Επιλογή Σελίδας


Του Zastro

Ήταν ένα ήσυχο ανοιξιάτικο μεσημέρι στο Klek, ένα μικρό χωριό δύο χιλιάδων κατοίκων, λίγο έξω από το Zrenjanin στην επαρχία της Vojvodina, όταν η Μίλκα τηλεφώνησε στο εργοστάσιο, για να μιλήσει με τον Βάσο.

Ο γιος της Γκοσπάβα Πέτροβιτς δούλευε στο φημισμένο εργοστάσιο ζάχαρης, ξενιτεμένος μαζί με χιλιάδες συντοπίτες του από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, μετά τον μεγάλο πόλεμο που άλλαξε ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία.

Το ζευγάρι είχε μετοικήσει από το Trebinje και κυνηγούσε μια καλύτερη ζωή, τότε στα δύσκολα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, τότε που ο Στρατάρχης Τίτο είχε αλλάξει τη Γιουγκοσλαβία και η γείτονα μόλις άρχιζε να μπαίνει στη δεκαετία της ευημερίας, της βιομηχανικής ανάπτυξης, της παραγωγής.

Ο επιστάτης ειδοποίησε τον Βάσο με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη: «Η γυναίκα σου ήταν, φίλε. Ήρθε η ώρα, γεννάει».

Παρά το γεγονός ότι ακόμη ήταν 2 Μαρτίου και ο τοκετός είχε προγραμματιστεί για το τελευταίο δεκαήμερο, ο Βάσο -ψύχραιμος- πήγε στον φοριαμό του, έβαλε τα πολιτικά του και ξεκίνησε για το χωριό να πάρει τη γυναίκα του.

Λίγες ώρες αργότερα, στη μαιευτική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Djordje Joanoviç, ξακουστού καθηγητή ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και ιδρυτή του Ινστιτούτου Παθολογίας, ακούστηκε το πρώτο κλάμα τού γιου του που πήρε το όνομα τού παππού του, του άντρα της Γκοσπάβα. Τον βάπτισαν Ντέγιαν.

Ο μικρός Ντέγιαν δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιδί. Ο χαρακτήρας του ήταν φαινομενικά πράος, αλλά είχε τρομερές εκρήξεις, το μυαλό του κοφτερό, αλλά ασχολείτο μόνο με τα μαθήματα που τον ενδιέφεραν.

Όπως όλοι οι συμμαθητές του, ξεκίνησε με το ποδόσφαιρο, πολύ γρήγορα, όμως, τον πρόσεξε ο δάσκαλος/προπονητής Ράντα Πρβούλοφ στο Δημοτικό Σχολείο Jovan Cvijić (τότε Vladimir Nazor) του Zrenjanin και τον πήρε μαζί του στο γυμνάσιο Servo Mihalj, στη “μαγυάρικη” περιοχή της Muzlja.

Ο Ντέγιαν ήταν 12 χρονών, ξεκίνησε προπονήσεις και αμέσως ξεχώρισε. Ο Πρβούλοφ μιλούσε εκστασιασμένος για το dna που κυλούσε στο αίμα τού μικρού, τον συνέκρινε ήδη με τον ξάδερφο του, το φαινόμενο Ντράζεν Πέτροβιτς, ο οποίος είχε ξεκινήσει να καταπλήττει τα πλήθη στην τότε ενωμένη Γιουγκοσλαβία.

Δεν είχε κλείσει τα 15 και είχε ξεπεράσει τα 2 μέτρα, όταν ο Πρβούλοφ αποφάσισε ότι ο μικρός παραείναι καλός για τα σχολικά πρωταθλήματα.

Αφομοίωνε με τεράστια άνεση τις τακτικές εντολές, του έβγαιναν έμφυτα πράγματα, όταν έπιανε την πορτοκαλί μπάλα και -κυρίως σε σχέση με τους συνομήλικούς του- είχε αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Αυτά οι Γιουγκοσλάβοι δεν τα αφήνουν να περάσουν ανεκμετάλλευτα.

Ο μικρός έβγαλε δελτίο στην KK Masinac, τον είχε υπό την προστασία του ο Πρβούλοφ, ήξερε, όμως, ότι η εξέλιξή του ξεπερνούσε τις δικές του δυνάμειςχρειαζόταν η γνώση και η εμπειρία ενός προπονητή του επόμενου σταδίου, εκείνου που έπλαθε φαινόμενα και επαγγελματίες.

Αυτός ήταν ο Μίοντραγκ «Sija» Νίκολιτς, ένας από τους θρύλους του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ, παλιά δόξα της Εθνικής και της OKK Beograd, ο οποίος αμέσως τον προώθησε στην πρώτη ομάδα και τον έθεσε υπόψη του Ντέγιαν Σρζιτς, (για χρόνια βοηθού τού Γιάννη Ιωαννίδη στη Λάρισα και τον Άρη), ενός από τους γκουρού των εθνικών κλιμακίων στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

Οι εμφανίσεις του Ντέγιαν με τη φανέλα της Proleter του Zrenjanin ξεκίνησαν να βγαίνουν και εκτός ορίων Vojvodina. το όνομα τού μικρού απασχολούσε πια κορυφαίους προπονητές, προσωπικότητες που γνώριζαν πάρα πολύ καλά το άθλημα και καθόριζαν το μέλλον του.

