Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Το φιλμ έτοιμο. Ο προβολέας αναμμένος. Τα φώτα κλειστά.

Το πάτωμα πεντακάθαρο, θαρρείς καθρέφτης. Τα παπούτσια γυαλισμένα, έτοιμα να το χαράξουν. Η βελόνα στο πικάπ, ο διακόπτης στον προβολέα στο «On», η επιφάνεια που στοχεύει, γεμίζει πράσινο, παρότι χωρισμένη στη μέση.

Στο αριστερό μισό.

Τόπος: Vélodrome, Μασσαλία. Χρόνος: 4 Ιουλίου 1998. Ημιτελικός Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ολλανδία εναντίον Αργεντινής. 1-1 στο 90′, με τις δύο ημιφιναλίστ να έχουν ξεμείνει με 10 παίκτες στο γήπεδο, όλοι αποκαμωμένοι από το τρέξιμο και τον ήλιο που ανελέητα σφυροκοπά κορμιά και κεφάλια.

Στο δεξιό μισό.

Τόπος: St. James’s Park Νιουκάστλ. Χρόνος: 2 Μαρτίου 2002. 28η αγωνιστική της Premiership. Η Νιουκάστλ υποδέχεται την Άρσεναλ, η οποία κυνηγάει την πρωτοπόρο Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ακριβώς στη συμπλήρωση του δεκάτου λεπτού.

Πλέον, η κίνηση και στα δύο μισά αποδίδεται καρέ με το καρέ. Η συνοδευτική μουσική απόλυτα ταιριαστή. Για μπαλέτο μιλάμε. Μπαλέτο στον ήχο, μπαλέτο στην εικόνα, μπαλέτο στην αίσθηση.

Τι σημασία έχει αν ο χορευτής στην οθόνη φοράει εξάταπα και χορεύει στο γρασίδι; Η αντιγραφή των χορογραφιών του Ντένις Μπέργκαμπ ούτε στο παρκέ με στοπ καρέ δεν αποδίδεται.

Το αλφαβητάρι του Άγιαξ

Στο αριστερό μισό.

Ο Φρανκ ντε Μπουρ προωθείται. Βλέπει την κίνηση του «Ντένις, του τρομερού», 40 μέτρα μπροστά του και τον ψάχνει στον χώρο. Σπριντάρει. Για να προλάβει την μπάλα, αλλά και για να διατηρήσει την απόσταση από τον Ρομπέρτο Αγιάλα, έναν από τους κορυφαίους αμυντικούς του πλανήτη εκείνη την εποχή.

Η μπάλα έρχεται πάνω από τον αριστερό του ώμο. Δεν αλλάζει κατεύθυνση. Πηγαίνει ευθεία. Αλματάκι με εκτεταμένο το δεξί πόδι για να την βρει. Άγγιγμα τέτοιο και τόσης πίεσης, ώστε η μπάλα να αισθανθεί ποιος την ελέγχει, να σβήσει από τη σαραντάρα πάνω ακριβώς στο κοντρόλ.

Στο δεξιό μισό.

Από το ξεκίνημα, όχι μόνο την κατάληξη. Ο Μπέργκαμπ υποδέχεται την μπάλα λίγο κάτω από τη σέντρα από τον Βιεϊρά. Και με μια “τριαντάρα”, απαλή και ανεπαίσθητη στο μάτι, την ανοίγει στον Πιρές αριστερά. Παράλληλα, κίνηση στον χώρο, κατά μέτωπο στην εστία της Νιουκάστλ, ψάχνοντας να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, για να δεχτεί και πάλι την μπάλα. Ο Γάλλος τού την δίνει, με τον Ολλανδό να βρίσκεται στο ημικύκλιο της περιοχής. Άλλο πόδι υποδοχής εδώ. Αριστερό. Με τον αμυντικό στην πλάτη.

Στοπ και στα δυο μισά.

Κίνηση στον χώρο. Αίσθηση του αντιπάλου, της μπάλας. Αντίληψη. Και τα δύο πόδια στο παιχνίδι. Άγιαξ. Εντάχθηκε στις ακαδημίες του «Αίαντα», όταν ήταν 11 χρονών. Στην τρίτη φορά, κατά την οποία προσκλήθηκε.

