανάλογη και άμεση η απόκριση.

Φωνή «Θεού» ηκούσθη. Ο Εουσέμπιο, ουρλιάζοντας δυνατότερα από όλα τα πιτσιρίκια μαζί, μπαίνει τρέχοντας στο γήπεδο, διακόπτει το παιχνίδι και παίρνοντας τον Ρουί Κόστα… αγκαλιά, τον πηγαίνει αμέσως να τον εντάξει στα τσικό της Μπενφίκα, έχοντάς τον έκτοτε υπό την προστασία του, έστω και αν χρειάστηκε να του δείξει πρώτα την οργή του.

Στην πρώτη προπόνηση, ο -εννιάχρονος- Κόστα κάνει κάποιο λάθος. Αντιδράει, ξεστομίζοντας μια βρισιά, την οποία για κακή του τύχη ο Εουσέμπιο ακούει. Διακόπτει την προπόνηση και τον διώχνει κακήν κακώς. Ο μικρός τη θεία (κατα)δίκη προφανώς την άντεχε. Την πατρική, όμως, όχι. Και έτσι, για να μην την υποστεί και από τον πατέρα του, ο οποίος καμαρωτός βρίσκονταν στην εξέδρα, για να δει τον γιο του για πρώτη φορά με φανέλα της Μπενφίκα, αρχίζει και κουτσαίνει, αποχωρώντας από το γήπεδο, μόνο και μόνο για να του δείξει πως βγήκε λόγω τραυματισμού.

Στην κορυφή του κόσμου

Η Μπενφίκα γρήγορα μετατρέπεται από πάθος -οικογενειακό, γονιδιακό- σε εμμονή.

Στα 16 του χρειάζεται να νοσηλευτεί, λόγω μιας επέμβασης σκωληκοειδίτιδας. Εκείνο το βράδυ, όμως, κατά το οποίο έπρεπε να διανυκτερεύσει στο νοσοκομείο, οι «αετοί» αντιμετώπιζαν την Στεάουα στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Ο ασθενής που βρισκόταν μαζί του στο ίδιο δωμάτιο, έπαιρνε εξιτήριο. Τον πείθει να αλλάξουν φακέλους και ταυτότητες, προκειμένου να μπορέσει αυτός να βγει από το νοσοκομείο, μόνο και μόνο για να παρακολουθήσει το παιχνίδι. Το έκανε, φυσικά, πανηγυρίζοντας τη νίκη (2-0), κάνοντας εμετό κάθε φορά, όταν άνοιγε το στόμα του.

Η αλήθεια είναι πως τότε περισσότερο ήταν οπαδός, παρά κάποιος που ξεχώριζε στο γήπεδο. Τελείως διαφορετικές εποχές, τόσο για την Μπενφίκα, όσο και εν γένει το πορτογαλικό (και όχι μόνο) ποδόσφαιρο. Δεν υπήρχε αυτή η προσοχή στις ακαδημίες, αυτή η βαρύτητα που πλέον δίνεται (ειδικά στους Λουζιτανούς), δεν είχε ανακαλυφθεί -ούτε εντός club, ούτε από τα λογιών-λογιών αρπακτικά του εξωτερικού- το χρυσωρυχείο, αγωνιστικά και οικονομικά, το οποίο κρύβεται στη συστηματική διαχείριση και ανάδειξη του γηγενούς ποδοσφαιρικού ταλάντου. Έτσι, -η αλήθεια είναι πως- ακολουθούταν περισσότερο συμβατικές τακτικές και μεθοδολογία.

Με την ενηλικίωση του, λοιπόν, στέλνεται δανεικός στη Φάφε, για να πάρει μια πρώτη γεύση επαγγελματισμού. Πλήγμα στον εγωισμό, χτύπημα στην ψυχολογία, πόνος στην καρδιά: «Έκλαιγα, μόλις είδα την ανακοίνωση. Μου είπαν απλώς πως θα πάω να παίξω δανεικός εκεί. Χωρίς καμία άλλη εξήγηση». Τετρακόσια χιλιόμετρα μακριά από τη Λισαβόνα πήγε, “σκασιαρχείο α-λα νοσοκομείου”, συνεπώς, δεν προβλεπόταν και εκ των πραγμάτων δεν ήταν και βολικό. Αρκέστηκε σε εκ του μακρόθεν πανηγυρισμούς, για την κατάκτηση του Πρωταθλήματος από την Μπενφίκα (1991), κερδίζοντας και αυτός το πρώτο του μερίδιο αναγνώρισης, τα πρώτα του λεπτά διασημότητας με τον προβιβασμό της Φάφε στη δεύτερη κατηγορία.