Η πλαστικότητα του μικρού, η οξυδέρκειά του και η άριστη γνώση των βασικών, υπερκερνούσαν σε τεράστιο βαθμό τον μοναδικό ελλειμματικό τομέα του παιχνιδιού του: την ταχύτητα.

Ο Σρζιτς τον συμπεριέλαβε αμέσως στην προεπιλογή της εφήβων, μαζί με prospects επιπέδου Ρέμπρατσα, μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για το μελαχρινό αγόρι που, παρά το ύψος του, αγωνιζόταν ως playmaker και με τη σοφία βετεράνου.

Ο μικρός αποκτούσε και αυτοπεποίθηση, είχε μια παροιμιώδη αυθάδεια και χρησιμοποιούσε μια “περίεργη” κίνηση (την οποία θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια) που έθετε νοκ-άουτ κάθε αμυντικό σχηματισμό και κάθε προσωπικό του αντίπαλο.

Ένα καλοκαιρινό τουρνουά του 1989 (όταν μόλις είχε κλείσει τα 16 του χρόνια) στην Pula (ανήκει στην Κροατία πια), ένα καλοκαιρινό θέρετρο στα παράλια της Αδριατικής, έμελλε να είναι μια από τις σημαντικότερες καμπές της καριέρας του.

Στο τουρνουά συμμετείχε και η Zadar, το παρακολουθούσε και ο πρώην ομοσπονδιακός τεχνικός της Γιουγκοσλαβίας και τοτέμ των «Πλάβι», Κρέζιμιρ Τσόσιτς, ο οποίος μόλις αντίκρυσε τον Μποντίρογκα αισθάνθηκε, όπως ο Doctor Mirabilis Ρότζερ Μπέικον, όταν ανακάλυψε την πυρίτιδα.

Φρόντισε αμέσως να ενημερωθεί για τον θαυματουργό μικρό, κίνησε άμεσα τις διαδικασίες, για να τον πάρει κοντά του στη Zadar, χρειάστηκε να επισκεφτεί παραπάνω από δύο φορές τους γονείς του στο Klek και να πιέσει αφάνταστα την Proleter να αθετήσει το προσύμφωνο με την Vojvodina και να τον δώσει στη Zadar.

Ο Βάσο και η Μίλκα πείστηκαν από τον Τσόσιτς, ο θρύλος λέει ότι την ημέρα, όταν συναίνεσαν να αφήσουν τον γιο τους να μεταναστεύσει, δίπλα στον Τσόσιτς ήταν ο ανιψιός τους, ο Ντράζεν Πέτροβιτς, ο οποίος υπερθεμάτιζε κάθε φορά, όταν ο «Κρέζο» εκθείαζε τον «Ντέκι». Όλα ήταν υπολογισμένα, όλα προδιαγεγραμμένα, εκτός από την ιστορία…

Το κλίμα στη Γιουγκοσλαβία δεν ήταν καθόλου καλό πια. Η υφέρπουσα πολεμική διάθεση αυτονομιστών και φανατικών είχε οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα του εθνικού μαρασμού, ο εμφύλιος ήταν ante portas. σε λιγότερο από έναν χρόνο (Ιούνιος του 1991) η Σλοβενία θα ανεξαρτητοποιείτο, θα ξεσπούσε ο «Πόλεμος των 10 Ημερών».

Ο εθνικισμός είχε χτυπήσει κόκκινα στην πρώην Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, ήταν φανερό και από τις κινήσεις τού Τούτζμαν ότι και η Κροατία θα ακολουθούσε το δρόμο της Σλοβενίας, το όραμα του Τίτο ξεθώριαζε, η ενωμένη Γιουγκοσλαβία ήταν θέμα χρόνου να αποτελέσει παρελθόν και ήταν παραπάνω από βέβαιο ότι δεν θα αποφεύγετο η αιματοχυσία.

Ένας Σέρβος, έστω με οικογενειακή καταγωγή από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ήταν περίπου σαν νιτρογλυκερίνη σε ανώμαλο δρόμο σε κροατικό περιβάλλον.

Ο Τσόσιτς αισθανόταν υπεύθυνος, πρώτα απ’ όλα απέναντι στην οικογένεια Μποντίρογκα, κυρίως απέναντι στο ίδιο το παιδί που πάλεψε και το έπεισε να τον ακολουθήσει.

Ακόμα και σήμερα, ο Ντέγιαν τον θεωρεί εκτός από μέντορα και δεύτερο πατέρα του, έναν εραστή του μπάσκετ, έναν οραματιστή που πήγε το μπάσκετ πολλά χρόνια μπροστά, με την επιλογή να βάλει στα βαθιά ολόκληρη τη νουβέλ βαγκ από τα 17 και τα 18 της χρόνια.


Ο Τσόσιτς είχε απέναντί του ένα 17χρονο παιδί που αισθανόταν χαμένο, ήταν μακριά από τους γονείς του και γύρω του βίωνε ένα δυσνόητο μίσος για τη Σερβία, έναν ρατσισμό που ποτέ του δεν είχε καταλάβει.

Ο «Κρέζο» προσπάθησε να τον φέρει στην Ελλάδα, να τον “ελληνοποιήσει”, για να βρει μια διέξοδο σε μια φιλικά διακείμενη προς την πατρίδα του χώρα.

