Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Ο Τζόρνταν τσαλάκωσε την εικόνα του στο απόγειο της δόξας του, λύγισε υπό το βάρος των συνθηκών, των γεγονότων, αιχμαλωτίστηκε στα πάθη του, παραδόθηκε στη μοίρα του.

Η στροφή του στο άθλημα που παιδιόθεν ήθελε να ακολουθήσει ο πατέρας του, ο Τζέιμς, ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη. Η εμφάνισή του κατ’ επανάληψη στο Comiskey Park, προπονητήριο των Γουάιτ Σοξ, αποδόθηκε στην πίεση του Ράινσντορφ, ήταν όμως βέβαιο ότι το ήθελε και ο ίδιος, ειδάλλως δεν θα χαριεντιζόταν πέντε ημέρες την εβδομάδα με τους διάφορους Φρανκ Τόμας, Μάικ Χαφ, Νταν Πάσκουα, Γιούλιο Φράνκο.

Είχε 10 ολόκληρα χρόνια να πιάσει ρόπαλο, στην αρχή η εμφάνισή του συνοδεύτηκε από θύελλα ενθουσιασμού, σε καμία περίπτωση όμως για τις ικανότητές του στο μπέιζμπολ. Ο κόσμος διψούσε για Τζόρνταν, για το «23» που περπατούσε στους αιθέρες, όχι για έναν οποιονδήποτε pitcher.

Συχνά πυκνά περνούσε και από το κλειστό όπου προπονούνταν οι Μπουλς, πήγαινε να παρακολουθήσει την πορεία μιας ομάδας που ένιωθε ακόμη δική του, άλλωστε η απουσία του ήταν ακόμα πιο έντονη κι από την παρουσία του, όπως θα δηλώσει ο νεοεισελθών στο roster των «Ταύρων», Στιβ Κερ.

Πολλοί υπέθεσαν ότι είναι θέμα χρόνου να ξαναφορέσει το σορτσάκι και να μπει να παίξει, έκαναν λάθος. Μέσα του ωρίμαζε η σκέψη να δοκιμάσει και στο μπέιζμπολ. Τον Ιανουάριο η πρόθεση γίνεται ημι-επίσημη, ο Τζόρνταν επικοινωνεί την πρόθεσή του να συμμετάσχει στην pre season των Γουάιτ Σοξ στη Σεϊρασότα της Φλόριντα. O Φολκ διαφωνούσε, η Nike τηρούσε διακριτικά τις αποστάσεις, αφού ήταν σαφές ότι ελλόχευε ο κίνδυνος να καταρριφθεί εντελώς ο μύθος και ο κορυφαίος να μετατραπεί στον οποιονδήποτε, έστω και σε άλλο άθλημα.

Εννοείται ότι σε media, στέκια, bars, σε κάθε πάρκο στο Σικάγο κυκλοφορούσε και μια διαφορετική εξήγηση για το γεγονός ότι εγκατέλειψε το μπάσκετ. Οι περισσότεροι κατέληγαν στο άκρως ελληνικό συνωμοσιολογικό σενάριο της Μαφίας, ήξεραν “από μέσα”, τους “είχε πει κάποιος” κοκ.

Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τους λόγους που ο Μάικλ αποφάσισε να αποχωρήσει, να κάνει μια κατάτμηση των ποσοστών πχ του θανάτου του Τζέιμς, της πίεσης λόγω του τζόγου, των χρεών από τα στοιχήματα, τη ματαιοδοξία που είχε εκμυστηρευθεί στον Σμιθ σχετικά με το ότι ήθελε να αποχωρήσει νωρίς για να τον επικαλείται η ιστορία σε κάθε ευκαιρία.

Μόνο ο ίδιος μπορεί να απαντήσει σχετικά με τους λόγους, ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα από τα μεγαλύτερα ερωτηματικά στην ιστορία του αθλητισμού.

Γεγονός είναι ότι έφτασε στη Σεϊρασότα δύο μέρες πριν τα 31α του γενέθλια, ντυμένος με τα ρούχα των Γουάιτ Σοξ και το «45» ραμμένο. Ένιωθε σαν πρωτόβγαλτος rookie, εμφανώς έξω από τα νερά του και χωρίς το arrogance που τον διέκρινε σε όλη του την καριέρα. Τον καλωσόρισε ο Γουόλτ Χρίνιακ, hitting coach των Γουάιτ Σοξ, με την υποσημείωση στους συμπαίκτες του ότι έχει να παίξει από το Λύκειο, αλλά δουλεύει σαν σκύλος (δεν το είπε ακριβώς έτσι, χρησιμοποίησε τη λέξη από m-) και αγαπάει το μπέιζμπολ.

Πέρασαν 12 παιχνίδια στην pre season για να κάνει κάτι αξιοσημείωτο, δυσκολευόταν πάρα πολύ, όχι να διαπρέψει, απλώς να σταθεί στο επίπεδο των υπολοίπων. Δούλευε πραγματικά πολύ, ο εγωισμός του δεν του επέτρεπε να είναι ο χειρότερος, δεν άντεχε τα βλέμματα και τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, αλλά ήταν σίγουρο ότι δεν θα έμπαινε στους 25 για τη big league.

Μια βδομάδα πριν την τελική επιλογή, για να αποφευχθεί η “πληγή”, τον στέλνουν στην Αλαμπάμα, στους Μπέρμιγχαμ Μπάρονς, στη λίγκα των “ταλέντων” της Double – A Southern League. Για να γίνει κατανοητό το downgrade, είναι σαν να στέλνεις παίκτη της ανδρικής ομάδας στην ομάδα Νέων, όχι για να τον τιμωρήσεις αλλά επειδή εκεί είναι το επίπεδό του.

Ο Ράινσντορφ, για να χρυσώσει το χάπι (και να βγάλει και μερικές χιλιάδες δολάρια παραπάνω), τον επέλεγε για κάποια φιλανθρωπικά και φιλικά παιχνίδια των Γουάιτ Σοξ, με 35.000 και πλέον κόσμο να ουρλιάζει κάθε φορά που ακουγόταν έστω το όνομά του από τα μεγάφωνα. Ο ίδιος το χαιρόταν, όχι ακριβώς όσο ήθελε ή θα ήθελε ο Τζέιμς, δεν τα βρήκε όσο εύκολα τα είχε στο μυαλό του ο πατέρας του, ο οποίος επέμενε ότι μπορούσε να γίνει Πρωταθλητής και στο μπάσκετ και στο μπέιζμπολ.

Προϊόντος του χρόνου, προσαρμόστηκε στην κατηγορία. Απλώς πρόσφερε κάποιες έξτρα ανέσεις στον εαυτό του, όπως το ολοκαίνουριο λεωφορείο των Μπάρονς, ένα υπερσύγχρονο πούλμαν ειδικά σχεδιασμένο για να απλώνει τα πόδια του και να καλύπτει τις ανάγκες του. Άρχισε να δένει με κάποιους συμπαίκτες του, δεν ήταν καθόλου σνομπ και έπαιζε ντόμινο μαζί τους, τραγουδούσε στις διαδρομές εκτός έδρας, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μπει στη διαδικασία της αυθυποβολής ότι είναι ένας κοινός θνητός.

Από το ένα άκρο των πρώτων χρόνων στους Μπουλς, με την ακατάσχετη μεγαλομανία και την αυθάδεια, στην απόλυτη μετριοπάθεια των Μπάρονς. Όλα τα δικαιολογούσε στον Τύπο, εξηγώντας ότι ξανανιώθει παιδί, επιστρέφει στα χρόνια του Γουίλμινγκτον και της Babe Ruth League.

