Του Zastro
Στην προκυμαία του Χέλσινμποργκ, βόρεια του λιμανιού, σχεδόν στο τελείωμα της ατέλειωτης παραλίας, υπάρχει μια μικρή πλατεία στολισμένη με ένα άγαλμα.
Απλή, λιτή δουλειά, σκανδιναβικής αφαιρετικότητας για να ταιριάζει με το τοπίο που αμφιταλαντεύεται μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος.
Είναι μαγευτική η τοποθεσία, βρίσκεται ακριβώς φάτσα με τη Βαλτική, στο πλησιέστερο σημείο των συνόρων με τη Δανία, τέσσερα μόλις χιλιόμετρα από την πόλη του Άμλετ, το Χέλσινγκορ.
Αυτό το άγαλμα αντιπροσωπεύει πλήρως τους ντόπιους, είναι το καμάρι της πόλης. Περισσότερο από τον περίφημο Μεσαιωνικό Πύργο του Κόρναν, πιο πολύ κι από το εντυπωσιακά μοντέρνο Δημαρχείο με τα κόκκινα πυρότουβλα που κάνουν αντίθεση με το γαλάζιο και το γκρι της θάλασσας.
Το άγαλμα είναι μια αντρική φιγούρα που χαμογελάει. Μπροστά του μια μπάλα σαν να περιμένει να την κλωτσήσει. Φοράει τη φανέλα της HIF, της τοπικής ομάδας και στην πλάτη είναι χαραγμένο το νούμερο 17. Το κεφάλι είναι ξυρισμένο, αλλά πολύ εύκολα το θυμούνται όλοι με ξανθά dreadlocks. Στην επιγραφή μόνο μια φράση: «ο μύθος του στενού του Καλμάρ».
Στην υπόλοιπη Σουηδία και τον πλανήτη ολόκληρο, μύθος είναι ο Ζλάταν. Στο Χέλσινμποργκ υπάρχει μόνο ο Χένρικ Λάρσον.
Οι πιο παλιοί τον θυμούνται πιτσιρικά με κοντά παντελόνια να τρέχει πίσω από μια μπάλα στους απόκρημνους δρόμους.
Εύκολα ξεχώριζε, φαινόταν ότι δεν ήταν ο κλασσικός Σουηδός. Ο πατέρας Φρανσίσκο Ρότσα από το Πράσινο Ακρωτήρι γνώρισε την Εύα Λάρσον και ο Χένρικ ήταν ο καρπός ενός έρωτα που έσβησε πολύ γρήγορα.
Πρόλαβε ωστόσο ο Φρανσίσκο και έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει: δώρισε στο γιο του μια μπάλα. Δεν χρειάστηκε κάτι περαιτέρω. Ο μικρός έπαιζε όλη μέρα μαζί της, κάποιες βραδιές την ανέβαζε και στο κρεβάτι του.
Στα έξι του είχε ενταχθεί στην ακαδημία της Ολίμπια, του φυτώριου της Χόγκαμποργκ. Η συνέχεια διαρκώς ανοδική με κλιμακούμενη ένταση.
Όσοι τον έζησαν εκείνα τα πρώτα χρόνια, κάνουν λόγο για ένα φαινόμενο που θαρρείς γεννήθηκε για να τρομοκρατεί τις αντίπαλες άμυνες και να σκοράρει ακατάπαυστα.
Καθαρόαιμος επιθετικός, ασυγκράτητος, αθλητικός, με παροιμιώδη άγνοια κινδύνου και μια αίσθηση του γκολ που στον τόπο είχαν να δουν από τα χρόνια του προηγούμενου τοπικού ήρωα, του Ματς Μάνιουσον.
Όταν πήγε στη μεγάλη ομάδα του Χέλσινμποργκ «άντεξε» δυο σεζόν μονάχα. Πενήντα ένα γκολ σε εξήντα ένα παιχνίδια. Δεν υπήρχε καλύτερο διαβατήριο για το Ρότερνταμ και τη Φέγενορντ, όπου έγινε η αρχή της ονειρικής του καριέρας. Ήρθαν η κλήση στην εθνική Σουηδίας, η Σέλτικ στη Γκλασκώβη που λάτρεψε και λατρεύτηκε, το «χρυσό παπούτσι», η Μπαρσελόνα.
