Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Καλοκαίριαζε και η παλιοπαρέα δεν είχε ακόμα μαζευτεί στην uvala bacvice, την παραλία με τον ψηλό βράχο στο Split, στη Δαλματία.

Πρώτος απ’ όλους είχε φτάσει ο ψηλός, πάντα ακριβής απ’ τα παιδικά του χρόνια και δίχως τύψεις για το σκασιαρχείο απ’ το σχολείο. Είχε πάλι νεύρα, όπως πάντα άλλωστε, όταν οι υπόλοιποι αργούσαν κι αναγκαζόταν να τους περιμένει. Καθόταν πάνω στο βράχο με εκείνο το απλανές βλέμμα κι εκείνη τη μόνιμη ζοχαδιασμένη έκφραση, ίδιον του χαρακτήρα του και κουσούρι που δεν άρεσε σε κανέναν.

Τον αγαπούσαν όμως οι κολλητοί, ήταν «σπαθένιος» τύπος παρά τα χούγια του. «Πώς κάνεις έτσι ρε βατραχοπέδιλε;» τον πείραξαν όταν πλησίασαν στο βράχο. Ο ψηλός είχε σηκωθεί όρθιος, είχε ήδη βγάλει τα παπούτσια του και δεν άντεχε άλλο μακριά απ’ το νερό.

Το λάτρευε και το λατρεύει το νερό ο «βατραχοπέδιλος», δεν χόρταινε να ανεβαίνει στο βράχο και να βουτάει στη θάλασσα, να «παίζει» με τον κίνδυνο και την αδρεναλίνη από τα εφηβικά του χρόνια. Ήταν ο μόνος άλλωστε από την παρέα που βούταγε με το κεφάλι από τα 12, εκείνος που κάθε φορά πηδούσε ακόμα πιο μακριά. Δεν το έκανε για τα κορίτσια, παρόλο που γκομένιζε από μικρός.

Του άρεσε ο κίνδυνος, του άρεσε να είναι πάντα πρώτος και την επόμενη φορά να γίνεται καλύτερος.

Κάπως έτσι άλλωστε είχε πειστεί να πάει να δοκιμάσει και το μπάσκετ στη Dvorana Mladezi, τη μικρή σάλα που είχε σαν έδρα η KK Dalvin, η συνοικιακή ομάδα του Dalmacijavino.

Στην αρχή από ένα στοίχημα με τους κολλητούς, μετά για πλάκα, πιο μετά για να τον δουν τα κορίτσια. Γιατί ο «βατραχοπέδιλος», όπως τον φώναζαν οι κολλητοί του για τις τεράστιες πατούσες του και την αγάπη του για το κολύμπι, πάντα είχε αδυναμία στα κορίτσια και πάντα του άρεσε να τον θαυμάζουν.

Μόνο που εκείνο το απόγευμα στην παραλία δεν είχαν έρθει τα κορίτσια, οι κολλητοί είχαν αργήσει παραπάνω από το κανονικό και θα προλάβαιναν μόνο δυο-τρεις βουτιές. Μετά, η παλιοπαρέα έπρεπε να τρέξει μέχρι τη στάση να προλάβει το τελευταίο λεωφορείο για να επιστρέψει ο καθένας στο σπίτι του και να διαβάσει για την επόμενη μέρα στο σχολείο. Άλλωστε και την επόμενη το ίδιο θα γινόταν, μέχρι να έρθει το Σάββατο και όλο το τελετουργικό γίνει απενοχοποιημένα και χωρίς το φόβο τον γονέων. Και το Σάββατο θα είχε και κορίτσια.

Ο «βατραχοπέδιλος» της ιστορίας, τότε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στα παράλια της Αδριατικής στο Split, είναι ο Ντίνο Ράτζα, ένας από τους χαρισματικότερους power forward στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ και ένας «χαμένος πρωταθλητής καταδύσεων» όπως λέει ο ίδιος χαμογελώντας.

Γεννημένος στις 24/04/1967, είναι ακριβώς ο ίδιος στριφνός, ασυμβίβαστος, αλαζονικός και απίθανος τύπος που ήταν και τότε, στα 15 του, 40 σχεδόν χρόνια πριν στην παραλία του Split. Όλη του η ζωή ένα στοίχημα, μια διαρκής αναζήτηση νέων προκλήσεων, αλλαγής στόχων και αλλεπάλληλων γραμμών τερματισμού.

Από τότε που ψήλωσε απότομα και άγγιξέ τα 210 εκατοστά, αναγκάζοντας το Μόκα Σλάβνιτς, έναν από τους πολλούς θρύλους του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ, να τον προσέξει σε εκείνο το ντόπιο τουρνουά, ο Ντίνο Ράτζα αποφάσισε ότι το μπάσκετ δεν είναι μόνο για να εντυπωσιάζει τα κορίτσια και να διαλύει τα δύσμοιρα υπόλοιπα παιδάκια που μειονεκτούσαν έναντί του. Το μπάσκετ θα γινόταν η ζωή του, ο τρόπος έκφρασης των συναισθημάτων του και το καθαρτήριό του.

Ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητο τέτοιο κορμί ή να περιοριστεί στη μικρή σάλα του Gripe.

Ψηλόλιγνος αλλά δυνατός σαν ταύρος, νευρώδης κι ας έμοιαζε με βούτυρο εξ αιτίας της ανοιχτής επιδερμίδας και το σχεδόν καστανοκόκκινο μαλλί με τις μπούκλες.

Ανήκοντας στην ευλογημένη γενιά των «πλάβι» που κληρονόμησε τη σοφία του Ζεράβιτσα, του Νίκολιτς, του «Πίβα», του Τσόσιτς, τέτοιο ταλέντο δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει αδούλευτο και αναξιοποίητο.

Η Γιουγκοπλάστικα τότε ούτως ή άλλως έβγαινε από τη δεκαετία που ήταν στις δύο κορυφαίες ομάδες της χώρας και το να είσαι το #1 ή το #2 στην ενωμένη Γιουγκοσλαβία της δεκαετίας του ’70, δεν ήταν μικρό πράγμα.

Ειδικά όταν με το project ασχολούνταν κάποιοι κύριοι όπως ο ίδιος ο Σλάβνιτς, o Τρνίνιτς, o Σκάνσι, Τσόσιτς, όλοι υπό την υψηλή εποπτεία του Άζα Νίκολιτς, του ανθρώπου που ουσιαστικά κίνησε τα νήματα πίσω από εκείνο το παιδομάζωμα και ήταν ο αφανής δημιουργός του θαύματος Γιουγκοπλάστικα στα τέλη της δεκαετίας του ’80.

Το 1985 που ο Ντίνο απέκτησε το πρώτο του «επαγγελματικό» δελτίο, μόλις είχε κλείσει τα 18, έβλεπε τον υπόλοιπο κόσμο από τα 211 εκατοστά του και είχε μια τεράστια θέληση και δίψα για μάθηση και διάκριση.

Οι ξέγνοιαστες μέρες του σχολείου και των καταδύσεων από το βράχο είχαν μείνει στο κουτί των αναμνήσεων της εφηβείας, μπροστά του είχε μόνο τρεις λέξεις, αυτές που του πρωτοείπε ο πρώτος του «κανονικός» προπονητής, ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς: «δουλειά, δουλειά, δουλειά».