Όταν ξεκινούν τα playoffs του ΝΒΑ όμως, ο Τζόρνταν, αν και θέλει να το κρύψει καλά, έχει το μυαλό του κολλημένο στους Μπουλς. Οι (πρώην) συμπαίκτες του συν Κερ και Κούκοτς κέρδισαν 55 παιχνίδια με μπροστάρη τον συγκινητικό Πίπεν και τερμάτισαν τρίτοι πίσω από τους Νικς και τους Χοκς. Ο Πίπεν πήρε από το χέρι την ομάδα, ήταν πρώτος σε πόντους, ασίστ και κλεψίματα, αλλά το Σικάγο ήταν ορφανό χωρίς το φυσικό και επί οκταετία ηγέτη του. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε αντίδοτο στους Νικς, οι οποίοι μετά από μια συγκλονιστική σειρά επτά αγώνων απέκλεισαν τους Μπουλς.

Με το τέλος, ο Τζον Πάξσον ανακοίνωσε και την αποχώρησή του, μαζί του αποχωρεί και ο Τζόνι Μπαχ, επί σειρά ετών assistant coach και βασικός πυλώνας του τεχνικού επιτελείου της ομάδας. Το διαζύγιο κάθε άλλο παρά βελούδινο ήταν, Κράους και Ράινσντορφ υπέδειξαν ως βασικό υπεύθυνο των διαρροών εκείνου του βιβλίου «The Jordan Rules» τον Μπαχ. O Τζόρνταν πέρα από μια δήλωση ασχολήθηκε ελάχιστα με εκείνη την παλιά ιστορία, επέμενε ότι έχει γυρίσει σελίδα και το παρελθόν είναι παρελθόν.

Το Σεπτέμβριο, παρότι διστακτικός στην αρχή, δέχεται να λάβει μέρος σε έναν αγώνα φιλανθρωπικού χαρακτήρα που διοργανώνει ο Πίπεν, πιο πολύ επειδή το Chicago Stadium επρόκειτο να κατεδαφιστεί και ο «Ινδιάνος» ήθελε να του δώσει την ευκαιρία να αγωνιστεί μπροστά σε κοινό στο γήπεδο που μεγαλούργησε. Έβαλε 52 πόντους, παίζοντας αντίπαλος του Σκότι, χαιρέτησε το πολυπληθές κοινό, έδειξε ότι βρίσκεται ακόμη σε καταπληκτική κατάσταση, φουντώνοντας για μια ακόμα φορά τα σενάρια επιστροφής.

Τα διέψευσε αμέσως και μάλιστα αργότερα ελαχιστοποίησε πάσα αμφιβολία, αποδεχόμενος την πρόταση να συνεχίσει με το μπέιζμπολ στην Arizona Fall League. Ο κόσμος στην Arizona ωστόσο ήταν πολύ λιγότερος, το ενδιαφέρον είχε ατονίσει, Τζόρνταν και μπέιζμπολ ήταν πια μια παλιά ιστορία, ειδικά από τη στιγμή που ακόμη μιλούσαμε για χαμηλές κατηγορίες. Είχε σαφώς βελτιωθεί, ήταν απείρως καλύτερος, αλλά ακόμη πολύ μακριά από το υψηλό επίπεδο των επαγγελματιών.

Την άνοιξη καταφθάνει νέα πρόσκληση από τους Μπουλς, αυτή τη φορά για την απόσυρση του «23» στο νεότευκτο United Center. Η τελετή λαμβάνει διαστάσεις κοσμοϊστορικού γεγονότος, συμπεριλαμβανομένου και του χάλκινου αγάλματος «The Spirit» στον προαύλιο χώρο, εκείνο όμως που επισκιάζει τα πάντα είναι η δήλωση του Τζόρνταν ότι τελείωσε με το μπέιζμπολ.

Πάλεψε για το όνειρο του Τζέιμς, μόχθησε σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά δεν τα κατάφερε.

Θεώρησε ασεβές να συνεχίσει να ταλαιπωρείται στη minor league, ειδικά μετά την απεργία των επαγγελματιών, και έκλεισε για πάντα την πόρτα πίσω του.

Λίγο πριν ξεκινήσει η post season, οι φήμες έχουν οργιάσει και πάλι. Αυτή τη φορά ο Τζόρνταν δεν διαψεύδει άμεσα, όπως έκανε όλες τις προηγούμενες. Ξεκίνησε κάποιες προπονήσεις στο Berto Center μαζί με τους Μπουλς, o κόσμος σιγά-σιγά το έμαθε από στόμα σε στόμα, οι προπονήσεις κατέληξαν να διεξάγονται με χιλιάδες κόσμο έξω από το γυμναστήριο και το Φιλ Τζάκσον να προβληματίζεται, γιατί διαταρασσόταν η ηρεμία και η ισορροπία της ομάδας πριν τα playoffs.

Διαρροές πως επιστρέφει την τάδε μέρα, ότι υπέγραψε, ότι θα κάνει την εμφάνισή του ξαφνικά, διαδέχονταν η μία την άλλη. Το Σικάγο είχε σηκωθεί στο πόδι, στα ραδιόφωνα, τους τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, περνούσε ένα και μοναδικό μήνυμα: «Jorgasm!». 18 Μαρτίου ο Φολκ κυκλοφορεί το πιο διάσημο και σύντομο δελτίο Τύπου στην ιστορία: «I’m back».

Ι’m back

Αυτές οι τρεις λέξεις συγκλόνισαν το μπασκετικό σύμπαν, τυπώθηκαν μπλουζάκια, gadgets, χτίστηκαν καριέρες στο χώρο του marketing. Όλο το ΝΒΑ γιόρταζε, ο coach των Πέισερς, Λάρι Μπράουν, λίγο πριν τη μάχη με τους Μπουλς, παρομοίωσε την επιστροφή και το γενικότερο feeling με επετειακή συναυλία του Έλβις και των Beatles ταυτόχρονα.

Ο Τζόρνταν φόρεσε τη φόρμα του, μασούσε την τσίχλα του και εμφανίστηκε σαν να μην πέρασε μια μέρα. Η μεγαλύτερη διαφορά ήταν ότι δεν πήρε το (αποσυρθέν) «23» αλλά το «45», τον αριθμό του Λυκείου και του μπέιζμπολ.

Τελείωσε το ματς με 7/28 σουτ, μακριά από τον εξωγήινο εαυτό που είχαν συνηθίσει όλοι πριν την ξαφνική αποχώρησή του. Η αποχή είχε αφήσει τα σαφή σημάδια της, ο Τζόρνταν ήταν μεν γυμνασμένος, αλλά η επαφή είχε χαθεί, χρειαζόταν απαραιτήτως χρόνο.

Παιχνίδι με το παιχνίδι όμως βελτιωνόταν, έβρισκε τα πατήματά του, έκανε εκείνο το «I’m back» όλο και πιο έντονο. Δεύτερη εμφάνιση στο Garden, 27 με 9/17 σουτ, νικητήριο σουτ στο ματς με τους Χοκς και η μεγάλη επιστροφή στο Madison Square Garden. Η Νέα Υόρκη τρελαίνεται, γιγαντοαφίσες στους δρόμους «Bulls Over Broadway», το καλωδιακό ΤΝΤ καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά τηλεθέασης από ιδρύσεως, ο Σπάικ Λι είναι στη θέση του δυο ώρες πριν την έναρξη.

Ο Ράιλι προειδοποιεί ότι ο Τζόρνταν έχει βρει ρυθμό, εφιστά την προσοχή όλων και ειδικά του Σταρκς, με τον οποίον υπάρχουν “προηγούμενα”. O Τζόρνταν είναι σεληνιασμένος, μετράει ήδη 47 στην τρίτη περίοδο, ολοκληρώνει τη θεατρική παράσταση με 55. He was back, του πήρε μόνο τέσσερα παιχνίδια, στο Madison αναγεννήθηκε, ξαναβαπτίστηκε, επέστρεψε στο θρόνο του που είχε μείνει ορφανός.

Όλοι πίστεψαν ότι αυτό ήταν, οι Μπουλς από την πέμπτη θέση στη regular season ξαφνικά ανακηρύχθηκαν φαβορί για το Πρωτάθλημα, η υπερβολή είχε φτάσει στον υπερθετικό βαθμό και μάταια ο Τζάκσον προσπαθούσε να επαναφέρει τον οργανισμό στο έδαφος. Οι μόνοι που ήξεραν και αντιλαμβάνονταν την κατάσταση ήταν οι συμπαίκτες του Τζόρνταν που είχαν αποσυντονιστεί πλήρως, ειδικά οι νεοφερμένοι δεν ήξεραν πώς έπρεπε να αντιδράσουν.

