Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

Ο Αντώνης Φώτσης πρωτόπαιξε στην Εθνική Ανδρών στις 1 Δεκεμβρίου 1999, στο μετέπειτα κλειστό «Γιώργος Βασιλακόπουλος» του Πύργου, με αντίπαλο τη Λευκορωσία για τα προκριματικά του Ευρωμπάσκετ 2001.

Με προπονητή τον Κώστα Πετρόπουλο και συμπαίκτες τους Λιαδέλλη, Τσακαλίδη, Παπανικολάου, Σιούτη, Σιγάλα, Ντικούδη, Οικονόμου, Καλαϊτζή, Κακιούζη.

Ο ψηλόλιγνος φόργουορντ ήταν τότε 18 χρονών και 8 μηνών. Στο ντεμπούτο του πέτυχε 7 πόντους.

Πότε ήταν η τελευταία φορά που μπορούσαμε να ρίξουμε 18χρονο κατ’ ευθείαν στα βαθιά της Εθνικής Ανδρών; Όχι πρόσφατα, πάντως.

Ο Ρογκαβόπουλος, που έπαιξε φέτος στη Βικτόρια, είναι 21 ετών. Ο Χαραλαμπόπουλος, που φόρεσε τα μπλε στο Προολυμπιακό τουρνουά του 2016 στο Τορίνο, ήταν 19 και δεν έπαιξε καθόλου.


Ο Φώτσης ήταν ήδη έτοιμος, όταν του δόθηκε η πρώτη ευκαιρία, σε εκείνο το ματσάκι που είχα περιγράψει για το Mega. Μετρούσε ήδη δύο χρονία θητείας στον Παναθηναϊκό, με τον οποίο αγωνίστηκε στο φάιναλ-φορ της ίδιας σεζόν στη Θεσσαλονίκη.

Το καλοκαίρι του 2001 μετακόμισε στο ΝΒΑ, για να φορέσει τη φανέλα των Γκρίζλις στα 20 του χρόνια. Χθες συμπληρώθηκε μία εικοσαετία από εκείνη τη μέρα.

Το θυμάμαι καθαρά, εκείνο το ντραφτ, το οποίο είχα παρακολουθήσει στα γραφεία του Κώστα Γαλάνη. Ο Φώτσης επελέγη από το Βανκούβερ στο νούμερο 47, ενώ ο κατά τι μεγαλύτερος Πάου Γκασόλ από την Ατλάντα στο 3.

Πολλοί στην αίθουσα γελούσαμε. «Οι Αμερικανοί θα καταλάβουν σύντομα ότι δεν είναι δα τόσο μεγάλη η διαφορά ανάμεσα στον Φώτση και τον Γκασόλ», λέγαμε μπουκωμένοι από πίτσες και μπύρες. Μάλλον μας είχε επηρεάσει το ξενύχτι και το αλκοόλ.

Ο Αντώνης Φώτσης ονειρευόταν το ΝΒΑ από μικρός. Το ίδιο και η οικογένειά του, με πρώτο τον παλαίμαχο μπασκετμπολίστα πατέρα του.

«Τους έσκισες τους μαύρους αγόρι μου», φώναζε ο κυρ Βαγγέλης Φώτσης στους τσίγκους του Σπόρτιγκ. Δεν τον ένοιαζε που τον κορόιδευαν. Ο μικρός ντρεπόταν λίγο, αλλά το ξεπερνούσε.

Στις 9 Νοεμβρίου 2001, ο 20χρονος Αντώνης Φώτσης έγινε ο πρώτος γηγενής Έλληνας που αγωνίστηκε στο ΝΒΑ, έναν χρόνο πριν τον Ευθύμη Ρεντζιά.

Δύο μήνες αργότερα, σε έναν παιχνίδι με τους Σανς, ο Έλληνας ρούκι πέτυχε 21 πόντους σε 28 λεπτά. Συνολικά έπαιξε σε 28 αγώνες, σε μία από τις χειρότερες ομάδες του ΝΒΑ.

Ο προπονητής Σίντνεϊ Λόου δεν τον πολυπίστεψε και οι Γκρίζλις ξετρελάθηκαν με τους άλλους ρούκι (Γκασόλ, Σέιν Μπατιέρ, Τζέισον Ουίλιαμς).

Το όνειρο ξεθώριασε γρήγορα, ιδίως όταν ο Παναθηναϊκός έστρωσε χαλί από εκατομμύρια στα πόδια του. Και δεν ήταν ο μοναδικός.

Ο Φώτσης επέστρεψε στην Ελλάδα το 2002 και έγινε αμέσως αστέρι με την πράσινη φανέλα. Ο μέσος όρος του στην Euroleague εκείνης της χρονιάς, 14,4 πόντοι, μοιάζει σήμερα αδιανόητος και έγινε διαβατήριο για τη μεταγραφή του στη Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο ίδιος πλησίασε αυτά τα νούμερα μόνο όταν αγωνίστηκε στην Ντιναμό Μόσχας του μακαριστού Ντούσαν Ίβκοβιτς, το 2005-06, δίδυμο τότε με τον αδελφικό φίλο του Λάζαρο Παπαδόπουλο. Ήταν τότε που αναδείχθηκε πρωταθλητής του ULEB Cup, απέναντι στον Άρη στο Σαρλερουά.

