Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Το 2010, το τέταρτο πρόγραμμα του ραδιοφώνου του BBC ξεκίνησε μια φιλόδοξη αναζήτηση.

Ρωτώντας ειδικούς κάθε είδους και σε συνεργασία με το περίφημο Βρετανικό Μουσείο, επιδίωξε να βρει τα 100 πιο αντιπροσωπευτικά αντικείμενα τής εξέλιξης και της προόδου της ανθρώπινης φυλής, στα δύο χιλιάδες χρόνια της μετά την γέννηση του Χριστού.

Καλλιτεχνήματα όλων των ειδών, ιστορικά τεχνουργήματα, εφευρέσεις, οτιδήποτε που κρίθηκε ενδεικτικό, συμπεριλήφθηκε στη συγκεκριμένη λίστα, ύστερα από πολλή μελέτη και ακόμα μεγαλύτερη διαλογή.

Υπήρχε και ένα… μπόνους, ένα 101ο αντικείμενο που θα αφορούσε ακριβώς στην χρονιά, στην οποία διεξαγόταν η συγκεκριμένη έρευνα. Θα ήταν αυτό, δηλαδή, το οποίο θα αναπαριστούσε καλύτερα το 2010. Αυτό που επιλέχθηκε, ήταν μια ποδοσφαιρική φανέλα.

Μια φανέλα, ενός Ιβοριανού που μεγάλωσε στη Γαλλία, ο οποίος αγωνίζονταν σε μια αγγλική ομάδα ενός Ρώσου ιδιοκτήτη, διαφημιζόμενη (στο κέντρο της) από μια νοτιοκορεάτικη εταιρεία τηλεφωνίας και  κατασκευασμένη από μια γερμανική εταιρεία αθλητικής ένδυσης.

Απόλυτα ταιριαστή επιλογή για την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία του 21ου αιώνα. Απόλυτα, όμως, αντιπροσωπευτική και του αντίκτυπου, της κυριαρχίας του τύπου που τη φορούσε: του Ντιντιέ Ντρογκμπά.

Και αυτό, παρότι ο στενότερος συγγενής τού τότε επιθετικού της Τσέλσι δεν συμμερίζονταν εκείνη την καθολική αποδοχή.

Παράπονο μεγάλο του Ντιντιέ, παράπονο δημοσιοποιημένο σε κάθε ευκαιρία, παράπονο καταγεγραμμένο και με φωτογραφικά ντοκουμέντα από τα αγγλικά media.

Όλον τον κόσμο είχε κερδίσει, φτάνοντας να αντιπροσωπεύει και μια χρονιά της ανθρώπινης εξέλιξης, ωστόσο ο ίδιος ο πρωτότοκος γιος του, ο Ισαάκ, από την πρώτη στιγμή που άρχισε να αντιλαμβάνεται το ποδόσφαιρο, αλλά ακόμα και από τότε, όταν συνειδητοποίησε πλήρως τι δουλειά κάνει ο πατέρας του, μία ήταν η φανέλα που είχε ζητήσει: του Τιερί Ανρί…

Οικογενειακή παράδοση

Βενιαμίν εννιαμελούς φαμίλιας ξεκίνησε να χτίζει τον θρύλο του από την κοιλιά ακόμη της μητέρας του. Η Κλοτίλντ ορκίζεται πως τον κυοφορούσε δέκα μήνες. Και πως ο «Τίτο», -έτσι αποκαλούσε το στερνοπούλι της, εξαιτίας της συμπάθειας που έτρεφε στον Γιόζιπ Μπροζ Τίτο, τον άνθρωπο δηλαδή που συνέδεσε το όνομα του με τη δημιουργία της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας- περπατούσε από μόλις επτά μηνών.