Ο αποκλεισμός των αδύναμων Σάρλοτ Χόρνετς στον πρώτο γύρο των playoffs επέτεινε το επίπλαστο κλίμα αισιοδοξίας, η Jordan mania είχε οδηγήσει ακόμα και έμπειρους σχολιαστές να αμφιβάλλουν για την τελική έκβαση των playoffs. Η προσγείωση ήταν ανώμαλη, όταν το Σικάγο κλήθηκε να αντιμετωπίσει το φρέσκο και νεανικό Ορλάντο.

Στους ήδη γεμάτους ταλέντο Σακίλ, Πένι Χαρνταγουέι, Ντένις Σκοτ και Νικ Άντερσον είχε προστεθεί και ένας παλιός γνώριμος, ο Χόρας Γκραντ, ο διοπτροφόρος power forward με την τεράστια καριέρα πίσω του στους «Ταύρους». To Σικάγο χάνει το ματς στον πόντο με λάθος του Τζόρνταν στο τέλος και ο Άντερσον αμέσως ρίχνει λάδι στη φωτιά: «το “45” δεν είναι το “23”, δεν υπάρχει πια ούτε η εκρηκτικότητα ούτε η επιρροή». O Τζόρνταν τρελαίνεται, στο δεύτερο παιχνίδι εμφανίζεται με το «23», αδιαφορώντας για το πρόστιμο των 25.000 δολαρίων για την αλλαγή αριθμού φανέλας, οι Μπουλς ισοφαρίζουν.

Στο τρίτο και κομβικότερο παιχνίδι όμως εμφανίζεται ένας Τζόρνταν της δεκαετίας του ’80, υπερβολικά ατομιστής, με πληγωμένο εγωισμό και μια μανία να πάρει μόνος του το ματς. Σκοράρει μεν 40, αλλά έχει πάρει 31 προσπάθειες, τα ποσοστά του είναι πολύ άσχημα, το Ορλάντο κερδίζει και κατόπιν καθαρίζει τη σειρά με 4-2.

Είναι από τις ελάχιστες φορές που ο Φιλ Τζάκσον αναγκάζεται να στηρίξει δημοσίως τον Τζόρνταν και όχι να τον προστατεύσει “εσωτερικά”. Σαφέστατα υπήρχαν δικαιολογίες, η ευθύνη όμως και των Μπουλς και του ίδιου του Μάικλ ήταν πως πίστεψαν ότι θα συνεχίσουν ακριβώς από εκεί που διέκοψαν.

Το ΝΒΑ είχε ξεκινήσει να μεταλλάσσεται, οι ομάδες ήταν πολύ πιο δυνατές, είχε ξαναγίνει στροφή στους center, όπως αποδεικνύουν και οι δύο τίτλοι του Χιούστον με τον Χακίμ, η κατακόρυφη άνοδος και ωρίμανση του Γιούιν, η εμφάνιση του «Σακ», του Αλόνζο, ψηλών που κυριαρχούσαν. Το Σικάγο ψηλό δεν είχε, το όπλο του ήταν η οργανωμένη «τριγωνική επίθεση» και η πολύ σκληρή άμυνα, αλλά η βίαιη είσοδος του Τζόρνταν το είχε αποσυντονίσει, πολλώ δε η λύσσα του να αποδείξει ότι είναι ο ίδιος και δεν τον έχει επηρεάσει ούτε κατ’ ελάχιστον η αποχή του από την ενεργό δράση.

Ήταν η πρώτη φορά που ο Τζόρνταν είχε πληγωθεί στο παιχνίδι, η μία και μοναδική που αναγνώριζε ο ίδιος το λάθος και ήξερε ότι η ευθύνη βάραινε τον ίδιο και κανέναν άλλον. Ήταν ένα πολύ μεγάλο μάθημα εκείνος ο αποκλεισμός από τους Μάτζικ, χάρις σ’ αυτόν αποφάσισε να δουλέψει όσο στα κολεγιακά του χρόνια, να γυμναστεί πιο σκληρά από ποτέ και να θέσει εαυτόν στην υπηρεσία της ομάδας.

Συζήτησε με τον Τζάκσον, αποδέχτηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα τις επιλογές του Κράους, μελέτησε ακόμα και το θεωρητικό πεδίο των διδαχών του Τεξ Γουίντερ, ο οποίος διαρκώς ανανέωνε το πλάνο και το προσάρμοζε στο υλικό των Μπουλς (με πολύ σημαντική την προσθήκη του Κούκοτς) αλλά και στα χαρακτηριστικά των αντιπάλων. Ήταν ένας άλλος Τζόρνταν, πιο προσιτός, πιο νουνεχής, επεδείκνυε ενδιαφέρον ακόμα και για τους χαμηλά αμειβόμενους συμπαίκτες του.

Ο Κράους ξεκίνησε να σχεδιάζει την ομάδα με αποκλειστικό γνώμονα την ολική επαναφορά, παρά τις αντιδράσεις απομάκρυνε τον B.J. Άρμστρονγκ, περιβάλλοντας με εμπιστοσύνη το Ρον Χάρπερ που είχε χάσει σχεδόν όλη την προηγούμενη σεζόν από τραυματισμούς. Προσλαμβάνει και ειδικό γυμναστή-διατροφολόγο για Τζόρνταν και Πίπεν, τους θέλει όσο πιο “στεγνούς” γίνεται, άλλωστε και ο Ράινσντορφ στη σύσκεψη του τέλους της σεζόν, σε μια αποστροφή του λόγου του, είχε αναφέρει ότι ο Τζόρνταν έχει πια σώμα παίκτη του μπέιζμπολ και όχι του μπάσκετ. Η δήλωση δεν βγήκε ποτέ στη δημοσιότητα τότε, φρόντισε ο Φιλ να μην πέσει αλάτι στην πληγή, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ανέλαβε εξ ολοκλήρου την προστασία του Τζόρνταν.

Μάικλ και Σκότι χρειάστηκαν δύο sessions για να “παραιτήσουν” το γυμναστή του Κράους και να αποταθούν στον personal trainer της Χουανίτα, έναν τρομερό τύπο ονόματι Τιμ Γκρόβερ, ο οποίος εξελίχθηκε σε guru και ούτε λίγο ούτε πολύ περιέλαβε όλους τους Μπουλς και τους έκανε την πιο αθλητική και “στεγνή” ομάδα του ΝΒΑ.

Όλα έδειχναν να πηγαίνουν ρολόι, μέχρι που κυκλοφορεί στον Τύπο το ενδιαφέρον του Κράους για τον κ. Ντένις Ρόντμαν. Όχι μόνο πρόκειται για ένα πρώην «Bad Boy», όχι μόνο είχε “δείρει” χωρίς ενδοιασμούς οποιονδήποτε προσωπικό αντίπαλο, αλλά επρόκειτο και για την επιτομή της εκκεντρικότητας, έναν τύπο ωρολογιακή βόμβα που μπορούσε να εκραγεί ανά πάσα στιγμή μέσα στη σεζόν. Ο Κράους επέμενε, είχε μιλήσει πολύ και με τον Ντέιλι που τον διαβεβαίωσε ότι ο Ρόντμαν είναι μεν σκληρός παίκτης, αλλά πεθαίνει για την ομάδα και με τέτοιους κερδίζεις.

Ο πανούργος Τζέρι, μετά τη διαρροή στον Τύπο, καλεί στο γραφείο του Μάικλ και Σκότι και με πολύ σοβαρό ύφος ρωτά τη γνώμη τους, αφού πρώτα έπλεξε το εγκώμιο του Ντένις και μετέφερε ότι θέλει σαν τρελός να παίξει ΓΙΑ αυτούς. Τα πρώτα βιολιά πρέπει πάντα να τα κολακεύεις, ειδικότερα όταν έχουν να αποδείξουν πράγματα. Τζόρνταν και Πίπεν δεν ζήτησαν καν χρόνο, συμφώνησαν να έλθει ο Ρόντμαν στην ομάδα, αφού το κενό στη θέση 4 έπρεπε να καλυφθεί πάση θυσία για να βγει και το αμυντικό και το επιθετικό πλάνο.