Ο Φώτσης έκανε τεράστια καριέρα στα ευρωπαϊκά παρκέ, όχι μόνο σε συλλογικό επίπεδο με τις τρεις «πράσινες» ευρωκούπες, αλλά και με την Εθνική ομάδα (184 συμμετοχές, τρία μετάλλια). Αλλά τι δουλειά είχε αυτός ο παίκτης στην Ευρώπη;

Προσωπικά πιστεύω ότι ο Φώτσης είχε τις δυνατότητες και το «πακέτο» για να μείνει στο ΝΒΑ όχι έναν χρόνο, αλλά μία γεμάτη δεκαετία. Ήταν αλτικός, ήταν γρήγορος, ήταν εργατικός, είχε σουτ, είχε αντίληψη του παιχνιδιού.

Ίσως βιάστηκε λίγο να μετακομίσει στην Αμερική. Από όσο μπορώ να θυμηθώ, ο Αντώνης του 2001 δεν ήταν ακόμη έτοιμος να ζήσει μόνος –ή σχεδόν μόνος- σε ξένο τόπο.

Η ζωή στο Μέμφις, όπου είχαν στο μεταξύ μετακομίσει οι Γκρίζλις, τον βοήθησε να απογαλακτιστεί. Ο εθισμός στην ήττα, όμως, είναι ψυχοφθόρος για ένα παιδί γαλουχημένο στον πρωταθλητισμό και στα μεγαλεία.

Η δε σύγκριση με τον Πάου Γκασόλ, που κατέληξε μέσω ανταλλαγής στο Μέμφις και αναδείχθηκε Ρούκι της Χρονιάς, αποδείχθηκε καταλυτική.

Όχι, δεν ήταν εν τέλει ισάξιοι, οι δυό τους. Ούτε μπορούσε ο Φώτσης να συγκριθεί με τον γαλουχημένο στο Ντιουκ Μπατιέρ, του οποίου ήταν ρεζέρβα.

Σε ένα περιβάλλον πιο φιλόδοξο και επαγγελματικό από αυτό των παρακατιανών Γκρίζλις, που μάλιστα πλήρωναν ψίχουλα βάσει του ρούκι-καπ, ο Φώτσης μπορεί να είχε ανθίσει γρήγορα.

Οι «Αρκούδες» βρίσκονταν σε φάση αναδόμησης, ξεκίνησαν με 8 σερί ήττες και τελείωσαν τη σεζόν με ρεκόρ 23-59, ουραγοί στην περιφέρειά τους, για δεύτερη χρονιά σερί.

Η απογοήτευση κυρίευσε γρήγορα τον νεαρό Έλληνα. Ο Αντώνης δεν είναι δα το εμμονικό παιδί που θα αναπνέει μπάσκετ, θα σκέπτεται μπάσκετ και θα ζει για το μπάσκετ.

Όταν βρίσκεται μακριά από το γήπεδο, δεν δίνει σέντσι τσακιστό για την πορτοκαλί μπάλα. Μέσα σε αυτό, μετά βίας θυμάται το όνομα της αντίπαλης ομάδας.

Μολονότι εργατικός και σοβαρός, είναι ο απόλυτος χομπίστας. Γι’ αυτό και παίζει ακόμα μπάσκετ, στα 40 του χρόνια.

Εάν ο Φώτσης μετακόμιζε στο ΝΒΑ όχι στα 20 του αλλά δύο-τρία χρόνια αργότερα, έτοιμος μπασκετμπολίστας με χτισμένο κορμί και όχι απλώς ταλέντο, πιστεύω ότι θα είχε στεριώσει.

Ακόμα και ο πολύς Πέτζα Στογιάκοβιτς έμεινε στην Ευρώπη για μία διετία μετά το δικό του ντραφτ (1996). Και δεν ήταν επιλογή νούμερο 47, αλλά 14.

Πέρα από τα υπόλοιπα, ο Φώτσης ήταν και ένας μπασκετμπολίστας που γεννήθηκε πριν από την εποχή του.

Το ΝΒΑ της νέας εποχής, όπου το σουτ και η γρηγοράδα αφήνουν σε δεύτερο πλάνο τον δυναμισμό, θα του ταίριαζε ταμάμ. Αν ήταν σήμερα 20 ετών, θα στοιχημάτιζα το σπίτι μου ότι θα είχε μπροστά του 10 χρόνια καριέρας στο ΝΒΑ.

Κατά προτίμηση κάπου κοντά σε θάλασσα για να μπορεί να ψαρεύει. Ή στην Ιντιάνα, για να περνάει τις ώρες του στις πίστες του αγωνιστικού αυτοκινήτου. Όχι όπως στη σκοτεινά του Τενεσί.

Μου λείπει πολύ ο Αντώνης Φώτσης. Θα τον ήθελα παρόντα στα γήπεδα, αν και δυσκολεύομαι να βρω έναν ρόλο ταιριαστό με τον χαρακτήρα του.

Τον ευγνωμονώ για όσα πρόσφερε στην Εθνική ομάδα και στο ελληνικό μπάσκετ και ευλογώ την γλυκιά αναισθησία του, που τον έκανε τον κορυφαίο Έλληνα σουτέρ όλων των εποχών όταν η μπάλα καίει.

Εάν η ζωή μου κρεμόταν από ένα σουτ, θα ήθελα να το κάνει ο Αντώνης Φώτσης.

Φωτογραφία: Getty images

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This