Του Νίκου Παπαδογιάννη
Μέχρι την 8η βραδυνή της Tετάρτης 23 Αυγούστου 2006, ο Νίκος Ζήσης ανήκε στον γαλαξία των αστέρων του ευρωπαϊκού μπάσκετ, αναντικατάστατο στέλεχος και κορυφαίος σκόρερ της πρωταθλήτριας Ευρώπης Εθνικής Ελλάδας.
Πέντε λεπτά αργότερα, ο γαλαξίας των αστέρων βρισκόταν μέσα στο κεφάλι του και στροβιλιζόταν πίσω από τα ζαλισμένα μάτια του.
Όσο ο νεαρός αθλητής μετρούσε αστράκια και πλανήτες, η μισή ομάδα μαζευόταν ανήσυχη πάνω από το πεσμένο κορμί του και η άλλη μισή ζητούσε οργισμένη εξηγήσεις από τον δράστη της βάναυσης αγκωνιάς, έναν Νοτιοαμερικάνο κανάγια ονόματι Άντερσον Βαρεζάο.
Τα μάτια μίας κυρίας που παρακολουθούσε από τις εξέδρες, όρθια στα κάγκελα πια, ξερνούσαν φωτιές θυμού και δάκρυα ανησυχίας.
Χτύπησε άσχημα το παιδί; Γιατί τρέχουν έτσι οι γιατροί; Πώς θα βγάλουμε άκρη με τα νοσοκομεία, σε μία απομακρυσμένη κωμόπολη της Ιαπωνίας, όπου κανένας δεν μιλάει αγγλικά; Πόσο καιρό θα ξεμείνουμε εδώ, ξενιτεμένοι;
«Ηρεμήστε κυρία Ζήση, όλα θα πάνε καλά. Είναι σκληρό καρύδι, ο γιος σας».
Η προφητεία αποδείχθηκε ακριβής. Το καρύδι αποδείχθηκε άθραυστο σαν μέταλλο γιαπωνέζικου σπαθιού και όλα κύλησαν κατ’ ευχή.
Χρειάστηκε, βέβαια, χειρουργείο και νοσηλεία. Οι συμπαίκτες του αγαπητού σε όλους Νίκου ξενύχτισαν στο πλευρό του, μολονότι τους περίμενε σκληροτράχηλος αντίπαλος το επόμενο απόγευμα.
«Μη φοβάστε, δεν πρόκειται να χάσουμε από τους Τούρκους», διαβεβαίωναν τους ελάχιστους αμφισβητίες, αυτούς που ζυγίζουν το θάρρος με εργομετρικά δεδομένα.
Και πράγματι, νίκησαν, άυπνοι, χωρίς τη βοήθεια του Ζήση, στον οποίο αφιέρωσαν τη νίκη.
«Για τις επόμενες τέσσερις μέρες, δεν έχεις να πας πουθενά», πρόσταξε ο χειρούργος που ανέλαβε την αναστήλωση του στραπατσαρισμένου προσώπου του.
«Και πώς θα δω τον αγώνα με την Κίνα, ντόκτορ; Η ομάδα πάει στο Τόκυο να παίξει την πρόκριση στα προημιτελικά και εγώ θα μείνω μόνος μου εδώ στο Χαμαμάτσου, που δεν μπορώ ούτε να το βρω στον χάρτη;»
Η μάνα προσπάθησε να του θυμίσει ότι δεν θα ήταν ακριβώς μόνος, αλλά ο γιος οδοιπορούσε νοερά, στο πλευρό των συναγωνιστών του.
Η γιαπωνέζικη τηλεόραση δεν έδειχνε τους αγώνες του Μουντομπάσκετ, εκτός αν συνέβαινε να παίζει η δική τους ομάδα ή τα αστέρια του ΝΒΑ. Δεν είχε φτάσει ακόμα η ώρα, να μάθουν, οι ευγενικοί οικοδεσπότες, πόσα απίδια έβαζε (ή έβγαζε) ο σάκος των Αμερικανών.
«Μη σηκώνεσαι ρε Νίκο, κάτσε μέχρι να γίνεις καλά, είναι επικίνδυνο. Άλλωστε, θα παρακολουθήσεις την εξέλιξη του αγώνα μέσω ίντερνετ».
Αλλά το 2006 δεν υπήρχαν ακόμη FIBA TV και τέτοια εδώδιμα, ούτε πειρατικά streams και έτερα αποικιακά. Ένα παγερό κείμενο σε μία παγερή οθόνη υπολογιστή έμοιαζε πιο παγερό και από το τίποτε, στα ακόμη ζαλισμένα μάτια του παροπλισμένου μπασκετμπολίστα.