Ο Τζάκσον από την άλλη έτριβε τα χέρια του, διότι ήξερε ότι δυναμώνει απίστευτα και στο ριμπάουντ, τομέας στον οποίον ο «Worm» διέπρεπε. Γκρίνιαξε λίγο ο Τεξ και οι fans, τελικά όμως όλοι προέταξαν το συμφέρον της ομάδας και ο Ρόντμαν μετακόμισε οριστικά στο United Center. H front line είχε κλείσει. Ο Γουίλ Πέρντιου ήταν ο blocker, ο Μπιλ Ουένινγκτον o επιθετικογενής, ο Λουκ Λόνγκλεϊ το αντίδοτο σε center τύπου Σακίλ και ο Ντένις Ρόντμαν ένα υπερόπλο σε άμυνα και ριμπάουντ.

Ο Κράους σε συνεννόηση με τον Τζάκσον θωράκισαν την επιλογή, φέρνοντας για τα αποδυτήρια και τη “διαχείριση” του «Worm» κατά σειρά τρεις πρώην συμπαίκτες του, τον Τζακ Χάλεϊ από τους Σπερς και δύο πρώην «Bad Boys», τους βετεράνους Τζέιμς Έντουαρντς και Τζον Σάλεϊ (ο οποίος πέρασε και για ένα μικρό διάστημα από τον Παναθηναϊκό).

Κανείς δεν ασχολήθηκε με την εκκεντρικότητα του Ρόντμαν, μπορούσε να φοράει ό,τι θέλει, να βάφει τα μαλλιά του όπως θέλει, να βάζει πρόσθετα γυναικεία νύχια με ψυχεδελικά patterns, να τραγουδάει Pearl Jam, ξεκουφαίνοντας τους πάντες στα ντουζ. Όσο έκανε τη δουλειά στο παρκέ, όλα θα έβαιναν καλώς.

Ο πεινασμένος Ρόντμαν μετέτρεψε κάθε προπόνηση των Μπουλς σε πόλεμο, ξαφνικά όλα τα βασικά στελέχη του Σικάγο έγιναν λύκοι που τριγυρνάνε γύρω από το θήραμα. Η κανονική σεζόν ήταν επική, 72 νίκες, ο Τζόρνταν “ζωγράφιζε”, χωρίς να εκβιάζει καταστάσεις, όλα δούλευαν στην εντέλεια και παρά το υψηλότατο επίπεδο ανταγωνισμού οι Μπουλς ξαναέγιναν το φαβορί.

Ένα από τα μυστικά της επιτυχίας ήταν μια τρομερή ιδέα του Φιλ να προσλάβει έναν ακόμα guru, τον Τζορτζ Μάμφορντ, ο οποίος παρουσιάστηκε ως ψυχολόγος στη διοίκηση, αλλά επί της ουσίας ήταν yogi. Ο Τζόρνταν ξετρελάθηκε σε τέτοιο βαθμό με τον Μάμφορντ που δήλωσε στον Τύπο ότι, αν τον είχε γνωρίσει στο ξεκίνημα της καριέρας του, δεν θα πήγαιναν χαμένα τα πρώτα του χρόνια και οι τίτλοι θα έρχονταν νωρίτερα. Εκεί γεννήθηκε το «ζεν» των Μπουλς που για πολλά χρόνια θα “εξηγούσε” την επιτυχία και θα προσδιόριζε τον Τζάκσον.

To Σικάγο ξεκίνησε τα playoffs διαλύοντας διαδοχικά Μαϊάμι και Νέα Υόρκη, στους τελικούς της Ανατολής τούς περίμεναν οι Μάτζικ που την περασμένη περίοδο είχαν πληγώσει τον Τζόρνταν. Καμία συζήτηση, sweep, σκούπισμα.

To πολύ καλό Σιάτλ στους τελικούς προσπάθησε να αντισταθεί σθεναρά, βασιζόμενο στο δίδυμο Πέιτον – Κεμπ, αλλά η μηχανή του Σικάγο ήταν ασταμάτητη. Ένας ακόμα τίτλος, ο πιο ακραιφνής, ο πιο ξεκάθαρος, ένας τίτλος απόλυτης κυριαρχίας, με τον Τζόρνταν και πάλι mvp των τελικών, ίσως στην πιο ώριμη και αθλητική σεζόν της καριέρας του.

Αφανής ήρωας όλης της χρονιάς ο “προβληματικός” και εκκεντρικός Ρόντμαν, καλύτερος έκτος παίκτης ο Κούκοτς, καταπληκτικός Πίπεν, γενικότερα εκείνο το παζλ των Μπουλς ήταν ό,τι πλησιέστερο στην τελειότητα και οπωσδήποτε μη αντιμετωπίσιμο.

Το εντυπωσιακό του πράγματος είναι πως, με το που ολοκληρώθηκαν οι πανηγυρισμοί για την κατάκτηση του Πρωταθλήματος, ο Τζόρνταν εμφανίστηκε με την ίδια πείνα και έθεσε αμέσως τους στόχους της επόμενης σεζόν, μια ακόμα καλύτερη χρονιά, ένα ακόμα Πρωτάθλημα. Ήταν απίστευτο πόσο προσηλωμένος εμφανιζόταν, συμπεριφερόταν μεν με το class του superstar, είχε όμως μια ασυνήθιστη για εκείνον ταπεινοφροσύνη που ανάγκαζε και τους υπόλοιπους να ακολουθήσουν.

Ήταν από τις ελάχιστες περιόδους που κοινό, media, ολόκληρος ο πλανήτης ασχολείτο αποκλειστικά με το μπάσκετ και όχι με κουτσομπολιά, τζόγο, προσωπική ζωή. Όλη η pre season πέρασε και πάλι εν ριπή οφθαλμού, με τον Τζόρνταν να δουλεύει ακόμα πιο σκληρά. Είχε εντυπωσιαστεί μέχρι και ο Τεξ Γουίντερ, ο οποίος συνήθως γκρίνιαζε για την τρομερή ικανότητα του Μάικλ να “διασπά” το αραχνοειδές σχήμα της «τριγωνικής επίθεσης» και να φτάνει στο καλάθι βασιζόμενος στο ταλέντο και (πια) την εμπειρία του.

Το Σικάγο ξεκίνησε με ένα ρεκόρ 12-2, το Δεκέμβριο είχε γίνει 25-3. Οι Μπουλς ήταν το μπάσκετ. Κλείνουν με ρεκόρ 69-13, ο Τζόρνταν στα 33 του είναι χάρμα οφθαλμών, αλλά το mvp της regular season καταλήγει στον Καρλ Μαλόουν της Γιούτα. Έπρεπε να “κάνει χώρο” και για τους υπόλοιπους, όλοι οι stars του ΝΒΑ σχεδόν γκρίνιαζαν ανοιχτά που ο Τζόρνταν σάρωνε οποιονδήποτε ατομικό τίτλο, όλοι οι fans πλην εκείνων των Μπουλς είχαν “κουραστεί” να βλέπουν το ίδιο πράγμα.

Δεν είχαν εντελώς άδικο, αφού οι Μπουλς σχεδόν επανέλαβαν την προηγούμενη σεζόν και στα playoffs, 3-0 την Ουάσινγκτον, 4-1 την Ατλάντα, 4-1 το Μαϊάμι στους τελικούς της Ανατολής. Και στους τελικούς οι Τζαζ, για την ακρίβεια ο Καρλ Μαλόουν που είχε “κλέψει” το mvp από τον Τζόρνταν στην κανονική περίοδο. Η άτυπη κόντρα του «Mailman» με τον «MJ» είχε περάσει και στους τελικούς, με αποκορύφωμα το πέμπτο παιχνίδι και ενώ η σειρά ήταν άκρως ισορροπημένη στο 2-2.