Εκείνον τον 34χρονο Σέρβο από τη Stara Pazova είχε επιλέξει ο προφέσορας Άζα Νίκολιτς για να τρέξει το project με κωδικό όνομα «ένστικτο» που στήθηκε στο Split και αποτελούνταν από μια παλιοπαρέα παρόμοια με εκείνην που μεγάλωσε ο Ράτζα.

Ένστικτο, γιατί όπως έλεγε ο Νίκολιτς, «πραγματικό μπάσκετ παίζεις όταν νομίζεις ότι όλα τα κάνεις από ένστικτο, αλλά υποσυνείδητα ακολουθείς το πλάνο που έχεις διδαχθεί από τα εφηβικά σου χρόνια».

Αυτό που στήθηκε στο Split εκείνα τα χρόνια και κυρίως αυτό που ακολούθησε στα χρόνια της ακμής του «ενστίκτου», δεν έχει προηγούμενο ούτε και… επόμενο στο ευρωπαϊκό μπάσκετ.

Σρετένοβιτς, Περάσοβιτς, Παβίσεβιτς, Κούκοτς, Σόμπιν, Σάβιτς, Ναουμόφσκι, Νάγκλιτς, Τάμπακ και Ιβάνοβιτς έμελλε να είναι οι συνοδοιπόροι του Ράτζα στην πορεία του προς τον Όλυμπο, οι υπόλοιποι Θεοί που με αρχιτέκτονα τον Μάλκοβιτς, κατέκτησαν τρις την κορυφή της μπασκετικής Ευρώπης αναγκάζοντας τον κόσμο να σκεφτεί διαφορετικά και να επαναπροσδιορίσει το ίδιο το άθλημα.

Ο Ράτζα σε εκείνη τη μοναδική ομάδα ήταν ότι πιο μοντέρνο σε ψηλό είχαν δει τα μάτια των ειδικών, είχε αναπτύξει μια σπάνια ικανότητα χρονισμού βασιζόμενος στην ευφυΐα του, είχε δουλέψει μυϊκά το κορμί του κάνοντας ατέλειωτες ώρες βάρη, «έλιωνε» στην προπόνηση ώρες ολόκληρες.

Δεν έχανε προπόνηση, ρουφούσε σαν σφουγγάρι τις οδηγίες του Boza, προϊόντος του χρόνου, έμαθε να συνεργάζεται με κλειστά μάτια, κυρίως με τον έτερο πιτσιρίκο που έφτασε μαζί του στην Dvorana Gripe, τη «σάλα Γρίπε στις δαλματικές ακτές», όπως μας την έμαθε ο Φίλιππος Συρίγος όταν πρωτομετέδωσε τον Άρη από το Split.

Ο Γκάλης απέναντι στα αμούστακα, η ανίκητη στα μάτια όλων μας ομάδα του Ιωαννίδη, κόντρα στα ψηλόλιγνα και «εφηβικά» κορμιά της Γιουγκοπλάστικα. Ο Ράτζα ήταν πάρα πολύ αδύνατος ακόμα σε σχέση με αυτό το «βράχο» που έγινε αργότερα, έμοιαζε ένας ψηλός από εκείνους που χαρακτήριζες «κατηγορία Λυπηρίδη», δεν σου γέμιζε το μάτι με τίποτα. Μέχρι που ακούστηκε το πρώτο σφύριγμα.

Ο Ντίνο διέλυσε τους πάντες, κάθε προσωπικός του αντίπαλος κατέθεσε τα όπλα, ακόμη και ο ίδιος ο Λυπηρίδης, άνθρωπος των ειδικών αποστολών στην άμυνα σε εκείνον τον τρομακτικό Άρη του Γκάλη και του Γιαννάκη.

Η δύναμή του, η παντελώς δυσανάλογη με το κορμί του ταχύτητα, μια πρωτοφανής έκρηξη που μέχρι τότε (νομίζαμε ότι) υπήρχε μόνο στο ΝΒΑ. Ο αυθάδης «μικρός» δεν είχε το παραμικρό ελάττωμα.

Είχε σουτ από μέση απόσταση, πόσταρε, πηδούσε ψηλά, κάρφωνε αρειμανίως, έκοβε, σπλίταρε, στεκόταν βράχος στο σκριν. Σχεδόν πάντα σε συνεργασία με έναν ακόμη πιο ξερακιανό πιτσιρίκο που φορούσε το “7”, ένα εντελώς διαφορετικό «τριάρι» από τον Σούμποτιτς που (επίσης νομίζαμε ότι) ήταν η αυθεντία της θέσης.

Ο Ράτζα εναλλασσόταν με τεράστια ευκολία στο “4” και στο “5”, έμοιαζε κάτι σαν «εσωτερικός play maker», σαν πρώιμος pivot στο σχήμα της τριγωνικής επίθεσης του Τεξ Γουίντερ, σε μια ομάδα φαινομενικά χωρίς διάταξη και σχέδιο.

Η κίτρινη φανέλα με το “14” όμως τακτοποιούσε το «χάος» και έκπληκτος ανακάλυπτες ότι όλα ήταν στο πλάνο, εξ αρχής σχεδιασμένα στην εντέλεια και εφαρμοσμένα με μαγικό τρόπο στο παρκέ. Ήταν απίστευτη η πρόοδος αυτής της ομάδας, εκείνου του project που παρελήφθη από τη 10η θέση, ανέβηκε στην 6η, μετά στην 3η και κατέληξε σερί στην κορυφή μέχρι τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας.

Μέσα σε μια τριετία, τα 18χρονα πιτσιρίκια που μάζεψε ο Νίκολιτς και γαλούχησε ο Μάλκοβιτς, είχαν κατακτήσει τα πάντα, διέλυαν ιερά τέρατα του αθλήματος, επινοούσαν από την αρχή το μπάσκετ. Κι αν ο Κούκοτς ήταν ο «δεν έχουμε ξαναδεί τέτοιο πράγμα», ο «βατραχοπέδιλος» ήταν επί δύο.

Γι’ αυτό επελέγη ήδη μετά το χάλκινο στο ευρωμπάσκετ του ’87, ως αναπόσπαστο στέλεχος στην εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, προερχόμενος από τα μικρότερα εθνικά κλιμάκια μαζί με εκείνη την τρομακτική φουρνιά που δεν ξέρουμε τι θα μπορούσε να κατακτήσει εάν την άφηναν ενωμένη.

Ο Ντίνο βελτιωνόταν διαρκώς, τελειοποιούσε τομείς του παιχνιδιού του, πρόσθετε νέα στοιχεία, εκείνο όμως που παρέμενε ίδιο και απαράλλακτο ήταν ο χαρακτήρας του. Πλέον δεν ήταν εφηβική «τρέλα» ή ανωριμότητα. Ήταν και προφανώς του άρεσε να είναι, κανονικός τρελός.

Δεν είχε κανένα πρόβλημα να κολλήσει 20 χρονών τα μούτρα του σε εκείνα του «σκληρού» Κέβιν Μαγκί, να «τσαμπουκαλευτεί» στον Όντι Νόρις, να «επιτεθεί» στον Νίκο Γκάλη, να γκρεμίσει με τόση δύναμη όσο κανείς στο παρελθόν τον Λαβόν Μέρσερ σε «εκείνον» τον τελικό με τη Μακάμπι.

Ήταν 6 Απριλίου του 1989 όταν στο Olympiahalle του Μονάχου παίχτηκε η πρώτη πράξη της τριλογίας. Και στην ουγιά δεν έγραφε Κούκοτς ή Ιβάνοβιτς, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά Ράτζα.

