Του Νίκου Παπαδογιάννη
Δεν είδα ποτέ τον Ντούσαν Ίβκοβιτς τόσο θυμωμένο, όσο το βράδυ του τελικού του Ευρωμπάσκετ 1995 στην Αθήνα.
Είχε μόλις αναδειχθεί πρωταθλητής Ευρώπης με τα αποσυνάγωγα απομεινάρια της Εθνικής «Γιουγκοσλαβίας» (έτσι τη λέγαμε ακόμη), σε έναν τελικό από αυτούς που σου βγάζουν την ψυχή. Αλλά δεν μπορούσε να το ευχαριστηθεί.
Σκεφτόταν το «Λιέ-του-βα, Λιέ-του-βα» της ελληνικής κερκίδας, έβλεπε δίπλα του τον ηττημένο Σαρούνας Μαρτσουλιόνις με το έπαθλο του MVP και βουρλιζόταν.
Με το δίκιο του, για να είμαστε τίμιοι. Οι «αδελφοί» Σέρβοι, που επέστρεφαν από τη λησμονιά του εμφυλίου και ζούσαν έναν εθνικό θρίαμβο, δεν μας τη συγχώρησαν ποτέ τη συμπεριφορά εκείνης της φλογισμένης βραδιάς.
Λέμε για κάποιον, όταν είναι φουρκισμένος, ότι «βγάζει καπνούς από τα αυτιά». Ε, εκείνο το βράδυ στο ΟΑΚΑ ο Ίβκοβιτς έβγαζε στ’ αλήθεια καπνούς από τα αυτιά. Ήταν κατακόκκινος και αν τον έπιανες από τη μύτη θα τιναζόταν στον αέρα.
Ήμουν υπεύθυνος των συνεντεύξεων Τύπου και κήρυξα την έναρξη της συνέντευξης του τελικού εν χορδαίς και οργάνω, μπροστά σε εκατοντάδες δημοσιογράφους που είχαν πλημμυρίσει το αιθουσάκι στο ισόγειο της Ολυμπιακής αρένας.
Ο Ίβκοβιτς δεν σκόπευε να αφήσει τις προκλήσεις αναπάντητες και να αφήσει τις εντυπώσεις να αιωρούνται. Τα πρώτα λόγια που ξεστόμισε, στα αγγλικά, ήταν μέσες άκρες τα εξής:
«Απόψε νικήσαμε τους Λιθουανούς, νικήσαμε και τη διαιτησία».
Πολλοί δημοσιογράφοι έβαλαν τα γέλια και ο Ίβκοβιτς άναψε ακόμα περισσότερο. Συνέχισε το τροπάριό του παρά τα χάχανα (αφού η ομάδα του είχε ευνοηθεί σκανδαλωδώς) και έψαχνε πια εξιλαστήριο θύμα. Το βρήκε στο πρόσωπό μου.
«Δεν τα μεταφράζεις σωστά, δεν είπα αυτό», είπε, με φωτιά στα μάτια, όταν κάτι δεν του άρεσε. «Αν δεν ξέρεις καλά αγγλικά, άσε να τα πω μόνος μου»!
«Με όλο τον σεβασμό, το πρόβλημα δεν είναι τα αγγλικά μου, αλλά τα ελληνικά σας»!
Δεν ξέρω πού βρήκα το θάρρος για να απαντήσω έτσι, αλλά νόμιζα ότι θα άρπαζε από το λαιμό και θα με έκανε να πληρώσω εγώ τα καμώματα της ελληνορθόδοξης κερκίδας.
Τελικά ο Ίβκοβιτς είπε δύο τυπικούρες στα αγγλικά, ευχαρίστησε, βγήκε από την αίθουσα και συνέχισε να μιλάει στα σέρβικα, στους μεθυσμένους από χαρά συμπατριώτες του δημοσιογράφους.
Άναψε μάλιστα και πούρο και έπινε σαμπάνια στην αίθουσα Τύπου για αρκετή ώρα. Όταν με είδε με την άκρη του ματιού έβαλε τα γέλια: «Έλα εντώ να σου πω μπρε…».
Έπειτα γίναμε φίλοι, όπως ήμασταν άλλωστε και πριν από το περιστατικό. Αλίμονο, δεν αλλάζουν αυτά τα πράγματα.
Για να είμαι ειλικρινής μαζί σας, δεν τον συμπαθούσα ιδιαίτερα τότε. Αυτό δεν με εμπόδισε να τον κάνω αφίσα στο γραφείο μου τον Μάιο του 1996, όταν ήταν προπονητής του Πανιωνίου.
