Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Οι πιο άχαρες ημέρες της χρονιάς είναι, για μένα, το δεκαήμερο που ακολουθεί το τέλος της Euroleague και οι δύο εβδομάδες αμέσως μετά το φινάλε του Ευρωμπάσκετ (ή Μουντομπάσκετ κ.ο.κ.). Τις εισπράττω ως βουτιά στο μαγγανοπήγαδο και δυσκολεύομαι να πείσω τον εαυτό μου ότι πρέπει να ξεπλύνω τη σαμπάνια από τα ρούχα και να ασχοληθώ φτου κι απ’ την αρχή με τις οπαδικές κόντρες και τους καημούς των φανατικών.

Το ‘χουμε αυτό; Πάμε παρακάτω. Υπάρχει άφθονος χρόνος, για να αναλύσουμε τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό και τις λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Τις αναλύσεις του Σεπτέμβρη, άλλωστε, τις βλέπει ο Μάης και γελά.

Το δικό μου το -όποιο- μυαλό στριφογυρίζει ακόμη στο Ευρωμπάσκετ και στη νίλα της Τρίτης και δεκατρείς Σεπτεμβρίου, όταν η Εθνική μας έχασε μία από τις τελευταίες -πιθανότατα τη μεγαλύτερη- ευκαιρίες για μία ηχηρή διάκριση. Σύμφωνοι, αυτή τη φορά σκόρπισε έρωτα και απέφυγε το πατροπαράδοτο κρέμασμα στα τσιγκέλια. Στο τέλος της πορείας, ανταμείφθηκε με μία βροχή από «δεν πειράζει», που σκέπασαν τη σκασίλα και το «γαμώτο».

Μήπως, όμως, αυτό είναι το λάθος μας; Μήπως, ειδικά τώρα, χρειάζεται κριτική και όχι ανεμελιά; Πώς είναι δυνατόν, να παρουσίασε η -κατά γενική ομολογία ισχυρή- ομάδα αυτή την οικτρή εικόνα, στον αγώνα της ζωής της, απέναντι σε έναν αντίπαλο που αποδείχθηκε στην πορεία ευάλωτος και τρωτός; Θα μάθουμε κάτι από αυτό το πάθημα ή θα το κουκουλώσουμε κάτω από το χαλί της όψιμης ευφορίας και της -κατά τη γνώμη μου ανεδαφικής- αισιοδοξίας;

Για να το πω διαφορετικά: μήπως ήταν πιο γόνιμο για το μέλλον της ομάδας, όταν ζητούσαμε εξηγήσεις και κεφάλια επί πίνακι; Πόσα ικριώματα θα είχαν στηθεί στην Πλατεία Συντάγματος, εάν π.χ. στη θέση του Δημήτρη Ιτούδη ήταν ο Σκουρτόπουλος ή ο Μανωλόπουλος ή ο Καζλάουσκας ή ο Τρινκιέρι ή και ο Κατσικάρης, που σας θυμίζω ότι το 2014 προσελήφθη ως …μεσσίας; Για την Ομοσπονδία δεν ανοίγω συζήτηση, αφού κατά γενική ομολογία ο Λιόλιος τα έκανε όλα σωστά στο σκέλος της Εθνικής ομάδας. Τα υπόλοιπα πεπραγμένα της νέας διοίκησης δεν είναι της παρούσης.

Καταπώς συνηθίζω, μίλησα με κάμποσους προπονητές και παλαίμαχους διεθνείς την επαύριον του αποκλεισμού, για να καταλάβω καλύτερα τι είδαμε και τι δεν είδαμε. Δεν εννοώ άτομα που έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν σκληρή κριτική. Άλλωστε αμφιβάλλω αν υπάρχουν τέτοια, αυτή την εποχή. Δρυός πεσούσης, θα πείτε. Σύμφωνοι. Γίνεται όμως διαφορετικά; Οι πάντες κρίνονται από το αποτέλεσμα. Ιδίως όταν υπάρχει πανστρατιά.