To σημείο καμπής, όμως, η απαρχή της ριζικής αλλαγής (όχι μόνο της δικής του καριέρας ή του τρόπου, με τον οποίον τον είδαν και τον αντιμετώπισαν οι Λουζιτανοί, αλλά ολόκληρης της κοσμοθεωρίας του πορτογαλικού ποδοσφαίρου) ήρθε εκείνο το καλοκαίρι.

Με την «geração dourada», την “χρυσή γενιά” του, αυτήν που -οριστικά και αμετάκλητα- έστρωσε τον δρόμο για τις επόμενες, αναδιατάσσοντας φιλοσοφία, προτεραιότητες, στιλ, τα πάντα που -σε αυτές τις τρεις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει- ευκρινώς πλέον συνιστούν το θεωρητικό και πρακτικό πλαίσιο της πορτογαλικής σχολής ποδοσφαίρου. Σχολής στο κάθε τι. Εντός και εκτός γηπέδου. Σε ποδοσφαιριστές, προπονητές, ατζέντηδες, ακαδημίες, επαγγελματικούς συλλόγους, εθνικές ομάδες. Τα πάντα.

Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, η Εθνική Νέων της Πορτογαλίας, μια ομάδα με τον ίδιο και τους Φίγκο και Ζοάο Πίντο πριμαντόνες, στέφθηκε Πρωταθλήτρια Κόσμου. Στο σπίτι της. Στο σπίτι του. Στο Da Luz. Στον ημιτελικό κόντρα στην Αυστραλία, με γκολ από άλλον πλανήτη, στέλνει τους Ίβηρες στον Τελικό κόντρα στην Βραζιλία (των Ρομπέρτο Κάρλος και Τζιοβάνι Έλμπερ μεταξύ άλλων) και εκεί, με δικό του τελευταίο πέναλτι στην σχετική διαδικασία, τους φέρνει στην κορυφή της υφηλίου, μπροστά σε 120.000 συμπατριώτες του.

Ο «Μικρός Πρίγκιπας»

Αυτό ήταν. Ο Σβεν Γκόραν Έρικσον τον καθιερώνει στην ενδεκάδα της Μπενφίκα, με το ξεκίνημα της επόμενης σεζόν. Στην τριετία που μεσολάβησε, μέχρι να αφήσει τη Λισαβόνα, κερδίζει Πρωτάθλημα και Κύπελλο, παίζει σε ημιτελικό Κυπέλλου Κυπελλούχων και προσωποποιεί το «Project Queiroz», όπως ονομάστηκε η διαδικασία προαγωγής ουσιαστικά ολόκληρης της Πρωταθλήτριας Κόσμου νέων (υπό τη διεύθυνση του Κάρλος Κεϊρόζ) στην ανδρική Εθνική ομάδα της Πορτογαλίας, με τον μετέπειτα τεχνικό -μεταξύ άλλων- της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε ρόλο εκλέκτορα.

Τέτοια η εμμονή του με την Μπενφίκα, ώστε, αν ήταν στο χέρι του, δεν θα έφευγε ποτέ. Τα οικονομικά προβλήματα των «αετών» ουσιαστικά υποχρεώνουν την τότε διοίκηση να επισπεύσει την πώλησή του. Έχει μετατραπεί σε λατρεμένο της εξέδρας, όχι μόνο για αυτό που προσφέρει στο γήπεδο, αλλά και για την άρνησή του να υποκύψει σε μια τρελή πρόταση από το αντίπαλο δέος της Λισαβόνας, την Σπόρτινγκ (κάτι που δεν έκαναν συμπαίκτες του…).