Στη Βαρκελώνη έγινε απόλυτο είδωλο, εκεί ήρθε η δόξα και η πανευρωπαϊκή αναγνώριση. Τίτλοι, ατομικοί και συλλογικοί, με αποκορύφωμα την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ στον τελικό του Παρισιού.
Το χαμόγελο, αυτό το ελαφρύ μειδίαμα που έχει στο άγαλμα στη γενέτειρά του, τον συνόδευσε παντού. Ακόμα και στα σύννεφα του Μάντσεστερ, δεν έφυγε ποτέ.
Όταν επέστρεψε στη γενέτειρά του για να κλείσει την καριέρα του, από βασιλιάς έγινε αθάνατος. Καθώς ο Λάρσον κοιτάζει με αυτό το μειδίαμα τη Βαλτική, περιμένει. Γιατί ο τοπικός θρύλος διδάσκει ότι ο βασιλιάς επιστρέφει σε καιρό ανάγκης και πολεμάει για το λαό του.
Ο Λάρσον όχι μόνο επέστρεψε και προσέδωσε ενδιαφέρον σε έναν υπό διάλυση οργανισμό. Έδωσε ζωή στην πόλη, ανέστησε το πάλαι ποτέ ποδοσφαιρικό καμάρι της.
Το 2014 ανέλαβε να σώσει την ομάδα. Έκανε τον προπονητή, τον τεχνικό διευθυντή, το φροντιστή. Αν μπορούσαν, θα του είχαν εμπιστευτεί από την οικονομική διαχείριση μέχρι το κούρεμα του γκαζόν.
Σαν καλός βασιλιάς, στα αποδυτήρια φρόντισε να χρίσει και το διάδοχό του. Ίδιο χαμόγελο, θα το αναγνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες.
Ήταν το ίδιο με το Celtic Park, εκεί που σε κάθε τρόπαιο, σε κάθε μεγάλη νίκη και διάκριση ο γιος του ο Τζόρνταν τον έπιανε από το χέρι και πανηγύριζαν μαζί.
Ο Τζόρνταν στα 17, με ζωγραφισμένη την απειρία και τη νεανική απερισκεψία στο βλέμμα είχε αποφασίσει να ακολουθήσει το μονοπάτι του πατέρα του. Χόγκαμποργκ, HIF.
Ίδια λάμψη στο πρόσωπο, παρόμοια τεχνική, εμπιστοσύνη στις ίδιες δυνάμεις. Ο πατέρας του τον καμάρωνε, ο μικρός όντως ήταν καλός.
Όλη η πόλη περίμενε η ομάδα να πρωταγωνιστήσει με τα ψέματα. Να μειώνεται ο προϋπολογισμός της κάθε σεζόν και να επαναλαμβάνει το «θαύμα» της πρώτης χρονιάς του Λάρσον.
Το ποδόσφαιρο όμως δεν είναι παραμύθι. Είναι σκληρό, πολλές φορές άδικο και δε λογίζει φήμη, δάφνες και καριέρες.
Ο Χένρικ κατ’ επιλογή ζούσε στην πόλη που γεννήθηκε. Αποφάσισε να ζήσει εκεί, να γίνει μπροστάρης μιας «αποστολής αυτοκτονίας» στον τόπο που τον αγαπούν. Κάθε που η ομάδα έχανε, η δημοτικότητά του τον έσωζε.
Οι ίδιοι άνθρωποι που κάθονταν στην προκυμαία, στους πρόποδες του αγάλματός του και έβγαζαν selfies, επιτέθηκαν στον ίδιο και στο γιο του.
Ξεθάφτηκε ακόμα και το μπαούλο του ρατσισμού, ειπώθηκαν πράγματα που στη Σουηδία προηγούμενων δεκαετιών θεωρούντο ταμπού και ανεπίτρεπτα.