Στις προηγούμενες δύο, ο -ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα- πατέρας του, Βιμ, είχε αρνηθεί. Όχι επειδή ήταν οπαδός της Φέγενορντ. Ούτε επειδή νωρίτερα το ίδιο είχε κάνει για τον μεγαλύτερο αδερφό του Ντένις (4 αδέρφια στην οικογένεια), τον Ρονάλντ. Ούτε επειδή ο ίδιος το είχε απωθημένο, από τη δική του -αποκλειστικά ερασιτεχνική- ενασχόληση με το ποδόσφαιρο στα νιάτα του.

Ο λόγος ήταν πως τότε, στο ξεκίνημα των ’80s, η δομή, η οργάνωση των ακαδημιών, ακόμα και εκείνων του Άγιαξ, ήταν τελείως ερασιτεχνική, χωρίς να προσφέρει την παραμικρή εξασφάλιση. Περισσότερο απαιτούσε από μια μικροαστική οικογένεια, όπως ήταν αυτή του Βιμ, παρά προσέφερε στον εκάστοτε ταλαντούχο κανακάρη, τον οποίον δεχόταν στους κόλπους της.

Εν τέλει, ο συμβιβασμός βρέθηκε και ο Βιμ πείστηκε να στείλει τον δικό του, στον οποίο είχε δώσει τ’ όνομα του αγαπημένου του ποδοσφαιριστή, του Ντένις Λο. Ποιος ήταν ο συμβιβασμός; Ένα γειτονόπουλο, συνομήλικος του γιού του, είχε επίσης προσκληθεί στις ακαδημίες του Άγιαξ. Έτσι, ο εντεκάχρονος Ντένις θα είχε παρέα, θα πηγαινοέρχονταν μαζί και, προφανώς, και τα απαιτούμενα βάρη ευκολότερα θα επιμερίζονταν.

Το αλφάβητο της ποδοσφαιρικής εκπαίδευσης του Άγιαξ, ανεξαρτήτως συνθηκών, απαράμιλλο και ανέγγιχτο. Όλοι, όσοι περνάνε από εκεί, μαθαίνουν να κινούνται σε κάθε γωνιά του 3-4-3, παίζοντας, ανεξαρτήτως πού θα καταλήξουν και με ποια θα μπορέσουν στο φινάλε της εκπαίδευσης να συστήνονται επαγγελματικά, σε όλες τις θέσεις.

Αυτονόητο, συνεπώς, για μια πενταετία, ο έφηβος Μπέργκαμπ πέρασε από όλες. «Εκτός του τερματοφύλακα». Έφτασε στον προθάλαμο της πρώτης ομάδας, στο τελικό στάδιο της δικής του εκπαίδευσης, ως εξτρέμ. «Τότε, θεωρούταν καλή ιδέα οι ακραίοι να παίζουν σε διαφορετικές πλευρές από το αγαπημένο τους πόδι, ώστε να μάθουν να χρησιμοποιούν και να εκμεταλλεύονται αυτό που θεωρούσαν ως το πιο αδύναμο».

Κόρακας κοράκου μάτι

Play.

Στο αριστερό μισό. 1998, Μασσαλία.

Η κατεύθυνση του δεν αλλάζει. Συνεχίζει σε ευθεία γραμμή. Όχι και η μπάλα. Δεύτερο άγγιγμα, πάλι με το δεξί πόδι, με το μυτάκι. Για να την φέρει πλέον ανάμεσα στους ώμους, μπροστά του, να βλέπει εστία. Περνάει κάτω από τα πόδια του Αγιάλα, οποίος ούτε να κόψει μπορεί και, με τη φόρα που έχει, ούτε και να σταματήσει εγκαίρως, αποτρέποντας την έκθεση. Του ίδιου, αφού πλέον έχει χάσει κάθε επαφή με αντίπαλο και μπάλα, αλλά και του τερματοφύλακά του, ο οποίος βρίσκεται λοκαρισμένος.

Στο δεξιό μισό. 2002, Νιουκάστλ.