Χτύπησε πρώτα την πόρτα της ΑΕΚ, να της τον δώσει “πακέτο” με τον Τάρλατς, αλλά πολύ γρήγορα έκανε πίσω, όταν αντιλήφθηκε ότι έκανε κουμάντο ακόμα ο Μάκης Ψωμιάδης.

Οι δύο πιτσιρικάδες θρυλείται ότι κοιμόντουσαν σε δύο ντιβάνια κάτω από τις κερκίδες του «Γεώργιος Μόσχος», έκαναν προπονήσεις με την ΑΕΚ, αλλά άκρη ήταν αδύνατον να βρεθεί.

Ο Τσόσιτς στράφηκε μέσω του Σρζιτς στον Γιάννη Ιωαννίδη που είχε συμφωνήσει με τον Ολυμπιακό. Ο «ξανθός» τους είδε πολλάκις κάτω από απόλυτη μυστικότητα στο ΣΕΦ, ξετρελάθηκε και εισηγήθηκε άμεσα στον Σωκράτη Κόκκαλη την απόκτησή τους.

Τα λεφτά δεν ήταν λίγα (κατά κάποιες πηγές ξεπερνούσαν τις 400 χιλιάδες δολάρια τον καθένα), το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, ήταν η άρνηση τού ίδιου του Ντέγιαν να απαρνηθεί την πατρίδα του και να “γίνει Έλληνας”.

Δεν επέλεξε τον εύκολο δρόμο, δεν ντύθηκε «Κωνσταντινίδης», «Κίνης», «Γιαννακόπουλος», «Μαγουλάς», όπως τόσοι και τόσοι τότε. Παρέμεινε σταθερός στις αρχές και τα ιδεώδη του. Και η ιστορία τον δικαίωσε.

Στη Zadar ακόμη δεν είχε αγωνιστεί σε επίσημο παιχνίδι, ήταν αδιανόητο για έναν Σέρβο να πάρει παιχνίδια, παρότι προστατευόμενος του Τσόσιτς. Ο Σλάβκο Τρνίνιτς, ωστόσο, ένας από τους σημαντικότερους Κροάτες προπονητές ατομικής βελτίωσης (μεταξύ άλλων είχε “δουλέψει” τον Τόνι Κούκοτς και τον Άριαν Κόμαζετς) δούλευε αδιάκοπα μαζί του, αναγκάζοντας επί της ουσίας και τον προπονητή της Zadar, Γιόζιπ Γκρντόβιτς να τηλεφωνήσει στον Σρζιτς «για να μην χαθεί αυτό το τεράστιο ταλέντο».

Και, έτσι, ήρθε η ιστορική συμμετοχή στο τουρνουά του Groeningen. O Ντέγιαν, σε εκείνο το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων της Ολλανδίας, έκανε απίθανα πράγματα, βγήκε mvp του τουρνουά, συμπεριλήφθηκε αμέσως μετά στη Μεσογειακή Ομάδα της Γιουγκοσλαβίας στους Μεσογειακούς Αγώνες της Αθήνας και συστήθηκε στον πλανήτη ως ο επόμενος πολύ μεγάλος Γιουγκοσλάβος παίκτης.

Η κατάσταση, όμως, στην Κροατία ολοένα και χειροτέρευε, ήταν αδύνατον έστω να συνεχίσει τις ατομικές προπονήσεις. Ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα των «Πλάβι» κινδύνευε να χαθεί.

Ένας πρώην παίκτης της ομάδας που είχε αποσυρθεί στις Η.Π.Α., ο Νεντέλικο Οστάρσεβιτς, τηλεφώνησε στον μεγάλο αδερφό τού «Ντέκι», τον Ζέλικο, προκειμένου να “ψήσει” την οικογένεια να (ξανα)αφήσει τον μικρό να μεταναστεύσει, όπως ήθελε ο Τσόσιτς.

Ο προορισμός ήταν η Τεργέστη, ο τόπος, όπου μεγαλούργησε ο πατριάρχης του γιουγκοσλαβικού (και ευρωπαϊκού) μπάσκετ, Άζα Νίκολιτς, και ο επόμενος σταθμός στην καριέρα ενός σημαντικότατου προπονητή, του Μπόγκνταν Τάνιεβιτς.

Ο «Μπόσα» χρειάστηκε να τον δει δύο φορές για να ξετρελαθεί. Η πρώτη ατάκα που είπε στον Τσόσιτς, ήταν εκπληκτική: «Εδώ έχουμε να κάνουμε με τον λευκό Magic».

Ο Τάνιεβιτς είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ που πείθει τον Μπέπι Στεφανέλ να τον υπογράψει, κι ας μείνει εκτός δράσης έναν χρόνο κι ας πιάνει θέση ξένου κι ας είναι “πρόκληση” να επενδύεις τόσα πολλά σε ένα παιδί που δεν έχει κλείσει καν τα 18 του χρόνια.

Η Zadar μυρίζεται χρήμα, αρνείται -εν μέσω πολέμου απολύτως λογικό το καθεστώς χάους- και ο Μποντιρόγκα μετακομίζει στην Τεργέστη, απλώς για να συμμετέχει στις προπονήσεις της Stefanel Trieste.