Στο τέλος ενός αγώνα με τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ, μιλάμε για τρίτο και καθοριστικό ημιτελικό όπου ο Πανιώνιος κέρδιζε με 13 πόντους στο ημίχρονο απέναντι στους πρωταθλητές Ευρώπης του Παρισιού, ο Ίβκοβιτς δέχθηκε επίθεση με βρισιές, φτυσιές, ιπτάμενους καφέδες και τραμπουκισμούς από την εξέδρα των επισήμων.
Εκτός εαυτού, ο Σέρβος άρπαξε ένα ηχείο από τις μεγαφωνικές εγκαταστάσεις και προσπάθησε να το εκτοξεύσει προς την εξέδρα, ενώ έκανε μαύρους στο ξύλο δύο άνδρες της ασφαλείας, οι οποίοι αργότερα ισχυρίστηκαν ότι προσπαθούσαν να τον στον διάδρομο που οδηγεί στα αποδυτήρια προστατεύσουν.
Δεν έχουν σημασία τα χρώματα και οι ομάδες, στη ζούγκλα της εποχής, αλλά ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του ανδρός. Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς δεν θα γινόταν εύκολο θύμα για κανέναν.
Ο ίδιος πίστευε ότι εκείνος ο Πανιώνιος (με Πάσπαλι, Χριστοδούλου, Ντίνκινς, Καράγκουτη, Καλαϊτζή αλλά και …Κικίλια) ήταν η καλύτερη ομάδα που δημιούργησε ποτέ.
Ο αστυνομικός διευθυντής του ΟΑΚΑ αρνήθηκε να τον οδηγήσει στο αυτόφωρο, αν και ένας από τους γρονθοκοπημένους ήταν αστυνομικός με πολιτικά.
Στη φωτογραφία που κόλλησα στον τοίχο μου, ο Ίβκοβιτς -επίσης πρωταθλητής Ευρώπης τότε- κρατάει το ηχείο και είναι έτοιμος να το εκσφενδονίσει.
Δίπλα του είχα τον Βράνκοβιτς να εκτοξεύει κέρμα προς την αφιονισμένη κερκίδα του Αλεξάνδρειου. Και το κουνγκ-φου του Καντονά. Όσοι αντιστέκονται στην καφρίλα της ανεξέλεγκτης εξέδρας γίνονται ήρωές μου.
Οι τοίχοι στο ΟΑΚΑ αντηχούν ακόμη από τον εμφυλιοπολεμικό καυγά του Ίβκοβιτς με τον Σούμποτιτς –με ακατανόμαστες ύβρεις- το 1998-99.
Ο Ίβκοβιτς ήταν δύσκολος άνθρωπος, αλλά και ανοιχτό βιβλίο για όσους ευτύχησαν να τον γνωρίσουν καλά. Μποέμ, αλλά και πολεμιστής. Ευρωπαίος μπον βιβέρ, αλλά και ασυμβίβαστος Γιουγκοσλάβος παλαιοκομμουνιστής.
Αξιωματικός, αλλά και στρατιώτης. Φιλόζωος όσο κανένας άλλος, αλλά δύσπιστος με τους ανθρώπους. Δογματικός και παράλληλα αιρετικός. Ψυχούλα δεν ήταν, ήταν όμως κιμπάρης.
Στα τσάρτερ της νυχτερινής επιστροφής από αγώνες, άνοιγε ένα μπουκάλι ουίσκι στα ορεινά και συζητούσε με τις ώρες, όχι τόσο με πηγαδάκια (όπως έκανε ο Ιωαννίδης), όσο με τους συνεργάτες του: Σαλονίκη και άλλους.
«Εσείς οι Έλληνες είστε χαζοί», έλεγε. «Πηγαίνετε στα μπουζούκια και αφήνετε το μπουκάλι μισοπιωμένο. Εμείς στη Σερβία δεν το κάνουμε ποτέ αυτό το έγκλημα».
Άραγε την έριξε ποτέ την Ελληνίδα δημοσιογράφο που φλάρταρε ανελέητα –σε περίοδο που ήταν εργένης- σε εκείνο το πολυήμερο ταξίδι; Ξένες κουρτίνες δεν ανοίγουμε.
