Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Ο Φρέντι Λιούνγκμπεργκ μόλις είχε τριανταρίσει.

Στα ντουζένια του δηλαδή, παρότι η χρυσή δεκαετία του στην Άρσεναλ είχε μόλις ολοκληρωθεί, επιλέγοντας ν’ αλλάξει απλώς γειτονιά στο Λονδίνο και μετακομίζοντας στη Γουέστ Χαμ. Απομεσήμερο, καθημερινής, working day, working hours που λένε και στο Νησί. Πάντα σε κίνηση η αγγλική πρωτεύουσα, στο στούντιο μερικά στενά μακρύτερα από την περίφημη Oxford Steet αυτή είναι ακόμα πιο εμφανής.

Η φημισμένη γαλλική εταιρεία Cartier θέλει να λανσάρει στην αγορά ένα νέο διαμαντένιο ρολόι αξίας 100.000 ευρώ. Οι άνθρωποί της, τρεις συνολικά, συμπεριλαμβανομένων των security, το έχουν μεταφέρει στο στούντιο και -κυριολεκτικά- δεν το χάνουν από τα μάτια τους.

Ο φωτογράφος μαζί με τον βοηθό του έχουν προσληφθεί ειδικά για τη συγκεκριμένη διαφήμιση και έχουν φτάσει στο Λονδίνο με ιδιωτικό, μισθωμένο τζετ από της Μαλδίβες. Δύο ακόμα είναι οι υπεύθυνοι του μακιγιάζ, άλλοι τόσοι οι στιλίστες, ένας έχει αναλάβει τα διαδικαστικά της φωτογράφισης, δύο οι τεχνικοί, ισάριθμοι οι ατζέντηδες, μεταξύ αυτών και ο προσωπικός για χρόνια του Λιούνγκμπεργκ, υπεύθυνοι ασφαλείας και bodyguards εντεταλμένοι για την προστασία του προϊόντος αλλά και του προσώπου που θα το αναδείκνυε. Το σύνολο, καμιά εικοσαριά.

Ο Λιούνγκμπεργκ κατέφθασε αμέσως μετά την πρωινή προπόνηση, με super car αξίας άνω των 200.000 ευρώ, λίγο καθυστερημένος. Προβλέπεται. Και συγχωρείται. Χαιρετάει τους πάντες, ονομαστικά, συμπεριφέρεται λες και βρίσκεται στον φυσικό του χώρο. Όσους, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, δεν γνωρίζει, φροντίζει να τους μάθει. Σε μια γωνιά περιμένουν και δύο πατριώτες του δημοσιογράφοι, στους οποίους εν μέσω της φωτογράφισης έχει τάξει συνέντευξη.

Χρόνο είχε άπλετο. Επτά ώρες κράτησε συνολικά η όλη διαδικασία. Δεν υπήρχαν περιθώρια για  να παραταθεί σε δεύτερη μέρα. Δεν βαρυγγώμησε. Δεν προκάλεσε. Δεν βεντέτισε.

Επαγγελματίας καθ’ όλα, έκανε ό,τι προβλεπόταν, ό,τι χρειαζόταν, απόλυτα συνεργάσιμος, μέχρι να ολοκληρωθεί η δουλειά, για την οποία -φυσικά- αμείφθηκε με το ρολόι που διαφήμισε.

Φεύγοντας από το στούντιο, βράδυ πλέον, μέχρι να μπει στο αυτοκίνητό του, τον σταμάτησαν περαστικοί, ζητώντας μια ακόμα φωτογραφία. Δεν τους χάλασε χατίρι και χάρισε το ενσταντανέ μπροστά από ένα τεράστιο billboard που κάλυπτε την είσοδο ενός παρακείμενου κτηρίου. Μπροστά από ένα ολόσωμο δικό του πόστερ που προμόταρε τη δική του σειρά εσωρούχων Calvin Klein.

Και όλα αυτά αρκετά χρόνια νωρίτερα. Χωρίς τη σημερινή φρενίτιδα των social media, χωρίς την ασύλληπτη διάδρασή τους στη διαμόρφωση του στάτους ενός επαγγελματία, κορυφαίου επιπέδου έτσι κι αλλιώς, ποδοσφαιριστή. Το σταριλίκι δεν κατοχυρωνόταν -μέχρι τότε- ως κομμάτι ενός εμπορικού μηχανισμού προώθησης. Απλώς, είτε υπήρχε είτε όχι. Και αναδεικνυόταν.