Υποδοχή, ίσα άγγιγμα με το εσωτερικό του αριστερού ποδιού. Η μπάλα φεύγει από δεξιά του αμυντικού. Αντανακλαστικά, όπως θα έκανε ο κάθε ένας στη θέση του, ψάχνει αυτήν να ακολουθήσει, θεωρώντας πως επίσης θα αποτελεί τον στόχο και του επιθετικού. Όχι, όμως, του συγκεκριμένου.

Δαύτος, θεωρώντας πως έχει δεχτεί την μπάλα με το κορμί του πιο πίσω απ’ ό,τι θα το ήθελε, αποφασίζει, τρία μέτρα πριν του έρθει στο πόδι (όπως λέει στην αυτοβιογραφία του), πως μια συμβατική κίνηση δεν θα είναι αρκετή στην προκειμένη περίπτωση.

Και, έτσι, με το που στέλνει απαλά την μπάλα να κυκλώσει από τη μια μεριά τον αμυντικό, ο ίδιος αποφασίζει με μια επιτόπια στροφή να φύγει από την άλλη, πίσω από την πλάτη του, ελπίζοντας να τον βάλει στη δική του, όταν ισιώσει και δει μπροστά του πλέον τέρμα και μπάλα.

Στοπ.

Στροφή. Σήμα κατατεθέν, όχι η συγκεκριμένη, αλλά ο τρόπος, με τον οποίον βούρλιζε και στριφογύριζε το σώμα του και τους αντιπάλους του (κυρίως αυτούς…) ο Γιόχαν Κρόιφ.

Οι δύο πρώτες χρονιές του Μπέργκαμπ στα τσικό του Άγιαξ ήταν οι τελευταίες του Κρόιφ με τη φανέλα του «Αίαντα».

Ο Κρόιφ ήταν αυτός που, ξεκινώντας την προπονητική του σταδιοδρομία και αυτός από τις ακαδημίες του Άγιαξ, στήριζε τον Μπέργκαμπ στο τέλος κάθε ετήσιας αξιολόγησης, όλες με την ίδια -βασική- ένσταση. Καλός παίκτης, ναι. Τεχνίτης, ναι. Ξέρει και υπηρετεί τα βασικά. Αλλά έχει ή μπορεί να αποκτήσει την απαιτούμενη σωματοδομή, τα φυσικά προσόντα και το απαραίτητο τσαγανό στο παιχνίδι του, για να σταθεί ως επαγγελματίας;

Κόρακας όμως, κοράκου μάτι δεν βγάζει. Και ο Κρόιφ αυτό που έβλεπε, ήταν μπάλα. Πολλή μπάλα. Και δεν θα μπορούσε να βάλει τίποτα πιο πάνω από αυτό. Οπότε, κάθε χρόνο, με το ίδιο παραπεμπτικό σχόλιο, τον προβίβαζε: «Συνέχισε να απολαμβάνεις το παιχνίδι. Το παιχνίδι σου».

Και έτσι, οι πρώτες φορές των δυο τους συνέχισαν να συναντώνται. Ο Κρόιφ έχει αναλάβει την παρθενική του προπονητική επαγγελματική δουλειά και δεν ξεχνάει τον Μπέργκαμπ.

Η μετάβαση γίνεται, η εκπαίδευση ολοκληρώνεται στα 17. Ξεκινάει στα άκρα της επίθεσης του «Αίαντα», σε  μια ομάδα που είχε προσωπικότητες και πριμαντόνες, όπως ο Φαν Μπάστεν, ο Ράικαρντ, ο Βάουτερς, ο Μιούρεν, ο (πατέρας) Μπλιντ, προτού σταδιακά- στα επτά χρόνια, στα οποία θήτευσε ως επαγγελματίας στον Άγιαξ- περάσει στο κέντρο της. Μόνος του στην κορυφή, πίσω, δίπλα από κάποιον άλλον.

Με κοινό παρονομαστή τα γκολ. Τα πολλά γκολ. Τα τόσα γκολ που φέρνουν το καλοκαίρι του ’93 όλη την Ευρώπη στα πόδια του.