Όταν τον καλεί ο Γιόχαν Κρόιφ στην Μπαρτσελόνα, η μετακόμιση στην Βαρκελώνη μοιάζει αναπόφευκτη. Πηγαίνει, μάλιστα, στην Καταλονία, προκειμένου να γνωρίσει και να γνωριστεί, φωτογραφίζεται με την «μπλαουγκράνα», πριν τις “τζίφρες”, ωστόσο, ο τότε Πρόεδρος της Μπενφίκα δέχεται μια καλύτερη οικονομικά πρόταση και, έτσι, αντί για Βαρκελώνη, καταλήγει στην Φλωρεντία.

Πόλη που προσπαθούσε να συνέλθει από την προ τετραετίας απώλεια του βασιλιά της, Ρομπέρτο Μπάτζο, έχοντας προλάβει να αναγορεύσει σε νέον τον Γκαμπριέλ Μπατιστούτα. Η πόλη (και όχι ομάδα, αφού ο Πορτογάλος αντιλήφθηκε, αμέσως μετά την ένταξή του στη Φιορεντίνα, πως «εκεί δεν παίζεις για μια ομάδα, αλλά για μια πόλη») τού πατέρα της σύγχρονης Πολιτικής Επιστήμης, του Νικολό Μακιαβέλι, δεν θα μπορούσε σχεδόν αμέσως να μην του αποδώσει ανάλογους τίτλους και τιμές. Έτσι, κοντά μισό αιώνα μετά τη συγγραφή του «Il Principe» (=«Ο Πρίγκιπας»), του πιο γνωστού δηλαδή έργου του Ιταλού φιλοσόφου, ο Ρουί Κόστα μετατρέπεται για τους «βιόλα» στον «Principino», τον δικό τους «Μικρό Πρίγκιπα».

Επτά χρόνια στο «Artemio Franchi». Δύο Κύπελλα Ιταλίας κέρδισε μόνο και ένα εγχώριο Super Cup. Τίποτα ουσιαστικά.

Κι όμως, αποτέλεσε το ένα μέρος του -αντιπαραβαλλόμενου μονίμως- διπόλου, Ζιντάν ή Ρουί Κόστα, για το ποιος από τους δύο είναι το καλύτερο “δεκάρι” του calcio. Διαφορετικοί τελείως. Και απολύτως ταιριαστοί εκεί, όπου έπαιξαν, όπου αγωνίστηκαν στην Ιταλία. Ο Γάλλος, μεγαλοφυής, μα πάντα (εκτός μιας-δυο εξαιρέσεων σε ολάκερη την καριέρα του) έπαιζε ορθολογικά, με το μυαλό του. Ο Πορτογάλος, με την καρδιά του.

Με αυτή την ποδοσφαιρική διδαχή και επιρροή από το futsal, έκανε την μπάλα να δείχνει βαριά, ασήκωτη, αδύνατον να ελεγχθεί από κανέναν άλλον, εκτός από τα δικά του ποδάρια, όταν την υποδέχονταν, όταν την κοντρόλαρε και, την επόμενη στιγμή, όταν την έστελνε, όπου γούσταρε στο γήπεδο, βλέποντας γωνίες, χώρους και χρόνους που μόνο το ένστικτο μπορούσε να συλλάβει, να την κάνει να μοιάζει ανάλαφρη, πούπουλο.

Ξεχώριζε. Όχι μόνο στη σύγκριση με τον «Ζιζού». Αλλά κυρίως γιατί την προκάλεσε, παίζοντας σε μια ομάδα μέτρια, όχι του επιπέδου της Γιουβέντους, δίνοντας -μαζί με τον Μπατιστούτα που αφειδώς “τάιζε”- μια εικόνα για το πού θα κινείτο σε επίπεδο τακτικής, φιλοσοφίας και προσέγγισης συνολικά το Campionato, αλλά και ειδικότερα ομάδες ανάλογης δυναμικής της Φιορεντίνα, δύο -και βάλε- δεκαετίες μετά.