Και ο Λιούνγκμπεργκ από δαύτο ξεχείλιζε…

Από τον καναπέ του Βενγκέρ

Φρέντρικ το όνομα του. Το «Φρέντι» τού κόλλησε ως παρατσούκλι, ως υποκοριστικό, όταν μετακόμισε στην Αγγλία. Και έμεινε, σε επίπεδο που αντικατέστησε ουσιαστικά -στο οτιδήποτε- αυτό που του έδωσαν ο πολιτικός μηχανικός πατέρας του και η εργαζόμενη στο εργατικό σουηδικό κόμμα μητέρα του, ταύτισε, ως σαφώς πιο εύηχο casual συμπλήρωμα, το ό,τι η καριέρα του έφτασε να αντανακλά.

Πέντε χρόνων ήταν, όταν σήκωσε μπαϊράκι αντιδρώντας σε απόφαση των γονιών του να μετακομίσουν στο Χάλμσταντ. Γνωστό πως γεννιέσαι, δεν γίνεσαι. Δεν του πέρασε, εννοείται, μαλάκωσε όμως, όταν του έταξαν πως θα έπαιζε ποδόσφαιρο. Και όχι μόνο δηλαδή. Σουηδόπαιδο, ειδικά στις αρχές της δεκαετίες του ’80, και να μην ασχολείται με το χόκεϊ ή το χάντμπολ δεν νοούταν.

Πολυπράγμων ο μικρός όμως, τα προλάβαινε όλα. Εκεί που ξεχώριζε αναντίρρητα ήταν με το τόπι στα πόδια. Τόσο μάλιστα καλός, ώστε ανάγκασε τη Χάλμσταντ να αλλάξει τους ως τότε απαρέγκλιτους κανονισμούς που απαγόρευαν παιδιά, όσο χαρισματικά και ταλαντούχα και αν ήταν, να προωθούνταν σε μεγαλύτερες από την ηλικία τους ομάδας.

Για δαυτόν όμως έγινε η εξαίρεση και έτσι στα 12 του βρέθηκε να παίζει στην U14 του συλλόγου. Αυτό ήταν και το σημείο καμπής για την αθλητική του επιλογή. Παράτησε λοιπόν από τη μία το πακ και από την άλλη την μπάλα με τα χέρια και αφοσιώθηκε στο ποδόσφαιρο. Χωρίς, παράλληλα, να αμελήσει τις σπουδές.

Όταν ντεμπούταρε ως επαγγελματίας στα 16 του, είχε ήδη εξασφαλίσει βαθμολογία στο σχολείο που του επέτρεπε, με την ενηλικίωση, να σπουδάσει. Είχε μάλιστα επιλέξει ως κατεύθυνση κάτι πρωτοποριακό για την εποχή, Τεχνολογία Πληροφοριών. Η ποδοσφαιρική του πρόοδος όμως επισκίαζε τα πάντα και δεν άφηνε κανένα περιθώριο για οτιδήποτε άλλο.

Ειδικά με την εξέλιξή του να είναι fast track. Μέχρι τα 20 του είχε κερδίσει τα πάντα εντός των συνόρων με τη φανέλα της Χάλμσταντ, είχε προλάβει και να ντεμπουτάρει και να καθιερωθεί στην Εθνική ομάδα της Σουηδίας, διαψεύδοντας τον Λαρς Λάγκερμπακ, στέλεχος τότε των προπονητικών επιτελείων της «Blågult» (προτού μονιμοποιηθεί ως εκλέκτοράς της), ο οποίος τον θεωρούσε πολύ κοντό για να κάνει καριέρα. Το μπόι του, για την ιστορία, στα 175 εκατοστά…

Η μεσοεπιθετική πολυχρησιμότητά του, αφού μπορούσε να αγωνιστεί οπουδήποτε πίσω από τον φουνταριστό, η τεχνική του, η ευχέρεια του στην πάσα αλλά και την ατομική προσπάθεια, η ταχύτητα και η δυναμική του στο γήπεδο, όλα συνέθεταν ένα πακέτο που δεν γίνονταν να αγνοηθεί. Και προφανώς ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα στην Allsvenskan.

Για έναν χρόνο τον παρακολουθούσαν οι scouts της Άρσεναλ, μεταξύ άλλων clubs της Premier League. Ο ίδιος ο Αρσέν Βενγκέρ δεν τον είχε δει ποτέ live. Είχε δεχτεί θετικές και αρκετές εισηγήσεις, αλλά ο -μέχρι τότε τουλάχιστον- απαράβατος κανόνας του Αλσατού ήταν πως, προτού προχωρούσε σε μια αγορά, ανεξαρτήτως ποιοι και πόσοι τού την εισηγούνταν, θα φρόντιζε ο ίδιος να δει live τον υποψήφιο να φορέσει τη φανέλα των «Κανονιέρηδων».