Το περιβάλλον, όμως, δεν γίνονταν να το αλλάξει. Παρότι γόνος μεσοαστικής οικογένειας, για τα δεδομένα της Ακτής Ελεφαντοστού, όταν ο θείος του, Μισέλ Γκομπά, επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στη Γαλλία, πρότεινε στους γονείς του να τον στείλουν δίπλα του, δεν δυσκολεύτηκε πολύ. Με προσδόκιμο ζωής 30 χρόνια μικρότερο από αυτό της Αγγλίας, με περίπου το 50% των κατοίκων της χώρας αναλφάβητους, συνεχείς εμφυλίους, αναταραχές και τόσους θετικούς στον HIV, όσοι και οι άνω των 65 ετών, η παραμονή στην Ακτή Ελεφαντοστού δεν έδειχνε ευοίωνη.

Και έτσι, ήταν-δεν ήταν πέντε ετών, όταν οι γονείς του, αδυνατώντας λόγω κόστους να κάνουν το ταξίδι, του κρέμασαν ένα ταμπελάκι με τα στοιχεία του στον λαιμό και τον έβαλαν σε ένα αεροπλάνο για το Παρίσι.

Και, κάπως έτσι, το μεγαλύτερο διάστημα που έζησε ποτέ σε έναν τόπο, μέχρι το απάγκιο του Λονδίνου και της Τσέλσι, ολοκληρώθηκε.

Μέχρι να εγκατασταθεί στην αγγλική πρωτεύουσα, είχε μετακομίσει 14 φορές σε λιγότερο από 18 χρόνια. Αλλά και μετά, αφού αποχώρησε από τους «μπλε», συνέχισε ως πολίτης του κόσμου, πηγαίνοντας (και παίζοντας) σε Κίνα (Σανγκάη), Τουρκία (Γαλατασαράι), Καναδά (Μόντρεαλ) και Η.Π.Α. (Φίνιξ).

Μπάλα τότε, όταν πρωτοπάτησε στη Γαλλία, δεν έπαιζε. Το κλάμα και η νοσταλγία των δικών του, δεν τον άφηναν. Απλώς ακολουθούσε τον θείο του, όπου αυτός αγωνίζονταν. Τρία χρόνια άντεξε. Ο θείος του. Το κλάμα του. Και τον έστειλε, ξανά, πίσω στην Αμπιτζάν. Εκεί, ξεκίνησε να κλοτσάει το τόπι για πρώτη φορά, καθημερινά σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ αυτοκινήτων. Και, όταν επέστρεψε στη Γαλλία, οικογενειακώς αυτή τη φορά, αφού η οικονομική κρίση έστειλε στην ανεργία και τους δύο -τραπεζικούς υπάλληλους- γονείς του, στα έντεκά του πλέον,  είχε τη βάση να το συνεχίσει πιο οργανωμένα.

Χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, σε κάθε περίπτωση. Και αυτό, παρότι χρειάστηκε η παρέμβαση του θείου Μισέλ, ο οποίος ευθύνεται για την αλλαγή της θέσης του στο γήπεδο, εκεί, στο ξεκίνημα της εφηβείας. Τον είχε δει σε μια προπόνηση να παίζει δεξιός μπακ.

Στην επιστροφή στο σπίτι, τον κατσάδιασε, ζητώντας του -την επομένη κιόλας- να ζητήσει εφεξής να αγωνίζεται ως επιθετικός. «Τι δεξιός μπακ; Στην οικογένειά μας, μόνο επιθετικούς έχουμε».

Λογιστής, παντρεμένος, πατέρας και ποδοσφαιριστής

Παρά την αποστομωτική απόκριση τού θείου του, η πορεία του δεν φάνηκε να την δικαιώνει.

Πρώτα παντρεύτηκε την Άλα, μια μουσουλμάνα (πιστός καθολικός ο ίδιος) μετανάστρια από το Μάλι που γνώρισε στα προάστια του Παρισιού, το οποίο αποτελεί έναν από τους 14 τόπους που άλλαξε στην προ Λονδίνου ποδοσφαιρική του περιοδεία, πρώτα έγινε πατέρας και μετά, αρκετά μετά, κατάφερε να παίξει σε επίπεδο πρώτης κατηγορίας.

