Επιλογή Σελίδας

Του Δημήτρη Πετρίδη

Ξέρεις τι; Είναι περίεργο. Πάντα πίστευα πως κάποια μέρα οι δείκτες του ρολογιού θα λιώσουν σαν σε πίνακα του Νταλί και τότε ο Χρόνος θα πεθάνει μ’ έναν λυγμό. Ποτέ δε φανταζόμουνα πως υπάρχει η πιθανότητα να «φύγει» μ’ ένα εκκωφαντικό μπαμ!, σαν προβληματική μηχανή που εκρήγνυται μετά από την πρόσκρουση ενός μεταλλικού πουλιού στο έδαφος. 

Όμως… όχι.

Όχι. Όχι πάλι αυτή η σκέψη, όχι το τέλος του. Πρέπει να βρω τρόπο να σταματήσουν να χορεύουν πένθιμα στο μυαλό μου δυο χρονολογίες (1978-2020), σα φώτα νέον στο αρραγές σκοτάδι.

Αγαπημένο μου ημερολόγιο, το ξέρουμε και οι δύο πως γράφω ασυναρτησίες. Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν βγάζει νόημα. Επίτρεψέ μου να σκίσω αυτή την σελίδα, να την τσαλακώσω, να την κάνω χάρτινη μπάλα, μετά να τεντωθώ στην καρέκλα μου και να σημαδέψω τον κάδο. 

Δες με: πριν αφήσω την «μπάλα» να φύγει από τα χέρια μου λέω ένα όνομα. Δυο συλλαβές- θυμίζει ιαπωνική μπριζόλα ή κάτι τέτοιο. 

Το επαναλαμβάνω. 5…4…3…2…1… Και η μπάλα πέφτει στο καλάθι. 

Τελικά όχι, ο μπασκετικός κόσμος δεν τελειώνει μ’ έναν λυγμό. 

Τελειώνει μ’ ένα χλατς.

Τώρα πιάσε το χέρι μου και πάμε. 

Έχω μια ιστορία μεγαλείου να σου διηγηθώ. 

Το μόνο πράγμα που μας διδάσκει ο θάνατος είναι πως είναι επείγον να αγαπήσουμε

Ν’ αγαπήσουμε ένα παιδί που στα 12 χρόνια του, με την ουρανομήκη φιλοδοξία του να ποτίζει κύτταρο του κορμιού του, διαμήνυε στους επαγγελματίες συμπαίκτες του πατέρα του στην Ιταλία πως «τους έχει» στο μονό. 

Που περίμενε καρτερικά τις κασέτες του ΝΒΑ που έστελναν οι συγγενείς του από την Αμερική για να στρωθεί στη μελέτη («Μπορούσε να βλέπει 8 ώρες σερί παιχνίδια προκειμένου να μάθει τις κινήσεις των ινδαλμάτων του!»), που γύρισε στα πάτρια εδάφη και ήδη από τα γυμνασιακά του χρόνια ήταν σούπερ σταρ, που πριν καν κλείσει τα 18 του αποφάσισε να βγάλει μεγαλοπρεπώς την γλώσσα στο NCAA και να δοκιμάσει την τύχη του με τα μεγάλα παιδιά της κορυφαίας λίγκας του πλανήτη. 

Που το βράδυ της 26ης Ιουνίου του 1996 άκουσε τον Ντέβιντ Στερν να λέει «Με την 13η επιλογή οι Σάρλοτ Χόρνετς διαλέγουν τον…»

Πώς γίνεται να μην αγαπήσεις ένα ταλαντούχο αγόρι που το χαμόγελο είχε αποφασίσει να κατοικοεδρεύσει για πολύ καιρό στο πρόσωπό του και που έσφυζε από ζωή;   

Θέλεις να σου πω κάτι; Εκείνο το παιδί έμοιαζε με άγγελο. Ύστερα κάποιος του έδωσε μια μπάλα μπάσκετ και ο πιτσιρικάς πάτησε παρκέ. Τότε καταλάβαμε όλοι το λάθος μας. 