Η Γιουγκοπλάστικα είχε ήδη κάνει το απίθανο αποκλείοντας στον ημιτελικό τη Μπαρσελόνα με 87-77 και στον τελικό ήλθε η ώρα τα παιδιά να γίνουν άντρες. Ο Ντίνο σκόραρε 20, κατέβασε 10 ριμπάουντς, «εξαφάνισε» τον Μέρσερ και βοήθησε αφάνταστα τον Σόμπιν στο μαρκάρισμα του Μαγκί. Πήρε το MVP σπίτι του.

Το ταμπλό έγραψε 75-69, οι Γιουγκοσλάβοι είχαν έλθει από το πουθενά και είχαν κατακτήσει το τρόπαιο. Όλοι μίλησαν για απίστευτο ταλέντο, αλλά για one off κατάσταση διότι όλο το οικοδόμημα στηριζόταν στην άμυνα.

Προφανώς δεν γνώριζαν τι εστί «ένστικτο».

Αυταπάρνηση στην άμυνα, αστείρευτο επιθετικό ταλέντο, τρομερή χημεία και μια απαράμιλλη προσήλωση στο πλάνο, έφεραν τη Γιουγκοπλάστικα ακριβώς στην ίδια θέση έναν χρόνο αργότερα.

Pabellοn Principe Felipe στη Σαραγόσα, το τελευταίο F4 του Άρη, ο Ράτζα, παρότι από τα τέλη Ιουνίου της προηγούμενης σεζόν έχει επιλεγεί στο #40 του draft από τους θρυλικούς Μπόστον Σέλτικς, είναι και πάλι εκεί.

Μοιάζει ήδη βετεράνος, αγωνίζεται με μια παροιμιώδη εμπειρία, η οποία σε συνδυασμό με το νεανικό του κορμί, παράγει απίθανα αποτελέσματα. Οι Γιουγκοσλάβοι που κατηγορήθηκαν στο Μόναχο για «αμυντικογενή προσέγγιση», σπάνε τα κοντέρ πρεβεύοντας το ακριβώς αντίθετο μοντέλο. “Run and gun”, αποθέωση του επιθετικού μπάσκετ με χίλιους-δυο τρόπους.

Από τα μακρινά σουτ του Περάσοβιτς, τις σκαστές ασίστ του Σρετένοβιτς, το πλουραλιστικό show του Κούκοτς και το πρωτοεμφανιζόμενο τανκ Σάβιτς, μέχρι το arrogance του Ράτζα, η Γιουγκοπλάστικα πρώτα διαλύει τη Λιμόζ με 101-83 σε μια επιθετική πανδαισία και κατόπιν γυρίζει το διακόπτη, μεταμορφώνεται σαν χαμαιλέοντας και μοιάζοντας με άλλη ομάδα (ξανα)κερδίζει τη Μπαρσελόνα του Αΐτο με 72-67 στηριζόμενη στην άμυνα.

Δεύτερη κούπα, πλέον πείθεται και ο πλέον δύσπιστος ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός φαινομένου που γράφει τη δική του ιστορία στο ευρωπαϊκό μπασκετ. Η δεύτερη ραψωδία ολοκληρώνεται εν μέσω αποθέωσης, ο Μάλκοβιτς είναι από τις σπάνιες φορές που βγαίνει εκτός εαυτού και «παρασύρεται» σε ακρότητες κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών. Έχει κοκκινίσει, οι παλμοί του είναι στα ύψη και πλάι του τον κρατά σφικτά ο παίκτης με τον αριθμό “14”. Ο Ντίνο Ράτζα.

Είναι μόλις 23 κι ας τον παρατηρείς και νομίζεις πως είναι 30. Ίσως να φταίει το μαλλί που είχε ήδη ξεκινήσει να αραιώνει, ίσως το γεγονός πως η επιτυχία ή η αδρεναλίνη της στιγμής τον έχουν κάνει ακόμη πιο σκοτεινό απ’ όσο είναι.

Διότι ο Ράτζα ήταν και είναι μια πολύ περίεργη υπόθεση, τα νερά του παραμένουν αχαρτογράφητα και ο χαρακτήρας του δυσνόητος. Ουδέποτε είχε προβεί στη σχεδόν αναγκαστική δήλωση αιώνιας πίστης στην ομάδα που του έφτιαξε το όνομα και του έδωσε την ευκαιρία να κατακτήσει όλους τους εγχώριους και ευρωπαϊκούς τίτλους πριν κλείσει τα 23, σου έδινε την εντύπωση ότι η ομάδα χρωστά σε εκείνον και όχι ο ίδιος στην ομάδα.

Μπορεί να μην ήταν έτσι, αυτήν την εντύπωση όμως αποκόμιζε ο εξωτερικός παρατηρητής και η αλήθεια είναι πως και η συμπεριφορά του δεν καταδείκνυε το αντίθετο.

Ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι, πρώτη προτεραιότητα στη ζωή του είχε θέσει τα χρήματα. Το κεφάλαιο «πανεπιστήμιο» είχε κλείσει και απλώς φοίτησε και στο τελευταίο έτος για να μην χάσει τους φίλους του, κυρίως τον Κούκοτς.

Τους φίλους του όμως θα τους έβρισκε ούτως ή άλλως και στην εθνική ομάδα, είχε ήδη το αργυρό μετάλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, το χρυσό μετάλιο του Ευρωμπάσκετ του ’89 στην πατρίδα του, δύο ευρωπαϊκά πρωταθλήματα.

Στους Σέλτικς ξεκάθαρα δεν είχε μεταβεί για οικονομικούς λόγους, παρόλο που οι Γιουγκοσλάβοι πάλευαν να το παρουσιάσουν ως προσωπική επιτυχία του general manager της ομάδας Γιόζιπ Μπίλιτς και εκείνης της περίεργης πρότασης του Μάλκοβιτς για «απαγόρευση εξόδου» των εγχώριων ταλέντων πριν συμπληρώσουν τα 26 τους χρόνια.

Δεν ήταν δυνατόν να μείνει ασυγκίνητος ένας εγωκεντρικός χαρακτήρας όπως εκείνος του Ράτζα, από το γεγονός ότι Πέτροβιτς, Ντίβατς και Πάσπαλι είχαν ήδη μετακομίσει στο ΝΒΑ και τα σύνορα έδειχναν να «ανοίγουν». Κυκλοφόρησαν μάλιστα και φήμες στην τότε Γιουγκοσλαβία, ότι ο Ντίνο είχε υπογράψει ήδη με τους Κέλτες έναντι 500 χιλιάδων δολαρίων, όταν ταξίδεψε στη Μασαχουσέτη και μετείχε σε κάποιες pre-season προπονήσεις στο Waltham.

Η Γιουγκοπλάστικα κινήθηκε άμεσα, χρησιμοποίησε κάθε νόμιμο μέσο στη διάθεσή της και απέτρεψε την «κλοπή» του Ράτζα χάρη σε μια απόφαση του Δικαστή Ντάγκλας Γούντλοκ τέλη Σεπτεμβρίου του 1989. Το λάθος των Σέλτικς ήταν πως θεωρούσαν ερασιτεχνική τη Γιουγκοσλαβική λίγκα αφού -λογικό για τους Αμερικανούς- δεν είχαν ξανακούσει την έννοια «δελτίο» και κατά συνέπεια δεν το αναγνώριζαν.