Ο Τάνιεβιτς, κάθε μέρα που περνά και τον παρατηρεί στις προπονήσεις, εντυπωσιάζεται ακόμη περισσότερο. «Γιατί δεν σουτάρεις στο πρώτο πεντάλεπτο ποτέ παρόλο που είσαι ελεύθερος;», τον ρωτά σε μια απογευματινή προπόνηση. «Για να προλάβω να διαβάσω όλο το παιχνίδι, συμπαίκτες κι αντιπάλους, κόουτς», η απάντηση του Μποντιρόγκα. Ο Τάνιεβιτς ήξερε ότι έχουμε να κάνουμε με φαινόμενο.

Όταν ντεμπουτάρει στην ιταλική λίγκα είναι 19 χρονών, ο νεαρότερος ξένος στην ιστορία του ιταλικού πρωταθλήματος.

Η Stefanel τη σεζόν 1992/93 είναι η έκπληξη της σεζόν, ο Ντέγιαν σκοράρει 32 με τη Benetton του Κούκοτς, σταματάει στους 51 εναντίον της Reggio Calabria του Σάσα Βολκόφ.

Η ιταλική λίγκα αποκτά τον νέο της προφήτη. Παίρνει από το χέρι τη Stefanel και από ομάδα κάτω του μετρίου την οδηγεί στην τέταρτη θέση, στην πρώτη ιστορική έξοδο στο Κύπελλο Κόρατς, την μετατρέπει από ομάδα κομπάρσο, σε ομάδα πρωταγωνίστρια.

Ο Τάνιεβιτς τον ξεκινάει “ελεύθερο”, του έχει δώσει το δικαίωμα να παίζει, όπου θεωρεί ότι είναι καλύτερο. Σε ερώτηση Ιταλών δημοσιογράφων απαντά αφοπλιστικά ότι ο ύψους 2,05μ. Ντέγιαν είναι playmaker, είτε ξεκινάει στο “3” είτε στο “2” είτε στο “4”.

Η Stefanel είναι μια από τις πιο μοντέρνες και αντισυμβατικές ομάδες όλων των εποχών.

Ο Μποντιρόγκα είναι ο playmaker, κι ας καλύπτει ακόμα και τη θέση του center σε ορισμένα παιχνίδια. ο Φούτσκα, επίσης νεαρός και στοίχημα του Τάνιεβιτς, παίζει ελεύθερος. το μπάσκετ των δύο παιδιών είναι από το μέλλον.

Όταν την επόμενη σεζόν ο «Μπόσα» πείθει και τον Νάντο Τζεντίλε να μετακομίσει στην Τεργέστη, το παζλ αρχίζει να συμπληρώνεται. Η Stefanel ξεχνάει να χάνει (πρώτη ήττα τον Δεκέμβριο), οδηγεί την κούρσα στο Campionato, ξεπερνώντας ακόμα και την Buckler του κυρίου Ντανίλοβιτς.

Στο Κόρατς τα πηγαίνει ακόμη καλύτερα, αλλά στον Tελικό έχει την ατυχία να βρεθεί αντιμέτωπη με τον καλύτερο ΠΑΟΚ όλων των εποχών στο… πιο τέλειο ματς όλων των εποχών. Χάνει το Κόρατς, λυγίζει και στο πρωτάθλημα από ένα buzzer του Κάρλτον Μάιερς.

Όλοι, όμως, μιλούν για ένα πράγμα: «el latigo» (το «μαστίγιο»). Οι Αμερικανοί το λένε πια «ankle break», είναι η θεϊκή προσποίηση πάνω στην τρίπλα που αποσυντονίζει το man to man και κάνει τον αντίπαλο να χάνει την ισορροπία του «σπάζοντας τον αστράγαλό του». Πλέον γίνεται κατά κόρον, το 1994 και το 1995 ήταν κάτι το εξωπραγματικό, το είχε κάνει μόνο ο θρύλος των playgrounds, Γκοντ Σαμγκοντ, στο Providence και στην Ευρώπη (στο περίπου) ο Ντάνκο Τσβετικάνιν. Ο Μποντιρόγκα το έκανε και ήταν 2,05». το έκανε, όταν το μπάσκετ ήταν πάρα πολύ αργό σε σχέση με σήμερα, εντελώς διαφορετικό και λιγότερο θεαματικό.

Κάπως έτσι ήρθε και η επιλογή στο draft (#51) την επόμενη χρονιά από τους Σακραμέντο Κινγκς, ο Ντέγιαν, όμως, ζύγισε την κατάσταση, κυρίως θυμήθηκε πώς συμπεριφέρθηκαν οι Αμερικανοί στον Ντράζεν και είπε «όχι».

Το παραμύθι της Stefanel συνεχίστηκε, με την ομάδα να μεταφέρεται στο πιο εμπορικό και μπασκετικό Milano, ο «Ντέκι» έγινε μέλος στις Scarpette Rosse, την ιστορικότερη ομάδα της Ιταλίας, και παγίωσε τη Stefanel Milano -πια- στην ελίτ της Ιταλικής Λίγκας και τις κορυφές της Ευρώπης.

Τρεις συνεχόμενοι τελικοί Κυπέλλου Κόρατς, το πολυπόθητο Νταμπλ το 1996, μέσοι όροι που δεν έχουν ξαναϋπάρξει έκτοτε στη γείτονα χώρα: 22,3 πόντοι με 70,4% (!) στα σουτ.

