Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Ο Μίλαν Τόμιτς ήταν ο προκάτοχος του Βασίλη Σπανούλη στον πάγκο του Περιστερίου. Τον συνάντησα τον περασμένο Μάιο, λίγες μέρες πριν το Βελιγράδι, για μία συνέντευξη-ρετρό (με θέματα τα προηγούμενα φάιναλ-φορ του Ολυμπιακού), που δημοσιεύτηκε στο Documento. Λίγο πριν πατήσω το «ΟN» της ηχογράφησης, του έπιασα κουβέντα για το Περιστέρι.

«Έχουμε ένα σωρό καλούς νέους παίκτες και φέρνουμε λεγεωνάριους Αμερικανούς», μου έλεγε. «Δεν τα καταλαβαίνω, αυτά τα πράγματα. Ο καλύτερος ψηλός μου ξέρεις ποιος είναι; Ένα παιδί 17 χρονών, ο Ζούγρης. Γιατί να μη παίζει αυτός και να παίζουν οι ξένοι; Για να βγούμε πέμπτοι αντί για έκτοι; Τι νόημα έχει; Πες μου εσύ…».

Αυτά τα έλεγε, επισημαίνω, ο Σέρβος. Που δεν έχει κανέναν λόγο να σκέφτεται το αύριο του ελληνικού μπάσκετ. Σύμφωνοι, ο Τόμιτς είναι Σερβοέλληνας, σε ποσοστό περίπου πενήντα-πενήντα. Η ουσία δεν αλλάζει. Σε όλες ανεξαιρέτως τις ομάδες της Basket League, που πλην μίας έχουν όλες Έλληνες προπονητές, το αποτέλεσμα παραμένει προτεραιότητα έναντι της καλλιέργειας των φυτωρίων.

Ακόμα δυστυχέστερα, η μοναδική ομάδα που πορεύεται με ξένο προπονητή έχει μαζέψει το αφαν-γκατέ της νέας γενιάς, από 17χρονους μέχρι 22χρονους. Αλλά για τον Παναθηναϊκό και τις ασυναρτησίες του θα συζητήσουμε σε άλλο σημείωμα.

Ο Βαγγέλης Ζούγρης, γεννημένος μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας (!) και μέχρι προ τινος ποδοσφαιριστής, ήταν βασικό στέλεχος της Εθνικής Εφήβων στο Ευρωμπάσκετ Κ18 του 2022, με μέσο όρο 10 πόντους και 7 ριμπάουντ σε 24 λεπτά συμμετοχής. Δίπλα του είχε έναν άλλον Περιστεριώτη, τον γκαρντ Μπιλάλη. Η ελληνική ομάδα τερμάτισε στη 12η θέση, αλλά σίγουρα θα πήγαινε καλύτερα αν δεν έχανε στο ξεκίνημα της διοργάνωσης τον Αλέξανδρο Σαμοντούροφ.

Ο Ζούγρης πέτυχε 9 πόντους σε 11 λεπτά απέναντι στον θεόρατο Φαλ. «Είναι συγκλονιστικό να σου λέει ο Βασίλης Σπανούλης “μπες μέσα”, εγώ θα πεθάνω για αυτόν», είπε μετά: «Ξέρω ότι δεν βρίσκομαι στο μηδέν, αλλά κάτω από το μηδέν». Ο συνομήλικός του Γιάννης Φύτρος, ξεκίνησε βασικός απέναντι στον Ολυμπιακό και έπαιξε 10 λεπτά απέναντι στον Ουόκαπ και τον Κάνααν. Ο γιος του Τζαννή Σταυρακόπουλου, Σωτήρης, γεννημένος και αυτός το 2004, μπαίνει πότε πότε στη δωδεκάδα (όπως προχθές) και περιμένει τη σειρά του.

Στο επίσημο ρόστερ του Περιστερίου, όπως το βλέπω στην ιστοσελίδα του ΕΣΑΚΕ, έχουν δηλωθεί άλλα έξι παλικαράκια από τις Ακαδημίες γεννημένα μεταξύ 2003-7, δέκα αν συμπεριλάβουμε τους τέσσερις που προαναφέρθηκαν. Ελπίζω να δω και το δικό μου ανιψάκι μία μέρα στη λίστα! Δύο άλλοι, Μαραγκουδάκης και Χαβουτσάς, ήταν στην Εθνική Κ16 που παραλίγο να κερδίσει ευρωπαϊκό μετάλλιο το καλοκαίρι στα Σκόπια, με προπονητή τον φίλο μου τον Βαγγέλη Ζιάγκο.

Τι λέτε, δεν θα μπορούσε να μετέχει σύσσωμη π.χ. στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής εκτός συναγωνισμού, ως «Περιστέρι Β’», αυτή η δωδεκάδα των ελπίδων, μαζί με τις αντίστοιχες άλλων ομάδων (όπως ο Προμηθέας), που δίνουν έμφαση στις μικρές ηλικίες; Ή παραείναι ρηξικέλευθες αυτές οι ιδέες για το Ελλάντα;

Για περισσότερους από έναν λόγους, η άφιξη του Βασίλη Σπανούλη στο Περιστέρι ήταν το καλύτερο πράγμα που μπορούσε να τύχει στο ελληνικό μπάσκετ. Δεν προσπαθώ να πω ότι ο «Σπαν» θα έχει ως κύριο γνώμονα την ανάδειξη Ελλήνων παικτών, όχι. Στην πραγματικότητα, ισχύει το ακριβώς αντίθετο: ο φιλόδοξος Σπανούλης ονειρεύεται την κατάκτηση του πρωταθλήματος της Α1 ή του Κυπέλλου, όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον, αλλά εδώ και τώρα.