Ο τσόγλανος ήταν ένας διάβολος

Ο αληθινός τάφος των νεκρών είναι οι καρδιές των ζωντανών

Το ’χα καταλάβει σχετικά νωρίς. Μπορεί να μη δικαιώσω ποτέ τις ελπίδες της ανθρωπότητας για τετραγωνισμό του κύκλου, όμως, στο λέω ευθαρσώς αγαπημένο μου ημερολόγιο, το μάτι μου κόβει όταν μιλάμε για πράγματα εντός των 4 γραμμών του παρκέ. 

Ο τύπος δεν ήταν απλός δολοφόνος. Ήταν σεσημασμένος, ένας serial killer που όμοιό του (για την ακρίβεια πανομοιότυπό του) είχαμε να δούμε από τον Μάικλ. 

Μπορεί να του πήρε δυο σεζόν για να καθιερωθεί στην πεντάδα των Λέικερς (είχε γίνει ανταλλαγή τη μέρα του ντραφτ από την Σάρλοτ), όμως όταν φόρεσε φανέλα βασικού χάιδεψε  απαλά το αόρατο γκάζι κι αυτό ανταποκρίθηκε προσφέροντάς του 350 χιλιόμετρα την ώρα στον μεταξένιο δρόμο προς την καθολική αναγνώριση. 

Όταν, μάλιστα, ο Σακ και ο Φιλ Τζάκσον αποφάσισαν να έρθουν στην Πόλη των Αγγέλων, η γη αίφνης έπαψε να μοιάζει με ρεαλιστικό προορισμό για τα πόδια του και το ταξίδι στον ουρανό έδειχνε επιβεβλημένο: 3 σερί πρωταθλήματα (2000-2002), μια κίτρινη-μοβ δυναστεία που σκορπούσε τρόπο σε ολόκληρο το ΝΒΑ και μια ιστορία αγάπης-μίσους μεταξύ των δύο κύριων πρωταγωνιστών, από αυτές που χαρίζουν αλλεπάλληλα σκωτσέζικα ντους στην ερωτευμένη με το άθλημα καρδιά μας.

Ναι, αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ: δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από ένα ταξίδι στ’ αστέρια. Μόνο που…

Μόνο που, ξέρεις κάτι; Θα ήθελα ο τύπος με το 8 να έμενε για λίγο ακόμα στη γη. 

Θα λείπεις, το κρασί τους θα ’ναι αλλιώτικο/ όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω

«Ξέρεις τι, ίσως χάσεις τα πάντα στη ζωή σου λόγω της κατάστασης στην οποία έβαλες τον εαυτό σου. Ίσως χάσεις την οικογένειά σου, ίσως χάσεις ακόμα και την ελευθερία σου. Αλλά θα είσαι καταδικασμένος αν χάσεις το μπάσκετ. Αυτό, τουλάχιστον, μπορείς να το ελέγξεις». 

Ο Σακίλ έχει βουβαθεί. Ο Φιλ Τζάκσον δεν ξέρει πώς να τον πλησιάσει, όμως του λέει ελαφρώς άγαρμπα πως είναι δίπλα του ό,τι και να χρειαστεί. Ο Γκάρι Πέιτον, ένας υπέροχος φαφλατάς των παρκέ, αποφασίζει να πάρει το προσωνύμιό του και να του φερθεί με αυτό στις δύσκολες ώρες που περνά. Έτσι, του φέρεται με το «Γάντι».

Ο Καρλ Μαλόουν παραμένει αποστασιοποιημένος, αλλά έτσι είναι ο Καρλ: πιο κλειστός κι από μπαρ της παραλιακής στις 11:22 το πρωί.

Η superteam που έχουν δημιουργήσει οι Λιμνάνθρωποι θα σπάσουν τα μούτρα τους στους τελικούς του 2004, όμως εκείνος πετυχαίνει κάθε μέρα μια ολοένα και μεγαλύτερη προσωπική νίκη: το πρωί τρέχει στα δικαστήρια για τη διαβόητη, πια, υπόθεση βιασμού στην οποία ενεπλάκη και το απόγευμα μπαίνει με την προσήλωσή του ν’ αγγίξει το 202% στο παρκέ.

«Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς το έκανε αυτό», θα πει εκ των υστέρων, έμπλεος θαυμασμού, ο συμπαίκτης του (και ο μοναδικός στην ομάδα που σεβόταν πραγματικά) Ντέρεκ Φίσερ.

Η κατ’ ευφημισμόν dream team διαλύεται, ο Ο ’Νιλ φεύγει για το Μαϊάμι, η επικρατούσα άποψη είναι πως ο ήρωας της ιστορίας μας δεν μπορεί να πάρει πρωτάθλημα χωρίς τον άσπονδο φίλο του, ο Φιλ τον χαρακτηρίζει “uncoachable” (παίκτης που δεν μπορείς να τον προπονήσεις- υπό την έννοια πως δεν «υπακούει»- δηλαδή) και η αποκρουστικά πύρινη γλώσσα της κολάσεως αρχίζει να γλείφει το κορμί του.

Τα υπόλοιπα αστέρια λείπουν, πια. Το πορτοκαλί κρασί που παράγουν οι Λέικερς είναι αλλιώτικο.

Όμως, δείτε: το παιδί έχει γίνει και επίσημα άντρας. Σηκώνει το ποτήρι του.

Πίνει και μεθάει.

Ο θάνατος μου ψιθυρίζει στο αυτί: «Ζήσε» μου λέει, «έρχομαι»

Μείνε λίγο μαζί μου. Το ξέρω ότι σε κούρασα, όμως το στυλό έχει λίγο μελάνι ακόμα. Και τώρα αρχίζει το καλύτερο κομμάτι: η πολύκροτη υπόθεση βιασμού λήγει εκτός της αίθουσας δικαστηρίου και ένα ζείδωρο φως καλύπτει τα πάντα.

Υπάρχουν, βλέπεις, οι 4 μαζεμένες 50άρες. Η βραδιά που η στείρα λογική δέχτηκε το απτό χαστούκι ενός αιθεροβάμονος και το κοντέρ έγραψε 81 ολόκληρους πόντους. Οι 62 σε 3 περιόδους κόντρα στο Ντάλας. Τα 2 βραβεία πρώτου σκόρερ, το αγαλματίδιο του MVP ολόκληρης της Λίγκας, το ταξίδι (και το επακόλουθο στραπάτσο) στους τελικούς του 2008, το χρυσό στην Ολυμπιάδα την ίδια χρονιά.

Κι έπειτα τα πρωταθλήματα νούμερο 4 και 5 με τα backtoback Finals MVP, η ονειρώδης στιγμή του να βουλώνεις το αυθάδες στόμα των επικριτών σου, η αγκαλιά με τον επανακάμψαντα Φιλ στο τραπέζι της γραμματείας, η αιωνιότητα φυλακισμένη ανάμεσα στα ταλαντούχα του χέρια. 

Η προτροπή του μαυροντυμένου Άντρα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ασθενικός ψίθυρος σ’ αυτιά που βουίζουν από την εκκωφαντική επιτυχία. 

Το μόνο που καταφέρνει ν’ ακούσει είναι την προτροπή «Ζήσε». Και ο παικταράς με το 24 στην πλάτη, ζει.

Μόνο που ο Θάνατος έχει πει και μια ακόμα λέξη: «Έρχομαι». 

-«Ποια είναι η φιλοδοξία σου στη ζωή;» – «Να γίνω αθάνατος και μετά να πεθάνω»

Ο ήχος του αχίλλειου που σκίζεται. Η επιστροφή, έπειτα ο διαλυμένος ώμος. Το τσακισμένο γόνατο. Τα πιτ γίνονται η αποκρουστική δεύτερη φύση, όμως πλέον δε μιλάμε για έναν απλό παίκτη: έχει μεταμορφωθεί σε φονικό “BlackMamba”. 