Ξεχώριζε. Με το στιλ του. «Sprezzatura», ναι. Mα για να φαίνονται όλα άκοπα, ανεπιτήδευτα, για να κρύβουν την τέχνη, έπρεπε και όλα να είναι ακριβώς στην εντέλεια. Ακόμα και σε επίπεδο εμφάνισης. Το ζελ στο μαλλί και αυτό τραβηγμένο πίσω, το τέιπ κάτω από το γόνατο, οι κάλτσες πάντα αλήτικα κατεβασμένες, με την επιγονατίδα -όποτε υπήρχε- να χάσκει παραπανίσια, η φανέλα μισοριγμένη έξω από το σορτσάκι. Επιτομή, προσωποποίηση της ανεμελιάς που το ποδόσφαιρό του και ο τρόπος, με τον οποίο λειτουργούσε στο γήπεδο, ξέχειλα απέπνεε. Και όταν όλα έδειχναν, όπως έπρεπε και ήθελε να είναι, τότε η προσδοκία πως και όλα στο παιχνίδι θα κυλήσουν, όπως πρέπει και θέλει, ουσιαστικά μετατρεπόταν σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία…

«Il Maestro»

Και πόσο του ταίριαξε η Φλωρεντία. Λατρεύτηκε, ξανά μετά τη Λισαβόνα, και λάτρεψε.

Έφτασε να σχολιάζει με ψευδώνυμο, το οποίο κάποια στιγμή έγινε γνωστό σε ποιον πραγματικά ανήκει, χωρίς, όμως, να τον αποτρέψει να συνεχίσει, σε οπαδικά φόρα. Έφευγε συχνά-πυκνά, ειδικά μετά από εντός έδρας νίκες, για να πάει σε λημέρια των τιφόζι και να πανηγυρίσει μαζί τους. Η βραδιά μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου το 1996, τα όσα έγιναν στην πόλη με τον Ρουί Κόστα στο επίκεντρο ακόμη μνημονεύονται.

Και πάλι, όμως, τα οικονομικά προβλήματα στοίχειωσαν την παρουσία του. Δεν πρόλαβε να αποκτήσει μοναδική, ανεπανάληπτη υπόσταση, αφού έναν χρόνο μετά τη φυγή του Μπατιστούτα για τη Ρόμα, ο ιδιοκτήτης της Φιορεντίνα, Τσέκι Γκόρι, για να αποφύγει την οικονομική κατάρρευση, έβγαλε και το Νο10 των «βιόλα» στο σφυρί.

Χρειάστηκε μια προτροπή του αγαπημένου τέκνου του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Αντρέι Σεβτσένκο, ώστε ο καβαλιέρε να πειστεί και να κάνει μια πρόταση που δεν γίνονταν -έτσι κι αλλιώς, ανεξαρτήτως ανάγκης- να του την αρνηθούν. Και έτσι, μετατρέποντας τον Ρουί Κόστα στο ακριβότερο απόκτημα της ως τότε ιστορίας της Μίλαν (έναντι 48,5 εκατ. ευρώ), τον έφερε –αντί της Ρώμης και της Λάτσιο που εμφανιζόταν φαβορί για την υπογραφή του– στον ιταλικό βορρά.

«Είμαι πιστός», είχε πει στους οπαδούς της Μπενφίκα, φεύγοντας από τη Λισαβόνα. Το εννοούσε. Όταν επέστρεψε στο Da Luz ως αντίπαλος, με τη φανέλα της Φιορεντίνα, σε ένα αδιάφορο καλοκαιρινό φιλικό προετοιμασίας, σκόραρε απέναντι στους «αετούς» και αντί να το πανηγυρίσει, πήγε στην εξέδρα των δικών του ανθρώπων, σήκωσε τα χέρια, αποθεώθηκε και έβαλε τα κλάματα.

Μέρες μόνο πριν φύγει από τους «βιόλα» και ενώ ήταν δεδομένο πως έπρεπε να πουληθούν οι πάντες, προκειμένου να επιβιώσει ο σύλλογος, το επανέλαβε, δηλώνοντας σε κάθε τόνο και σε κάθε ευκαιρία πως αυτό το ξεπούλημα δεν τον αφορούσε, δεν τον περιλάμβανε. Λάθεψε.