Πρώτα απ’ όλους, τον μέντορά του, τον Κρόιφ, ο οποίος του ζητάει να τον ακολουθήσει στην Βαρκελώνη.

Ο Μπέργκαμπ, όμως, έβλεπε την μόδα της εποχής για τους συμπατριώτες του, την καλύτερη λίγκα του κόσμου τότε, το καμπιονάτο.

Ο «οράνιε» υπερπληθυσμός στη Μίλαν -παραδόξως- τον αποτρέπει, όχι, όμως, και το Μιλάνο, επιλέγοντας (μεταξύ της Γιουβέντους, η οποία ήταν η μόνη που είχε μείνει ως εναλλακτική στην τελική του ιεράρχηση) την Ίντερ.

Λάθος. Οι υποσχέσεις για επιθετικό ποδόσφαιρο, οικείο στον ίδιο, αποδεικνύονται φρούδες, οι σχέσεις του στα αποδυτήρια κακές, ακόμη χειρότερες αυτές με τα media… Φτάνουν να ονοματίζουν την ψηφοφορία για τον χειρότερο της κάθε εβδομάδας με το δικό του επίθετο και να κριτικάρουν ακόμα και την αλλαγή χτενίσματος, θεωρώντας πως -για παράδειγμα- την έκανε, για να κρύψει ότι χάνει μαλλιά, λόγω άγχους και πίεσης.

Μοιραία η πώληση,  στη διετία πάνω και κοψοχρονιά, στα μισά της δαπάνης για την αγορά του, με την ατάκα του Προέδρου της Ίντερ, Μάσιμο Μοράτι, να υπογραμμίζει το κατευόδιο μιας εφιαλτικής διετίας στο κάλτσιο: «Η Άρσεναλ θα είναι τυχερή, αν σημειώσει 10 γκολ».

Η ανεμπόδιστη τελειότητα

Play.

Στο δεξιό μισό. 2002, Νιουκάστλ.

O αμυντικός μοιραία τον χάνει. Για την ακρίβεια, όχι μόνο αυτόν. Χάνει τα πάντα. Λογικό. Στις χίλιες φορές που θα καλούνταν έστω να φανταστεί πιθανές κινήσεις ενός επιθετικού, σε καμία δεν θα πετύχαινε τη συγκεκριμένη.  Χάνει, λοιπόν, αίσθηση χώρου, αντίληψη φάσης, τον ποιον, τι, πού πρέπει να εστιάσει. Προσπαθεί με το σώμα του να αποτρέψει την περιστροφική κίνηση, τζαρτζάροντας, όσο περισσότερο μπορεί. Αδύνατον.

Πέραν της έλλειψης ισορροπίας και της καλύτερης που έχει ο Μπέργκαμπ, η δύναμη δεν λείπει από τον Ολλανδό. Ναι, από εκείνη που αναρωτιόντουσαν στον Άγιαξ αν θα του φτάνει ως επαγγελματία. Ίσως, όμως αυτό, ότι έμαθε να παίζει δυνατά, σκληρά, ακόμα και πονηρά και -ενίοτε, αν χρειαζόταν- “βρόμικα”, ήταν το μόνο του κέρδος από τη βραχύβια παραμονή του στο Μιλάνο.

Αντέχει, λοιπόν, στους κραδασμούς, ολοκληρώνει την περιστροφική κίνηση, κρατάει τον αμυντικό πίσω του και την μπάλα μπροστά του, προτού αφήσει τον έναν σωριασμένο στο έδαφος και στείλει την άλλη -με δεύτερη, άκρως απαραίτητη, επαφή (με το δεξί αυτή τη φορά)- στο πλεκτό.

Ως γκολ, πανηγυρίζεται μόνο εκείνη τη στιγμή. Έκτοτε, εφόσον το ξαναδείς, είναι αδύνατον να το χαρακτηρίσεις έτσι.

Ποίηση. Τελειότητα. Διάβαση στην αιωνιότητα.

