Του Ιάσονα Θεριού
Ένα μικρό σπρώξιμο στον προσωπικό του αντίπαλο και μια αντίθετη κίνηση το χαρακτηριστικό σεντερφορίσιο μέσα-έξω της στιγμιαίας απελευθέρωσης.
Άλλωστε, οι μεγάλοι παίκτες δεν χρειάζονται κάτι παραπάνω, μια στιγμή αρκεί.
Το τακούνι του προκαλεί την έκπληξη, αλλάζει κατεύθυνση στην μπάλα, και το τεράστιο κορμί του γυρνά ξαφνικά για να την ακολουθήσει. Μια επαφή, ένα πλασέ, ένα γκολ. Εκείνος βγάζει εριστικά τη γλώσσα προς τη μαινόμενη «nerazzurra» Curva Sud, όσο χιλιάδες πυροτεχνήματα εκρήγνυνται στα στομάχια των απανταχού «Rossoneri».
Ένα γκολ μισό -λυτρωτικό- Πρωτάθλημα, ένα γκολ -το δεύτερο προσωπικό του μέσα σε μερικά λεπτά- που γυρίζει τούμπα ένα ντέρμπι γεμάτο μίσος, μια ολόκληρη πόλη. Ένα “διπλό” και δυο τέρματα πλέον ανεξίτηλα χαραγμένα στις καρδιές και τα βιβλία της ιστορίας της Μίλαν. Δυο τέρματα που δεν πίστεψε κανείς, μια νίκη που για αυτό ακριβώς χρειάστηκε τη διοχέτευση τόνων πίστης στις σκόρπιες στιγμές αυτού που δεν έπαψε ποτέ και για κανέναν λόγο να πιστεύει.
Και οι πάντες το κατάλαβαν, ίσως από νωρίς ή ίσως εκείνο το απόγευμα στο Giuseppe Meazza. Άλλωστε και ο ίδιος ξέρει πως δεν έχει ξεχαστεί και ούτε πρόκειται. «Τρελά συναισθήματα, δυο πολύτιμα γκολ. Ακόμη μου λένε για αυτά όλοι οι οπαδοί όπου με βλέπουν, μέχρι και σήμερα», λέει. «Succede solo a chi ci crede», θυμάται να του φωνάζουν ενθουσιασμένοι.
«Συμβαίνει μόνο σε όσους το πιστεύουν». Εκείνοι μιλούν για μια νίκη, μα για τον Ολιβιέ Ζιρού αυτές οι λέξεις κρύβουν μέσα τους μια ολόκληρη καριέρα.
Την καριέρα του τύπου τον οποίον η ασταμάτητη πίστη έσπρωξε προς την κορυφή, αντισταθμίζοντας τις αδυναμίες του. Του τύπου που έλαμψε απροσδόκητα ανάμεσα στους πιο λαμπερούς, αυτού που περπάτησε πάνω σε σπασμένα όνειρα για να ζήσει τα δικά του. Και στο τέλος όχι απλώς τα κατάφερε, δεν τα έζησε μόνο, μα τα ξεπέρασε. Γιατί αυτό συμβαίνει μόνο σε όσους το πιστεύουν.
Από το πουθενά ως το Πρωτάθλημα με τη Μονπελιέ
«Ο καθένας σχεδιάζει το δικό του μονοπάτι στη ζωή, αλλά ο Θεός είναι αυτός που θέτει την ταχύτητα», λέει συχνά ο Ζιρού. Η ίδια του η καριέρα άλλωστε επαλήθευσε τη σκέψη του.
