Του Νίκου Παπαδογιάννη
Μου λείπει ο Διαμαντίδης. Πολύ. Όχι ο Διαμαντίδης του Παναθηναϊκού. Ποτέ δεν μου λείπει, κανένας, του Παναθηναϊκού ή του Ολυμπιακού ή άλλου συλλόγου.
Μου λείπει ο Διαμαντίδης της Εθνικής ομάδας. Αυτός που πριν από 13 χρόνια, σαν σήμερα, άλλαξε τη ζωή της με ένα σουτ. Τη ζωή τη δική της και τη δική μας.
Ο Διαμαντίδης, που δεν πίστευε στον εαυτό του, αλλά ευτύχησε να πάρει τη μπάλα λουκούμι στα χέρια του (από τον Νίκο Ζήση) και σηκώθηκε για να το μπουμπουνίσει, χωρίς χρόνο για να σκεφτεί αν πίστευε στον εαυτό του.
Ο Διαμαντίδης, που ψηφίστηκε στην κορυφαία πεντάδα του Ευρωμπάσκετ 2005 μολονότι πέτυχε μόλις 25 πόντους, συνολικά, στα 6 τελευταία παιχνίδια του (και άλλους 13 στο εναρκτήριο).
Ο Διαμαντίδης, που στο πρώτο νοκ-άουτ είχε τριπλάσια κλεψίματα από πόντους (6 έναντι 2) και στον τελικό διπλάσια (4 έναντι 2). Οι Διαμαντίδης, που έκλεψε 20 φορές τη μπάλα σε 7 αγώνες.
Ο Διαμαντίδης, που μετρούσε 2/12 τρίποντα και 8 συνεχόμενα άστοχα, πριν βάλει το καθοριστικό. Ο Διαμαντίδης, που την προηγούμενη μέρα του ημιτελικού είχε 0/9 σουτ ενάντια στη Ρωσία, αλλά διακρίθηκε όσο λίγοι.
Ο Διαμαντίδης, που τελείωσε το τουρνουά με 33 σουτ, 35 ασίστ και 36 ριμπάουντ. Ζυμώστε το λίγο στο μυαλό σας, το τελευταίο: 35 ασίστ, 36 ριμπάουντ και μόνο 33 σουτ. Και 22 βολές, για να συμπληρωθούν οι 38 πόντοι. Και 16 λάθη. Και 20 κλεψίματα.
Ο Διαμαντίδης του «εμείς» και όχι του «εγώ». Ο απόλυτος παίκτης ομάδας. Ίσως και υπέρ το δέον.
Ποιος άλλος θα μπορούσε να ψηφιστεί στην πεντάδα των αστέρων ενός Ευρωμπάσκετ με μέσο όρο 5,4 πόντων;
Αυτός μου λείπει. Ο Διαμαντίδης, που ενσάρκωσε τα διδάγματα της ελληνικής σχολής όσο ουδείς άλλος μετά την αποστρατεία του Παναγιώτη Γιαννάκη. Ο Διαμαντίδης της Ελλάδας.
Έχω γράψει αμέτρητες φορές, και λοιδορήθηκα για αυτό, ότι ο Διαμαντίδης έκανε ζημιά με την απόφασή του για αποχώρηση από την Εθνική ομάδα το 2010.
Ζημιά, όχι μόνο στην Εθνική ομάδα, αλλά και στον εαυτό του και ιδίως στην αθλητική κοινωνία.
Ο αγνός φίλαθλος, εκείνος που αποστρέφεται τον οπαδισμό και τη μισαλλοδοξία, έβρισκε (και βρίσκει) στην «επίσημη αγαπημένη» ένα πολύτιμο αποκούμπι και μία γνήσια μορφή αριστείας.
Ο Διαμαντίδης ήταν ο αριστότερος των αρίστων, όχι μόνο ως παίκτης, αλλά και ως προσωπικότητα. Ταπεινός, μετριόφρων, ομαδικός, λιγομίλητος, γήινος, σεμνός, όλα σε βαθμό κακουργήματος.
Κακουργήματος ενάντια στον εαυτό του και στην καριέρα του, αλλά αυτό (το «underachieving» ενός παιδιού που είχε τις δυνατότητες για να κατακτήσει τον κόσμο) είναι άλλη συζήτηση.
