Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Στο Προολυμπιακό τουρνουά του 2021, στη Βικτόρια του μακρινού Καναδά, τα γαλάζια φόρεσαν οι κ.κ. Καλάθης, Σλούκας, Λαρεντζάκης, Κασελάκης, Παπαγιάννης, Μήτογλου, Κατσίβελης, Γιαννόπουλος, Ρογκαβόπουλος, Χρυσικόπουλος, Καββαδάς και Κ. Αντετοκούνμπο. Η Εθνική ομάδα, υπό την καθοδήγηση του Ρικ Πιτίνο, έφτασε μία νίκη μακριά από το Τόκιο.

Δεκατέσσερις μήνες (και όχι δεκατέσσερα χρόνια) αργότερα, μόνο οι πέντε πρώτοι έχουν ομάδα. Ο Ντίνος Μήτογλου βρίσκεται σε κάποιου είδους εξορία πληρώνοντας το κακό του το κεφάλι, ενώ οι υπόλοιποι έξι ψάχνουν μεροκάματο. Επί του πιεστηρίου, μαθαίνω ότι ο Βασίλης Καββαδάς υπέγραψε στον Άρη. Καλορίζικος.

Πετάχτηκα μέχρι την προπόνηση της Εθνικής του 2022 και μετρούσα ανέργους. Με πρόχειρο υπολογισμό, τους έβγαλα τέσσερις: Αγραβάνης, Κουζέλογλου, Τσαλμπούρης, Κώστας Αντετοκούνμπο. Εάν πήγαινα τη Δευτέρα, λίγες ώρες νωρίτερα δηλαδή, θα έβαζα στην ίδια λίστα και τον Μποχωρίδη, ενώ και ο μικρός Αντετοκούνμπο, ο Άλεξ (γενν. 2001), δεν είναι να πεις ότι έχει ομάδα ή ότι είναι έτοιμος μπασκετμπολίστας.

Ορισμένοι βρήκαν ομάδα πρόσφατα (Κασελάκης, Καλαϊτζάκηδες, Γόντικας), αλλά προηγουμένως έμειναν ελεύθεροι. Είναι πλέον σπάνιο πτηνό ο Έλληνας μπασκετμπολίστας που το καλοκαίρι έχει το γάιδαρό του δεμένο, με συμβόλαιο και τζίφρες.

Ας μη καθίσω να μετρήσω και πόσοι από τους υπάρχοντες πρωτοκλασάτους αποτελούν προϊόντα του ταλαίπωρου ελληνικού μπάσκετ

Μπορεί κάποιος από αυτούς τους αζήτητους παιχταράδες να μείνει στο ράφι μέχρι τις μέρες του Ευρωμπάσκετ και να διασκεδάσει την ανεργία του με μετάλλιο, όπως π.χ. ο Γιάννης Καλαμπόκης, το 2009 στην Πολωνία. Μεγάλο πράγμα το κίνητρο!

Ελεύθεροι παραμένουν επίσης ο Βαγγέλης Μάντζαρης με τις αμέτρητες διεθνείς συμμετοχές και διακρίσεις, ο Ζώης Καράμπελας (από τα σημαντικότερα ταλέντα της νέας γενιάς), ο Χρήστος Σαλούστρος (στέλεχος της Εθνικής Ανδρών την τελευταία τετραετία), ο Παπαδάκης, ο Δίπλαρος, ο Ζάρας, ο Γιάνκοβιτς, ο Μπόγρης και τρέχα γύρευε ποιους ξεχνάω. Ελπίζω να μη κάνω κάποιο λάθος και να μη μου ξέφυγε κάτι από την μπερδεμένη ειδησεογραφία των ημερών.

Ανάμεσα στους ουκ ολίγους προπονητές που δεν εργάζονται σε ομάδα είναι οι τελευταίοι τρεις Έλληνες Ομοσπονδιακοί, Σκουρτόπουλος, Κατσικάρης, Μανωλόπουλος, τέσσερις αν υπολογίσουμε και τον Κώστα Μίσσα. Αφήνω στην άκρη τις προφανείς «ειδικές περιπτώσεις», όπως του Σφαιρόπουλου, του Ζούρου, του Πεδουλάκη, ακόμα και του Παναγιώτη Γιαννάκη.

Πάνε 4,5 χρόνια από την τελευταία παρουσία του «δράκου» σε πάγκο ελληνικής, ή άλλης, ομάδας. Ο κυνικός θα πει ότι προτεραιότητα στην εύρεση εργασίας, αυτή την εποχή, έχουν οι προπονητές που ανήκουν στο πελατολόγιο συγκεκριμένου ατζέντη.