Απόντος του Ντανίλοβιτς, ο οποίος είχε φύγει για τους Μαϊάμι Χιτ, ο Μποντιρόγκα έχει γίνει η απόλυτη ατραξιόν του ιταλικού πρωταθλήματος που δείχνει πλέον “να μην τον χωράει”. Το συμβόλαιό του με το Μιλάνο λήγει και η μισή Ευρώπη πέφτει στα πόδια του. Εκείνος, όμως, είναι ακόμη “σκοτεινιασμένος”, παρά τα μόλις 23 του χρόνια.

Ο καημός του είναι η Εθνική Γιουγκοσλαβίας, έχει χάσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης λόγω του εμπάργκο, έχει “μόνο” το χρυσό μετάλλιο του Ευρωμπάσκετ της Αθήνας το 1995 και μια απίστευτα εχθρική συμπεριφορά σχεδόν από όλον τον κόσμο που εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε με μεγάλη αντιπάθεια τους Σέρβους.

Στην Ατλάντα και τους Αγώνες του ’96, θα βρει την ηρεμία του, θα γνωρίσει την παγκόσμια αναγνώριση και καταξίωση.

Σε μια ομάδα με Τομάσεβιτς, Μπέριτς, Ρέμπρατσα, Ντανίλοβιτς, Ντίβατς, Τζόρτζεβιτς, Ομπράντοβιτς, Πάσπαλι, Σάβιτς, Λόντσαρ, o Μποντίρογκα μοιάζει ο πιο ταλαντούχος, ο πιο “σύγχρονος”, ο παίκτης του μέλλοντος.

Η Σερβία ζει το παραμύθι της, κερδίζει το αργυρό μετάλλιο, χάνοντας μόνον από τη Dream Τeam στον Τελικό. Ίβκοβιτς και Ομπράντοβιτς τον ξέρουν πια καλύτερα απ’ όλους, εξ ου και η κίνηση της Ρεάλ να δώσει “γη και ύδωρ”, για να τον αποκτήσει.

Οι Ισπανοί τον υποδέχονται, όπως του αρμόζει: ο Βασιλιάς στη Βασίλισσα. Γίνεται αμέσως ο ηγέτης της ομάδας, παρά την παρουσία του Αρλάουκας, του Μιχάιλοφ, του παντοτινού αρχηγού Αλμπέρτο Ερέρος.

Κύπελλο Κυπελλούχων στη Λευκωσία εναντίον της Βερόνα, το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο της καριέρας του, και ξεκινάει ένας πολύ μεγάλος κύκλος.

Κερδίζει το βραβείο του mvp στη λίγκα, αλλά στους συγκλονιστικούς τελικούς η Ρεάλ χάνει από τη Μπαρσελόνα του Σάσα Τζόρτζεβιτς στο νήμα, με 3-2.

Το καλοκαίρι, δεύτερο συνεχόμενο χρυσό στην Ισπανία, στο ιστορικό Ευρωμπάσκετ που Σέρβοι, στο οποίο Κροάτες βρέθηκαν αντιμέτωποι για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο και το “καθάρισε” ο Τζόρτζεβιτς με εκείνο το τρίποντο στο φινάλε.

Ο Ομπράντοβιτς το καλοκαίρι αποχωρεί από τη Μαδρίτη, μετακομίζει στο Τρεβίζο, κάνει ό,τι μπορεί για να τον πάρει μαζί του, οι Ισπανοί, όμως, τον αμείβουν με 1 εκατ. δολάρια καθαρά και το συμβόλαιο είναι από εκείνα που σπάνε μόνο με πρακτικές Κοσκωτά.

Η Ρεάλ φθίνει, ο ίδιος ανεβαίνει και βελτιώνεται ακόμη περισσότερο, έχει καθιερωθεί τύποις στη θέση “2”, αλλά εξακολουθεί να είναι ο playmaker.

Κι αν στη Ρεάλ οι τίτλοι είναι μόνο προσωπικοί (ακόμη ένα mvp το 1997-98), με την Εθνική κατακτά την κορυφή του κόσμου και πάλι στην Αθήνα, πάλι πληγώνοντας την Εθνική Ελλάδος, σε “εκείνον” τον ημιτελικό που έληξε 78-73 και αποτέλεσε ουσιαστικά το κλείσιμο ενός κύκλου για τη δική μας Εθνική.

Είναι και πάλι ο πολυτιμότερος, ψηφίζεται και στην καλύτερη πεντάδα του τουρνουά, επιστρέφει στο Βελιγράδι και βλέπει το graffiti: «Sex – Droga i Bodiroga». Εκείνη τη χρονιά, θα γραφτεί και το ομώνυμο τραγούδι από τους Prljavi Inspektor Blaza i Kljunovi: «Σεξ, ναρκωτικά και Μποντιρόγκα».

Ο Ντέγιαν είναι ο θεός της Γιουγκοσλαβίας, κόσμος και Τύπος ξεκινά να τον αποκαλεί ακριβώς έτσι: «θεό». Βαθύτατα θρήσκος και ευσεβής, παρακαλεί να σταματήσει αυτή η υπερβολή.