Ο Νίκος ήθελε οπωσδήποτε ζωντανή εικόνα από το γήπεδο. Ή, έστω, ήχο.
Ή, έστω, ήχο.
Δεν θυμάμαι ποιος συνέλαβε τη σατανική ιδέα της ραδιοφωνικής σκυταλοδρομίας, θυμάμαι όμως ποιος την έβαλε σε λειτουργία.
Εγώ. Σε αγαστή συνεργασία με τους συναδέλφους που υποστήριζαν τις φλύαρες ραδιοφωνικές μεταδόσεις μου, στο στούντιο του Sport FM πίσω στην Αθήνα.
Δεν ήταν δα πυρηνική επιστήμη. «Μάγκες, μόλις αρχίσει το ματς θα τηλεφωνήσετε στο τάδε νούμερο, όπου θα σας περιμένει ο Νίκος Ζήσης. Και θα κρατήσετε ανοιχτή τη γραμμή από την αρχή του αγώνα μέχρι το τέλος, για να ζήσει το παλικάρι μας τον αγώνα, σαν να είναι εκεί».
Ο Νικόλας ενθουσιάστηκε όταν έμαθε το σχέδιο και δεσμεύτηκε να κάνει και δηλώσεις στο τέλος, δηλώσεις ευχαριστιών και -ήλπιζε- συγχαρητηρίων.
«Φρόντισε μόνο να έχεις αρκετή μπαταρία στο κινητό. Και βάλε το σε ανοιχτή ακρόαση, για να ακούει και η μαμά».
Έβαλα τα δυνατά μου και έκανα την καλύτερη περιγραφή της ζωής μου. Μέχρι την επόμενη, όπως θα ‘λεγε ο Νίκος Γκάλης.
Για την ακρίβεια, μέχρι τη μεθεπόμενη, η οποία ήταν ο αλήστου μνήμης ημιτελικός με τις ΗΠΑ, όπου η Εθνική πέτυχε την πλέον εκκωφαντική νίκη στην ιστορία της.
Μετά το τέλος του αγώνα με την Κίνα, όπου η ελληνική ομάδα νίκησε με διαφορά 41 πόντων απαλλάσσοντας από την αγωνία τον νοσηλευόμενο απόντα που πάσχιζε μάταια να σχηματίσει εικόνες στο μυαλό του από απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων, ο Ζήσης δεν είχε πια ανάγκη τη δική μας συνδρομή.
Όχι μόνο πήρε εξιτήριο ένα 24ωρο νωρίτερα από τη συμφωνημένη ημερομηνία, αλλά ταξίδεψε με την υπερταχεία σινκάνσεν στο Τόκιο και στρογγυλοκάθισε στον πάγκο της Εθνικής, αποφασισμένος να της συμπαρασταθεί, με τη φωνή και με το χειροκρότημα.
Το πρησμένο μάτι -που έφερνε ρίγη ανατριχίλας σε όποιον το έβλεπε- δεν μπορούσε να καμουφλάρει τη χαρά και την αισιοδοξία του.
Η ήττα από την Ισπανία στον τελικό μετρίασε κάπως το κλίμα ευφορίας, αλλά τα 11+1 ασημένια μετάλλια που μπήκαν στο αεροπλάνο για την πτήση της επιστροφής έμειναν αστραφτερό σουβενίρ, από τη γλυκιά περιπέτεια της Ιαπωνίας.
Οι συμπαίκτες του Νίκου έφτιαξαν κρυφά μπλουζάκι, με πρωτοβουλία του Νίκου Κουκουλιά, γιατρού της ομάδας και κουμπάρου του Ζήση, αλλά και του Θάνου Μυλούση, προέδρου τότε των «Πελαργών». Με έκτακτη φορτωτική από τη Θεσσαλονίκη.
«Γεια σένα, Νίκο», έγραφε. Και ήταν υπογεγραμμένο από όλη την ομάδα: παίκτες, προπονητές, όλους. Θα το φορούσαν πάνω στο βάθρο, την ώρα της απονομής του χρυσού μεταλλίου, για να το αφιερώσουν στον χτυπημένο συνοδοιπόρο τους.
Αλλά η Εθνική έχασε από τους Ισπανούς και η χειρονομία ξεχάστηκε, μαζί με τις είκοσι μπλούζες που έμειναν στα αζήτητα.
Κάποιος παράξενος άνεμος έφερε ένα από τα μπλουζάκια στη δική μου βαλίτσα. Δεν νομίζω να έχει πολυτιμότερο κειμήλιο στη συλλογή μου. Και ας μη το ακουμπήσαμε, το ρημάδι το χρυσάφι.
Πηγή: Gazzetta