Ο μικρός Ολιβιέ δεν ήταν ποτέ από τα παιδιά που ξεπετάχθηκαν γρήγορα, δεν ξεχώρισε με το ταλέντο του. Δεν φαινόταν να είναι γραπτό να παίξει ποδόσφαιρο ούτε τρελάθηκε κάποιος μεγάλος σύλλογος μαζί του από την πρώτη στιγμή. Γεννημένος στη σκιά των Άλπεων, το δεύτερο παιδί μιας “κανονικής” οικογένειας και μεγαλωμένος σε ένα χωριό λίγο έξω από την Γκρενόμπλ, ως πιτσιρικάς στην πραγματικότητα δεν είχε άλλη επιλογή από το να ασχοληθεί κυρίως με το σκι.
Οι γονείς του του μετέδωσαν τις δικές τους αξίες και τη δική τους βαθιά πίστη στον Θεό και ο αδερφός του φρόντισε να τον μυήσει από νωρίς στην αίρεση του ποδοσφαίρου. Ο Ζιρού έπαιζε όπως κάθε άλλο παιδί, για πλάκα, μιμούμενος τον μεγαλύτερο αδερφό του που φαινόταν πως είναι καλύτερος. Όμως τα μπατόν σύντομα θα έδιναν τη θέση τους στα εξάταπα.
Ξεκίνησε από τα φυτώρια της Γκρενόμπλ, όμως του πήρε χρόνο να πείσει τον σύλλογο πως μπορεί να κάνει το βήμα παραπάνω. Χρειάστηκε να φτάσει 21 ετών για να υπογράψει το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο, εξέλιξη που σύμφωνα με τον ίδιον τον γέμισε με αυτοπεποίθηση. Αυτοπεποίθηση που θα ήταν απόλυτα απαραίτητη στα πρώτα βήματα του σκαρφαλώματός του.
Άρχισε να παίζει με τις μικρές ομάδες της Γκρενόμπλ, από την πέμπτη κατηγορία του γαλλικού ποδοσφαίρου. Τα ερασιτεχνικά χωράφια της Γαλλίας θα γίνονταν η αφετηρία της δικής του περιπέτειας, όμως η περιπλάνησή του σε αυτά θα τον βασάνιζε για χρόνια. Γκρενόμπλ, δανεισμοί, απόρριψη.
Ο σύλλογος του τόπου του τον έκοψε σχεδόν άμεσα, θεωρώντας πως δεν είχε θέση ανάμεσα στους καλύτερους. Ο δρόμος θα αργούσε να ανοίξει και αυτό θα συνέβαινε μόνο με σκληρή δουλειά. Άλλωστε και ο ίδιος επέμενε πως το σημαντικό είναι να παίζει, όπου κι αν βρίσκεται.
Σχεδόν μαγικά, από το πουθενά στην πραγματικότητα, η Μονπελιέ που τότε πλησίαζε την ακμή της θα τον εντόπιζε στη δεύτερη κατηγορία της Γαλλίας, στην Τουρ, και θα τον έκανε δικό της. Μια από τις καλύτερες κινήσεις στην ιστορία της.
Ένας -οριακά τυχαίος- 24χρονος φορ με μόνο παράσημο το βραβείο του πρώτου σκόρερ, το οποίο κέρδισε αγωνιζόμενος ως δανεικός στην Τουρ από τη Μονπελιέ. Κι όμως, αυτός θα γινόταν ο πρωταγωνιστής του πρώτου και τελευταίου της Πρωταθλήματος.
Μια ομάδα σαν θαύμα, σαν έκπληξη απέναντι στη φρέσκια σαουδαραβική εκδοχή της πανίσχυρης Παρί Σεν Ζερμέν. Ένας τίτλος φαινομενικά απίθανος, μια α-πίστευτη έκβαση με άπειρη πίστη από πίσω της. Ο Ζιρού ήταν εκεί, να πιστεύει όσο κανείς, πρώτος σκόρερ, ηγέτης και ήρωας ενός Πρωταθλήματος που μέχρι και σήμερα σημαίνει τα πάντα για τη Μονπελιέ και τους φίλους της, οι οποίοι όμως δεν θα τον χαίρονταν για πολύ. Ήδη οι δαγκάνες των μεγαλύτερων συλλόγων της Ευρώπης είχαν σχηματίσει ουρά για να τον αρπάξουν.