Δεν το είχε καν προγραμματισμένο. Έκατσε απλώς στον καναπέ του, αρχές Σεπτεμβρίου του 1998, για να δει ένα παιχνίδι Σουηδίας-Αγγλίας στα προκριματικά του Euro 2000 μόνο και μόνο για να τσεκάρει την κατάσταση των διεθνών ποδοσφαιριστών με τα «Λιοντάρια» των Λονδρέζων.

Ο Λιούνγκμπεργκ όμως τον ανάγκασε να παραβεί όλα του τα ιερά και τα όσια, να τον σηκώσει από εκείνον τον καναπέ και, με όσα είδε στο κουτί, να καταθέσει την επόμενη κιόλας μέρα πρόταση στη Χάλμσταντ, τότε ύψους 3.5 εκατ. ευρώ.

Ίσα που πρόλαβε τον Σερ Άλεξ, σε ένα ακόμα από τα “what if’s” της σύγχρονης ποδοσφαιρικής ιστορίας…

Πυξ-λαξ με τον Μέλμπεργκ

Είκοσι χρόνων, από τη Σουηδία (όπου σαφώς ξεχώριζε) στην Premier League και την διεκδικήτρια Άρσεναλ. Άλμα. Αυτός πάντως χάρηκε περισσότερο που άφησε το… «34» που φόραγε στη Χάλμσταντ για το έτσι κι αλλιώς εμβληματικό «8» των Λονδρέζων. Ήταν έτσι κι αλλιώς (το νούμερο του Ίαν Ράιτ γαρ…), φρόντισε να διαιωνίσει και ο ίδιος τον μύθο του στα 10 χρόνια που το φόρεσε.

Οι συστάσεις, με το καλημέρα, ενδεικτικές. Γκολ στο ντεμπούτο του κόντρα στη Γιουνάιτεντ, υπενθυμίζοντας έτσι στον Φέργκι τι δεν πρόλαβε. Μοιραία πάντως χρειάστηκε χρόνο, αναμενόμενα ευνοήθηκε από την άφιξη του Τιερί Ανρί, ο οποίος -μόνος του…- ανέβασε επίπεδο όλους τους «Κανονιέρηδες». Συλλογικά και ατομικά. Και έτσι, στη δεκαετία του, πρώτα στο Highbury και μετά στο Emirates, ο Σουηδός πανηγύρισε δύο Πρωταθλήματα (το ένα μάλιστα με το ιστορικό αήττητο των επονομαζόμενων έκτοτε «Invincibles»), τρία Κύπελλα, έφτασε, έπαιξε και έχασε έναν Τελικό Champions League (το 2006 στο Παρίσι από την Μπαρτσελόνα, με τον συμπατριώτη του, τον Χένρικ Λάρσον, να χαρίζει το τρόπαιο στους «Blaugrana»), αλλάζοντας τελείως το δικό του στάτους.

Αναγορεύτηκε σε κορυφαίο της χρονιάς το 2002. Συμπεριλήφθηκε στην κορυφαία ενδεκάδα μη Άγγλων της πρώτης δεκαετίας της Premier League, έγινε αρχηγός της Εθνικής Σουηδίας, διαδεχόμενος τον Όλοφ Μέλμπεργκ και αποτελώντας ουσιαστικά τον προπομπό, το prequel (στα πάντα) του Ζλάταν.

Πήρε την χρυσόσκονη που τον μπόλιασε (αλλά και μπόλιασε ο ίδιος) η Άρσεναλ και την έφερε στο αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα, συμμετέχοντας αδιαλείπτως σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις από το 2000 ως και το 2008 (όποτε και αποσύρθηκε), σε τρία δηλαδή Euro και δύο Παγκόσμια Κύπελλα.

Και ναι, μπορεί να μην κατάφερε ποτέ να οδηγήσει την Εθνική του ομάδα μακρύτερα από την πρώτη νοκ άουτ φάση (το πολύ), αλλά ήταν πάντα εκεί. Έπαιξε με σακατεμένα πλευρά (Euro 2008), με τσακισμένο αστράγαλο και ιατρικές συστάσεις να μην πατήσει καν στο γήπεδο (Παγκόσμιο Κύπελλο 2006), πάντα όμως, ακόμα και με τη φυσική του παρουσία, ήταν το βαρόμετρο της «Blågult».