Ο Ίβκοβιτς ήταν ιδανικός προπονητής για Εθνική ομάδα, επειδή ήξερε πώς να κουμαντάρει τις μεγάλες προσωπικότητες, αλλά και για ομάδα με πιτσιρικάδες, αφού απέπνεε την αυθεντία του μεγάλου δασκάλου: Εθνική Γιουγκοσλαβίας 1989, Ολυμπιακός 2012.
Η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ομάδα όλων των εποχών δίπλα στην πιο απίθανη –και θεωρητικά αδύναμη- πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Θεωρούσε μεγάλο δάσκαλο του μπάσκετ τον αδελφό του, Πίβα, και κορυφαίο Ευρωπαίο μπασκετμπολίστα τον Τόνι Κούκοτς.
Το «εγώ» του ήταν ορατό από το διάστημα και η ισχυρογνωμοσύνη του έσπαγε καρύδια. Όχι μόνο στα χρόνια της ωριμότητας, όταν είχε πια ανάστημα πατριάρχη, αλλά και πριν αποκτήσει γαλόνια.
Όταν ο Ντούσαν Ίβκοβιτς πρωτοπάτησε το πόδι του στη Θεσσαλονίκη, το 1980 δεν ήταν φυσικά ο κραταιός «Ντούντα», αλλά ένα ανώνυμο μειράκιο της προπονητικής.
Αυτό δεν τον εμπόδισε να εκδώσει το ιστορικό τελεσίγραφο, «ή εγώ ή ο Γκάλης». Στα 37 του χρόνια. Και χωρίς διακρίσεις.
Επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στο Βελιγράδι, νόμιζα ότι είχα δύο καθίσματα για πάρτη μου και ήμουν έτοιμος να απλωθώ, παρ’ όλο που οι υπόλοιπες θέσεις ήταν γεμάτες. Ώσπου, μπήκε τελευταίος στο αεροπλάνο ο Ντούσαν Ίβκοβιτς. «Εσύ μπρε…».
Ήταν αρχές του 2013 και τον άκουσα απογοητευμένο. Όχι για τον Ολυμπιακό του, που βάδιζε ολοταχώς για δεύτερο σερί ευρωπαϊκό τρόπαιο στα χέρια του Γιώργου Μπαρτζώκα, αλλά για το μπάσκετ της πατρίδας του.
«Κανένας προπονητής δεν θέλει να δουλέψει στην Εθνική Σερβίας», μου εξήγησε. «Όλοι φοβούνται την ευθύνη και την αποτυχία. Να δεις που στο τέλος θα αναγκαστώ να την αναλάβω εγώ».
Μερικούς μήνες αργότερα, ο Ίβκοβιτς κάθισε στον πάγκο των «πλάβι» στο Ευρωμπάσκετ της Σλοβενίας. Η Σερβία βγήκε 7η, αλλά ουδείς τόλμησε να ζητήσει εξηγήσεις από τον εμβληματικό «Ντούντα».
Και το καλοκαίρι του 2014, η κραταιά αλλά ξεπεσμένη ομάδα που ουδείς ήθελε να κοουτσάρει αναδείχθηκε δευτεραθλήτρια Κόσμου, με προπονητή τον Σάσα Τζόρτζεβιτς.
Ο Ιωαννίδης έλεγε πάντοτε ότι ο Ίβκοβιτς κέρδιζε τρόπαια «με ομάδα του Ιωαννίδη» (π.χ. το 1997 στη Ρώμη ή το Σαπόρτα της ΑΕΚ), αλλά είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς πόσους τίτλους κέρδισαν οι «ομάδες Ίβκοβιτς» μετά τη φυγή του ίδιου.
Ο Ίβκοβιτς καταγόταν από το γενεαλογικό δέντρο του Νίκολα Τέσλα και ήταν ένας πιονιέρος του μπάσκετ, ένας πραγματικός εφευρέτης. Από σήμερα πετάει ελεύθερος, μαζί με τα αγαπημένα του περιστέρια.
Το παρατσούκλι «σοφός» του το κόλλησε ειρωνικά ο Παναγιώτης Φασούλας μιλώντας σε μένα μετά από έναν αγώνα πλέι-οφ Euroleague με την Ορτέζ στο Πο, αλλά ήταν ένας γνήσιος σοφός του μπάσκετ.
Και λίγο γεροπαράξενος. Και λίγο μπαγάσας. Ευθύς και ηφαιστειώδης. Και πολύ Σέρβος. Και πολύ Έλληνας. Ένας δικός μας άνθρωπος.
Πηγή: Gazzetta