Τη στιγμή των πανηγυρισμών, τη στιγμή, όταν οποιοσδήποτε άλλος θα εκμεταλλευόταν το μομέντουμ και θα απολάμβανε την αγιοποίηση. Εκείνος όχι. Μετά το πούρο του θριάμβου, ενημερώνει τους δημοσιογράφους ότι ήρθε η ώρα να τα πάρει όλα και σε συλλογικό επίπεδο.

Η τελευταία σεζόν στη Μαδρίτη περνάει πολύ γρήγορα, το βάρος ανέκαθεν στην ισπανική πρωτεύουσα έπεφτε στο ποδόσφαιρο και στους τότε μεσουρανούντες «galacticos».

Ο Μποντιρόγκα, στα 25 του χρόνια, είναι ο πιο περιζήτητος παίκτης στην Ευρώπη, ο παίκτης που αυτομάτως ανεβάζει επίπεδο οποιαδήποτε high class ομάδα, πολλώ δε μια ομάδα που τότε απογειωνόταν για να κατακτήσει τα πάντα.

Η ομάδα ήταν ο Παναθηναϊκός, ο οποίος -χάρη στην τρέλα τού Παύλου Γιαννακόπουλου– εγκαθίδρυσε τη δική του αυτοκρατορία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αρχής γενομένης από εκείνο το καλοκαίρι, οπότε ο Παύλος αποφάσισε να φέρει τον Ντέγιαν στην Αθήνα.

Αλβέρτης, Οικονόμου, Ράτζα, Κοχ, Πατ Μπερκ, ο παλιόφιλος Νάντο από το Μιλάνο και κόουτς ένας “δικός μας” Σλοβένος, ο Σλόμπονταν Σούμποτιτς.

Ο Μποντιρόγκα καλείται να καλύψει το τεράστιο κενό τού θρύλου τού ΝΒΑ, Μπάιρον Σκοτ.

Δεν το κάλυψε απλώς, αλλά ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος, πάνω στον οποίο χτίστηκε το οικοδόμημα της πιο επιτυχημένης ομάδας του ελληνικού αθλητισμού.

Το πρωτάθλημα του 1999 για τον κόσμο του Παναθηναϊκού, εκείνο μέσα στο ΣΕΦ είναι ο “καθαγιασμός”, ο σπόρος του dna νικητή που φυτεύτηκε σ’ αυτή την ομάδα και της επέτρεψε να κατακτήσει την Ευρώπη και να ξυπνήσει μνήμες Ίνις Βαρέζε και Ρεάλ αλλοτινών δεκαετιών. Εκείνο το βράδυ στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, ο Ολυμπιακός βυθίστηκε στην εσωστρέφεια, “τελείωσε” το project Ίβκοβιτς και ο πρωταίτιος ήταν ο Ντέγιαν.

Είναι απίστευτο πώς έγινε “ένα” αμέσως με τον Παναθηναϊκό, πόσο ταίριαξε η χημεία τού συλλόγου με το προφίλ και τον χαρακτήρα του, πόσο καθοριστικός υπήρξε, για να ακολουθήσει επίσης ένας μαέστρος ορχήστρας (ο Διαμαντίδης) και να αντιμετωπιστεί ως τέτοιος.

Όταν το καλοκαίρι του 1999, ο Γιαννακόπουλος πείθει τον Ομπράντοβιτς να αφήσει το Τρεβίζο και να έρθει να προπονήσει τον Παναθηναϊκό, σύσσωμος ο μπασκετικός κόσμος είναι βέβαιος ότι το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον.

Ο «Ζοτς» φέρνει μαζί του και τον Ρέμπρατσα, ο Παύλος κλείνει με συνοπτικές διαδικασίες και τον Οντέτ Κάτας και… εγένετο Πρωταθλητής Ευρώπης.

Ο Μποντιρόγκα “καθαρίζει” την Εφές Πίλσεν στον ημιτελικό και στον Τελικό με τη Μακάμπι κάνει το τέλειο αλτρουιστικό παιχνίδι, επιτρέποντας σε Κάτας και Ρέμπρατσα να αποβούν καθοριστικοί.

Ο Παναθηναϊκός είναι στην κορυφή της Ευρώπης για τη νέα χιλιετία, ο κύκλος Ομπράντοβιτς ξεκινά με τον καλύτερο τρόπο, πλέον δεν υπάρχει μόνο το Πρωταθλητριών «με το αντικανονικό κόψιμο του Στόγιαν», αλλά και εκείνο της Πυλαίας. Και δεν είναι το τελευταίο.

Η πραγματική εποποιία του Παναθηναϊκού της εποχής Μποντιρόγκα είναι το τρίτο ευρωπαϊκό, εκείνο στη Μπολόνια.

Έχει προηγηθεί ο ξεχασμένος χαμένος Τελικός της Σουπρολίγκ την προηγούμενη σεζόν (FIBA και Euroleague είχαν “σπάσει” στα δύο τη διοργάνωση, υποβαθμίζοντας σε απίστευτο βαθμό τον θεσμό) με τον Ντέγιαν να πετυχαίνει τους 27 από τους 67 της ομάδας και ένα ακόμη πρωτάθλημα με το άνετο 79-63 στον πέμπτο Τελικό εναντίον του Ολυμπιακού. Και το τρίτο χρυσό στην Τουρκία, σε ένα Ευρωμπάσκετ που το κατέκτησαν οι Γιουγκοσλάβοι σχεδόν στο “σβηστό”.