Ούτε και τότε ήθελε να φύγει. Ούτε καν για χάρη του Φατίχ Τερίμ («ο προπονητής που θα ήθελα να γίνω, αν γινόμουν ποτέ προπονητής», παρότι ακόμα και σήμερα ένας άλλος τεχνικός, με τον οποίο συνεργάστηκε στη Φιορεντίνα, ο γνωστός μας Κλαούντιο Ρανιέρι, είναι αυτός που τον αποκαλεί, όπου σταθεί και όπου βρεθεί, γιο του), ο οποίος πρώτος είχε κάνει το δρομολόγιο Φλωρεντία-Μιλάνο, βάζοντας και αυτός το δικό του λιθαράκι για την αγορά-ρεκόρ από τους «ροσονέρι».

Εκεί, στο Μιλάνο, οι τιφόζι επανέφεραν το πρώτο-πρώτο παρατσούκλι του. Ταιριαστό σίγουρα. «Il Maestro». Η αλήθεια είναι πως στους Μιλανέζους δεν λειτούργησε ως τέτοιος, ως μαέστρος, ως επικεφαλής μιας κλασικής ορχήστρας. Περισσότερο θύμιζε έναν τζαζίστα, του δρόμου, αυθόρμητο, να σολάρει χωρίς μέτρο, χωρίς νόρμες.

Να κινείται ελεύθερος στον χώρο, χωρίς περιορισμούς, χωρίς χαλινάρι, μην υπακούοντας στον χρόνο, σε τακτικές, να υπηρετεί το “ένστικτο” του αριθμού της φανέλας που φορούσε, ένα καθαρό “δεκάρι”, με όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν αυτό το «10», το όποιο «10», μύθο στο ποδόσφαιρο, συνδέοντάς το με μυστικιστικές, αλλόκοσμες, υπέρτερες του ανθρωπίνου δυνάμεις και ταλέντο τόσο τέλειο, όσο η εικόνα που οπτικά -για κάθε ποδοσφαιρόφιλο- δημιουργούσαν, τα δύο ψηφία, το ένα δίπλα στο άλλο.

Ένα “δεκάρι” που πάσχιζε να διατηρήσει αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά του ρόλου του στο γήπεδο, σε ένα ποδόσφαιρο, όμως, που ολοένα και περισσότερο, ολοένα και πιο γρήγορα, αυτά ακριβώς τα “δεκάρια”, αν δεν τα περιθωριοποιούσε, τα μετάλλαζε συνεχώς, τα εξανθρώπιζε, τα εκβαράθρωνε, ζητώντας τελείως διαφορετικά -πιο ρεαλιστικά, πιο αθλητικά και πολύ λιγότερο καλλιτεχνικά- στοιχεία, χαρακτηριστικά και λειτουργία στο γήπεδο.

Ένας τελευταίος, ή από τους τελευταίους, των… Μοϊκανών.

Και, έτσι, σταδιακά, μοιραία περισσότερο, οπισθοχωρούσε στο γήπεδο, ψάχνοντας ταιριαστό ρόλο. Ταιριαστό με την “εξέλιξη” του αθλήματος, μα και σύμφυτο στα δικά του “παλιομοδίτικα” -βάσει αυτής- χαρακτηριστικά, αλλά απαραίτητα όχι μόνο για το ζην μιας ομάδας, αλλά κυρίως για το ευ ζην όσων την βλέπουν, την υποστηρίζουν.

Δίπλα, λοιπόν, στον Ζέεντορφ, πίσω από τον Κακά (όταν πήγε στη Μίλαν), μαζί με τον Πίρλο, εκεί στην πρώτη πάσα από την άμυνα.

Σιγά-σιγά αλλά σταθερά, αυτός, ο “όποιος” διπλανός του, του περιόριζε τον δικό του χώρο, την δική του άνεση και ελευθερία κινήσεων στο γήπεδο.