Κατά τη συνήθη φαντασμαγορική παρουσίαση των ομάδων, οι κάμερες εστιάζουν στο Μάικλ Τζόρνταν. Από την έκφρασή του είναι εμφανές ότι κάτι δεν πάει καλά. Το βλέμμα του Τζόρνταν σε άφηνε έκθαμβο, όπως είχε πει ο Κλάιντ Ντρέξλερ, αυτή τη φορά έμοιαζε να είναι σβηστό, αβέβαιο, χαμένο στο άπειρο. Υγρά μάτια, απλανή, νωχελικά, η εφίδρωση είναι εμφανής, παρόλο που δεν έχει ξεκινήσει ακόμη το παιχνίδι, κάτι συμβαίνει.

Έχει 39 πυρετό, το έχει κρατήσει μυστικό από Τύπο και αντιπάλους, γιατί αυτός ο τίτλος είναι δικός του, ο Μαλόουν μπορεί να αρκεστεί στο βραβείο του mvp της regular season. Παρά το γεγονός ότι αγωνίζεται πυρέσσων, σκοράρει 38 πόντους και ξαναδίνει το προβάδισμα στους Μπουλς με 3-2. Στα αποδυτήρια καταρρέει, παραληρεί από τον πυρετό και την ένταση, φαίνεται σαν να μην έχει επαφή με την πραγματικότητα.

Έχει (ξανα)γραφτεί ιστορία, εκείνο το παιχνίδι μένει στην αιωνιότητα ως «Flu Game», η φωτογραφία του Τζόρνταν να καταρρέει, υποβασταζόμενος από τον Πίπεν, κάνει το γύρο του κόσμου.

Το ιατρικό επιτελείο των Μπουλς συστήνει αυστηρά ξεκούραση, ο επικεφαλής δεν παίρνει την ευθύνη για τη συμμετοχή του στο επόμενο παιχνίδι, αφού είναι αφυδατωμένος και οι δυνάμεις του τον έχουν εγκαταλείψει. Ο Τζόρνταν ανανήφει, ακολουθεί μια επιθετική αγωγή και στο έκτο παιχνίδι είναι εκεί, παρών στο καθήκον, έτοιμος για την πρόκληση του επόμενου δαχτυλιδιού.

Το ματς είναι πολύ κλειστό, η Γιούτα είναι μια πολύ καλή ομάδα, ο Τζέρι Σλόαν παρατάσσει ετοιμοπόλεμους όλους τους άσσους στο μανίκι των Μορμόνων. Απομένουν μερικά δευτερόλεπτα για το τέλος, η μπάλα είναι στα χέρια του Τζόρνταν. Double team πάντα βάσει των εντολών του Σλόαν και o «Air» πασάρει στον Στιβ Κερ που βρίσκεται πίσω από τη γραμμή, ακριβώς όπως ο Τζον Πάξσον λίγα χρόνια νωρίτερα. Η κατάληξη ίδια, nothing but net. Είναι ο πέμπτος τίτλος σε επτά χρόνια, ο προτελευταίος πριν το «Last Dance».

Το Σικάγο κλείνει με 62-20, ο Τζόρνταν (ξανα)παίρνει το mvp και, παρότι οι σχέσεις με τον Κράους έχουν διαρραγεί για τα καλά, ο κοινός στόχος της κατάκτησης του έκτου τίτλου τούς έχει κάνει να θάψουν το τσεκούρι του πολέμου. Έχει ανανεώσει για έναν χρόνο ακόμα έναντι 30 εκατ. δολαρίων, έχει συζητήσει πολύ ειλικρινά με τον Ράινσντορφ, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως άξιζε η “ανακωχή” για έναν τελευταίο χορό. Στην ίδια συνθηκολόγηση έχει προχωρήσει και ο Τζάκσον, οι Μπουλς είναι σιωπηρά στα πρόθυρα του τέλους και ξέρουν ότι this is it.

Στα playoffs καθαρίζουν τους Νετς στον πρώτο γύρο, τη Σάρλοτ στο δεύτερο χάνοντας μόνο ένα παιχνίδι και στον τελικό της Ανατολής περιμένουν την Ιντιάνα του Ρέτζι Μίλερ. Οι Πέισερς είναι από τις ομάδες  που αμφισβητούν έντονα τους Μπουλς, ο Μίλερ διακριτικά διεκδικεί το δικό του κομμάτι από τη “δικτατορία” του Τζόρνταν, ο οποίος ωστόσο μοιάζει απόμακρος και εκτός διάθεσης συναγωνισμού.

Με τον Λάρι Μπερντ να καθοδηγεί και το Ρέτζι Μίλερ να πραγματοποιεί αξιομνημόνευτες εμφανίσεις, οι Πέισερς φτάνουν στην πηγή, αλλά δεν δροσίζονται ποτέ. Χάνουν την πρόκριση στους τελικούς στο έβδομο παιχνίδι, ο Μίλερ δηλώνει πως έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά οι Μπουλς ήταν απλώς καλύτερη ομάδα. O Μπερντ προχώρησε λίγο περισσότερο και προσωποποίησε στον Τζόρνταν. Παλαιόθεν άλλωστε ήταν θαυμαστής του «MJ», ο αλληλοσεβασμός ήταν πρόδηλος από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, είχαν περάσει σχεδόν 15 χρόνια από τότε.

Οι Μπουλς συμπεριφέρονταν σαν computer προγραμματισμένο να κάνει reset στο τέλος του στόχου.

Όλα γίνονται μηχανικά μέχρι τους τελικούς, ξανά με τους Τζαζ, ξανά κόντρα σε Μαλόουν και Στόκτον, απέναντι σε έναν πολύ καλό coach, το Τζέρι Σλόαν, και μια ομάδα που, απόντος του Σικάγο, οπωσδήποτε θα είχε κατακτήσει τουλάχιστον ένα Πρωτάθλημα. Oι τελικοί είναι η αποθέωση της “μάχης” της «τριγωνικής επίθεσης» απέναντι στο ανελέητο pick’n’roll. Υπό κανονικές συνθήκες οι Μπουλς μπορεί και να παραδίδονταν. Όχι όμως στον «Τελευταίο Χορό».

Ο Τελευταίος Χορός

«The Last Dance», γιατί οι Μπουλς πλησιάζουν στο τέλος του κύκλου, η ομάδα έχει δώσει τα πάντα, έχει πάρει τα πάντα, έχει αλλάξει ακόμα και την ίδια τη λίγκα. Εκτός αυτού, αχνοφαίνεται και ένα καταστροφικό lock out, το ΝΒΑ έχει αλλάξει, τα λεφτά πλέον είναι δυσθεώρητα, το ενδιαφέρον έχει πολλαπλασιαστεί, το κοινό έχει ζήσει τα πάντα, το internet απομυθοποιεί και δεν δίνει τον απαραίτητο χρόνο να δημιουργηθούν νέοι ήρωες από στόμα σε στόμα.

Ο τελευταίος μεγάλος ήρωας ήταν εκεί, οι δικοί του Μπουλς ήθελαν το έκτο δαχτυλίδι και στη συνέχεια καθένας να τραβήξει το δρόμο του. Πάμε κατ’ ευθείαν στο έκτο ματς. 46 δευτερόλεπτα για το τέλος, time out Σικάγο. Η επαναφορά από την πλάγια γραμμή και πάλι στα χέρια του Τζόρνταν. Ο Σλόαν δεν θέλει να την πάθει όπως την προηγούμενη σεζόν, δίνει εντολή για άμυνα ένας εναντίον ενός. O Τζόρνταν αποφασίζει να πάει στη διείσδυση, νικά κατά κράτος τον αντίπαλό του, Μπράιον Ράσελ, και μειώνει σε 86-85.