«Και οι παίκτες», είπατε; Μπορεί να είναι κι έτσι. «Έλα μαζί μου και θα φτάσεις στην Εθνική ομάδα», ήταν η φράση που άκουσε πολυτάλαντος νεαρός πριν από λίγες ημέρες. Η πόρτα ήδη άνοιξε και ο μικρός προπονείται με τους μεγάλους. Τα πρόσωπα στη βιτρίνα άλλαξαν, τα χούγια πάλι όχι.

Άλλο, όμως, είναι το θέμα μας. Η λειψανδρία για την οποία μιλάμε εδώ και χρόνια άρχισε να γίνεται βασανιστική και οι Έλληνες παίκτες που αντέχουν να σταθούν σε καλή ομάδα της Basket League είναι πλέον ελάχιστοι.

Πολλοί σύλλογοι προτιμούν να επενδύσουν σε αναλώσιμους ξένους της οκάς παρά σε κατά τι ακριβότερους Έλληνες, φταίει το σύστημα, ο παλιόκοσμος και η παλιοκενωνία, αλλά αυτή είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η εξίσωση διαβάζεται και διαφορετικά.

Πόσοι από τους άνεργους μπασκετμπολίστες που αναφέρθηκαν στο κείμενο έχουν θέση σε ομάδα Euroleague ή και Eurocup; Πόσοι από τους 24 τους Δημήτρη Ιτούδη μπορούν να παίξουν στον Ολυμπιακό και στον Παναθηναϊκό; Μπορεί κάποιος πέρα από τους προφανείς 9-10 πρωταγωνιστές να προσφέρει άμεσα στην Εθνική Ανδρών, εάν του δοθεί η ευκαιρία στο Ευρωμπάσκετ που έρχεται;

Ποια εικόνα θα παρουσιάσει η «επίσημη αγαπημένη», εάν π.χ. στο Προολυμπιακό τουρνουά του 2024 κατεβεί χωρίς τους Καλάθη (1989), Σλούκα (1990), Παπανικολάου (1990) και με τους Αντετοκούνμπο μπλοκαρισμένους από το ΝΒΑ λόγω υποχρεώσεων; Δεν θα μιλάμε πια για διακρίσεις, αλλά για διαρκή αγώνα επιβίωσης, που θα μας γυρίσει πίσω στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 (προ Ευρωμπάσκετ). Ένα παγερό μακροβούτι στο γκρίζο παρελθόν.

Η παρουσία των Εθνικών ομάδων Κ20 και Κ18 το φετινό καλοκαίρι είναι σοκαριστικά κακή, από την κορυφή ως τα νύχια: απαρχαιωμένο μπάσκετ, μηδαμινή αθλητικότητα, ασήμαντο ταλέντο, λιθοβολία από το τρίποντο και από τη γραμμή, κορμιά με χαμηλό σασί, αργά πόδια, φτωχές επιδόσεις ακόμα και στους τομείς που θα μπορούσαν να κρύψουν τις εγγενείς αδυναμίες (άμυνα, τακτική κ.ο.κ.).

Αν ο Μαντζούκας, ο Τανούλης και ο Νετζήπογλου εντάχθηκαν στην Εθνική Ανδρών δίπλα στον Γιάννη και στους υπόλοιπους φτασμένους (που δεν είναι δα πολλοί), αυτό συνέβη ελλείψει άλλων 20χρονων και όχι επειδή είναι έτοιμοι για να συνεισφέρουν. Αυτοί ήταν απλώς οι μονόφθαλμοι.

Εξίσου φτωχή, τηρουμένων των αναλογιών και των προσδοκιών και των απαιτήσεων, ήταν η απόδοση του Σαμοντούροφ στα δύο ματς που πρόλαβε να παίξει στο μικρό Ευρωμπάσκετ. Στο ένα από τα δύο παιχνίδια η στατιστική του γέμισε, αλλά η επιρροή του στο παιχνίδι είναι ακόμη αμελητέα, ακόμα και σε επίπεδο Εφήβων.

Είναι, βεβαίως, έναν χρόνο μικρότερος από τους γεννημένους το 2004 συμπαίκτες του. Όπως φαίνεται στην περίπτωση του Λευτέρη Μαντζούκα (2003), ωστόσο, η στασιμότητα στα 17-18, σε συνδυασμό με τα παχιά λόγια των οπαδογράφων, είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Και συνήθως ελλοχεύει στην άκρη του πάγκου των μεγάλων ομάδων.

Σταματώ όμως εδώ, γιατί το γέρικο μυαλό μου δυσκολεύεται να συλλάβει ότι λ.χ. ο Αλέξανδρος Σαμοντούροφ (20/4/2005) ήταν ακόμη αγέννητος όταν έσβηναν τα φώτα της Ολυμπιάδας της Αθήνας. Και βρέφος τριών μηνών όταν ανάβαμε φωτιές στους δρόμους του Βελιγραδίου.

Πηγή: Gazzetta