Προκαλώντας με την φούρια του τη… φυσική ροή των πραγμάτων. “Κέρδισε” το στάτους του με… μάχη. Κυριολεκτικά. Κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης της Σουηδίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, πριν ξεκινήσει, σε Media Day μάλιστα, παρουσία δηλαδή όλων των εκπροσώπων Τύπου, πλακώθηκε με τον -τότε υπαρχηγό- Όλοφ Μέλμπεργκ. Ξύλο κανονικό, κλωτσοπατινάδα άσχημη, πάλη στο χορτάρι για ώρα, χωρίς κανείς από τους συμπαίκτες τους να μπορούν να παρέμβουν και με τα πάντα να καταγράφονται.

Η Ναόμι, ο Χάμιλτον και ο Έλτον Τζον

Πλέον είναι δυσδιάκριτο τι προκάλεσε, ποιος γέννησε ποιον. Ο ποδοσφαιριστής τον celebrity ή το αντίθετο. Το βέβαιο είναι πως η μία ιδιότητα, είτε εκούσια είτε ακούσια, ακολουθούσε, συμπλήρωνε την τροχιά της άλλης. Είτε με το πιο απλό, την εναλλαγή των πολύχρωμων δηλαδή κομμώσεών του που έφτασαν κάποια στιγμή να γίνουν trademark στο γήπεδο, είτε από τα πιο… επιχειρηματικά. Μορφονιός έτσι κι αλλιώς, από το 2002 συνεργαζόταν με την Calvin Klein, διαφημίζοντας αυτή την περίφημη σειρά εσωρούχων που του άλλαξε αμετάκλητα το εμπορικό κυρίως στάτους.

Έγινε κάτι παραπάνω από ένας ποδοσφαιριστής. Ψηφίστηκε ως ο πλέον σέξι της Premier League, το «Sports Illustrated» έφτασε να τον χρίζει ως τον τρίτο πιο όμορφο αθλητή του πλανήτη. Χωρίς καν να αγωνίζεται (ακόμη) στις ΗΠΑ, σε εποχή που οι όποιοι εκπρόσωποι του soccer ελάχιστα ενδιέφεραν ή ήταν ανάλογα με άλλα “αμερικανικά” αθλήματα αναγνωρίσιμοι στο κοινό της άλλης πλευράς του Ατλαντικού (εκτός αν το όνομά τους ήταν Ντέιβιντ και το επίθετο Μπέκαμ).

Περαιτέρω ενισχυτικό ότι για χρόνια ψηφιζόταν στο top 3 των πλέον καλοντυμένων αθλητών όλων των εκδόσεων (ευρωπαϊκών ή αμερικανικών) του «Esquire» και ήταν σταθερό μέλος της πρώτης ανδρικής εικοσάδας, ανεξαρτήτως ιδιότητας και επαγγέλματος.

Η Pepsi τον χρησιμοποίησε ως ένα από τα πρόσωπα της παγκόσμιας καμπάνιας της, μαζί με Ροναλντίνιο, Μέσι, Ανρί, Λάμπαρντ και Μπέκαμ, και πάνω-κάτω με τους ίδιους συνέθεσαν την προωθητική ομάδα διάφορων προϊόντων της Nike, πριν υπογράψει συμβόλαιο (το μεγαλύτερο ως τότε στην ιστορία του σουηδικού αθλητισμού, με αμιγώς sports related εταιρεία) με την Puma.

Το life style του, ήθελε-δεν ήθελε, ανάλογο. Ενισχυτικό της εμπορικής του πλέον υπόστασης. Στο Λονδίνο ζούσε στο Χάμπστεντ, σε μια από τις γειτονιές των (πολύ) διασήμων, έχοντας γείτονες τον Χιου Γκραντ, την Γκουίνεθ Πάλτροου και τον σταρ σεφ, Τζέιμι Όλιβερ. Οι δημόσιες εμφανίσεις του ήταν ισότιμα μοιρασμένες με το ποδόσφαιρο και αυτές στα media της εποχής μάλλον περισσότερο τον είχαν καταγεγραμμένο ως κοσμικό, με ομοτράπεζους ανά περίσταση και εκδήλωση τον Σερ Έλτον Τζον (πάντα τον ρωτούσε για ποδόσφαιρο), τον Λιούις Χάμιλτον (του είχε τάξει να τον μάθει να οδηγεί αγωνιστικό F1, ακόμη περιμένει…) και τη Ναόμι Κάμπελ (του δίδαξε μυστικά για πόζα σε κάμερα και περπάτημα σε πασαρέλα).