Δεν τον εμπόδισε, όμως, τουλάχιστον να κερδίσει. Όχι πολλά. Μα όσα δεν κέρδισε ποτέ και πουθενά, τα πανηγύρισε στο Μιλάνο, με κορωνίδα όλων το Champions League του 2003 (προσπερνώντας, μάλιστα, στο διάβα του τη Ρεάλ του Ζιντάν). Δεν τον εμπόδισε στα πέντε χρόνια που πέρασε στο «San Siro», να υπογράψει 65 γκολ, όσες, δηλαδή, και οι ασίστ που μοίρασε, παραπάνω από μία, δηλαδή, κάθε δύο παιχνίδια του στους «ροσονέρι».

Κακά τα ψέματα. Άλλος, οποιοδήποτε άλλο “δεκάρι”, σε αυτήν τη συγκεκριμένη ρωγμή της αλλαγής του αθλήματος, δεν θα είχε ανταποκριθεί. Έτσι έγινε, άλλωστε.

Ο τελευταίος της κοπής του, ο τελευταίος από το συγκεκριμένο καλούπι ήταν. Ο μόνος που αντιστάθηκε και δεν τον κατάπιε μεμιάς τούτη η ρωγμή.

Αυτός που ουσιαστικά η εξέλιξη (η όποια εξέλιξη) τον περίμενε να αποχωρήσει από το προσκήνιο, πριν κυριαρχήσει, πριν επιβληθεί. Τον περίμενε να αφήσει τη δική του μνήμη ως την τελευταία ενός καθαρού, ανόθευτου “δεκαριού”. Ενός πραγματικού «Maestro».

Ο βασιλιάς του εαυτού του

Έχοντας αντιληφθεί την πραγματικότητα που διαμορφωνόταν στο Μιλάνο, ζητάει να αποδεσμευτεί από τον τελευταίο χρόνο του συμβολαίου του στους «ροσονέρι», αφήνει πάνω από 5 εκατ. ευρώ (που αυτό προέβλεπε) και επιστρέφει στη Λισαβόνα, όπως είχε υποσχεθεί 12 χρόνια νωρίτερα φεύγοντας, για να κλείσει την καριέρα του.

Εκεί, την είχε τελειώσει -επώδυνα, πολύ επώδυνα- και με την Εθνική Πορτογαλίας. Η “χρυσή γενιά” που άλλαξε την πορεία, το πρόσωπο και τη ρότα του πορτογαλικού ποδοσφαίρου, είχε εμπλουτιστεί, φλέρταρε με τη διεθνή κορυφή, την άγγιζε, αποτελούσε μέρος της παρέας των “μεγάλων” του πλανήτη, χωρίς, όμως, να έχει καταφέρει ποτέ να πάρει τίτλο.

Στο Euro του 1996, η Τσεχία αποκλείει την Πορτογαλία στα προημιτελικά.

Δύο χρόνια αργότερα, οι Ίβηρες χάνουν το Παγκόσμιο Κύπελλο, εξαιτίας μιας ανοησίας του. Στον όμιλο των προκριματικών, παίζοντας στη Γερμανία, προηγούνται στο τελευταίο εικοσάλεπτο και παίρνουν κεφάλι στον όμιλο, δύο στροφές πριν να ολοκληρωθεί (με παιχνίδια έκτοτε απολύτως βατά για να κερδηθούν, όπως -έτσι κι αλλιώς- και έγινε). Γίνεται αλλαγή. Καθυστερεί, όμως, πολύ να βγει από το γήπεδο, του χρεώνεται σκοπιμότητα και αντικρίζει δεύτερη κίτρινη κάρτα. Αποβάλλεται για μόνη φορά ως επαγγελματίας, η Πορτογαλία μένει με 10, ισοφαρίζεται, δεν προσπερνά τα «πάντσερ» και μένει εκτός τελικής φάσης.

Στο Euro του 2000, η Πορτογαλία τερματίζει τρίτη.

Στο Παγκόσμιο του 2006, φτάνει στα ημιτελικά.

Το πλέον κοντινό της ήταν, φυσικά, το Euro του 2004. Πάλι στο σπίτι του, όπως το ’91. Χάνει τη θέση του στη βασική ενδεκάδα από τον Ντέκο, μα είναι αυτός που -όπως τότε, ως νέος- με δική του ασύλληπτη εκτέλεση, ερχόμενος από τον πάγκο, χαρίζει τη νίκη στην παράταση στον ημιτελικό επί της Αγγλίας.