Τίτλοι, λονδρέζικη υποτίμηση, μα πανέμορφες απαντήσεις
Οι ρόδες του αεροπλάνου αγγίζουν σταδιακά την άσφαλτο του αεροδιαδρόμου του Χίθροου. Όσο αυτό προσγειώνεται, ένα πέπλο που θα κάλυπτε τη ζωή και την καριέρα του Ζιρού για την επόμενη δεκαετία σχεδόν δείχνει να απογειώνεται για να πάρει τη θέση του στον ουρανό του Γάλλου. Έχει φτάσει πια στο Λονδίνο, στο μακροβιότερο ποδοσφαιρικό του σπίτι. Στην πόλη που θα τον λάτρευε και θα τον μισούσε εκ περιτροπής, μα ποτέ δεν θα τον εκτιμούσε πραγματικά.
Στην αγγλική πρωτεύουσα θα εγκατασταθεί αρχικά για χάρη της Άρσεναλ. Οι προσδοκίες θα σκαρφαλώσουν από νωρίς στα ύψη. Άλλωστε, δεν είναι κι απλό να παίρνεις το χρίσμα του αντικαταστάτη του Ρόμπιν Φαν Πέρσι, ειδικά σε μια εποχή που τα χρυσά χρόνια των «Κανονιέρηδων» δείχνουν να έχουν κλειδωθεί για τα καλά στο παρελθόν. Δεν πρόκειται για κάποιο ταλεντάκι. Ο Ζιρού είναι ήδη 26 χρόνων και πρέπει να αποδώσει άμεσα. Δεν είναι ότι δεν το κάνει μα ούτε κι ότι το κάνει. Δεν βγάζει μάτια, μα είναι εκεί όποτε χρειαστεί, σε ένα μοτίβο που θα καθορίσει τα χρόνια του στην Αγγλία.
Το παρουσιαστικό του περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Ένας θηριώδης και αργός κεντρικός επιθετικός θυμίζει σταδιακά, όσο περνούν τα χρόνια στο Λονδίνο, κάτι σαν αμάξι προς απόσυρση στον κόσμο των κοντοδιάβολων, εκρηκτικών φορ, στον κόσμο των “ψευτοεννιαριών”.
Μα το παιχνίδι του λέει την αλήθεια, φανερώνει την πραγματικότητα ενός παίκτη που μπορεί να κάνει τα πάντα, που βοηθά όσο λίγοι φορ τους παίκτες γύρω του και που σκοράρει όπως ελάχιστοι στον πλανήτη. Αν το ποδόσφαιρο είναι στιγμές άλλωστε, όπως λατρεύουν να ισχυρίζονται πολλοί, τότε ο Ζιρού κατάφερε να γεμίσει το παιχνίδι με άπειρες μοναδικές τέτοιες.
Γκολ με κάθε μέρος του σώματος. Με το δεξί, με το αριστερό, με το κεφάλι ή το τακούνι. Με σουτ-οβίδες ή ντελικάτα πλασέ. Με εναέρια απίθανα τελειώματα στο “παραθυράκι” ή απλές επαφές σε κενή εστία. Παίζοντας στο κορυφαίο Πρωτάθλημα του κόσμου, ο Ζιρού έδειξε στον πλανήτη πως έχει μια ξεχωριστή σχέση με τα δίχτυα, πως, αν το θελήσει, μπορεί να στείλει την μπάλα στην αγκαλιά τους κυριολεκτικά με οποιονδήποτε τρόπο.
Ακόμα κι έτσι όμως, οι μαγικές του στιγμές, πάμπολλες πραγματικά, δεν στάθηκαν ποτέ ικανές να τον καταστήσουν αρκετό στα μάτια των ποδοσφαιρόφιλων. Σαν η έντονη και ξαφνική τους λάμψη να επισκίαζε τη συνολικότερη συνεπή παρουσία του.