Το πρόβλημα ήταν ότι με εκείνη την απόφαση άνοιξε την πόρτα για να γίνει η συμμετοχή στην Εθνική «προαιρετική». Ο ίδιος μπορεί να το αποφάσισε με βαριά καρδιά, αλλά από άλλους το «όχι» ειπώθηκε-και θα ειπωθεί- ελαφρά τη καρδία.
«Αφού ολόκληρος Διαμαντίδης, γιατί όχι και εγώ;»
Εδώ που είναι Ελλαδάρα και ουχί παίξε γέλασε, επιτρέπονται τα πάντα στους πάντες. Ακόμα και η εκφορά του ονόματος του Διαμαντίδη επί ματαίω, ώστε να δικαιολογούνται συμπεριφορές αθλητών που δεν φτάνουν τον «3D» ούτε στην παρονυχίδα.
Ο Διαμαντίδης είχε κάθε δικαίωμα να αποχωρήσει και ταυτόχρονα δεν είχε κανένα δικαίωμα να το πράξει.
Όπως και οι λοιποί αθλητές αυτού του βεληνεκούς, ο Διαμαντίδης δεν ήταν ένας απλός «Μίμης από την Καστοριά», αλλά ένα από τα ιερά σύμβολα του ελληνικού μπάσκετ.
Ως τέτοιο, «όφειλε» να παραμείνει στις επάλξεις. Δεν εκπροσωπούσε μόνο τον εαυτό του, αλλά μία ολόκληρη σχολή.
Δεν απευθυνόταν στους τυφλούς οπαδούς, αλλά στον γνήσιο φίλαθλο, τον μοναδικό για τον οποίο αξίζει να γίνουν θυσίες. Μπορούσε να του μοιράσει χαμόγελα, σε δύσκολους καιρούς. Πόσα δημόσια πρόσωπα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία;
Ακόμα και σήμερα, οχτώ χρόνια μετά, κυκλοφορούν πονηροί που ισχυρίζονται ότι ο Διαμαντίδης αποχώρησε για λόγους που παραμένουν απόκρυφοι και έχουν να κάνουν με βυζαντινισμούς, έριδες και κλίκες.
Εικάζουν ότι τον απογοήτευσε το κλίμα στα πέριξ της ομάδας, ιδίως μετά από εκείνο το καταραμένο φιλικό του 2010, με τη Σερβία στο ΟΑΚΑ.
Θα είχα κάθε καλή (ή κακή) διάθεση να το πιστέψω, αλλά γνωρίζω καλά ότι η απόφαση είχε ληφθεί (και κοινοποιηθεί σε ορισμένους συμπαίκτες του) αρκετούς μήνες νωρίτερα. Αλλού, λοιπόν, τα υπονοούμενα και οι εικασίες.
Ο ίδιος ο Διαμαντίδης αποφεύγει τις δύσκολες συνεντεύξεις και ερωτήσεις, αλλά ουδέποτε έπαψε να επαναλαμβάνει όσα εξαρχής υποστήριζε.
Η απόφασή του είχε να κάνει μόνο με το κορμί του και με την καριέρα του. Αφού το λέει ο ίδιος και επιμένει, είμαστε υποχρεωμένοι να το πιστέψουμε.
Θα έχουμε πάντοτε το Βελιγράδι. Και τη Σαϊτάμα, βεβαίως, με τα δύο ασύλληπτα προσωπικά χαϊλάιτς: το τρίποντο μετά από σταυρωτή ντρίμπλα στον ΛεΜπρόν Τζέιμς και την τάπα στον αιφνιδιασμό του Κρις Πολ.
Και τη Μαδρίτη και το Πεκίνο και εκείνο τον αποχαιρετιστήριο ψυχοβγάλτη απέναντι στους Ισπανούς στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά τίποτε άλλο, έκτοτε.
Δεν είναι λίγα αυτά, καθόλου λίγα, αλλά ρε συ Δημήτρη θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα. Τα μετάλλια, οι (124) συμμετοχές, τα θαύματα, τα χαμόγελα, οι αναμνήσεις.
Όχι για εμάς ή για την Εθνική, αλλά για εσένα. Θα ήσουν, σήμερα, ο Ευρωπαίος Τζινόμπιλι. Και θα σε ευγνωμονούσε όλη η Ελλάδα, αντί να βάζει πράσινους, κόκκινους ή μπλε αστερίσκους.
Πηγή: Gazzetta