Ήταν, όμως, το τουρνουά του θαύματος. Ήταν το τουρνουά της Ελλάδας. Πάλι από τον πάγκο ήρθε και στον Τελικό, τη μοίρα, όμως, δεν μπόρεσε να την αλλάξει. Χαμένος Tελικός, χαμένη ευκαιρία να ολοκληρώσει τη θητεία του με το εθνόσημο με το κορυφαίο τρόπαιο της καριέρας του.

Αντ’ αυτού, αποχαιρέτησε το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα με την πλέον επώδυνη ήττα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας.

Ούτε στην τελευταία του διετία στο «Da Luz» κέρδισε κάτι.

Πλήρης ποδοσφαιρικών ημερών, πλήρης σε όλα, στο σπίτι του, δίπλα στους δικούς του ανθρώπους, στα 36 του, κρέμασε τα εξάταπα. Μόνο τότε παραδέχτηκε δημοσίως, τον είδαν δημοσίως να καπνίζει. Συνήθεια που είχε σε ολόκληρη την καριέρα του, μα ποτέ δεν την εξέθεσε σε κοινή θέα.

Μακριά από την Μπενφίκα, δεν θα μπορούσε να μείνει. Πέραν του θρύλου που θέλει το ερμάρι του στ’ αποδυτήρια του γηπέδου της να μένει ανέγγιχτο από εκείνο το τελευταίο του παιχνίδι, περιμένοντας μια μεταφυσική επιστροφή, αναλαμβάνει -αμέσως μετά την απόσυρση- ρόλο Γενικού Διευθυντή, συμβάλλοντας εξίσου καταλυτικά στην ριζική μεταστροφή του status του club.

Στην αυτοβιογραφία του έχει γράψει: «Πολλές φορές, αναρωτήθηκα αν θα ήμουν ευτυχισμένος, απλώς τρέχοντας πίσω από μια μπάλα. Περισσότερες, πως δεν γίνεται κάτι τέτοιο να είναι αρκετό. Βλέποντας, όμως, πως είμαι καλά, πως έχω μια όμορφη οικογένεια και δύο πόλεις που θεωρώ σπίτια μου, όπως η Λισαβόνα και η Φλωρεντία, τότε ναι, συνειδητοποιώ πως ήταν αρκετό και πως δεν γίνεται με όλα, όσα μου έδωσε αυτό το κυνήγι της μπάλας, να μην είμαι ευτυχισμένος».

Ο (κατ’ όνομα) «Καίσαρας» για τους οπαδούς της Μπενφίκα, ο «Μικρός Πρίγκιπας» για εκείνους της Φιορεντίνα, ο «Μαέστρος» για τους τιφόζι της Μίλαν.

Κάποιο “στέμμα” που θα επικύρωνε την σφραγίδα του, δεν φόρεσε. Δεν πήρε Χρυσή Μπάλα, γενικά δεν κέρδισε πολλά, ενώ και αυτό το μόνο Champions League ήταν ένα Champions League της Μίλαν, ένα από τα πολλά που ως τότε οι «ροσονέρι» προσέθεταν στην τροπαιοθήκη τους και σίγουρα δεν ήταν “δικό του”.

Και τι να λέει;

Ο (κατ’ όνομα) «Καίσαρας»«Μικρός Πρίγκιπας»«Μαέστρος» στέμμα δεν χρειάστηκε ποτέ, για να νιώσει βασιλιάς, παίζοντας ποδόσφαιρο. Ένας πατριώτης του Ρουί Κόστα, μαέστρος του λόγου, κομψοτέχνης των λέξεων, ξακουστός ποιητής, ο Φερνάντο Πεσόα, δεκαετίες πριν γεννηθεί το τελευταίο μεγάλο “δεκάρι” του πορτογαλικού ποδοσφαίρου, είχε σκαρώσει ένα στιχάκι, γραμμένο -λες- για δαύτον: «Κάτσε στον ήλιο. Αφέσου και να είσαι απλώς ο βασιλιάς του εαυτού σου»…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This