Και φυσικά θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να πετύχει τον στόχο του. Οι παρ’ ολίγον νίκες επί του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού τον κάνουν να ελπίζει ότι η απόσταση δεν είναι δα τόσο μεγάλη όσο φαίνεται στο γυμνό μάτι. Αλλά ο Σπανούλης δεν είναι χτεσινός. Μέχρι προχθές, ίδρωνε τη φανέλα, το σορτσάκι και τις κάλτσες. Γνωρίζει ότι ο ισχυρός ελληνικός πυρήνας είναι εχέγγυο πάθους, αυταπάρνησης και καλής χημείας.

Ο Δημήτρης Αγραβάνης είναι εν ενεργεία διεθνής με μ.ο. 19 λεπτά συμμετοχής στο πρόσφατο Ευρωμπάσκετ. Ο Λεωνίδας Κασελάκης ήταν ο πρώτος επιλαχών, μαζί με τον Μποχωρίδη. Ο Περσίδης και ο Πουλιανίτης δεν αξίζουν το ταμείο ανεργίας στα 27-28 τους. Το μεγάλο στοίχημα του Σπανούλη, όμως, είναι ο Δημήτρης Μωραΐτης, πενταδάτος –αν το ξεχάσατε- στην Εθνική Ανδρών στους κομβικής σημασίας αγώνες με την Τουρκία τον Φεβρουάριο του 2022.

Ο Μωραΐτης δεν χώρεσε στη 12άδα του Δημήτρη Ιτούδη τον Σεπτέμβριο, αλλά ο Σπανούλης βλέπει σε αυτόν κάτι από …Σπανούλη και έχει βαλθεί να τον στείλει στο Μουντομπάσκετ. Γι’ αυτό και του φωνάζει συνεχώς, γι’ αυτό και τον «απογειώνει» με το παραμικρό λάθος. Προσέξτε τη στατιστική του στον προχθεσινό αγώνα με τον Ολυμπιακό: 13 πόντοι, 6 ασίστ, 5 ριμπάουντ, 1 κλέψιμο, 1 λάθος, σε 20:42 συμμετοχής, απέναντι σε μία από τις πιο στριφνές άμυνες της Ευρώπης.

Τον Δημήτρη Μωραΐτη, ο Σπανούλης τον θέλει αξιόπιστο και υπεύθυνο. Να σηκώνει το βάρος της ομάδας στους ώμους του και όχι να το πασάρει στους Αμερικανούς, όπως έκανε παλιά ο πατέρας του εξοργίζοντας τον Ιωαννίδη. Δεν είναι δα πιτσιρίκι για να τον θεωρούμε ακόμη «ταλέντο». Σε λίγες μέρες, κλείνει τα 24 του. Η ΑΕΚ τον είχε δικό της έξι χρόνια (2015-21) και δεν ήξερε τι να τον κάνει.

Νίκη του Περιστερίου επί του Ολυμπιακού θα ήταν ένα καλό μαντάτο για το ελληνικό μπάσκετ, αφού θα ήταν προϊόν της ολοφάνερης βελτίωσης της ομάδας των δυτικών προαστίων. Ήττα του Παναθηναϊκού στο Λαύριο θα ήταν λιγότερο καλό νέο για το ελληνικό μπάσκετ, αφού θα ήταν περισσότερο ήττα του Παναθηναϊκού, παρά νίκη του Λαυρίου. Καταλαβαίνετε, ελπίζω, τι θέλω να πω: αν είναι να κλείσει η ψαλίδα, πρέπει να κλείσει με άνοδο των μικρομεσαίων και όχι με κατάρρευση των μεγάλων.

Νίκησαν τελικά και οι δύο «αιώνιοι», αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού η εξέλιξη των αναμετρήσεων με τα buzzer-beater των Ουόκαπ και Λι έστρεψε βλέμματα για τους σωστούς λόγους στο ναυαγισμένο μας πρωτάθλημα, των ύποπτων αγώνων και των περίεργων χάντικαπ. Εύχομαι την επόμενη φορά να πετύχουν τα νικητήρια καλάθια ο Ζούγρης και ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης, ο Πλώτας, ο Κολοβέρος, ο Τανούλης, ο Μαντζούκας και ο Αβδάλας, ο Μωραΐτης και ο Λούντζης και ο Φλιώνης, βρε αδερφέ. Τώρα που πλησιάζουμε στο απόλυτο μηδέν, δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάνουμε ούτε ένα ταλέντο: ούτε Τολιόπουλο (26) ούτε Λιοτόπουλο (16). Πόσων χρονών είπαμε ότι είναι ο Νίκος Ρογκαβόπουλος;

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This