Οι Τζαζ ξεκινούν την επίθεση στα σίγουρα χέρια του computerized Τζον Στόκτον. Κλασσικό pick’n’roll με τον Μαλόουν που κρατά τη μπάλα και φυλάσσεται από το Ρόντμαν. Δεν καταλαβαίνει ούτε ο ίδιος το κλέψιμο του Τζόρνταν, χάνει τη μπάλα σε χρόνο λιγότερο από το κλείσιμο του ματιού.

Ο Τζόρνταν ξεχύνεται μπροστά, έχει τη μπάλα στο χέρι και όλη την πίεση του κόσμου στις πλάτες του. Όλα τα μάτια είναι στραμμένα πάνω του, όλη η καριέρα του περνά από μπροστά του. Απομένουν λίγα δευτερόλεπτα. Οι Τζαζ και πάλι επιλέγουν να μην ντουμπλάρουν. 8 δευτερόλεπτα, 7, 6, 5.

3 δευτερόλεπτα, μια απόφαση, ένα Πρωτάθλημα. Στο επόμενο δευτερόλεπτο ο Μπράιον Ράσελ βρίσκεται στο έδαφος, οι Αμερικανοί το λένε «ankle breaker»«το σπάσιμο του αστραγάλου». Ο Τζόρνταν έχει φάτσα το καλάθι, περίπου στα έξι μέτρα, για ένα σουτ που έχει πάρει άπειρες φορές στην καριέρα του. Σηκώνεται και πυροβολεί. Μέσα. 86-87, τέλος. «The greatest clutch sequence in basketball history».

45 από τους 87 πόντους των Μπουλς είναι δικοί του, το έκτο δαχτυλίδι και ο έκτος τίτλος φέρουν πέρα για πέρα το όνομα και την υπογραφή του. Σε εκείνο το σουτ του Τζόρνταν σταμάτησε ο χρόνος, το ΝΒΑ έπαψε να είναι πια το ίδιο, το lock out της επόμενης σεζόν το έκανε ακόμα πιο απόμακρο, ήταν το κλείσιμο ενός κύκλου, το τέλος μιας εποχής.

Ο τελευταίος χορός στο Salt Lake City έχει τελειώσει, ο Τζόρνταν, μετά τους καθιερωμένους εορτασμούς, σβήνει τις μηχανές, θέλει να ηρεμήσει και να φύγει από μέσα του όλο το άγχος και η πίεση μιας σεζόν που σε όλους φάνηκε “η τέλεια”, αλλά ίσως ήταν η δυσκολότερη από άποψη προσωπικών σχέσεων μέσα στην ομάδα.

Θα δει το Τζέρι Ράινσντορφ, προτού φύγει στο Great Hills για να παίξει γκολφ. Ο ιδιοκτήτης των Μπουλς ουσιαστικά του λέει πως τώρα είναι η στιγμή, είναι το τέλειο timing να αποχωρήσει στον κολοφώνα της δόξας του. Είναι 35 ετών, έχει κατακτήσει κάθε πιθανή και απίθανη ατομική διάκριση, έξι Πρωταθλήματα, Ολυμπιακά Χρυσά μετάλλια.

Τα χρήματα είναι μια ξεχωριστή συζήτηση, επί της ουσίας για πολλά χρόνια το κύριο εισόδημά του δεν προερχόταν από τη σύμβασή του με τους Μπουλς αλλά από χορηγούς και λοιπές συμφωνίες εκμετάλλευσης του ονόματος και της εικόνας του. Η Nike δεν είχε απολύτως καμία πρόθεση να διακόψει τη συνεργασία μαζί του, ήταν ο Μάικλ Τζόρνταν, πάντα θα είναι ο Μάικλ Τζόρνταν.

Μέσα του δεν είχε ξεκαθαρίσει τι θα κάνει, η απόφαση του Φιλ Τζάκσον να αποχωρήσει από τους Μπουλς ήταν η πρώτη και κύρια απογοήτευση, όταν ο Κράους αποφάσισε να ανταλλάξει τον Πίπεν στο Χιούστον, η απογοήτευση έγινε αποδοχή. Άπαντες υπέθεταν ότι ο Τζόρνταν αποχώρησε από το μπάσκετ.

Επίσημη τοποθέτηση δεν υπήρχε, το lock out και η σύγκρουση ιδιοκτητών και ένωσης παικτών είχε βάλει το ΝΒΑ σε μια διαδικασία “εσωτερικότητας” και με την αλλαγή δεδομένων δεν υπήρχε καν ο χρόνος για να κλείσει η εποχή Μάικλ Τζόρνταν. Ο ίδιος εμπιστευόταν ελάχιστους ανθρώπους, ανέκαθεν οι φιλίες του ήταν ένα προβληματικό κομμάτι του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του, συνήθιζε να κλείνεται ακόμα περισσότερο στον εαυτό του μπροστά σε κάθε μεγάλη αλλαγή στη ζωή του, στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για μια απόφαση ζωής.

Παρόλα αυτά, έδειχνε σαν παγιδευμένος σε ένα limbo, έμοιαζε σαν να χρειαζόταν ένα πολύ οικείο πρόσωπο να αποταθεί και τέτοιο δεν υπήρχε. Ίσως εκεί έγινε αντιληπτό για ποιον λόγο σε κάθε δύσκολη καμπή της ζωής του αναζητούσε το Τζέιμς και πόσο σημαντική ήταν η απώλειά του και σε επίπεδο προσωπικότητας.

Η σχέση του με τη Ντελόρις δεν ήταν η ίδια με παλιότερα, με τα αδέρφια του ήταν απομακρυσμένος, ειδικά με τη «Sis», από τη στιγμή που έφτασε στ’ αυτιά του η πρόθεσή της να εκδώσει βιβλίο σχετικά με την οικογένεια, η σχέση ήταν ανύπαρκτη. Ο Τζόρνταν θεωρούσε ότι ο απώτερος σκοπός της ήταν ανέκαθεν οικονομικός.

Ήξερε ότι το μισό δισεκατ. δολάρια της περιουσίας του ήταν αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των στενών συγγενών του. Δεν του ζητούσαν ευθέως χρήματα, πάντα όμως εμπλεκόταν πλαγίως είτε στις αποτυχημένες επενδύσεις τους είτε στις έκτακτες ανάγκες του καθενός. Και, όταν εμφανιζόταν κατ’ αρχήν αρνητικός, πάντα θα βρισκόταν κάποιος από το περιβάλλον του να του υπενθυμίσει ότι με τον Τζέιμς «που τους είχε καταστρέψει τη ζωή» υπήρξε πάντα γενναιόδωρος.

Ο Τζόρνταν βίωνε μια κατάσταση που ήταν πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήθελε ο κόσμος απ’ αυτόν, τι ήθελαν οι Μπουλς, οι fans, η οικογένειά του. Κατά βάση δεν ήξερε ούτε ο ίδιος.

Το Δεκέμβριο το lock out επιτέλους τελειώνει, ο Ράινσντορφ τηλεφωνεί πρώτα στον Τζόρνταν: «Τον Ιανουάριο είναι η κατάλληλη στιγμή να επικοινωνήσεις στον κόσμο την απόφασή σου». 13 Ιανουαρίου του 1999 σε μια απίστευτα ευρεία συνέντευξη Τύπου στο United Center ο Τζόρνταν ανακοινώνει την αποχώρησή του από την ενεργό δράση.

Όταν οι δημοσιογράφοι τον ρωτούν εάν η απόφασή του είναι τελική, χαμογελάει και με τη μπάσα φωνή του απαντά «never say never». Δεν είναι ότι δεν είχε ωριμάσει η ιδέα μέσα του, όπως θα πει αργότερα, απλώς -βιωματικά πια- ήξερε ότι στη ζωή δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτα. «Όταν το είπα, ήμουν σίγουρος 99% ότι θα είναι έτσι. Πάντοτε υπήρχε όμως το 1%». Από εκείνη τη συνέντευξη Τύπου έλειπαν όλα τα μέλη της οικογένειάς του.