Μερικά ακόμα βραβεία MVP σε All Star Game μέχρις ότου να φτάσει τα 4 (συγκατοικεί στην κορυφή με τον Μπομπ Πετίτ), μια πιο γλυκιά εκδοχή του πρότερου εαυτού του που άπαντες φοβόντουσαν και ελάχιστοι συμπαθούσαν, ένα μελωδικό φινάλε στην ενεργό δράση με 60 πόντους όταν ήταν πασιφανές πως το κορμί είχε διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, κι έπειτα ένα χαμόγελο που έμοιαζε να φωτίζει όλο τον μπασκετικό κόσμο, λίγα λόγια στο κέντρο του γηπέδου και, στο τέλος, δύο λέξεις εν είδει τελεσίδικου αποχαιρετισμού: 

“Mamba out”. 

Το αγόρι που μια φορά κι ένα φιλόδοξο κάποτε προκαλούσε σε μονό στην Ιταλία όποιον ενήλικο επαγγελματία παίκτη έβρισκε στο διάβα του, ξεκίνησε την καριέρα του σαν ένα ακόμα Jordanesque (κλώνος του Τζόρνταν), έφαγε πάγκο, έκανε ένα threepeat, διέλυσε κάθε ρεκόρ σκοραρίσματος που τόλμησε να υψώσει θνησιγενές τείχος μπροστά του, πήρε δύο πρωταθλήματα ακόμα και δύο χρυσά ολυμπιακά μετάλλια και αποχώρησε από την ενεργό δράση σαν το πληρέστερο επιθετικό «όπλο» στα χρονικά. 

Α, ναι: και σαν ένας από τους 10 κορυφαίους παίκτες στην ιστορία. 

Πολύ πριν το έρεβος τον καλέσει στην παγωμένη του αγκάλη, ο Black Mamba είχε πετύχει τον σκοπό του: είχε γίνει αθάνατος. 

Να πεθαίνεις σημαίνει να επιστρέφεις. Αλλά έχουμε ξεχάσει το δρόμο

Αυτό ήταν. Σώθηκε το μελάνι. Σ’ ευχαριστώ που έκατσες μαζί μου μέχρι αυτήν την ώρα, αγαπημένο μου ημερολόγιο. Ήταν ωραία που τα είπαμε, όμως δε θέλω να φτάσω στην 26η Ιανουαρίου του 2020. 

Ξέρεις τι έγινε, όλος ο κόσμος ξέρει. Δεν έχει νόημα. Για ποιο λόγο να παλεύουμε να σταματήσουμε τους δείκτες, όταν ξέρουμε ότι στο τέλος ο Χρόνος μας τα παίρνει όλα, είτε μας αρέσει είτε όχι;

Θα μείνω εδώ, καρφωμένος στη θέση μου. Ίσως δω ξανά το διαγωνισμό καρφωμάτων του 1997 ή το buzzerbeater με τους Σανς, το τρίποντο-φαουλ στον τελικό με την Ισπανία, το κάρφωμα στα μούτρα του Χάουαρντ, την αγκαλιά με τον ΛεΜπρόν ή το ξέσπασμα στην προπόνηση των Λέικερς επειδή οι συμπαίκτες του δεν είχαν τη δική του εμμονική μανία για δουλειά. 

Εσύ, αν θέλεις, γύρνα μόνο σου τη σελίδα. Διάβασε για ελικόπτερα, προσκρούσεις, τα ηχητικά από την κλήση στην αστυνομία. Χόρεψε ένα πένθιμο ταγκό στο αρρωστιάρικο φεγγαρόφως της μνήμης, φορώντας τη φανέλα με το 24.

Εγώ… 

Θα μετρήσω ανάποδα. 5…4…. Θα σκίσω αυτές τις άχρηστες κόλλες, θα τις κάνω μπάλα και θα σημαδέψω στον κάδο. 

3…2…

Θα βγάλω την γλώσσα στον Μαυροντυμένο Άντρα και θα του πω να πάει να γαμηθεί. 

1.

Η μπάλα πέφτει στο καλάθι. Ο μπασκετικός κόσμος τελειώνει μ’ ένα «χλατς». Κλείνω τα μάτια κι επαναλαμβάνω εκστασιασμένος ένα όνομα:

Κόμπε. 

Κόμπε. 

Κόμπε.

Πηγή: Sport DNA

Pin It on Pinterest

Shares
Share This