Όταν ο τότε general manager των Σέλτικς, Γιαν Βολκ, αντιλήφθηκε ότι το ζήτημα είναι ξεκάθαρα οικονομικό και η Γιουγκοπλάστικα θα συναινούσε έναντι ενός σεβαστού χρηματικού ποσού στη μετακίνησή του, ήταν ήδη αργά. Το μόνο που κατάφερε ήταν να πληρώσει ένα ποσό για να «εξαγοράσει» δύο χρόνια συμβολαίου του Ράτζα και να έχουν οι Σέλτικς την option το καλοκαίρι του 1990, ακριβώς δηλαδή λίγο μετά το repeat στη Σαραγόσα.

Ο Ράτζα, μετά και το δεύτερο ευρωπαϊκό, είχε αποκλείσει εντελώς το ενδεχόμενο να συνεχίσει στο Split, στο μυαλό του είχε μόνο τα χρήματα και την οικονομική του αποκατάσταση.

Γενικά, διακατέχεται από έναν εκκεντρικό εγωισμό που επέτασσε να πληρώνεται περισσότερο απ’ όλους είτε αμειβόταν με 200 είτε με 200 χιλιάδες δολάρια. Με το πρώτο του «χαρτζιλίκι» στη Γιουγκοπλάστικα άλλωστε, είχε παρουσιαστεί με ένα πανάκριβο ρολόι στον καρπό, για να δείξει στους συμπαίκτες του ότι είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος, ο αδιαφιλονίκητος star.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, αντί να πάει τρέχοντας στους Σέλτικς το καλοκαίρι του 1990 και να προλάβει να ζήσει λίγη από τη μαγεία του Μπερντ, αποφάσισε να αποδεχθεί την πρόταση του Σεραφίνο Φερούτσι και να υπογράψει προς έκπληξη όλων στη Βίρτους (τότε Μεσατζέρο) Ρόμα.

Το αφεντικό της Montedison είχε στήσει έναν κολοσσό από το μηδέν, διέθετε μια αυτοκρατορία με διακόσια εργοστάσια ανά τον κόσμο, 52 χιλιάδες υπαλλήλους και έναν κύκλο εργασιών άνω των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ. Προσκάλεσε τον Ράτζα στη Ρώμη έχοντας αναλάβει προ λίγων εβδομάδων τη Virtus και του κατέθεσε κυριολεκτικά μια πρόταση που απλώς ο Κροάτης δεν μπορούσε να αρνηθεί: 18 εκατομμύρια ευρώ για κλειστό πενταετές συμβόλαιο, ένα ποσό που δεν είχε δαπανηθεί ποτέ ξανά στην Ευρώπη και δύσκολα το συναντά κανείς ακόμη και σήμερα, πολλώ δε το 1990.

Ο Ράτζα αποδέχθηκε την πρόταση χωρίς δεύτερη σκέψη, πληρώθηκε τον πρώτο χρόνο του συμβολαίου του προκαταβολικά (!) και έκλεισε το κεφάλαιο Γιουγκοπλάστικα, στενοχωρώντας αφάνταστα το «διόσκουρο» Κούκοτς.

Στη Ρώμη, ήταν ο Μίδας μετά το Φαλκάο, από τότε είχε να ζήσει η Αιώνια Πόλη μια παρόμοια φρενίτιδα, μια μανία media και κοινού για κάθε τι που αφορά έναν αθλητή.

Υπήρχε όμως και η δέσμευση στη Βοστώνη που είχε «αγοράσει» την option από την προηγούμενη ομάδα του, ο Ράτζα κινήθηκε δικαστικά εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες και τις διασυνδέσεις του παντοδύναμου μάνατζέρ του Μαρκ Φλάισερ και εν τέλει ξεπέρασε το εμπόδιο βασιζόμενος σε μια περίεργη ρήτρα και στη γενικότερη αποσύνθεση που εισέρχονταν τότε οι Σέλτικς.

Στη Ρόμα έπαιξε ξεκάθαρα για τα χρήματα, το κατέστησε σαφές από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στο Pala Eur, ήταν και πάλι υπόδειγμα επαγγελματία, παρών σε κάθε προπόνηση, τυπικός παντού. Συμπεριφερόταν πιο πολύ εκείνος σαν NBAer παρά το έτερο μεγάλο αστέρι της Μεσατζέρο, ο πολύς Ρικ Μαχόρν, ο οποίος επίσης χρυσώθηκε από τον Ferruzzi για να ταξιδέψει στη Ρώμη.

Δεν βελτιώθηκε στην Ιταλία παρόλο που αύξησε κατακόρυφα τους μέσους όρους του, σκόραρε κατά ριπάς γιατί αυτό ήθελε το κοινό και ο Πρόεδρος, την ίδια εποχή όμως, ο φίλος Τόνι ολοκλήρωνε την εποποιία της Γιουγκοπλάστικα (Pop ‘84 πια) στο Παρίσι, κατακτώντας το τρίτο σερί κύπελλο Πρωταθλητριών, σε ένα F4 που έστεψε τροπαιούχους τον Ζέλικο Παβλίσεβιτς και τον αλήστου μνήμης Έιβι Λέστερ, τον μοναδικό «βοηθητικό» Αμερικανό στην ιστορία της Ευρωλίγκας μέχρι τότε.

Το μάτι του Ράτζα δεν γυάλιζε όπως στο παρελθόν, έμοιαζε ακόμη και να καρφώνει από υποχρέωση, δεν ήταν ευτυχισμένος μπασκετικά στη Μεσατζέρο, ήταν σαφές αυτό. Το ιταλικό μπάσκετ ειδικά εκείνη την εποχή ήταν αρκετά ελεύθερο, πολύ λιγότερο τακτικό από το γιουγκοσλαβικό, ένα κακέκτυπο του ΝΒΑ και με τις παραδοσιακές δυνάμεις Ολίμπια Μιλάνο και Βαρέζε να έχουν κλείσει τον κύκλο τους.

Ο Ντίνο ήταν ήδη αυθάδης, στην Ιταλία αισθάνθηκε superman, το εγώ του φορτώθηκε τόσο πολύ που άπαντες περίμεναν να προκαλέσει τρομερό κρότο όταν νομοτελειακά θα έσπαγε. Διότι το group Ferruzzi είχε ξεκινήσει ήδη να αντιμετωπίζει προβλήματα με τη δικαιοσύνη, η εμπλοκή του Προέδρου και του Διευθύνοντος Συμβούλου στο σκάνδαλο Tangentopoli (μια αμαρτωλή ιστορία με μίζες, παρακολουθήσεις και παρακλάδια στην camorra) ήταν βέβαιο ότι θα προξενούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα ακουμπούσαν και τη Virtus.

Η έκρυθμη κατάσταση στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της ομάδας του, σε συνδυασμό με τα γεγονότα στην πρώην Γιουγκοσλαβία, σκλήρυναν ακόμη περισσότερο τον Ράτζα, τον έκαναν ακόμη πιο κυνικό, περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε.

Ο στόχος του ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Βαρκελώνης, το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα της Ρώμης, ήταν ο τελευταίος χορός για την ενωμένη Γιουγκοσλαβία που ήδη έσπαγε σε κομμάτια, αφού ο εμφύλιος ήταν ante portas ήδη από τον Ιούνιο του ’91 που η Σλοβενία ανεξαρτητοποιήθηκε και ξέσπασε ο «Πόλεμος των 10 Ημερών».