Η Εθνική πήγε στο Ευρωμπάσκετ προικισμένη με τους καλύτερους παίκτες και με τον καλύτερο προπονητή, άρτια οργανωμένη και με τα σωστά πρόσωπα στις σωστές θέσεις. Και όμως, σκόνταψε στο εμπόδιο που έκανε τη διαφορά ανάμεσα στην υπέρβαση και στη στασιμότητα. Φαίνεται, όμως, ότι θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε κάποια πράγματα, χρονιάρα μέρα σήμερα, χωρίς να λογαριάζουμε βαριά ονόματα και ουρανομήκη αναστήματα:

Ήταν ίσως λάθος, να ποντάρει η ομάδα σε παίκτες που -λόγω τραυματισμών- στάθηκε αντικειμενικά αδύνατο να πλησιάσουν το 100% των δυνατότητων τους. Οι τέσσερις λαβωμένοι έπαιξαν στο Ευρωμπάσκετ, και χίλια μπράβο τους, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για τη διακαή επιθυμία όλων, αλλά κανένας από αυτούς δεν πλησίασε τον αληθινό του εαυτό. «Η διαφορά που τους χωρίζει από τους αμέσως επόμενους είναι πολύ μεγάλη», ψιθύριζαν κάποιοι, στα ενδότερα της ομάδας, παραμονές του Ευρωμπάσκετ. Είναι όμως προτιμότερος μισός Παπαπέτρου από ολόκληρο Κασελάκη; Πρόσφεραν περισσότερα οι Παπαγιάννης και Κώστας Αντετοκούνμπο μαζί, από ότι π.χ. ο υγιής Καββαδάς πέρυσι στο Προολυμπιακό τουρνουά; Ο Κώστας Σλούκας είναι φυσικά αναντικατάστατος, αλλά ίσως ένας υγιής γκαρντ στην άκρη του πάγκου (ως 12ος παίκτης) να έκανε διαφορά, με τις ανάσες που θα έδινε: ο Μποχωρίδης, ο Π. Καλαϊτζάκης, ο Μωραΐτης. Ναι, όπως έκανε ο Γιαννούλης Λαρεντζάκης.

Προπονητικά, η ομάδα αποτέλεσε μία δυσάρεστη έκπληξη, σε αυτό το «Ευρωμπάσκετ των προπονητών». Και δεν εννοώ μόνο την αγωνιστική τακτική, αλλά και την πνευματική ετοιμότητα. Το αγκομαχητό του αγώνα με την Τσεχία (όπου χρειάστηκαν τρίποντα του Γιάννη για να μη χαθεί το τρένο) ήταν μία προειδοποίηση, την οποία όλοι μας αγνοήσαμε, οχυρωμένοι πίσω από τη νίκη. Τόσο οι Τσέχοι, όσο και οι Γερμανοί έφυγαν από τη σκακιέρα νικητές. Στην πρώτη περίπτωση η ατομική ποιότητα των Ελλήνων παικτών έδωσε τις λύσεις, αλλά στη δεύτερη δεν υπήρχε αντίδοτο στη φυσική κατάσταση, στη σιγουριά και στην τακτική αρτιότητα των Γερμανών. Η ελληνική ομάδα παρουσιάστηκε αλαζονική και αλλοπαρμένη. «Θα παίξουμε το μπάσκετ μας και ας βρουν αυτοί τρόπο να μας σταματήσουν», έμοιαζε να λέει. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η εικόνα των πρώτων λεπτών έχει αίτιο και αιτιατό, η κατάρρευση της τρίτης περιόδου μοιάζει ασυγχώρητη. Προσωπικά ένιωθα βέβαιος, ότι το 61-57 του ημιχρόνου (με αφετηρία μάλιστα την πλημμύρα του εναρκτήριου πενταλέπτου) ήταν πανίσχυρο εφαλτήριο νίκης. «Τελείωσε το ματσάκι», έλεγα στο ημίχρονο, μετά το τρίποντο του Σλούκα από τη σέντρα.