Η Μπολόνια είναι κύκνειο άσμα και νέκταρ μαζίαπό τη μία, είναι το απόλυτο φινάλε για μια σχέση παθολογικής αγάπης μεταξύ Μποντιρόγκα και κόσμουαπό την άλλη, είναι το τέλος της σχέσης του με τον Παναθηναϊκό και την Αθήνα.

Ακόμη και σήμερα, το τρόπαιο του Palamalaguti, εναντίον της στρατοσφαιρικής Kinder του Έτορε Μεσίνα, με τους ΝΒΑers και τον καταπληκτικό Μανού Τζινόμπιλι, παραμένει το πιο γλυκό, το πιο “αντρίκιο”, το μεγαλύτερο θαύμα του μπασκετικού Παναθηναϊκού. Και είχε την υπογραφή (και) του Ντέγιαν Μποντιρόγκα.

Εκείνο το καλοκαίρι του 2002, με τον ίδιο να πανηγυρίζει σαν μικρό παιδί, πρώτα στη Μπολόνια και μετά στην Ινδιανάπολη, είναι το καλύτερο της ζωής του. Σε εκείνο το Μουντομπάσκετ, η Γιουγκοσλαβία είναι η απόλυτη ομάδα, ο Ντέγιαν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης μιας παρέας με «Πέτζα», Βούγιανιτς και τον Βλάντε Ντίβατς στον τελευταίο χορό. Το 81-78 εναντίον των Η.Π.Α., στον προημιτελικό του Conseco Fieldhouse, είναι το μεγαλύτερο παράσημο της καριέρας του.

Το 84-77 στον Τελικό με τους Αργεντινούς, μετά από ένα συγκλονιστικό ματς που πήγε στην παράταση, είναι και το κλείσιμο του κύκλου για μια Εθνική ομάδα που, από το 1995 που της επετράπη να συμμετέχει στις διοργανώσεις, κατέκτησε τα πάντα.

Ο «Ντέκι» ήταν μέλος αυτής της ομάδας. Κατά διαβολικό τρόπο, είναι πάντα μέλος της ομάδας που φτάνει στο peak. Από τα χρόνια, όταν πήρε από το χέρι τη Stefanel και την έβαλε στον ευρωπαϊκό χάρτη, μέχρι τον Παναθηναϊκό των τριών Ευρωπαϊκών Τελικών σε ισάριθμα χρόνια και αποκορύφωμα το “έπος της Μπολόνια”.

Μετά τα μεθεόρτια και την πιο φανταστική σεζόν ολόκληρης της καριέρας του, η καρδιά έλεγε Παναθηναϊκός, η λογική Βαρκελώνη.

Ο Μποντιρόγκα ανέκαθεν προέτασσε τη λογική, είναι ίσως ο πιο “τετράγωνος” άνθρωπος που έχει παράξει το μπάσκετ, όσο νουνεχής ήταν εντός παρκέ, είναι και εκτός. Αλλάζει φανέλα, αναζητά την επόμενη πρόκληση, το -ακατόρθωτο για τότε- “Άγιο Δισκοπότηρο” για τους blaugrana, ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών στο μπάσκετ. Το κατάφερε και αυτό.

Από την πρώτη χρονιά, με το επιβλητικό impact και την απίθανη επιρροή στο dna οποιασδήποτε ομάδας είχε την τύχη να τον διαθέτει στις τάξεις της.

Στη Μπάρσα, θα συνθέσει ένα τρομακτικό δίδυμο με τον Σαρούνας Γιατσικέβιτσιους, θα βρει τον Γκρεγκόρ Φούτσκα, τον «bomba» Ναβάρο.

Θα βρει, όμως, και τον Παναθηναϊκό.

Στη «στρούγκα», στο Σπόρτιγκ των Πατησίων, με 800 ψυχές να επαναλαμβάνουν -με τις φλέβες να πετάγονται- «φερ’τον Ντέγιαν πίσω, Γιαννακόπουλε». Μόνον όποιος το έζησε, καταλαβαίνει τι πέρασε εκείνο το βράδυ ο Μποντιρόγκα.

Δεν έχει σημασία ότι τιμήθηκε, χειροκροτήθηκε, αποθεώθηκε από όλη την οικογένεια του Παναθηναϊκού. Εκείνο το βράδυ, στο κλειστό του Σπόρτιγκ, όλα ήταν το βλέμμα του, εκείνο το ντροπαλό χαμήλωμα του κεφαλιού του, όταν ο κόσμος έβγαζε τα σώψυχά του και εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του.

Σε ένα μικρό, ζεστό, παλαιολιθικό κλειστό, με μια ατμόσφαιρα που τον γύρισε πίσω στα εφηβικά του χρόνια στη Γιουγκοσλαβία, στο σκούρο παρκέ της Sala Chiarbola στην Τεργέστη.

Ήταν η πρώτη φορά, οπότε έσπασε. η μία και μοναδική, όταν η ηθική ικανοποίηση και το συναίσθημα επικράτησε της λογικής. οι στιγμές, για τις οποίες αξίζει να πετύχει κανείς στη ζωή του, απλούστατα διότι δεν αγοράζονται, μήτε αποκτώνται. Κατακτώνται με κόπο και ταλέντο, με ήθος και χαρακτήρα.

