Του Νίκου Παπαδογιάννη
H θητεία του Δημήτρη Ιτούδη στην Εθνική ομάδα φαίνεται ότι βαδίζει προς το τέλος της, αν και υποψιάζομαι ότι οι άνθρωποι της Ομοσπονδίας βιάζονται υπερβολικά να χαρακτηρίσουν το διαζύγιο «βελούδινο» και την αναίμακτη αποδέσμευση του προπονητή δεδομένη. Εδώ πιστεύω ότι κολλάει η θρυλική φράση που ξεστόμισε ο Μαρκ Τουέιν, όταν οι φήμες της εποχής (1897) τον ήθελαν να ταξιδεύει προς τον άλλο κόσμο: «Οι αναφορές περί του θανάτου μου ήταν μάλλον υπερβολικές».
Ο Ιτούδης έχει ενοχληθεί από τη ονοματολογία που ξεκίνησε προ μηνών και από τα σενάρια που διοχετεύτηκαν στον τύπο το χειμώνα από κέντρα και παράκεντρα, για να λάβουν σύντομα διαστάσεις καλπασμού. Γιατί λοιπόν να κάνει τα χατίρια της διοίκησης που φαίνεται ότι έψαχνε ενεργά τον διάδοχό του σχεδόν δύο χρόνια πριν τη λήξη του συμβολαίου του; Και γιατί να φορέσει τα βελούδα για να συναντήσει τον άνθρωπο που τον άφησε ακάλυπτο όταν ο προπονητής στοχοποιήθηκε από ισχυρούς τρίτους;
Όπως διαβάσατε τις τελευταίες μέρες, ούτε η νύφη θέλει πλέον να συνεχιστεί αυτός ο γάμος ούτε ο γαμπρός. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ιτούδης θα σκίσει το ισχυρό συμβόλαιό που έριξε στο τραπέζι του ο Βαγγέλης Λιόλιος πριν από 18 μήνες προκειμένου να κάμψει τις αντιρρήσεις της ΤΣΣΚΑ.
“Δεν κάνεις καθόλου λάθος”, μου απάντησε πριν από λίγο ο ίδιος ο Ιτούδης , όταν τον ρώτησα αν η υπόθεσή του εκκρεμεί και του είπα ότι εγώ δεν βλέπω πουθενά βελούδο. “Πρέπει να σκεφτώ διάφορα θέματα και θα επανέλθω”, πρόσθεσε σιβυλλικά.
Εάν η ΕΟΚ θέλει οπωσδήποτε να τον ξεφορτωθεί, θα πρέπει να τον πληρώσει. Μολονότι ο Ιτούδης έχει τον ίδιο μάνατζερ που λύνει και δένει την τελευταία τριετία στην αυλή της Ομοσπονδίας, δεν θα είναι τόσο εύκολο θύμα όσο ο Θανάσης Σκουρτόπουλος, που διεκδικεί αβοήθητος την αποζημίωσή του στα δικαστήρια…
Είτε χρειαστούν δικηγόροι είτε όχι, το πολύκροτο διαζύγιο θα εκδοθεί και ο Λιόλιος θα είναι ελεύθερος να βρει τον προπονητή της αρεσκείας του, μέχρι να τον απολύσει και αυτόν. To σενάριο της πρόσληψης του Βασίλη Σπανούλη σε ρόλο γενικού δερβέναγα των Εθνικών ομάδων ακούγεται ωραίο, μέχρι να ζυγιστεί το προπονητικό ανάστημα του ακόμη πρωτόπειρου Σπανούλη σε σύγκριση με το αντίστοιχο του δις ευρωπρωταθλητή Ιτούδη.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ερωτηθεί και ένα πρόσωπο που παίζει μάλλον σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις: ο ίδιος ο Σπανούλης. Το «θα δούμε» δεν σημαίνει «ναι», ιδίως αν πρέπει ο Μπίλαρος να απαρνηθεί το Περιστέρι και τα σχετικά με την Ευρωλίγκα όνειρά του. Όποιος πιστεύει ότι οι φιλοδοξίες του Σπανούλη καλύπτονται από ένα τουρνουά Εθνικών ομάδων κάθε καλοκαίρι (και μάλιστα με την «επίσημη αγαπημένη» σε σταυροδρόμι ολικής αναδόμησης) και από έναν ρόλο κομισάριου του ελληνικού μπάσκετ, μάλλον δεν έχει γνωρίσει ποτέ τον Βασίλη Σπανούλη.