Η ομάδα λησμόνησε την πατροπαράδοτη ευψυχία και παραδόθηκε στη μοίρα της σαν να βιαζόταν να επιστρέψει στην Αθήνα. «Θυμήθηκα τον προημιτελικό με τους Ισπανούς το 2015, όταν κάποιες φάτσες ξαφνικά άσπρισαν», μου έλεγε ο Φώτης Κατσικάρης, στα πλαίσια μιας συνέντευξης που μου παραχώρησε για το σημερινό Documento. «Τότε, όμως, στη Λιλ, παλεύαμε μέχρι το τέλος, ακόμα και όταν όλα μας πήγαιναν στραβά». Έχει άδικο; Σε καμία περίπτωση. Οχτώ λεπτά πριν το τέλος του αγώνα με τους Γερμανούς στο Βερολίνο, η διαφορά ήταν ακόμη μονοψήφια. Αλλά Εθνική μας είχε ήδη το ένα πόδι στο αεροπλάνο της επιστροφής. Από πού πήγασε η μοιρολατρία; Πώς χάθηκαν η πίστη και η ελπίδα; Γιατί είχαμε μόνο έναν Λαρεντζάκη και όχι περισσότερους; Πού θα τερματίζαμε αν δεν υπήρχε κι αυτός; Κατσικάρης: «Είναι εύκολο να ρίξουμε τα βάρη στους παίκτες και να τους βγάλουμε στη σέντρα, αλλά η ευθύνη μοιράζεται σε όλους ανεξαιρέτως».

Η προσπάθεια να μεταμορφωθεί η Εθνική σε «αμυντικό χαμαιλέοντα», όπως υποσχέθηκε ο Ιτούδης μετά το τουρνουά Ακρόπολις, έπεσε με πάταγο στα βράχια, εκεί όπου ζουν οι χαμαιλέοντες. Εδώ ήταν προφανές το απότοκο της απροπονησιάς (π.χ. αργά πόδια στις αλλαγές και στα close-out), ή της υπερφόρτωσης ορισμένων παικτών (Παπανικολάου, Γιάννης) αλλά αυτή είναι μία εξήγηση εύκολη και φτηνή. Το πρόβλημα ξεκινούσε από την ανεπαρκή περιφερειακή άμυνα, όπου κανένας από τους τρεις πρωτοκλασάτους δεν προλάβαινε γκαρντ υπερηχητικούς τύπου Σρέντερ και Φοντέκιο ή τετραπέρατους σαν τον Σατοράνσκι και τον Σίμον. Ο 33χρονος Καλάθης δεν είναι πια ο εξολοθρευτής Καλάθης του 2015, ενώ ο Σλούκας και ο Ντόρσεϊ δεν έφτασαν στην Εθνική με την άμυνά τους. Ο Παπανικολάου μάρκαρε μισή πεντάδα ανά πάσα στιγμή, αλλά δεν μπορούσε να μπαλώσει όλες τις τρύπες μόνος του, με μόνη βοήθεια τα πλοκάμια του Γιάννη. Όλοι τους προσπάθησαν σκληρά και ξανά μπράβο τους. Αλλά η προσπάθεια και ο μοντερνισμός δεν αρκούν πάντοτε. Αυτή η στάνη βγάζει ελληνικό γάλα και όχι μπίρα ή σανγκρία. Όσοι πίστευαν ότι η Εθνική θα έπαιρνε μετάλλιο με μπάσκετ των 95 πόντων παρακαλούνται να ξαναδούν το βίντεο του προημιτελικού, για να μη χάνουμε τα λόγια μας τζάμπα και βερεσέ.