Τόσο του ίδιου, όσο και του Νίκου Νταμπίζα, στον οποίο έλαχε ο κλήρος να σταθεί στον δρόμο μιας ανεπανάληπτης έμπνευσης μιας μεγαλοφυΐας, της νοητικής κορύφωσης ενός σπάνιου αρτίστα. το απαύγασμα της δημιουργικής του υπόστασης, άρτιο και χωρίς το παραμικρό έλλειμμα στην υλοποίηση και την εκτέλεσή του.

Απλώς, ο διεθνής Έλληνας στόπερ αποτέλεσε το απαραίτητο ντεκόρ αυτής της μοναδικής σύλληψης, χωρίς όμως να προκαλεί -σίγουρα ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό- θλίψη, συμπόνοια, οτιδήποτε αρνητικό ή μειωτικό. Πώς κατακρίνεις κάποιον που δεν εμπόδισε το τέλειο; Πώς στέκεσαι στο αδύνατον, την άμυνα, δηλαδή, σε μια τέτοια ενέργεια, χωρίς να υποκλιθείς σε αυτόν που την έκανε δυνατή; Δεν γίνεται, απλώς.

Ακόμα και… εξανθρωπίζοντάς το, φέρνοντάς το σε μέτρα και όρια που μπορεί να αντιληφθεί ο κοινός νους, αυτό το γκολ ήταν σπουδαίο και “λογιστικά”. Πέραν του ότι άνοιξε τον δρόμο για τη νίκη της Άρσεναλ, επέτρεψε στους «Κανονιέρηδες» να πλησιάσουν στον πόντο την πρωτοπόρο Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, την οποία και εν τέλει προσπέρασαν στον δρόμο για την κατάκτηση του Νταμπλ.

Είχε προηγηθεί το Πρωτάθλημα του 1998, ακολούθησε αυτό των «Invincibles» του 2004, συνδυάστηκε με διάφορα Κύπελλα και δύο παρουσίες σε Τελικούς διεθνών διοργανώσεων (Κύπελλο UEFA 2000 και Champions League 2006), χωρίς όμως μετάλλια νικητή.

Γκολ. Το.

Play.

Στο αριστερό μισό. Μασσαλία, 1998.

Ο Αγιάλα κατευθύνεται στο άουτ. Η μπάλα στρωμένη και χωρίς να διεκδικείται από άλλον πλέον, με τελείως αλλαγμένη πλέον φορά. Αυτός, διαγώνια στην εστία, τότε μόνο γυρίζει τον κορμό. Αφύλαχτο το απέναντι “παραθυράκι”. Μόνο με έναν τρόπο πάει εκεί η μπάλα. Τρίτη επαφή με το δεξί. Στα όρια του εξωτερικού με το “μυτάκι”. Όπως πρέπει. Εκεί,  όπου πρέπει.

Τρεις επαφές σε διάστημα 2,51 δευτερολέπτων. Σε φουλ κίνηση. Σε ημιτελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου. Με +30 βαθμούς Κελσίου υπό σκιά. Στο 90′. Σε παιχνίδι «10vs10». Χωρίς ούτε μία πορτοκαλί φανέλα σε απόσταση 30 μέτρων. Και με τρεις Αργεντινούς, χώρια τον τερματοφύλακα, στο κατόπι του.

Γκολ. Το.

Για τον ίδιο τουλάχιστον τον Μπέργκαμπ, ο οποίος αυτό θεωρεί το καλύτερο της καριέρας του. Τίτλος τιμής που πάντα μπαίνει στην ίδια σειρά των θεωρούμενων κορυφαίων της ιστορίας του Παγκοσμίου Κυπέλλου σε έμπνευση, σε δυσκολία, σε σύλληψη, σε εκτέλεση, στο οτιδήποτε, με εκείνο του «Θεού» στα γήπεδα του Μεξικό.

Ακόμη ένα trademark τεχνικής, οξύνοιας, οξυδέρκειας, παρανοϊκής ιδιοφυΐας, μα και παράλληλα… ποδοσφαιροσύνης. Δεν είναι ο φορ των Ολλανδών εκείνη την στιγμή. Και, όμως, κάνει κίνηση στον χώρο που έχει αφήσει κινούμενος εκτός περιοχής ο φουνταριστός. Ταχύς δεν ήταν ποτέ. Την σκέψη του, όμως, και, κυρίως, την δυνατότητα του να την υλοποιεί, δύσκολα την προλάβαινε ή την απαντούσε αντίπαλος.