Λίγα παραπάνω από πέντε χρόνια έκατσε στην Άρσεναλ. Λατρεύτηκε για τα απίθανα τέρματά του, αλλά δεν απέφυγε να φορέσει και το κοστούμι του αποδιοπομπαίου τράγου. Σίγουρα δεν εκτιμήθηκε όπως θα έπρεπε και το ίδιο θα συνέβαινε και στον επόμενο προορισμό του.
Ο Ομπαμεγιάνγκ προσγειώθηκε στο Emirates και ο Ζιρού κατέληξε στην Τσέλσι. Πάλι υποτίμηση, για την ακρίβεια ακόμα περισσότερη, μπόλικος πάγκος ειδικά προς το τέλος, μα πάντα απαντήσεις με γκολάρες, πάντα συνεισφορά.
Δεν χρειάστηκε ποτέ κάποιον άλλον να πιστέψει σε εκείνον, η δική του πίστη στον εαυτό του ήταν υπεραρκετή για να τον σπρώχνει σταθερά ένα βήμα παραπέρα, ό,τι κι αν ακουγόταν για εκείνον. Ο τύπος που δεν πίστεψε ποτέ πως υπάρχει τρόπος με τον οποίον δεν μπορεί να σκοράρει, ο τύπος που δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει.
Τα έκανε όλα στην Αγγλία, γέμισε το στήθος του με μετάλλια, άλλα με κόκκινες κορδέλες και άλλα με μπλε. Από Κύπελλα μέχρι το Europa και το Champions League. Ο ίδιος λέει συχνά πως το πιο δύσκολο δεν είναι να φτάσεις στην κορυφή αλλά να παραμείνεις σε αυτή. Και ο Ζιρού το έκανε, έζησε μια δεκαετία στο καλύτερο Πρωτάθλημα του κόσμου κι έφυγε από αυτό με αμέτρητες μοναδικές στιγμές. Κι ακόμα κι αν δεν του αναγνωρίστηκε, εκείνος ήταν εκεί, πάντα κοντά στην κορυφή. Μόνο που είχε έρθει η ώρα να πετάξει από πάνω του την υποτίμηση και να βοηθήσει έναν γίγαντα να σκαρφαλώσει στη δική του κορυφή.
Αγάπη, πίστη και λύτρωση
«Είμαστε Πρωταθλητές Ιταλίας, είμαστε Πρωταθλητές Ιταλίας», ουρλιάζει στον αέρα τον Μάιο του 2022 ο 80χρονος “βαμμένος” κόκκινος και μαύρος, Τιτσιάνο Κρουντέλι, μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της ιταλικής τηλεόρασης. Δακρύζει, όσο σιγά-σιγά προσπαθεί να αντιληφθεί πως η αγαπημένη του ομάδα σκαρφάλωσε ξανά στην κορυφή μετά από 11 σκοτεινά χρόνια. Σκηνή δυνατή που ακόμη παίζει στο replay από τους φίλους της Μίλαν.
Κι όμως αυτό το κλάμα του, αυτές οι λυτρωτικές κραυγές δεν συγκρίνονται σε ένταση με την αντίστοιχη αντίδρασή του για εκείνο το απόγευμα στο Giuseppe Meazza. Όταν οι «Rossoneri» νίκησαν τη Σασουόλο για να κλειδώσουν τον τίτλο, ήταν εκατομμύρια αυτοί που είχαν την πίστη πως θα τα καταφέρουν. Όταν όμως έμειναν πίσω στο σκορ από την πρωτοπόρο Ίντερ και δέχονταν τα ασταμάτητα πυρά της, το πίστευε μόνο ένας, πως μπορούν να μείνουν ζωντανοί σε αυτή την κούρσα.