Ο εθνικισμός βρισκόταν στα υψηλότερα επίπεδα ιστορικά, ο Τούτζμαν με τις κινήσεις του καθιστούσε σαφές ότι η Κροατία θα ακολουθούσε πολύ πιο σκληρή πολιτική από τη Σλοβενία και η ενωμένη Γιουγκοσλαβία ήταν θέμα χρόνου να αποτελέσει παρελθόν.

Το κύκνειο άσμα των Γιουγκοσλάβων έρχεται στο Pala Eur, την «έδρα» του Ράτζα, σε εκείνον το βουβό τελικό εναντίον της διοργανώτριας Ιταλίας. Σέρβοι, Κροάτες, Μαυροβούνιοι, Βόσνιοι κατακτούν το χρυσό μετάλλιο, το τελευταίο. Ο Ράτζα χαμογελάει, άλλωστε είναι με φίλους, γύρω του βλέπει πρόσωπα που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι τα μέλη εκείνης της «παλιοπαρέας» στην παραλία με το βράχο όταν έκανε τις βουτιές και τον φώναζαν «βατραχοπέδιλο».

Σε μια από τις σπάνιες εξομολογήσεις του τότε, δηλώνει στο ιταλικό περιοδικό SuperBasket, ότι αισθάνεται το ίδιο άβολα με τα παιδικά του χρόνια, όταν ο οδηγός νταλίκας πατέρας του, τον άφηνε για πολύ καιρό μόνο και γαντζωνόταν στη μητέρα του για να βρει θαλπωρή και προστασία. Εκεί, έγινε κατανοητό σε πολύ κόσμο για ποιο λόγο ο Ράτζα είναι ένα αγρίμι, ένας αδέκαστος κριτής των πάντων, ακόμη και του εαυτού του.

Σκληρός πλην τίμιος, βίαιος αλλά σε αθλητικά πλαίσια, ήταν ευλογία που βρήκε το μπάσκετ για να διοχετεύσει όλα του τα συναισθήματα. Τα σώψυχά του εξακολουθούσε να τα βγάζει στο νερό, στη θάλασσα που επισκεπτόταν σε κάθε ευκαιρία και φρόντιζε να απομονώνεται εκτός αγωνιστικών υποχρεώσεων.

Ως Κροάτης πλέον ξεκίνησε για τη δεύτερη σεζόν του στη Virtus, την πιο επιτυχημένη στο περίεργο πέρασμά του από την Ιταλία. Τα εκατομμύρια φέρνουν το κύπελλο Κόρατς, βελτιώνει και πάλι τους μέσους όρους του στο πρωτάθλημα, είναι ο δεύτερος καλύτερος στην Ευρώπη πίσω από τον Κούκοτς, σύμφωνα με τους ειδικούς.

Το μάτι γυαλίζει ακόμα, αλλά δεν τυφλώνει όπως στα χρόνια της Γιουγκοπλάστικα. Το καλοκαίρι στη Βαρκελώνη ξανανιώνει, ξαναγίνεται «κακός», παίζει με το στομάχι στο λαιμό, τους σφυγμούς στο κόκκινο.

Η παρέα της Κροατίας, με τη Σερβία αποκλεισμένη λόγω εμπάργκο, είναι το μοναδικό αντίπαλο δέος για τη φανταχτερή Dream Team.

Ζούσε για εκείνο το παιχνίδι, το ίδιο και ο Κούκοτς. Δεν είχε βγάλει ποτέ από μέσα του το ΝΒΑ, τη σύγκριση με τους καλύτερους, απλώς στις προτεραιότητές του είχε πρώτα τον οικονομικό παράγοντα και την εξασφάλιση του μέλλοντός του.

Η Κροατία ασφαλώς λυγίζει απέναντι στη μοναδική υπερομάδα που εμφανίστηκε ποτέ στον πλανήτη, δείχνει όμως ψήγματα του ταλέντου του απέναντι στα ιερά τέρατα του ΝΒΑ. Η επαφή του με το μπάσκετ ενός ανώτερου Θεού τον ξαφνιάζει. Δεν περίμενε ότι θα ήταν αλήθεια ο θρύλος περί χαώδους διαφοράς στα φυσικά προσόντα.

Στην Ευρώπη, δεν είχε κανένα πρόβλημα να συμπαρασύρει και να ισοπεδώσει οποιονδήποτε αντίπαλο, απέναντι στον Ρόμπινσον, τον Γιούιν, τον Μπαρκλεϋ όμως, αντιλαμβάνεται τη σαφή διαφορά.

Είναι κομβικός για την καριέρα του εκείνος ο τελικός της Βαρκελώνης, ξυπνά τον εγωισμό του, του ξαναβάζει το σαράκι του ΝΒΑ στο μυαλό.

Η τελευταία του σεζόν στη Ρόμα επί της ουσίας είναι μια συνεχής προετοιμασία για την αναμέτρηση με τους καλύτερους. Είχε ήδη κλείσει και το δεύτερο κεφάλαιο έναν χρόνο πριν εκπνεύσει, ακριβώς όπως έκανε και στο Split, μόνο που τούτη τη φορά δεν υπήρχε καν η παραμικρή συναισθηματική συστολή λόγω εντοπιότητας ή φιλίας.

Κλείνει τη σεζόν στη Βίρτους με μια χαμένη ευκαιρία να κάνει το repeat και στο Κόρατς μετά το Πρωταθλητριών, τα νούμερά του είναι τρομακτικά, πάνω από 22 πόντοι, 12 ριμπάουντς, 3 ασίστ, 2,4 τάπες. Είναι έτοιμος για το μεγάλο βήμα, με τους όρους του και χωρίς το βραχνά της οικονομικής αποκατάστασης. Το group Ferruzzi καταρρέει, ο Ράτζα αδιαφορεί παντελώς για τυχόν διεκδικούμενες αποζημιώσεις, σπάει το συμβόλαιό του και μετακομίζει στη Μασαχουσέτη.

Η Βοστόνη τον υποδέχεται με σκεπτικισμό, οι Σέλτικς είναι έτοιμοι να βυθιστούν στην εσωστρέφεια, ο μεγάλος Λάρι δεν αντέχει τους πόνους στη μέση, η θρυλική και αχτύπητη ομάδα της δεκαετίας του ’80 έχει δει το άστρο της να δύει, το ΝΒΑ έχει γυρίσει σελίδα πρώτα με τα Bad Boys από το Ντιτρόιτ και κατόπιν με την έναρξη της πρώτης δυναστείας των Μπουλς.

Επί τέσσερις μήνες λιώνει στην προπόνηση, γυμνάζεται με τέτοια ένταση που επιστρέφει στα χρόνια της Hala Gripe στο Split, η μανία του να πετύχει είναι υπέρ το δέον εμμονική, σχεδόν τον καταστρέφει. Οι ρυθμοί του ΝΒΑ, τα συνεχή ταξίδια, η γεμάτη regular season δεν έχουν καμία σχέση με τις ευρωπαϊκές πρακτικές, την ευρωπαϊκή κουλτούρα.

Η Βοστόνη είναι κυριολεκτικά νεκροταφείο αφού έχει χάσει αιφνιδίως τον Ρέτζι Λιούις από καρδιακή αρρυθμία, ο Ράτζα έχει κάνει την πιο επικίνδυνη επιλογή που είχε διαθέσιμη.