Λίγο καιρό μετά την αποχώρησή του ξεκίνησε μια τεράστια κουβέντα σχετικά με το πώς θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τους Μπουλς. Ο ίδιος θα ήθελε ένα ποσοστό συνιδιοκτησίας, αλλά αυτά ήταν δύσκολα πράγματα, όταν απέναντί σου έχεις έναν πολύ σκληρό επιχειρηματία όπως ο Τζέρι Ράινσντορφ. Ο Φολκ έκανε μια προσέγγιση, αλλά ήταν η πρώτη φορά που δεν είχε εκείνος το καλό χαρτί στα χέρια του. Ο Ράινσντορφ θα μπορούσε να ενδώσει, μόνο στην περίπτωση που θα ήθελε να το δει σαν “επιβράβευση” της προσφοράς του Τζόρνταν στους Μπουλς.

Δεν το είδε, αναμενόμενο. Ο Τζόρνταν πιθανόν πικράθηκε, αλλά ο εγωισμός του δεν επέτρεπε να το βγάλει ποτέ προς τα έξω. Συνέχισε να παίζει γκολφ και άφησε το entourage του να ασχοληθεί με τον τρόπο που θα μείνει “κοντά” στο ΝΒΑ.

Οι πρώτες φήμες ενέπλεξαν τους Μπακς και πράγματι υπήρχε βάση και μάλιστα και ένα είδος κατ’ αρχήν συμφωνίας. Ο ιδιοκτήτης των Μπακς όμως, Χερμπ Κολ, φέρεται να έκανε πίσω λίγο πριν τις υπογραφές για αδιευκρίνιστο λόγο. Το πρόσκαιρο κενό εκμεταλλεύθηκε ο κροίσος της The America Online, Τεντ Λέονσις, συνιδιοκτήτης των Ουάσινγκτον Ουίζαρντς, ενώ ο Τζόρνταν είχε δηλώσει στον Φολκ την πρόθεσή του να προσεγγιστεί ο Τζορτζ Σιν, ιδιοκτήτης των Σάρλοτ Χόρνετς. Ο κύριος μέτοχος των Μπούλετς (και νυν Ουίζαρντς), Άμπε Πόλιν, πείστηκε τελικά από τον Κολ και ο Τζόρνταν μπήκε στο σχήμα, του δόθηκε μάλιστα και ο τίτλος του basketball executive, παρότι δεν είχε την παραμικρή εμπειρία από management.

Ο Τζόρνταν πήρε σοβαρά το ρόλο του, ξεκίνησε να στελεχώνει τους Ουίζαρντς με αποκλειστικής του επιλογής συνεργάτες, προσπάθησε μάλιστα να πείσει και τον Τζον Πάξσον να αφήσει τη θέση assistant στους Μπουλς για να τον ακολουθήσει. Λίγο αργότερα θα έπειθε τον Νταγκ Κόλινς, κίνηση που ουσιαστικά του επέτρεψε να επιστρέψει για τρίτη φορά.

Θα φέρει στην Ουάσινγκτον τον παλιό συμπαίκτη και φίλο, Ροντ Χίγκινς, κυρίως θα πείσει το πρώην μέλος του τεχνικού team των Μπουλς, Τζόνι Μπαχ, να πάρει μέρος στο project που ήθελε να στήσει, για να αναστήσει μια (πολύ) μέτρια ομάδα του ΝΒΑ, η οποία υπό την ιδιοκτησία του Πόλιν είχε ήδη μετακομίσει από τη Βαλτιμόρη στην πρωτεύουσα και κατόπιν για λόγους marketing και αμερικανικού πουριτανισμού είχε αλλάξει και την ονομασία της από Μπούλετς σε Ουίζαρντς.

O Τζόρνταν περίμενε ότι και μόνο η παρουσία του στο management θα άλλαζε το status της ομάδας και οι νεαροί παίκτες θα εμπνευστούν αποδίδοντας τα μέγιστα. Έκανε λάθος και ξεκίνησε να προβληματίζεται πολύ σοβαρά, αφού δεν μπορούσε να αποβάλλει από μέσα του το competitiveness που είχε ως παίκτης.

Ήταν άνοιξη, όταν στράφηκε στον Μπαχ με τον οποίον γνωρίζονταν πολλά χρόνια, και του εκμυστηρεύθηκε την πρόθεσή του να παίξει. Ο Μπαχ εξεπλάγη, αλλά είδε στο βλέμμα του Τζόρνταν μια φλόγα που του θύμισε τον παλιό Μάικλ, εκείνον που θεωρούσε εαυτόν καλύτερο όλων.

Το πρόβλημα ήταν πως η φυσική του κατάσταση σε συνδυασμό με τα κατεστραμμένα του γόνατα απαγόρευαν την εμπλοκή σε επαγγελματικό επίπεδο με το μπάσκετ. Είχε παχύνει, δεν ζούσε τη ζωή ενός αθλητή και απολύτως φυσιολογικά η ηλικία του είχε πάρει μαζί της την πλειονότητα των αθλητικών προσόντων του. Ο Τζόρνταν τα γνώριζε βέβαια αυτά που αντέταξε ο Μπαχ, γι’ αυτό φρόντισε να (ξανα)καλέσει τον Τιμ Γκρόβερ, τον άνθρωπο που τον είχε “επαναφέρει” στην επιστροφή του στο μπάσκετ μετά το ατυχές διάλειμμα του μπέιζμπολ.

O Μπαχ και πάλι προσπάθησε να τον μεταπείσει, λέγοντάς του πως η ομάδα δεν είναι ανταγωνιστική και θα βρεθεί να μάχεται χωρίς λόγο σε σχέση με το παρελθόν, ο κόσμος τον θυμάται Πρωταθλητή και όχι μέλος μιας ομάδας που μετά βίας μπορεί να βρεθεί στη ζώνη των playoffs. Ο Τζόρνταν όμως τον αφόπλισε: «Εάν οι μικροί δουν εμένα να δουλεύω και να μάχομαι, θα ενδιαφερθούν. Δεν το κάνω για μένα, το κάνω για το παιχνίδι».

Τελικά αυτός ήταν ο Τζόρνταν, ένας άνθρωπος που αγαπούσε το παιχνίδι πιο πολύ και από το νάρκισσο εαυτό του. Ίσως βέβαια μέσα του να ήξερε πως, αν γυμναστεί, θα κατορθώσει και πάλι να καταπλήξει το μπασκετικό σύμπαν.

Ο Μπαχ πείστηκε, έβγαλε και έναν δακρύβρεχτο λόγο περί Ρόκι Μαρτσιάνο και Τζο Nτι Μάτζιο που συγκίνησε τον Τζόρνταν και έκανε τον Πόλιν να τρίβει τα χέρια του, σκεπτόμενος τα δολάρια να ρέουν.

Ο Τζόρνταν όχι μόνο επέστρεψε αλλά λίγο πριν τα 40 του χρόνια έκλεισε με 22 πόντους μ.ο., γέμισε μια αρένα που δεν είχε ξαναγνωρίσει ποτέ τόσο μεγάλες δόξες και στην ουσία απέδειξε πως ακόμα και στα 38 και τα 40 του είναι ανώτερος όλων εκείνων των “αστέρων” που τον διαδέχτηκαν.

Αυτό που έκανε ο Μάικλ με τους Ουίζαρντς ήταν και θα παραμείνει το μεγαλύτερο επίτευγμα για τους λάτρες του. Κατάφερε όχι μόνο να σταθεί αξιοπρεπώς, ούτως ώστε να μην τσαλακωθεί ο μύθος του, αλλά να νικήσει, να επιβληθεί, ορισμένες φορές ακόμα και να κυριαρχήσει.

We want Mike

Στις 16 Απριλίου του 2003 δόθηκε η τελευταία παράσταση στη Φιλαδέλφεια. Καθόταν στον πάγκο χαμογελαστός, όταν ολόκληρο το First Union Center κραύγαζε «We want Mike». O Νταγκ Κόλινς πήγε από πάνω του, ο Μάικλ χαμογελούσε αμήχανα πια, προσπαθούσε να τον πείσει να επιστρέψει στο παρκέ. Με 2’35” για το τέλος, ο Μάικ σηκώνεται, το πλήθος τρελαίνεται.

Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ο Έρικ Σνόου του κάνει φάουλ για να τον στείλει στη γραμμή. Ευστοχεί και στις δύο. Ο Σίμονς ξανακάνει φάουλ στον Σάλμονς για να ξανασταματήσει το χρονόμετρο και ο Μάικλ Τζόρνταν απολαμβάνει το τελευταίο standing ovation της καριέρας του. Είχαν προηγηθεί πάρα πολλά, σε κάθε γήπεδο που εμφανιζόταν να αγωνιστεί στην τρίτη επιστροφή, το κοινό ήξερε μέσα του ότι ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία. Επί τεσσερα λεπτά τον χειροκροτούν fans, συμπαίκτες, αντίπαλοι, διαιτητές, η γραμματεία, οι δημοσιογράφοι, οι κάμεραμεν, όποιος άνθρωπος ανέπνεε μέσα στο Union Center. Η αυλαία έπεσε.

Ο μοναδικός που δεν συγκινήθηκε από την αποχώρηση του «MJ» ήταν ο Άμπε Πόλιν. Δεν πέρασαν ούτε τρεις εβδομάδες από την αποχώρησή του, όταν στις 7 Μαΐου τού ανακοίνωσε πως απολύεται από το διοικητικό σχήμα των Ουίζαρντς. Ο Τζόρνταν το εξέλαβε ξεκάθαρα ως προδοσία, είχε παραχωρήσει το χαρτοφυλάκιο των μετοχών του στον Πόλιν, όταν αποφάσισε να επιστρέψει στους αγωνιστικούς χώρους, και είχαν συμφωνήσει πως, όταν ολοκληρώσει την καριέρα του, θα επέστρεφε στο διοικητικό σχήμα.

Ως παράγοντας όμως ποτέ δεν ήταν τόσο επιτυχημένος, η θέση του ήταν πάντοτε μέσα και όχι έξω από το παρκέ. Μια διοικητική θέση θα κόστιζε πολλά χρήματα στον Πόλιν, ο οποίος δεν ήταν διατεθειμένος να αναλαμβάνει τα οικονομικά ρίσκα από τις αποφάσεις του Τζόρνταν, και -παρά τη γενική κατακραυγή- το κεφάλαιο Ουίζαρντς από οποιοδήποτε πόστο έκλεισε.

Άνοιξε βέβαια εκείνο των «Bobcats», στους οποίους αγόρασε ένα μικρό ποσοστό λίγο καιρό αργότερα, μετά από μια τρελή ιστορία σε ένα stripclub στη Σάρλοτ, όπου, μαζί με τον Μαρκ Κιούμπαν (ιδιοκτήτη των Ντάλας Μάβερικς), τον Τσαρλς Όκλεϊ (παλιό του συμπαίκτη) και μερικούς ακόμα φίλους, γνώρισε τον Ρόμπερτ Τζόνσον και προέκυψε η συνεργασία μετά από μια παρτίδα μπιλιάρδο.

Εκείνη την εποχή βέβαια το τελευταίο που τον απασχολούσε ήταν το management, αφού αντιμετώπιζε ένα από τα σκληρότερα διαζύγια στην αμερικανική νομολογία. Με τη Χουανίτα είχαν απομακρυνθεί πολύ καιρό, οι αλλαγές στη ζωή του, η μεταβατική περίοδος από αθλητής σε παράγοντας, ξανά αθλητής και πλέον “απλώς” Μάικλ Τζόρνταν, επέφεραν και αναπόφευκτες αλλαγές στα προσωπικά του. Ο δικαστικός συμβιβασμός του πολύκροτου διαζυγίου κόστισε στον Τζόρνταν το αστρονομικό ποσό των 150 εκατ. δολαρίων.

Είχε ήδη γνωρίσει το top model Ιβέτ Πριέτο, η οποία θα γινόταν η μέλλουσα σύζυγός του, ήταν εμφανές όμως πως χωρίς μπάσκετ αισθανόταν έξω απ’ τα νερά του.

Του έλειπε πολύ το μπάσκετ, φάνηκε πάνω απ’ όλα το 2009, όταν εντάχθηκε στο Hall of Fame, όπου περιέργως επέλεξε τον Τζόνι Μπαχ να τον συνοδεύσει και όχι το Φιλ Τζάκσον, όπως θα περίμενε κανείς. Τα δάκρυα του Τζόρνταν κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης ήταν το μεγάλο παράπονο που η καριέρα του δεν κράτησε για πάντα.

Έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του εκείνη η βραδιά στο Springfield, μίλησε για τον αείμνηστο Ντιν Σμιθ, θυμήθηκε στιγμές της καριέρας του, μεγάλες και μικρές, ήταν τόσο τρακαρισμένος όσο την πρώτη φορά που ο coach του στο Laney High τού είπε «μπαίνεις». Τα έχασε, ο λόγος του έγινε αντικείμενο κριτικής και τα media, ο κόσμος του μπάσκετ, τον αποδοκίμασαν, διότι είπε τόσα πολλά, επιδοκίμασε και αποδοκίμασε τόσους ανθρώπους που οι παρευρισκόμενοι απορούσαν. Δεν είχε καν ετοιμάσει το λόγο του, άνοιξε την ψυχή του και μίλησε.

Ποτέ άλλοτε δεν είχε εμφανιστεί αυτός ο Τζόρνταν ενώπιον κοινού, πολλοί κατάλαβαν τότε τη σχέση του με τον πατέρα του, το πόσο εύθραυστος ήταν και πόσο προσπαθούσε να διατηρήσει την εικόνα που είχαν όλοι γι’ αυτόν. Έβγαλε από μέσα του όλα όσα δεν είχε πει για δεκαετίες, το timing ήταν πολύ κακό, αλλά, αν δεν εξωτερίκευε τα συναισθήματά του, δεν θα έβρισκε ποτέ ένα μέρος από την ψυχική του ισορροπία. Δεν έπεται ότι ο καλύτερος εντός παρκέ είναι και ο καλύτερος εκτός.

Στο μυαλό του θα είναι πάντα ο #1, είναι ο #1, αλλά υπό διαφορετικό πρίσμα, με άλλες συνθήκες, αποτυπωμένος κυρίως σε εκείνους που τον έζησαν και ήταν τυχεροί να ζουν την ίδια εποχή μαζί του.

Αλλά είχε αδυναμίες, είναι ανθρώπινος, θνητός. Αυτό ο κόσμος δεν μπορούσε να το καταλάβει, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την ψυχοσύνθεση αυτού του ανθρώπου, πολύ απλά γιατί κανείς δεν θα κατορθώσει ποτέ έστω να πλησιάσει το επίπεδό του στο άθλημα που μεγαλούργησε.

Δεν έχουν σημασία ούτε οι τίτλοι, τα ρεκόρ, οι πόντοι, τα βραβεία mvp, η παραμυθένια καριέρα.

Σημασία έχει ότι, όπως γίνεται με όλους τους χαρισματικούς ανθρώπους, τις προσωπικότητες που σημάδεψαν και άλλαξαν για πάντα τομείς της ζωής μας, ο Μάικλ Τζόρνταν παραμένει ένας άνθρωπος που ποτέ δεν πρόκειται να καταλάβουμε.

Μπορούμε μόνο να μεταδώσουμε την κληρονομιά του στις νεότερες γενιές και να τον βάλουμε στο ίδιο κάδρο με τον Άιρτον Σένα, τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, τον Γιουσέιν Μπολτ, τον Κάσιους Μαρσέλους Κλέι ή αλλιώς Μοχάμεντ Άλι.

Το κάδρο υπογράφεται από την ίδια την ιστορία και έχει τίτλο «Τότε, τώρα και για πάντα».

Πηγή: Athletes’ Stories

Ο πρώτος χορός του Michael Jordan

Η απογείωση του Michael Jordan

Νόμος Jordan

Pin It on Pinterest

Shares
Share This