Ο Ζιρού έψαξε με επιμονή το επόμενό του βήμα μακριά από την Τσέλσι, στην οποία ήταν φανερό πως πλέον δεν είχε θέση, και το βρήκε σε μια ομάδα που για χρόνια κρυβόταν στην καρδιά του.
Ο ίδιος έχει ομολογήσει πως μικρότερος είχε εμμονή με τον Σεβτσένκο, πως φανταζόταν τον εαυτό του να σκοράρει στις ίδιες ρίγες με τον Φαν Μπάστεν και τον Παπέν.
Και οι οπαδοί της Μίλαν τον αγκάλιασαν αμέσως, του έδειξαν απλόχερη αγάπη που όμοιά της δεν είχε λάβει πουθενά σε όλη την καριέρα του. Ίσως να το διαισθάνθηκαν, ίσως να το πίστεψαν κι εκείνοι.
Ο Γάλλος δεν χρειάστηκε χρόνο προσαρμογής στους «Rossoneri» του Στέφανο Πιόλι που τότε ετοιμάζονταν να μεγαλώσουν. Οι ιταλικές άμυνες αισθάνθηκαν από νωρίς την επιβλητική του παρουσία και οι πορτιέρε συνήθισαν να μαζεύουν την μπάλα από τα δίχτυα τους μετά τα δικά του τρελά τελειώματα.
Τίποτα όμως δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς το απόγευμα της 5ης Φλεβάρη, όταν και ο ίδιος θυμάται πως άλλαξαν τα πάντα. Ίντερ και Μίλαν είχαν μείνει μόνες τους στη μάχη του τίτλου που φαινόταν πως θα καταλήξει όπως και να ‘χει στο Μιλάνο. Αν έκρινε κανείς από το σφυροκόπημα και το προβάδισμα του πρώτου ημιχρόνου, θα πίστευε πως δεν μπορεί παρά να καταλήξει στους «Nerazzurri».
Μόνο που σε τέσσερα λεπτά με δύο τέρματα λίγο πριν το τέλος ο 35χρονος Ολιβιέ θα άλλαζε τον ρου του τίτλου μόνος του. Σαν τελευταίος πιστός. Σαν δώρο και σαν δικαίωση όλης της ανιδιοτελούς λατρείας που μέχρι τότε είχε εισπράξει από τους «Rossoneri» και η οποία φυσικά γιγαντώθηκε από εκείνη τη μέρα.
Ο Ζιρού δεν επέτρεψε στην Ίντερ να ξεφύγει στη βαθμολογία, έπληξε την ψυχολογία της και η Μίλαν, με τον Γάλλο να σκοράρει ξανά και ξανά, έφτασε ως το τέλος, ως τον τίτλο που πολλοί φοβούνταν να πιστέψουν πως θα έρθει.
Μα ο Ζιρού δεν ήταν ένας από αυτούς, βρισκόταν στην αντίπερα όχθη και, όταν επιτέλους ένιωσε πως τα όσα κάνει αναγνωρίζονται, όταν πέταξε από πάνω του όλη την υποτίμηση, απογειώθηκε, έγινε πιο κομβικός και πιο πολύτιμος από ποτέ. Ακόμα και στα 35 του. Μια λύτρωση για τη Μίλαν και μια λύτρωση για τον ίδιον.
Από τα σπασμένα όνειρα στο Νο.52
Η μπάλα σκάει στο χόρτο και περνά πάνω από τα χέρια του Σέζνι. Γαλλία-Πολωνία 1-0 στα γήπεδα του Κατάρ με ένα απλό τελείωμα. Δεν είναι ούτε κατά διάνοια το πιο όμορφο γκολ της καριέρας του. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα είχε απλώς ξεχαστεί. Είναι όμως το πιο σημαντικό. Είναι το γκολ Νο.52 με την μπλε φανέλα, με το εθνόσημο στο στήθος, το γκολ που έβαλε το όνομα του Ολιβιέ Ζιρού πάνω από αυτό του Τιερί Ανρί στη λίστα των πρώτων σκόρερ της Γαλλίας.