Παρτ-τάιμ, ναι, μπορεί. Ειδάλλως, αυτό το παπούτσι δεν ταιριάζει καθόλου στα πόδια του. Το ίδιο ισχύει για τον Γιάννη Σφαιρόπουλο και για οποιονδήποτε άλλο προπονητή τρέφει βάσιμες βλέψεις ευρωπαϊκής καριέρας για τα επόμενα χρόνια και που για κάποιον λόγο δέχεται να συνομιλήσει με τον Λιόλιο έπειτα από αυτές τις παλινωδίες. Υπερπροπονητής Εθνικών ομάδων πλήρους απασχόλησης εν έτει 2023 θα μπορούσε να είναι κάποιος σαν τον Παναγιώτη Γιαννάκη ή τον Αργύρη Πεδουλάκη. Ας πούμε και σαν τον Φώτη Κατσικάρη ή τον Δημήτρη Πρίφτη, για να μη κατηγορηθώ ως γεροντοκράτης.
Σημειώνω ότι ο 62χρονος Σέρτζιο Σκαριόλο, που κατέχει το αντίστοιχο πόστο στην Ισπανία την τελευταία οκταετία, εργάζεται παράλληλα σε ομάδα της Euroleague (Βίρτους), ενώ εντός των τειχών πλαισιώνεται από στρατιά σπουδαίων Ισπανών τεχνικών σε όλο το ηλικιακό φάσμα. Ο ίδιος είναι ξενομπάτης, αλλά με πολυετή υπηρεσία σε συλλόγους της χώρας.
Τι αφήνει πίσω της η διετία Ιτούδη; Ασφαλώς όχι όσα προσδοκούσαμε όταν μάθαμε ότι ένας Έλληνας προπονητής πανευρωπαϊκού επιπέδου αναλαμβάνει την Εθνική ομάδα. Τα αποτελέσματα ήταν ίδια ή χειρότερα με τα αντίστοιχα των προκατόχων του: 5η θέση στο Ευρωμπάσκετ 2022 με σύνθεση πλήρη (αν και προβληματική λόγω τραυματισμών), 15η στο Μουντομπάσκετ 2023 με ομάδα αποδεκατισμένη.
Ο εκφυλισμός των τελευταίων μηνών, με τις αρνήσεις βασικότατων παικτών, δεν μπορεί να αποδοθεί στην παρουσία του Ιτούδη, ούτε όμως μοιάζει εντελώς άσχετη με το πρόσωπο του προπονητή. Το ίδιο ισχύει για την περίεργη στάση του Γιάννη Αντετοκούνμπο, αφού στο κοκτέιλ της δυσανεξίας υπάρχει σε περίοπτη θέση η γνωστή δήλωση Ιτούδη για «τα έξι άτομα που στέλνει το Μιλγουόκι» και τις απαιτήσεις «των αφεντικών των Μπακς».
Ο Ιτούδης θεωρείται καλός διπλωμάτης, αλλά δεν πρόκειται να μασήσει τα λόγια του. Απλώς, θα κρύψει ανάμεσα στις λέξεις πολλά από αυτά που θέλει να πει. Αλλά αυτό το καμουφλάζ δεν είναι πάντοτε αποτελεσματικό. Όποιος θέλει να ακούσει, ακούει.