Μέχρι τότε, η αλήθεια είναι πως, όσο περνούσε στην ενηλικίωση, τόσο το ποδόσφαιρο έμοιαζε με εναλλακτική επιλογή.

Με το που τελειώνει το σχολείο, γράφεται στο πανεπιστήμιο του Λε Μαν, για να σπουδάσει λογιστής. Παράλληλα, εντάσσεται, υπό δοκιμή (σχεδόν συνεχή), στην δεύτερη ομάδα του συλλόγου της πόλης.

Στη Λε Μαν είχε φτάσει τραυματίας από τη Λαβάλ και εκεί συνέχιζε με διάφορους τραυματισμούς.

Στο μετατάρσιο, τον αστράγαλο, την κνήμη, οπουδήποτε. Για δύο χρόνια ήταν σχεδόν μόνιμα στο φυσικοθεραπευτήριο και στο ιατρείο. Ωστόσο,για κάποιον -μάλλον μεταφυσικό λόγο- παρέμενε στο ρόστερ, έστω και σε ημι-επαγγελματικό στάτους.

Το πρώτο του συμβόλαιο το υπογράφει στα 21 του. Ως επιθετικός πλέον, ναι, αλλά οι επιδόσεις του δεν δικαιολογούν ούτε τον χαρακτηρισμό ούτε τους κομπασμούς του θείου του για το οικογενειακό παρελθόν.

Σε τέσσερεις σεζόν, σταθερά γεμάτες με προβλήματα, τραυματισμούς, αδυναμία να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις, ακόμα και της συγκεκριμένης μορφής επαγγελματισμού, παίζει μόνο σε 64 παιχνίδια πρωταθλήματος, βρίσκοντας δίχτυα μόλις 12 φορές.

Προσθέτοντας στην εξίσωση και τη μεταβλητή του χαρακτήρα του, αψύς, εγωκεντρικός, χωρίς να σηκώνει και να επιτρέπει δεύτερη κουβέντα -σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος, αλλά και ο τότε επαγγελματικός του περίγυρος, θυμάται και περιγράφει- μοιάζει με θαύμα, αφού η Γκινγκάμπ, τον Ιανουάριο του 2002, ψάχνοντας απεγνωσμένα μια φτηνή λύση, για να καλύψει το κενό τού τραυματία βασικού της επιθετικού, του βασικού και των «τρικολόρ» στην πορεία τους για την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998, Στεφάν Γκιβάρς, καταθέτει μια πρόταση που δεν ξεπερνούσε καν τις 100.000 ευρώ για τον -παντελώς άγνωστο ακόμα και στο κοινό του Championnat– Ντρογκμπά.

Ο Γκι Λακόμπ, προπονητής τότε της Γκινγκάμπ, δικαιολογώντας την απροσδόκητη επιλογή του, το μόνο που βρήκε να πει ήταν πως: «Πεισμώνει, είναι πολύ καλύτερος, όταν αντιμετωπίζει ανώτερες ποιοτικά και συνολικά ομάδες. Και έχουμε αρκετές τέτοιες να αντιμετωπίσουμε».

Ουδείς προφήτης στον τόπο του. Μα ο Γάλλος τεχνικός δεν χρειάστηκε να περιμένει παρά μόνο λίγες μέρες, για να φανεί πως η δική του προφητεία δεν θα τον εξόριζε.

Στο ντεμπούτο του, κόντρα στη Μετς, ο Ντρογκμπά σκοράρει, χαρίζοντας στη νέα του ομάδα το πρώτο της διπλό εκείνης της σεζόν. Και ο διακόπτης, πλέον, γυρίζει για τα καλά…

Σταματώντας τον εμφύλιο

Τα πάντα πλέον κινούνται σε ρυθμούς fast forward. Ασταμάτητη εξέλιξη. Ασταμάτητος και ο ίδιος. Με τα γκολ του σώζει την Γκινγκάμπ. Με τα γκολ του, το καλοκαίρι του 2003, αναγκάζει τη Μαρσέιγ να δώσει 3,5 εκατ. ευρώ για να τον αγοράσει.