Ακόμα και όταν έφυγε από την Αγγλία, ύστερα από εκείνη τη σεζόν που ακολούθησε τη θητεία του στην Άρσεναλ, στη Γουέστ Χαμ, η μετακόμιση στις ΗΠΑ αποτελούσε νομοτελειακή εξέλιξη. Το πακέτο που προσέφερε δεν ήταν μόνο ποδοσφαιρικό. Δεν χρειάζεται κάτι άλλο από το γεγονός ότι στη διετία που πέρασε στο MLS εκπροσωπήθηκε από μια εταιρεία καλλιτεχνών, όχι αθλητών. Για την ακρίβεια, εταιρεία που διαχειριζόταν σταρ όπως ο Μπραντ Πιτ, οι Μπιγιονσέ, ο Τζάστιν Τίμπερλεϊκ, ο Μπρους Σπρίνγκστιν. Και σταρ ήταν και αντιμετωπιζόταν και ο Λιούνγκμπεργκ.

Το ποδοσφαιρικό του στάτους βιολογικά, χρόνο με τον χρόνο, περιοριζόταν, το εμπορικό διατηρούταν. Κρέμασε τα παπούτσια του στα 37 του, έχοντας περάσει, μετά τις ΗΠΑ, από τη Σέλτικ, την Ιαπωνία και την Ινδία και επιλέγοντας τότε, όταν σταμάτησε την καριέρα του, να παντρευτεί την επί χρόνια σύντροφό του και μητέρα των δύο του παιδιών, Νάταλι Φόστερ (για την ιστορία, φανατικός οπαδός της Τότεναμ).

Η προπονητική προέκυψε μάλλον φυσιολογικά. Ο Βενγκέρ ήταν αυτός που τον κάλεσε στην Άρσεναλ δίνοντάς του την ευθύνη (το 2016) της U15 των «Κανονιέρηδων». Ο τότε υπεύθυνος των ακαδημιών, Ολλανδός Άντριες Γιόνκερ, χωρίς πρότερη επαφή μαζί του, εντυπωσιάστηκε τόσο από τη δυναμική του Σουηδού, ώστε, όταν ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Βόλφσμπουργκ (Φεβρουάριος 2017), του προσέφερε θέση assistant.

Μέχρι και ιδιωτικό τζετ τού είχαν στείλει στο Λονδίνο οι «Λύκοι» για να τον πάρει στη Γερμανία, μα αυτός περίμενε την ευλογία του Βενγκέρ. Μαζί με δαύτην, ο Αλσατός του έδωσε και το… κλειδί του προπονητικού κέντρου της Άρσεναλ για όποτε αποφάσιζε (ή το έφερνε η μοίρα) να επιστρέψει. Του πήρε λιγότερο από ενάμιση χρόνο, παρότι, γυρίζοντας, η εποχή Βενγκέρ είχε ολοκληρωθεί στους Λονδρέζους.

Προβιβάστηκε στην U23, βρέθηκε στο επιτελείο του Ουνάι Έμερι και του Μικέλ Αρτέτα, παίζοντας μάλιστα και τον ρόλο… γέφυρας των δύο Ισπανών, αναλαμβάνοντας υπηρεσιακός στο (σύντομο) μεσοδιάστημα.

Πλέον είναι μακριά από τους πάγκους. Κάνει κάτι πιο κοντινό στην… άλλη του ιδιότητα, όντας πλέον εκ νέου (είχε διατελέσει και στο παρελθόν, τόσο στην Αγγλία όσο και τη Σουηδία) τηλεσχολιαστής.

Παράλληλα, είναι ιδιοκτήτης μιας παραδοσιακής σουηδικής ταβέρνας και ενός αθλητικού μπαρ στον τόπο όπου μεγάλωσε, στο Χάλμσταντ, και όπου αφιερώνει ολοένα και περισσότερο χρόνο. Εκεί αλήθεια είναι πως δεν θα βρει, δεν έχει άλλωστε (ισχυρίζεται πως η μητέρα του έχει φυλάξει τις τελευταίες) ούτε μια φωτογραφία από τις καμπάνιες όπου πρωταγωνίστησε.

Στο τέλος-τέλος άλλωστε, εκεί, στον τόπο του, ακόμη Φρέντρικ τον φωνάζουν…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This