Ποιος να το έλεγε; Ένα παιδί που στο υψηλότερο επίπεδο έπαιξε για πρώτη φορά στα 24, ένα παιδί που για κάποιον λόγο άργησε να πείσει ή δεν έπεισε ποτέ για την ποιότητά του, να γράφει ιστορία, αφήνοντας πίσω του έναν αδιαμφισβήτητο θρύλο.
Κι όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που το όνομα του Ανρί βρέθηκε στην ίδια λίστα με το επώνυμο του Ζιρού. Όχι με το όνομα του Ολιβιέ αλλά με αυτό του Ρομέν, του μεγάλου αδερφού του, εκείνου που του εμφύσησε την αγάπη για το ποδόσφαιρο. Τιερί και Ρομέν ήταν συμπαίκτες σε όλα τα κλιμάκια των μικρών Εθνικών της Γαλλίας. Ο «Τιτί» στην επίθεση και ο Ρομέν στα στόπερ, μέλη μιας κλασικά ταλαντούχας φουρνιάς μαζί παίκτες όπως ο Τρεζεγκέ ή ο Ανελκά.
Μόνο που, ενώ οι συμπαίκτες του μπόρεσαν να χορέψουν ανάμεσα στα αστέρια, να γίνουν επαγγελματίες και να γράψουν τη δική τους ιστορία, ο Ρομέν δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει μέχρι το τέλος. Όχι επειδή τραυματίστηκε, απλώς επειδή υπήρξε ένα από τα αμέτρητα παιδιά που δεν κατορθώνουν ποτέ να φτάσουν στο υψηλότερο επίπεδο. Είδε τα όνειρά του να καταστρέφονται βίαια, εξέλιξη που στοίχειωσε τον ίδιο, τους γονείς και φυσικά και τον αδερφό του που έκανε τα ίδια όνειρα.
«Η αποτυχία του αδερφού μου με κυνηγά σαν σκιά, με κρατάει πίσω, φοβάμαι, τρέμω στη σκέψη πως το ίδιο θα συμβεί και σε εμένα». Μια από τις πιο δυνατές φράσεις στο «Πάντα να πιστεύεις», την αυτοβιογραφία του Ζιρού, η οποία επεξηγεί με σχεδόν ανατριχιαστικό τρόπο πόσο δύσκολο ήταν για τον ίδιον να ξεπεράσει αυτό που είδε να συμβαίνει στον αδερφό του. Μα το ξεπέρασε, γιατί βρήκε την πίστη να το κάνει, και μετά από εκείνο το ιστορικό γκολ Νο.52 ο Ρομέν τού ομολόγησε δημόσια πως, βλέποντάς τον να φτάνει εκεί όπου έφτασε, ήταν σαν να έζησε και τη δική του καριέρα.
Πού να κολλήσει, γιατί να σταματήσει, όταν ήδη έχει ξεπεράσει τον μεγαλύτερό του φόβο; Τι να του πουν η κριτική και η υποτίμηση; Ο Ολιβιέ ισορρόπησε στα θρύμματα των σπασμένων ονείρων του Ρομέν και έζησε τα δικά του.
Το παιδί που άργησε να τα καταφέρει, μα ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ένα όνομα που για χρόνια βρισκόταν στο πουθενά των μικρών κατηγοριών, που ακόμα και στο κορυφαίο επίπεδο δεν εκτιμήθηκε ποτέ όπως θα έπρεπε, τώρα είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα στην ιστορία της Εθνικής Γαλλίας.
Και οι οπαδοί της Μίλαν, χωρίς να το ξέρουν, έχουν περιγράψει τέλεια μια ολόκληρη ζωή με μερικές μόνο λέξεις. Γιατί πράγματι «Succede solo a chi ci crede». «Συμβαίνει μόνο σε όσους το πιστεύουν».
Πηγή: Atheletes’ Stories