Μαρσέιγ. Η ομάδα των ονείρων του, της νιότης του, η ομάδα που αγάπησε, βλέποντας από την τηλεόραση του σπιτιού του τον (συμπατριώτη του, αλλά πολιτογραφημένο Γάλλο) Μπαζίλ Μπολί να της χαρίζει το μοναδικό Champions League της ιστορίας της και της ιστορίας του γαλλικού ποδοσφαίρου, το 1993 κόντρα στη Μίλαν.

Η ομάδα, η Μασσαλία, η πόλη που λάτρεψε και τον λάτρεψε, έστω και αν έμεινε εκεί μόνο για έναν χρόνο, παρότι ο ίδιος έβλεπε, ήθελε, προσδοκούσε να μείνει για όλη του τη ζωή. Οδηγώντας ,όμως, τους Φωκαείς στον Tελικό του Europa League (2004), έχοντας στον δρόμο αποκλείσει Λίβερπουλ και Νιουκάστλ, ήταν αδύνατον, στην απαρχή του ποδοσφαιρικού υπερπληθωρισμού, να παραμείνει στον γαλλικό νότο.

Μπορεί πλέον το ποσό τον 27 εκατ. ευρώ να ακούγεται πλέον συμβατικό (τόσα πάνω-κάτω κόστισε για παράδειγμα η αγορά του Χάαλαντ από την Ντόρτμουντ, με το ποσό να θεωρείται “κοψοχρονιά” για τους Βεστφαλούς και εγκληματικά λίγο για τη Ζάλτσμπουργκ που δεν είχε φροντίσει να “δέσει” με πολλαπλάσιο buy-out τον Νορβηγό), μα το καλοκαίρι του 2004, όταν ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς αποφάσισε να το εκταμιεύσει, για να φέρει τον Ντρογμπά στο Στάμφορντ Μπριτζ, αποτελούσε ρεκόρ μεταγραφής στην ιστορία του αθλήματος. Ω καιροί, ω ήθη.

Έναν χρόνο μετά την επένδυση, αρχίζει η απόσβεση.

Η Τσέλσι κατακτά το πρώτο της πρωτάθλημα, ύστερα από το 1955. Έχει και συνέχεια, πάντα με το fast forward πατημένο. Ηγέτης μιας χαρισματικής φουρνιάς ποδοσφαιριστών, φέρνει την Ακτή Ελεφαντοστού στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της ιστορίας της, αυτό του 2006.

Αντί πανηγυρισμών, όμως, μετά την επικύρωση της πρόκρισης για τα τελικά της Γερμανίας, το τηλεοπτικό συνεργείο που μπαίνει στα αποδυτήρια των «Ελεφάντων» μετά τη νίκη επί του Σουδάν (8 Οκτωβρίου 2005) ξαφνιάζεται.

Ο Ντρογκμπά παίρνει το μικρόφωνο, γονατίζει, ζητάει και από τους συμπαίκτες του να κάνουν το ίδιο, αξιώνοντας από τους συμπατριώτες του, οι οποίοι για ακόμα μια φορά μαστίζονταν από έναν ακόμα εμφύλιο πόλεμο, να αφήσουν τα όπλα, τερματίζοντας την τετραετή αδερφοκτόνο διαμάχη, προκειμένου να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές τον επόμενο χρόνο.

Ο άνθρωπος μίλησε, το έθνος άκουσε.