Αφ’ ενός αμείβεται με το ένα τρίτο των απολαβών που θα μπορούσε να βρει στην Ευρώπη και αφ’ ετέρου έχει επιλέξει να παίξει μπάσκετ σε ένα περιβάλλον αφιλόξενο, άγραφο πίνακα για τον ίδιο και τις συνήθειές του. Δεν πτοείται όμως, είναι αποφασισμένος ακόμη και να πεθάνει στο γήπεδο για να τα καταφέρει και η λύσσα του είναι πρωτοφανής για Ευρωπαίο μπασκετομπολίστα.

Το κίνητρό του είναι και πάλι στο μυαλό του, κυνηγάει να αποδείξει ότι και οι Ευρωπαίοι μπορούν με τους καλύτερους, ότι η απρεπής συμπεριφορά στον Ντράζεν, η υποβάθμιση του ταλέντου του Κούκοτς που επίσης έκανε το ταξίδι και ενσωματώθηκε στο Σικάγο και η γελοιοποίηση του Πάσπαλι από τους Αμερικανούς, είναι το λιγότερο μια άδικη κρίση των ειδικών της Μέκκας του μπάσκετ.

Ο Ράτζα απαντάει με 15 πόντους και 7.5 ριμπάουντς, δεν φοβάται πουθενά, δεν τον κρατάει ούτε ο Γιούιν που τον είχε αναγκάσει να αναθεωρήσει πολλά πράγματα στη Βαρκελώνη σχετικά με τα όρια της φυσικής δύναμης ενός αθλητή και δη μπασκετμπολίστα.

Δεν είναι ο κλασσικός Ευρωπαίος της εποχής που εκμεταλλεύεται το καλό του σουτ από μέση απόσταση, ούτε περιορίζεται σε βοηθητικούς ρόλους. Δεν κρύβεται ποτέ, αναζητά την επαφή, «μπουκάρει» στο traffic, συμμετέχει στο ανείπωτο ξύλο και τους αναπόφευκτους κοφτερούς αγκώνες του ζωγραφιστού. Ο Ράτζα αποφάσισε να δοκιμάσει στο ΝΒΑ και το εννοεί.

Οι Αμερικανοί τον παραδέχονται, το πρώτο του παράσημο στις ΗΠΑ είναι ο σεβασμός από τους αντιπάλους μέσα στο παρκέ, η αναγνώριση από εκείνους που τον κοιτούσαν σχεδόν με οίκτο στη Βαρκελώνη και δεν τον υπολόγιζαν καν. Είναι η πρώτη φορά στην καριέρα του που η «κακία» και το θράσος δεν θεωρείται μειονέκτημα, αλλά προτέρημα, στα 27 του έχει βρει την Εδέμ του όσον αφορά την έκκριση αδρεναλίνης, έχει όμως την ατυχία να πέσει στο πιο κακό φεγγάρι των Σέλτικς.

Η τεχνική του κάνει τη διαφορά στο ΝΒΑ, η πλαστικότητά του, η άγνοια κινδύνου, τα φυσικά του προσόντα τον κατατάσσουν στα καλύτερα τεσσάρια της λίγκας. Προσοχή, πρόκειται για το ΝΒΑ των mid ‘90ς ίσως την πιο δυνατή δεκαετία όλων των εποχών στον κόσμο της πορτοκαλί μπάλας και ο Ράτζα δεν είναι κομπάρσος, είναι πρωταγωνιστής.

Παίζει πάνω από 30 λεπτά σε κάθε παιχνίδι, αυξάνει την παραγωγικότητά του στους 17,2 πόντους ανά παιχνίδι, στα 8 ριμπάουντς, είναι ένας NBAer από κάθε άποψη.

Ούτε πρόβλημα προσαρμογής είχε, ούτε mobbing αντιμετώπισε, ούτε καν δυσπιστία, μετά το πρώτο διάστημα στη Μασαχουσέτη. Την τρίτη σεζόν, την πιο ώριμη της καριέρας του, είναι εκπληκτικός, αφού (ξανά) βελτιώνει τα στατιστικά του (αγγίζει τους 20 μ.ο. και τα 10 ριμπάουντς, νούμερα απίστευτα για Ευρωπαίο ομάδας εκτός ζώνης play offs) και βρίσκεται στο κατώφλι της συμμετοχής σε all star weekend.

Ώσπου φτάνει η αποφράδα σεζόν 1996/97, που ξεκινά με τους καλύτερους οιωνούς και την πρόθεση των Σέλτικς να του ανανεώσουν το συμβόλαιο αμείβοντάς τον με χρήματα star, όταν τον προδίδει το αριστερό του γόνατο.

Το κορμί του δεν άντεξε διαρκώς στο κόκκινο, ήταν από τους αθλητές που «πέθαιναν» κάθε μέρα στην προπόνηση, η καταπόνηση του οργανισμού του ήταν πολλαπλάσια σε σχέση με το μέσο Αμερικανό power forward που στη regular season φρόντιζε να «μοιράζει» τα ματς.

Η αρθροσκόπηση στο γόνατο τον Ιανουάριο του 1997 είναι επί της ουσίας το τελευταίο κεφάλαιο μιας καριέρας που υπό άλλας συνθήκας θα εξελισσόταν σε παραμυθένια ανάμεσα στους καλύτερους. Δεν θα επιστρέψει ποτέ στα προ τραυματισμού επίπεδα, θα περάσει στο center για να εκμεταλλεύεται την ευστροφία και το φυσικό ταλέντο του, το σκαρί του θα αντέξει κάποια παιχνίδια, δεν είναι όμως ο Ράτζα της πρώτης τριετίας. Είναι μόλις 30.

Αντιλαμβάνεται ότι «περισσεύει», όταν οι Σέλτικς τον συμπεριλαμβάνουν σε σενάρια ανταλλαγών και δείχνουν να προτιμούν τον Κλαρενς Γουίδερσπουν της Φιλαντέλφεια.

Ο τραυματισμός τον βοήθησε να ωριμάσει μέσα του την ιδέα της επιστροφής στην Ευρώπη, ήξερε ότι στο ΝΒΑ θα άντεχε σε φουλ ρυθμούς μόνο στο 1/3 της σεζόν και όταν ο Ράτζα «δεν κάνει εμετό από την υπερπροσπάθεια» όπως θα πει ο ίδιος, αποχωρεί γιατί δεν αισθάνεται -και δεν είναι- ο καλύτερος.

Ζήτησε άμεσα ακρόαση από τον Ρικ Πιτίνο, τον καινούριο προπονητή των Σέλτικς, ο οποίος τον διαβεβαίωσε πως τα σενάρια που τον εμπλέκουν σε διάφορα trades δεν ευσταθούν και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ομάδας και βασικό όπλο στο εκπονηθέν πλάνο του rebuilding. Δεν ίσχυε απολύτως τίποτα, η απόφαση της διοίκησης και του προπονητή ήταν να δοθεί ως αντάλλαγμα στην πιο συμφέρουσα πρόταση.

Η απόσυρση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του είναι χειρότερη και από τραυματισμό, δεν ανέχεται ούτε δευτερόλεπτο την κοροϊδία και φεύγει εν ριπή οφθαλμού.

Παρά το διαλυμένο του γόνατο, η είδηση της επιστροφής στην Ευρώπη είναι βόμβα εν αιθρία και όλες οι κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες επιθυμούν να τον συμπεριλάβουν στο ρόστερ τους, παραδιδοντάς του τα κλειδιά της ομάδας. Επιλέγει τον Παναθηναϊκό για μια σειρά από λόγους.