Ο ίδιος φαίνεται ότι κουράστηκε από την τοξικότητα που διαρκώς αντιμετωπίζει, ίσως και να μουτζώνεται καθ’ εκάστην που δέχθηκε το πόστο του Ομοσπονδιακού και τέλος πάντων δεν έχει κάτι να κερδίσει εάν συνεχίσει στην ομάδα, ιδίως σε περιβάλλον που τον εξωθεί στην παραίτηση. To στιλ του δεν είναι αγαπησιάρικο όπως του Τζανμάρκο Ποτζέκο και η αίσθηση ότι «οι παίκτες παίζουν για τον προπονητή» δεν υπήρξε ποτέ στη δική του Εθνική. Ίσως να μην είναι καμωμένος για Εθνική ομάδα.
Βεβαίως, ο κάπως παγερός χαρακτήρας του Ιτούδη ήταν γνωστός εξαρχής. Ουδείς δικαιούται να τον χρησιμοποιεί ως επιχείρημα αποσυσπείρωσης. Και τέλος πάντων, από πότε έχουμε να δούμε Εθνική όπου ο προπονητής ήταν «ένας από την παρέα»; Ίσως από τα χρόνια του Παναγιώτη Γιαννάκη, με αστερίσκο και αυτό. Σίγουρα όχι τον καιρό που ο Γιαννάκης εργαζόταν παράλληλα στον Ολυμπιακό.
Αγωνιστικά, η πορεία της ομάδας στο Μουντομπάσκετ 2023 ήταν αξιοπρεπής και μάλλον καλύτερη του αναμενομένου, όπως και η εξωαγωνιστική εικόνα της στη Μανίλα. Ουδείς είχε δικαίωμα να ζητήσει διάκριση από αυτή την ενδεκάδα και ουδείς δικαιούται να ζητάει εξηγήσεις για τη 15η θέση. Η εικόνα του κρίσιμου αγώνα με τη Λιθουανία, μάλιστα, αφήνει να εννοηθεί ότι η Εθνική απείχε 1-2 έμπειρους παίκτες από την πρόκριση στην οχτάδα του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Και όχι απαραίτητα παίκτες επιπέδου Γιάννη.
Ωστόσο, το δείγμα γραφής του 2022 δεν μπορεί να θεωρηθεί γαλόνι στη στολή του προπονητή, παρά το τελικό 6-1 και την τιμητική 5η θέση στο Ευρωμπάσκετ. Ο αντίπαλος στον προημιτελικό του Βερολίνου μπορεί να ήταν ανώτερος και γηπεδούχος, αλλά η Εθνική προσπάθησε να τον αντιμετωπίσει με λανθασμένη και ουτοπική συνταγή, μπάσκετ στο μπάσκετ, τρέχουμε δίπλα τους και όπου μας βγάλει.
Το αποτέλεσμα ήταν οικτρό: η Γερμανία πέτυχε 28 πόντους στο πρώτο πεντάλεπτο απέναντι στην ανύπαρκτη ελληνική άμυνα και τελικά στραπατσάρισε την Εθνική μας, χωρίς να πτοηθεί από την αντεπίθεση που μας έφερε στο +4 στην ανάπαυλα (61-57). «Η ομάδα που ξέχασε να σκέφτεται», έγραφα εκείνες τις μέρες σε αυτήν εδώ τη στήλη.
Βλέπετε και σήμερα τι μέγεθος ήταν η Γερμανία που -σχεδόν απαράλλαχτη- μας νίκησε πέρυσι τέτοιες μέρες στο Βερολίνο. Με τι θράσος πήγαμε να την αντιμετωπίσουμε χωρίς σχέδιο ανταρτοπολέμου; Τόσο πολύ μας αποπροσανατόλισε η παρουσία του Γιάννη Αντετοκούνμπο; Τι νομίζαμε, ότι μπορούσαμε να βάλουμε και εμείς 113 πόντους;
Εκείνο το ματς ήταν, νομίζω, η πραγματική μουντζούρα στη θητεία του Ιτούδη, μολονότι ήταν το δυσκολότερο από όλα όσα έπαιξε η Εθνική στη διετία του. Μια διετία που ξεκίνησε με πολύ θόρυβο και θούριους, αλλά φοβάμαι ότι θα ξεχαστεί γρήγορα.
Πηγή: Gazzetta