Οι ταραχές σταμάτησαν, οι εκλογές έγιναν κανονικά, με τον Ντρογκμπά να μην ξεχνάει την καθολική αποδοχή και, χρόνια αργότερα, να κανονίζει ο ίδιος να δώσουν οι «Ελέφαντες» ένα επίσημο παιχνίδι με τη Μαδαγασκάρη, όχι στην πρωτεύουσα Αμπιτζάν αλλά το Μπουάκε, στο βόρειο τμήμα της χώρας, παραδοσιακό προμαχώνα και επίκεντρο των ανταρτικών δυνάμεων εκείνης της αιματοβαμμένης τετραετίας.

Παύση εδώ.

Μέσα σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια, ο ημιεπαγγελματίας, στα πρόθυρα της… λογιστικής, Ντρογκμπά, έχει καταφέρει από την ανυποληψία της Ligue 2 να οδηγήσει την ομάδα της παιδικής του ηλικίας, Μαρσέιγ, στον Τελικό του Κυπέλλου UEFA, να αναδειχτεί κορυφαίος ποδοσφαιριστής του Championnat, να γίνει το ακριβότερο -ως εκείνη την στιγμή- απόκτημα της ιστορίας του αθλήματος, να κατακτήσει τίτλο στην Premiership με τη νέα του ομάδα μετά από τρεις και βάλε γενιές, να φτάσει για πρώτη φορά σε τελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου με την εθνική του ομάδα και μέσω αυτής της διάκρισης να σταματήσει έναν τετραετή εμφύλιο. Pas mal…

«Drogbacité» 

Σε εποχή, στην οποία η επιρροή των social media είναι ακόμη σε νηπιακό επίπεδο, η δημοφιλία του, η δική του επίδραση και ο αντίκτυπος τού κάθε τι που κάνει εντός και εκτός γηπέδου, ξεπερνούν κατά πολύ την όποια υποστήριξη θα μπορούσαν να είχαν δώσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στη διαμόρφωση του θρύλου του, στην χαρτογράφηση του φαινομένου που συνέθεσε η πορεία του.

Απέκτησε και όνομα: «Drogbacité». Ελληνιστί, σε ελεύθερη μετάφραση, μπορεί να αποδοθεί ως «Ντρογκμπισμός».

Θρησκεία λοιπόν; Κάτι τέτοιο ή κάτι πολύ περισσότερο, έστω και αν ξεκίνησε από τη μουσική. Συγκεκριμένο είδος τραγουδιών, με συγκεκριμένη κινησιολογία και χορευτικά (κομμάτια της οποίας αποτυπώθηκαν σε μερικούς χαρακτηριστικούς πανηγυρισμούς του στα γκολ), τα οποία ταυτίστηκαν με τον Ντρογκμπά.

Είτε σε επίπεδο στίχων (αφιερωμένων στην πορεία του, τις επιτυχίες του), είτε σε επίπεδο προβολής, με τον ίδιο να υιοθετεί το συγκεκριμένο στιλ, προσωποποιώντας το τελείως και ενισχύοντας το ακόμα και με δικά του κομμάτια.

Δεν περιορίζεται, όμως, μόνο στη μουσική, παρότι ο ίδιος το λάνσαρε σε κάθε ευκαιρία. Τραγουδώντας με τους Magic System, ένα τοπικό συγκρότημα, παραμονές του Παγκοσμίου Κυπέλλου, τραγουδώντας πριβέ, σε μια δεξίωση από τον Πρόεδρο της χώρας, πριν την αναχώρηση τής αποστολής για τη Γερμανία, τραγουδώντας στα αποδυτήρια της Τσέλσι, τραγουδώντας παντού.

Το «Drogbacité» μετατρέπεται σταδιακά σε καθολικό trend, σε πολιτιστικό φαινόμενο και κάθε τι που σχετίζεται με τον Ντρογκμπά, εντάσσεται σε αυτό.