Πρώτος ότι το ελληνικό πρωτάθλημα τότε είχε την πολυτέλεια να διαθέτει τις δύο ομάδες που κατέκτησαν τα δύο τελευταία τρόπαια της Ευρωλίγκας, δεύτερον ότι το κλίμα στη χώρα μας ευνοούσε την ομαλή αποκατάσταση στο γόνατό του, τρίτον το γεγονός ότι πείστηκε αμέσως από τον Παύλο Γιαννακόπουλο, τέταρτον ότι ο Παναθηναϊκός ήταν η ομάδα του Μάλκοβιτς που μόλις είχε κλείσει για ξένο, το θρύλο των Λέηκερς, Μπάιρον Σκοτ και πέμπτον ότι η προσφορά ήταν άκρως συμφέρουσα οικονομικά.

To impact του στον Παναθηναϊκό είναι άμεσο, η ομάδα προέρχεται από την καταστροφική δεύτερη σεζόν Μάλκοβιτς και τα πάντα χτίζονται από την αρχή, νέος κόουτς ο Σλόμπονταν Σούμποτιτς, αλλαγή φιλοσοφίας.

Το συμβόλαιο του Ράτζα έχει ειδικούς όρους σχετικά με το πρόβλημα στο γόνατο, εκείνος εμφανίζεται σίγουρα λιγότερο εκρηκτικός, λιγότερο αθλητικός, αλλά η κλάση είναι δεδομένη και εκτός ευρωπαϊκών ορίων.

Στο ελληνικό πρωτάθλημα απλώς κάνει περίπατο, ακόμη κι αν αγωνίζεται με αφόρητους πόνους ή όπως στο 90% των αγώνων του με «τσιμπήματα» στο πόδι. Ο κόσμος του Παναθηναϊκού τον λατρεύει, οι εμφανίσεις του είναι το 100% που μπορεί να δώσει, παρόλο που αυτό το ποσοστό φαντάζει μικρό εν σχέσει με τον μπασκετμπολίστα που είχαμε γνωρίσει στα χρόνια της Γιουγκοπλάστικα και μέχρι την τρίτη σεζόν στη Βοστώνη.

Το πρωτάθλημα έρχεται ως φυσική συνέπεια των θυσιών των αδελφών Γιαννακόπουλου να διατηρήσουν το επίπεδο σε δυσθεώρητα ύψη σε σχέση με την υπόλοιπη λίγκα, οι τελικοί με τον ΠΑΟΚ στην τελευταία σεζόν του Πέτζα Στογιάκοβιτς είναι σχεδόν διαδικαστική υπόθεση.

Ο Ράτζα ανακηρύσσεται πανηγυρικά mvp της σειράς και πιστώνεται τον τίτλο του κορυφαίου της ομάδας. Ο Ολυμπιακός έχει καταρρεύσει μετά το triple crown, αλλά ο Σωκράτης Κόκκαλης δίνει σύνθημα αντεπίθεσης για την τελευταία σεζόν πριν την είσοδο στη νέα χιλιετία. Φευ.

Ο Παναθηναϊκός όχι μόνο κατακτά το πρωτάθλημα, αλλά ουσιαστικά γκρεμίζει τον Ολυμπιακό από την κορυφή και ξεκινά την αυτοκρατορία του. Στο πλάι του Ράτζα και αντικαταστάτης του Μπάιρον Σκοτ, ο καλύτερος Σέρβος παίκτης που κυκλοφορούσε στην ευρωπαϊκή αγορά, ο αξεπέραστος Ντέγιαν Μποντιρόγκα.

Το πρωτάθλημα του 1999 είναι για τον Παναθηναϊκό ό,τι η decima για τη Ρεάλ, είναι το Holy Grail μιας μεθοδικής προσπάθειας σχεδόν δέκα ετών, από τότε που ο Παύλος Γιαννακόπουλος κάθισε με τον Ρίτσαρντ Ντουξάιρ στο σαλόνι του Χίλτον και αποφάσισε να δημιουργήσει την πιο επιτυχημένη ομάδα στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.

Είναι ένας τίτλος που πιστώθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στον Μποντιρόγκα κι αυτό διότι στο εσωτερικό της ομάδας μαινόταν ένας άνευ προηγουμένου πόλεμος μεταξύ διοίκησης και μελών της ομάδας, με το Ράτζα στην κορυφή των αποδιοπομπαίων. Ο χαρακτήρας του Ντίνο θαρρώ έχει γίνει κατανοητός μετά από τόσες αράδες.

Μπρούσκος, ιδιαίτερος, εκρηκτικός, ο ίδιος έχει αυτοχαρακτηρισθεί “τρελός”.

Ήταν Μάρτιος του 1999, όταν ο Παναθηναϊκός του Σούμποτιτς πάλευε να αποκτήσει το πλεονέκτημα έδρας στην κανονική περίοδο στο εντός έδρας ντέρμπι με τον Ολυμπιακό στο ΟΑΚΑ. Οι πράσινοι κέρδισαν το παιχνίδι, δεν κάλυψαν όμως τη διαφορά του πρώτου αγώνα επικρατώντας μόνο με τέσσερις πόντους διαφορά. Ο 25χρονος Δημήτρης Γιαννακόπουλος εν εξάλλω εισβάλλει στα αποδυτήρια, χειροδικεί εναντίον του προπονητή της ομάδας, θεωρώντας τον υπεύθυνο για την αποτυχία.

Ο Ράτζα αντιδρά, γρονθοκοπεί χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι, το γιο του Προέδρου του Παναθηναϊκού, ο οποίος πληροφορείται το γεγονός και προσπαθεί με τη σειρά του να εισβάλλει κι εκείνος στα αποδυτήρια ξιφουλκώντας εναντίον δικαίων και αδίκων και προπηλακίζοντας όποιον βρεθεί μπροστά του.

Σημειωτέον ότι η αποχώρηση του Παναθηναϊκού, μετά την πύρρειο νίκη στο ντέρμπι, έχει γίνει εν μέσω πρωτοφανών αποδοκιμασιών και ύβρεων με κύριο στόχο τον Σούμποτιτς και συγκεκριμένους παίκτες (όχι τον Ράτζα) και το κλίμα δεν είναι απλώς τεταμένο, αλλά κάτι παραπάνω.

Ο Παύλος αποτρέπεται το βοηθό του «Πίξι», Θανάση Παπαχατζή που φροντίζει με πυγμή να απαγορεύσει στον ιδιοκτήτη και Πρόεδρο της ομάδας να μπει στα αποδυτήρια. Απολύεται επί τόπου από τον Γιαννακόπουλο, μέχρι που εμφανίζεται ο Σούμποτιτς και επί της ουσίας διαμηνύει στον Παύλο ότι εάν φύγει ο Παπαχατζής θα φύγει όλη η ομάδα.

Ο Παύλος πείθεται και απομακρύνεται μέσα σε έναν γενικό χαμό, ο Θανάσης περιφέρεται στους διαδρόμους και σαν να μην έφτανε αυτό, την επομένη ο Ράτζα δέχεται επίθεση στο σπίτι του με πέτρες και λοιπά αντικείμενα, ενώ ισχυρίζεται πως κάποιος τηλεφώνησε στη σύζυγό του Βικτόρια και την απείλησε βρίζοντας χυδαία.