Η Μπαρσελόνα κέρδισε, δεν ενοχλήθηκε κανείς. Όλοι κατάλαβαν, εκείνο το βράδυ, ότι ο Μποντιρόγκα θα πάρει (και) εκείνη την Ευρωλίγκα. Το πήρε, όμως, σχεδόν μόνος του. Εκείνο το 76-65 εναντίον της Μπενετόν, με τους 20 πόντους και τα 8 ριμπάουντς, είναι «ο τελικός του Μποντιρόγκα».

Ο Σάρας είχε μόνο 8, ο Ναβάρο 5. Ο Ντέγιαν ήταν το αποκούμπι τού Πέσιτς, ο οποίος έμελλε να γραφτεί στην ιστορία ως ο άνθρωπος που ξόρκισε την κατάρα του Αΐτο στο Palau Sant Jordi.

Λίγους μήνες πριν τα 30 του, ο Μποντιρόγκα είναι ο κορυφαίος μπασκετμπολίστας στην Ευρώπηευτυχισμένος και σε προσωπικό επίπεδο, αφού 13 Ιουλίου επισημοποιεί τη σχέση του με την αγαπημένη του Ιβάνα Μέντιτς και έναν χρόνο αργότερα (23 Ιουλίου 2004) υποδέχεται το παιδί του, τον Νίκολα.

Η Βαρκελώνη τού ταιριάζει, αλλά δεν είναι “η πόλη του”. Οι τίτλοι βέβαια είναι στην ημερήσια διάταξη, αφού κερδίζει ακόμη δύο Πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο, το καθιερωμένο βραβείο mvp και ασφαλώς την Ευρωλίγκα.

Δεν θα μπορούσε να κλείσει την καριέρα του πουθενά αλλού, εκτός από τη Ρώμη. Ο “αιώνιος παίκτης”, στην “αιώνια πόλη”. Του ταιριάζει απόλυτα η Ιταλία, στον χαρακτήρα, το παρουσιαστικό, την ευγένεια, τη συμπεριφορά.

Δεν ξεχνά, άλλωστε, ότι είναι η χώρα που τον υποδέχτηκε με την αγκαλιά της ανοιχτή για έναν πρόσφυγα. Γιατί πρόσφυγας ήταν στα 17 του χρόνια, δεν είχε πού να στραφεί και δεν ήθελε να απαρνηθεί την ταυτότητά του, όταν τον αγκάλιασε η Τεργέστη και τον εμπιστεύτηκαν ο Μπέπι και ο «Μπόσα».

Στη Ρώμη, παρά τα πατημένα 32 και την εξέλιξη του μπάσκετ σε αθλητικό επίπεδο, ο «Ντέκι» έδρεψε τους καρπούς της φήμης και του ονόματός του.

Αγαπήθηκε σαν τον Ντέγιαν του Παναθηναϊκού και της Μπαρσελόνα, ο σεβασμός ήταν απίστευτος ακόμη και στις κακές βραδιές. Έμεινε σαν general manager μέχρι το 2009. Το -επί 30 λεπτά- χειροκρότημα των Ρωμαίων, στο τελευταίο του παιχνίδι, τον έκανε να δακρύσει.

Μαζί του δακρύσαμε κι εμείς, δάκρυσε ολόκληρο το ευρωπαϊκό μπάσκετ που έχανε έναν από τους κορυφαίους ολόκληρης της ιστορίας του.

Ήταν 8 Ιουνίου του 2007, ο Ντέγιαν ήταν μόλις 34, αλλά ήθελε να φύγει νωρίς. Ίσως να είναι και ίδιον του χαρακτήρα του να αποχωρεί, προτού γίνει βάρος, είτε οικονομικό (όπως στην περίπτωση του Παναθηναϊκού) είτε για την ομάδα (όπως στην περίπτωση της Μπάρσα).

Η απουσία του είναι το ίδιο έντονη με την παρουσία του στα παρκέ, το απαράμιλλο στυλ του, η υψηλότατη τεχνική του στα όρια της καλλιτεχνίας, πάνω απ’ όλα ο χαρακτήρας του, η ποιότητά του ως άνθρωπος και η έμφυτη ευγένεια, αυτό το class που αποπνέει και η εμφάνιση και η αύρα του, δεν έχει επανεμφανιστεί στο χώρο. Δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί, γιατί Ντέγιαν Μποντιρόγκα είναι μόνον ένας.

Δηλώνει οπαδός του Παναθηναϊκού και της Παρτιζάν, είναι εκ των ιδρυτών του Group 7 (Group Seven Children’s Foundation), ενός ιδρύματος που βοηθάει τα μικρά παιδιά στη Γιουγκοσλαβία, και πια φροντίζει το camp του στο Trebinje.

Απολαμβάνει την οικογενειακή ευτυχία με την Ιβάνα και τον Νίκολα και αποτελεί το σύμβολο της τελειότητας ακόμη και πολλά χρόνια μετά το πέρας της καριέρας του.

Πλησιάζει τα 50 και είναι από τους ελάχιστους ανθρώπους που, κλείνοντας τα μάτια για να κάνει την ευχή, πριν φυσήξει το κερί, έχει κατακτήσει το δικαίωμα να πει «ευχαριστώ» και να μη ζητήσει τίποτα.

Γιατί είναι ο Ντέγιαν Μποντίρογκα.

Pin It on Pinterest

Shares
Share This