Η πιο δημοφιλής μπύρα της Ακτής Ελεφαντοστού, η μονόλιτρη Bock, πλέον ζητείται, απ’ όπου πωλείται, ως Ντρογκμπά. Ένας από τους κεντρικότερους δρόμους στην Αμπιτζάν μετονομάζεται σε «Οδός Βασιλιά Ντιντιέ Ντρογκμπά». Μία και μόνο -αποκλειστική- ατάκα του Ντρογκμπά σε μια τοπική εφημερίδα αυξάνει την ημερησία κυκλοφορία της κατά 187%, ενώ η Ακτή Ελεφαντοστού γίνεται ο Νο1 -εκτός Αγγλίας- προορισμός του τμήματος merchandising της Τσέλσι.

Κάθε του εμφάνιση, κάθε του στιλ, επηρεάζει τα πάντα στη χώρα του (και όχι μόνο). ο τρόπος, με τον οποίον ντύνεται, με τα κομμένα μανίκια στα t-shirts του. ο τρόπος, με τον οποίον κουρεύεται, με το γεμάτο ζελ μαλλί του. ο τρόπος, με τον οποίον κινείται, εντός ή εκτός γηπέδου. όλα εκπέμπουν λάμψη, όλα ακτινοβολούν την επιτυχία του, όλα αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση.

Ντρογκμπό-σημο

Φυσικά, δεν έλειψαν και όσοι τον κατέκριναν. Και ειδικά στα πρώτα χρόνια της παρουσίας του στην Premiership, αυτοί ήταν αρκετοί, με κύριο αντικείμενο της κριτικής τους τις… βουτιές! Δεν ήταν λίγοι που του κόλλησαν την ταμπέλα του «diver» (=«βουτηχτής»), προσάπτοντας του, επιπρόσθετα, πως χρησιμοποιεί και τα χέρια του περισσότερο από το κανονικό, ατιμώρητος.

Οι επιδόσεις του στο σκοράρισμα με την μπλε φανέλα δεν είναι… εξωπραγματικές (164 γκολ σε 381 εμφανίσεις), ωστόσο η παρουσία του στο γήπεδο είναι αυτή που έδωσε, μια και καλή, απαντήσεις.

Ο καλπασμός του με την μπάλα στα πόδια μένει στην μνήμη, ακόμα-ακόμα και… ηχητικά από το ποδοβολητό του, το οποίο και -καθ’ υπερβολή- ως θεατής (ή και τηλεθεατής) ένιωθες πως άκουγες, βλέποντάς τον να επελαύνει.

Τέτοιο ήταν το δέος που σκορπούσε η θέα του στο ξέφωτο στο γήπεδο με την μπάλα στα πόδια, ο πανικός που προκαλούσε στο διάβα του σε αντιπάλους αμυντικούς και τερματοφύλακες.

Η καλύτερη υπεράσπιση, το μεγαλύτερο παράσημο, η σημαντικότερη παρακαταθήκη του ήταν πως η παρουσία του στην Premiership ήταν τόσο καταλυτική, ώστε έθεσε τον τόνο. Τόσο ως προς την φτιαξιά, το καλούπι, το στιλ των επιθετικών, τους οποίους στην μ.Ν. (μετά Ντρογκμπά) εποχή οι αγγλικές ομάδες αναζητούσαν, όσο και ως προς τη λογική και τη φιλοσοφία του ποδοσφαίρου, τις οποίες εφεξής άπασες σχεδόν -όχι μόνο στο Νησί, αλλά παντού στην Ευρώπη– οι ομάδες καλούνταν να υπηρετήσουν.

Ο Ντρογκμπά ήταν ο καλύτερος παρτενέρ τού… εαυτού του στην επίθεση. Δεν χρειάζονταν κανέναν συμπληρωματικό ούτε δίπλα του, ούτε πίσω του. Δεν είχε ανάγκη βοήθειας και στήριξης. Τις προσέφερε -με τις κινήσεις, το εκτόπισμα και την εξυπνάδα του- στους χαφ που ακολουθούσαν…

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως οι παραγωγικότερες σεζόν της καριέρας τού Φρανκ Λάμπαρντ έγιναν με τον Ιβοριανό στην κορυφή.