Σύμφωνα με τον Ντίνο, το πρόσωπο που τηλεφώνησε στη γυναίκα του, ήταν ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος. Τα γεγονότα παραείναι σοβαρά και πρωτόγνωρα για να μην καταλήξουν στα αυτιά των δημοσιογράφων, γίνονται οι πρώτες διαρροές και οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γίνονται κοινωνοί των γεγονότων.

Για να μην διαταραχθεί επιπλέον η ηρεμία στο εσωτερικό της ομάδας, ο Παναθηναϊκός αποφασίζει να πορευθεί ως έχει εν όψει των πολύ δύσκολων play offs που αναμένεται να «κλείσουν» στο ΣΕΦ, αφού εκείνη την εποχή το πέμπτο ματς μεταξύ των αιωνίων θεωρούνταν εκ των ων ουκ άνευ.

Η ιστορία κατέγραψε την εξέλιξη, ο Παναθηναϊκός κέρδισε εκείνον τον πέμπτο τελικό με 62-53 μέσα στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, διέλυσε τον Ολυμπιακό που έκανε χρόνια να ξανασηκώσει κεφάλι και ξεκίνησε τη δυναστεία του σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Ο Ράτζα τίμησε το συμβόλαιό του, πληρώθηκε μέχρι τελευταίας δραχμής (τότε), αλλά δεν παρέστη ούτε στα επινίκια της κατάκτησης του τίτλου, ούτε στις περαιτέρω εκδηλώσεις της ομάδας μέχρι να εκπνεύσει και τυπικά η περίοδος.

Σύμφωνα με τον Τάκη Μπαλτάκο, τότε Νομικό Σύμβουλο της ΚΑΕ και εξ απορρήτων των αδελφών στη διοίκηση, η εν θερμώ απόφαση της διοίκησης του Παναθηναϊκού τότε, ήταν η άμεση αποπομπή από την ομάδα της τριάδας Σούμποτις, Οικονόμου και ασφαλώς του φερόμενου χειροδικούντος Ντίνο Ράτζα.

Ο Κροάτης αποχώρησε από τον Παναθηναϊκό αναίμακτα, έχοντας κατακτήσει δύο πρωταθλήματα Ελλάδας, δηλώνει όμως ότι δεν επιστρέφει στον Παναθηναϊκό ούτε με 100 εκατομμύρια δολάρια. Είχε κλείσει πια κι αυτό το κεφάλαιο στη ζωή του.

Επέστρεψε στην Κροατία, έπαιξε για το κέφι του στη Ζαντάρ, απλώς για να διατηρείται σε φόρμα, δεν πήρε ούτε ευρώ, τη βοήθησε όμως να κατακτήσει το Κύπελλο Κροατίας. Ο ίδιος το θεώρησε κάτι σαν αποσυμπίεση και ό,τι καλύτερο μπορούσε να προσφέρει στην υγεία του και το ταλαιπωρημένο του γόνατο, σε βαθμό που την επόμενη σεζόν ανένηψε πλήρως και (ξανα)βγήκε στην αγορά για ένα νέο συμβόλαιο.

Ήταν μόλις 33 κι όμως νιώθαμε ότι τον ξέραμε μια ζωή. Ξαναήρθε στα μέρη μας, αυτή τη φορά για τον Ολυμπιακό, τον αρκετά παρηκμασμένο Ολυμπιακό της σεζόν 2000/01, μια ιδιαιτέρως αγαπησιάρα ομάδα όμως για το κοινό της. Στον Πειραιά λατρεύτηκε (και για το επεισόδιο εκείνο το βράδυ του Μαρτίου στα αποδυτήρια του ΟΑΚΑ) όσο λίγοι ξένοι παίκτες, άλλωστε η ποιότητα ήταν ακόμη εμφανής και πασίδηλη.

Έφυγε έχοντας κάνει μόνο φίλους, χαρίζοντας κάποια highlights στους πιστούς του ΣΕΦ και επέστρεψε στην πατρίδα του για να φορέσει και τη φανέλα της Τσιμπόνα, μιας εκ των ιστορικότερων ομάδων της Κροατίας.

Επιφυλάσσει εκπληκτικές εμφανίσεις (στο χαμηλό είναι η αλήθεια επίπεδο) στο κύπελλο, το οποίο ξανακατακτά και με την Τσιμπόνα, σαρώνοντας και όλους του ατομικούς τίτλους, αποδεικνύοντας ότι η καρδιά του το λέει ακόμα και το κορμί του παρότι ταλαιπωρημένο αντέχει και θα αντέχει όσο η χαρά για το μπάσκετ ξεπερνά τους πόνους στο γόνατο.

Το 2002, στα 35 του, ο κύκλος κλείνει, ο Ντίνο επιστρέφει στο λιμάνι του, ξαναπερνάει το κατώφλι της Hala Gripe και αποθεώνεται.

Ξέρει και ο ίδιος ότι το παραμύθι του φτάνει στις τελευταίες του σελίδες, θέλει να γράψει έναν όμορφο και ταιριαστό επίλογο, εκεί δυο ανάσες από τη θάλασσα και «το βράχο του».

Πράγματι, το παραμύθι έχει αίσιο τέλος, η σεζόν κλείνει με την Γιουγκοπλάστικα – ΚΚ Split πια – πρωταθλήτρια Κροατίας, τον ίδιο να διαβαίνει τον τελευταίο σταθμό της καριέρας του με το χαμόγελο στα χείλη, το γιο του στην εξέδρα και τη Βικτόρια να τον χειροκροτεί.

Δεκαπέντε χρόνια μετά, τον Σεπτέμβριο του 2018, θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου περάσει, συγκινημένος, και το κατώφλι του «Naismith Memorial Basketball Hall of Fame»!

Ο Ντίνο μοιάζει να ηρέμησε, να βρήκε τη γαλήνη και την ισορροπία του, στο μέρος που αποφάσισε να τη διαταράξει επιλέγοντας τον πολύ δύσκολο δρόμο να γίνει επαγγελματίας αθλητής σε κορυφαίο επίπεδο.

Δεν υπάρχουν πολλοί με το ταλέντο του στον κόσμο, ακόμα λιγότεροι με το χαρακτήρα του.

Κατά βάθος, είναι πάντα ο θυμωμένος «βατραχοπέδιλος» της uvala bacvice που ανεβαίνει στο βράχο και βουτάει στα γαλάζια νερά, ο αγέλαστος πιτσιρίκος με τις μπούκλες που τα θέλει όλα και ξέρει τον τρόπο να τα αποκτήσει.

Κάποτε, τον ρώτησαν για την υστεροφημία του, πως θέλει να τον θυμούνται για όσα άφησε σε αυτήν τη μεγαλειώδη καριέρα που άλλοι δεν την έζησαν ποτέ ή θα χρειάζονταν τρεις ζωές για να τη ζήσουν: «θα πεθάνω κάποια στιγμή, θα με θάψουν υπό τους ήχους του Breaking the Law, θα κλαίνε για μερικές εβδομάδες οι δικοί μου κι αυτό είναι.

Δεν έχω την ψευδαίσθηση της αιώνιας ζωής και είμαι βέβαιος ότι μετά από κάμποσα χρόνια τα παιδιά θα ακούνε “Ράτζα” και θα ρωτούν τους μπαμπάδες τους “ποιος ήταν αυτός;“».

Κάνεις λάθος Ντίνο. Αν δεν ξέρουν τα παιδιά, θα τους μάθουμε εμείς.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This