Το αίτημα για σταδιακή ανανέωση είναι πλέον αναπόδραστο και επείγον. Ο κίνδυνος να περπατήσουμε πάνω σε καμένη γη μετά το 2024 (ή και νωρίτερα, εάν η Εθνική αποκλειστεί από το Μουντομπάσκετ) είναι οφθαλμοφανής. Η ομάδα θα πρέπει να εμπιστευτεί κάποιους νεώτερους παίκτες, να τους προετοιμάσει και να τους βαπτίσει στο πυρ, όπως έκαναν -αναγκαστικά- ο Σέρτζιο Σκαριόλο και οι συνεργάτες του στην Ισπανία. Τρεις βασικότατοι παίκτες (Καλάθης, Σλούκας, Παπανικολάου) είναι ήδη 32-33 ετών, ενώ και ο Θανάσης Αντετοκούνμπο πάτησε τα 30. Ο Μωραΐτης και ο Παν. Καλαϊτζάκης ήταν εξαιρετικοί στους κομβικούς αγώνες με την Τουρκία, αλλά δεν χώρεσαν στην τελική 14άδα του Μουντομπάσκετ. Από την άλλη, τα σημαντικότερα ταλέντα της επόμενης και μεθεπόμενης γενιάς έχουν μπροστά τους έναν χειμώνα πιθανής απραξίας, καθηλωμένα στους πάγκους των «αιωνίων»: ο Λούντζης, οι Καλαϊτζάκηδες, ο Μαντζούκας, ο Χουγκάζ, ο Νικολαΐδης. Ο Ρογκαβόπουλος, που έπαιξε πενταδάτος στο Προολυμπιακό του Πιτίνο, εξαφανίστηκε από προσώπου γης, όπως και ο 13ος της Κίνας Κόνιαρης. Σε τι ακριβώς θα χρησιμεύσουν στον φιλόδοξο Παναθηναϊκό του 2022-3 ο Μαντζούκας, ο Aβδάλας και ο Σαμοντούροφ;

Πιθανόν να χρειάζεται επανεκτίμηση η τακτική της Ομοσπονδίας σχετικά με τη χρησιμοποίηση «νατουραλιζέ», εφ’ όσον το παιχνίδι παίζεται με αυτούς τους όρους, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ευρώπης. Βεβαίως, η θέση είναι ρεζερβέ όσο υπάρχει (τα καλοκαίρια) ο Τάιλερ Ντόρσεϊ, ενώ ετοιμάζεται και το διαβατήριο του εξαίρετου Ναζ Μήτρου-Λονγκ. Μήπως αξίζει να εξεταστεί η πιθανότητα ελληνοποίησης κάποιου (αλλοδαπού) παίκτη σε θέση όπου η Εθνική πονάει, κάποιου σαν τον Ουόκαπ; Προσοχή, δεν μιλώ για αλεξιπτωτιστές τύπου Λορέντζο Μπράουν, αλλά για αθλητές με θητεία στην Ελλάδα και σχέσεις με τη χώρα: Τζέιμς, Ντάνστον, παλαιότερα Μπατίστ, Γκιστ κ.ο.κ. Μακάρι να ήταν ο Σάσα Βεζένκοφ, που είναι στ’ αλήθεια μισός Έλληνας, αλλά αυτό το τρένο αναχώρησε ήδη για Σόφια. Το θέμα έχει φυσικά πολύπλευρη διάσταση, και κοινωνική ακόμη, οπότε ζήτησα τη γνώμη του Φώτη Κατσικάρη, με την τριετή θητεία στο πόστο του Ομοσπονδιακού. Η απάντησή του ήταν η εξής: «Εφ’ όσον στόχος είναι εξαρχής να αγωνιστούμε για αυτό που πρεσβεύουμε και για τη χώρα μας, τότε όχι, δηλώνω αντίθετος. Εάν όμως απαιτούμε μετάλλιο και κρεμάμε στα μανταλάκια τον προπονητή μετά από μία ήττα, τότε ασφαλώς και θα έπαιρνα έναν ξένο».

Οι αγώνες με Βέλγιο, Λετονία και Σερβία, το επόμενο πεντάμηνο, είναι καθοριστικής σημασίας για το παρόν και για το άμεσο μέλλον της Εθνικής. Δίχως συσπείρωση και συστράτευση, μπορεί ο ουρανός να πέσει στα κεφάλια μας και να μη ξανασηκωθεί ποτέ. Στο μεταξύ, χρήσιμο είναι να φοράμε τη μάσκα του κυνισμού και να θυμόμαστε, ότι η 5η θέση στην Ευρώπη δεν είναι σε καμία περίπτωση αποτυχία. Όχι μόνο στο μπάσκετ, αλλά σε οποιονδήποτε τομέα. Θα τα ξαναπούμε για την Εθνική όταν έρθει η ώρα, δηλαδή πολύ σύντομα. Καλό χειμώνα σε όλους.

Πηγή: Gazzetta