Το στιλ τού παιχνιδιού του, μοναδικό για την εποχή, τόσο, όμως, επιδραστικό και καταλυτικό, ώστε αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τις επόμενες, όντας πρακτικά αυτό που σηματοδότησε τη μετάβαση σε σχήματα με έναν και μόνο “φουνταριστό”. Αλλά τι έναν. Drogba style. Εκτοξεύοντας παράλληλα και τις τιμές των (αγωνιστικών) επιγόνων του, των (εξελιγμένων ή όχι) κλώνων του.

Δικό του

Μόσχα, Τελικός Champions League 2008. Απέναντι η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Πέντε λεπτά πριν την εκπνοή της παράτασης, στον πάγκο της Τσέλσι προετοιμάζουν τη σειρά των εκτελεστών των πέναλτι, αφού τίποτα δεν έδειχνε ικανό να αλλάξει το 0-0. Ο Άβραμ Γκραντ και ο τότε βοηθός του, Χενκ Τεν Κάτε, καταλήγουν στην πεντάδα και τη σειρά. Τελευταίος, ο Ντρογκμπά.

Δεν προλαβαίνουν να σηκώσουν το βλέμμα τους στον αγωνιστικό χώρο του Λουζνίκι και ο Ιβοριανός έχει αποβληθεί, χαστουκίζοντας τον Βίντιτς. Ανατροπή πλάνων και σειράς. Πιθανότατα και έκβασης, αφού στη θέση του, τελευταίος, εκτελεί ο Τζον Τέρι.

Γλιστράει, αστοχεί, χάνει την ευκαιρία να τελειώσει τον Τελικό και να βάψει την κούπα μπλε. Η διαδικασία των πέναλτι συνεχίστηκε, οι «Κόκκινοι Διάβολοι» αξιοποίησαν το δώρο και, ευστοχώντας στα δύο τελευταία χτυπήματα, παράλληλα με την απόκρουση του Φαν ντερ Σαρ σε αυτό του Ανελκά, κατέκτησαν το τρόπαιο.

Η επόμενη (μεγάλη) ευκαιρία για το συλλογικό «Άγιο Δισκοπότηρο», δίνεται τέσσερα χρόνια αργότερα.

Το πείσμα του, απαράμιλλο. Αγωνίζεται, θυσιάζεται καλύτερα, μέχρι και “αριστερός μπακ γίνεται” κόντρα στην Μπαρτσελόνα, για να προασπίσει την πρόκριση στον Τελικό. Το χρωστούσε.

Στο περίφημο 4-2 κόντρα στους Καταλανούς στο Λονδίνο, στη ρεβάνς των «16» του Champions League του 2005, στο ματς, όπου ο Ροναλντίνιο σκόραρε με την προσποίηση του «σβήνω το τσιγάρο», ήταν στην εξέδρα, τιμωρημένος. Αυτό, όμως, το παιχνίδι το θεωρούσε, μέχρι τον Τελικό του 2012, την καλύτερη ανάμνησή του από τη θητεία του στο Στάμφορντ Μπριτζ. Νοοτροπία είπατε;

Ο Τελικός του 2012, λοιπόν. Κόντρα στην Μπάγερν. Στο σπίτι της. Οι Βαυαροί σφυροκοπούν την Τσέλσι και δίκαια -έστω και καθυστερημένα- προηγούνται στο 83′.

Πέντε λεπτά αργότερα, κερδισμένο κόρνερ για τους Λονδρέζους. Ακόμη και σήμερα, ο Φρανκ Λάμπαρντ ορκίζεται πως τον άκουσε να ουρλιάζει, βλέποντας την μπάλα από το χτύπημα του Χουάν Μάτα να κατευθύνεται στο κεφάλι του. «Δικό μου». Κεφαλιά Ντρογκμπά. Ισοφάριση.