Πόσω μάλλον, από την στιγμή που στην καριέρα του ευλογήθηκε (ή τον αναζήτησαν για) να συνταιριάξει με φουνταριστούς εφάμιλλους της δικής του ποιότητας. Μάρκο Φαν Μπάστεν, Ίαν Ράιτ, Νικολά Ανελκά και, φυσικά, Τιερί Ανρί.

Play.

Τελευταία καρέ και στο αριστερό μισό της οθόνης.

Μετά από τέτοια ακρίβεια, τέτοια τέλεια αποτελεσματικότητα, ανθρώπινος ο κατακλυσμός συναισθημάτων. Ανθρώπινος ακόμα και για τον «Iceman» (όπως αποκάλεσαν τον Μπέργκαμπ), ο οποίος δεν τα κρύβει. Δεν τον κρατάνε καν τα πόδια του, πέφτει ανάσκελα στο χορτάρι, με τα χέρι ακόμη ανοιχτά, ακίνητα, πανηγυρίζοντας, ξεσπώντας.

Ανθρώπινα, χωρίς να χρειάζεται να εξηγηθεί, να δικαιολογηθεί ή ακόμα και να πολεμήσει. Η φοβία του για τα αεροπλάνα είχε ξεκινήσει, κληροδοτημένη και αυτή από τα χρόνια του στην Ιταλία. «Πολλές φορές, σκεφτόμουν ακόμα και μέσα σ’ ένα παιχνίδι το ταξίδι της επιστροφής». Τον έτρωγε. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Δεν ξαναμπήκε σε αεροπλάνο. Ο μόνος Ολλανδός που δεν κατάφερε να δικαιολογήσει το συνοδευτικό του «Ιπτάμενου». Τρένο, αυτοκίνητο, με οποιονδήποτε άλλον τρόπο μπορούσε, ταξίδευε, ακολουθώντας τις αποστολές της Άρσεναλ, χωρίς πάντως να το κάνει (τις περισσότερες φορές τουλάχιστον), όταν οι «Κανονιέρηδες» περνούσαν τη Μάγχη. 

Είναι αλήθεια πως έτσι έχασε πολλά. Ίσως και να στέρησε περισσότερα.

Ζημιωμένος στο ζύγι, σε κάθε περίπτωση, δεν βγήκε. Ενόσω ακόμη αγωνιζόταν, υπολογίστηκε πως είναι ο πλέον εύπορος Ολλανδός ποδοσφαιριστής, με περιουσία που ξεπερνούσε τα 50 εκατ. ευρώ. Και πλέον, χάρη (και) στο επιχειρηματικό του “δαιμόνιο”, αλλά και της συζύγου και μητέρας των τεσσάρων παιδιών του, Χενρίτα, έχει αβγατίσει περισσότερα, επιτρέποντάς του να δηλώνει ευκαιριακός προπονητής. Κάνοντας το κέφι του, όποτε του κάνουν η ευκαιρία που του παρουσιάζεται, και η δουλειά που του προσφέρεται, είτε αυτή είναι στις ακαδημίες του μεγάλου και τρανού Άγιαξ είτε σε αυτές των Νέων της άσημης Αλμέρε Σίτι.

Ζημιωμένοι στο ζύγι ούτε όσοι τον χάζεψαν, βγήκαν. Ούτε -καν- όσοι ακόμη τον χαζεύουν. Μόνον όσοι προσπαθούν να ξεπατικώσουν τις κινήσεις του, θαρρώντας αναιδώς πως μπορούν να αψηφήσουν τους νόμους της ανατομίας (τους), της φυσικής.

Με κινήσεις μόνο προβαρισμένες. Ξανά και ξανά. Με κινήσεις μόνο από χορευτές. Σε πάτωμα πεντακάθαρο, θαρρείς καθρέφτη. Με παπούτσια γυαλισμένα, έτοιμα να το χαράξουν. Με τη βελόνα στο πικάπ και φόντο τη δική του πράσινη σκηνή.

Χορεύετε;

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This