Έπρεπε να είναι δική του. Όπως έπρεπε να είναι δικό του και το τελευταίο πέναλτι, γιατί και αυτή η κούπα εκεί έφτασε να κριθεί. Στο τελευταίο, δικό του, πέναλτι. Δεν ήταν ο Τέρι. Δεν ήταν ο Λάμπαρντ. Δεν ήταν κανείς άλλος. Ήταν αυτός που ήξεραν όλοι, όλοι στην Αλιάντζ Αρένα, όλοι στον πλανήτη, πως θα το έπαιρνε και δεν θα αστοχούσε. Ήταν δικό του. Καταδικό του. Και έγινε (το τρόπαιο) δικό του, τερματίζοντας έτσι -ενδεδειγμένα- την επάργυρη θητεία του στην Τσέλσι.

Ο ορισμός του «clutch»

Οι Αμερικάνοι, συνήθως δωρικοί στους χαρακτηρισμούς τους, έχουν αποδώσει έναν στους αθλητές, οι οποίοι “ζουν”, για να καθορίζουν παιχνίδια στις κρίσιμες στιγμές τους. «Clutch players». Οι παίκτες, δηλαδή, που “μιλάνε”, όταν η μπάλα (οποιουδήποτε αθλήματος) ζυγίζει τόνους, όταν η κρισιμότητα της στιγμής διακρίνει το μεγαλείο. Άλλον τέτοιον, λοιπόν, άλλον «clutch player», όπως τον Ντιντιέ Ντρογκμπά, δύσκολα θα απαντήσει κανείς στο ποδόσφαιρο.

Κρέμασε τα παπούτσια του πλήρης ποδοσφαιρικών ημερών, πατημένα 40, συνεχίζοντας να παίζει ποδόσφαιρο παντού στον πλανήτη, την Ασία, τη Βόρεια Αμερική (έφτασε μιαν ανάσα, πριν το τέλος, να παίξει και στη Νότια, στην Βραζιλία, όμως τελικά δεν το αποφάσισε), και κερδίζοντας τίτλους.

Με δικά του γκολ. 10 σημείωσε σε 10 Τελικούς, στους οποίους συμμετείχε σε συλλογικό επίπεδο, κερδίζοντας 10 τρόπαια.

Δεν ήταν τα μόνα. Ξεπερνάνε, μαζί με τα αναρίθμητα ρεκόρ του κάθε λογής και κάθε διοργάνωσης, τις δύο ντουζίνες, σε συλλογικό και διεθνές επίπεδο.

Ξεπερνάει ο ίδιος το στάτους ενός απλού ποδοσφαιριστή.

Έγινε Πρέσβης Καλής Θέλησης του Ο.Η.Ε.

Αποτελεί έναν από τους ελάχιστους, μετρημένους στα δάχτυλα των χεριών, αθλητές, των οποίων ο αντίκτυπος σχολιάστηκε επαινετικά από το Βατικανό (η φανέλα που φορούσε στη μία σεζόν του στη Μασσαλία, εκτίθεται εν είδει προσκυνήματος στην Παναγία της Μασσαλίας).

Η φιλανθρωπική του δράση είναι ασταμάτητη και η παρεμβατικότητα στα της χώρας του συνεχής, χωρίς πάντως -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- να έχει εκδηλώσει πολιτικές φιλοδοξίες.

Πλέον, δεν του λείπει τίποτα. Δεν νιώθει τουλάχιστον να του λείπει κάτι. Μέχρι και εμφύλιο πόλεμο σταμάτησε, παίζοντας ποδόσφαιρο. Πόσω μάλλον, από την στιγμή που ο κανακάρης του, ο Ισαάκ, ακολουθώντας πλέον τα πατρικά βήματα ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και επίσης επιθετικός, στην παρουσίαση του από την ιταλική Φολγκόρε, τον Φεβρουάριο του 2020, παραδέχτηκε πως ο πατέρας του είναι ο καλύτερος επιθετικός που έχει δει στη ζωή του… 

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This