Η ιστορία κάνει κύκλους και απλώς προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Οι συνθήκες και η εποχή γεννούν συμπεριφορές, αναζωπυρώνουν πάθη και μίση. Και ο κόσμος, κυρίως οι νέοι άνθρωποι, έχει μάθει να μεγαλώνει και να βλέπει μονάχα τη νίκη.
Όταν η ήττα θεωρείται καταστροφή, ένας υποβιβασμός ισοδυναμεί με διασυρμό. Η Χέλσινμποργκ του Χένρικ Λάρσον αντιμετωπίζει την ύπαρξή της στον τελευταίο αγώνα των play out.
Το παιχνίδι έγινε στο Χάλμσταντ, 80 χιλιόμετρα μακριά. Στο 80ο λεπτό ο αόρατος δραματουργός θέλησε να σκοράρει ο Τζόρνταν Λάρσον. Τα χειρότερα δράματα ξεκινούν από τις καταστάσεις ευτυχίας. 1-1 στο 85ο λεπτό, 2-1 στο 89ο. Υποβιβασμός. Σοκ. Η HIF είναι η τρίτη υποβιβασμένη ομάδα στο Allsvenskan του 2016.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η σιωπή ξεκίνησε να κάνει θόρυβο, να γίνεται μουρμουρητό και να καταλήγει σε άκρατο θυμό.
Ένας, δέκα, εκατό οπαδοί με καλυμμένα τα πρόσωπά τους μπουκάρουν στο γήπεδο. Όλοι οι ποδοσφαιριστές τρέχουν στα αποδυτήρια εκτός από τον Τζόρνταν Λάρσον. Ανάμεσα σε βρισιές, σπρωξίματα και «λογοδοσία», του σκίζουν τη φανέλα. Ήταν ο μόνος τρόπος να βγει από το πετσί ενός Λάρσον η συγκεκριμένη φανέλα. Όταν ο Χένρικ αντίκρυσε τη σκηνή, υπέβαλε αμέσως την παραίτησή του. Έσβησε τη φωτιά για μην κάψει και τον 20χρονο γιο του.
Πήρε όλο το ανάθεμα επάνω του, βάλθηκε να πείσει μια ολόκληρη πόλη μέσω δημόσιων αντιπαραθέσεων ότι η βία δεν ήταν ποτέ στην κουλτούρα της. «Τριάντα χρόνια λατρείας καταγκρεμνίστηκαν σε τριάντα δευτερόλεπτα». Αυτό είπε μεταξύ άλλων για να κάνει αντιληπτή την πίκρα του.
Επί της ουσίας επιβεβαιώθηκε ότι έστω και για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ουδείς παραμένει προφήτης στον τόπο του.
Ο Χένρικ επέστρεψε για λίγο το 2019, έκανε και πάλι πέρα τον εγωισμό του επειδή ο τόπος και η ομάδα τον είχαν ανάγκη. Κάθισε στον πάγκο ελάχιστα, επέστρεψε απλώς για να επιβεβαιώσει στον εαυτό του ότι άπαξ και το γυαλί σπάσει, ποτέ δεν ξανακολλάει όση θέληση κι αν υπάρχει για να επισκευαστεί.
Ο μικρός Λάρσον έχει γίνει νομάς και περιπλανιέται. Η NEC στο Ναϊμένγκεν, η Νόρκεπινγκ, η Σπαρτάκ Μόσχας σταθμοί στην καριέρα του. Είναι απλώς ένας (καλός) ποδοσφαιριστής, για τους περισσότερους «ο γιος του Λάρσον».
Ο Χένρικ είναι πια βοηθός του Κούμαν στη Μπαρσελόνα, κατά έναν τρόπο σε μια ακόμα μεγάλη επιστροφή στην καριέρα του και ως προπονητής.
Εάν τύχει ωστόσο να επισκεφτείτε το Χέλσινμποργκ, θα διαπιστώσετε ότι ο Χένρικ Λάρσον είναι ακόμα εκεί, η αύρα και η ιστορία του αναδύουν οσμές σε ολόκληρη την πόλη.
Μπορεί να τον δείτε στο πάρκο πίσω από τον Πύργο, ίσως φανεί στα σκαλιά του Δημαρχείου, μπορεί στην κερκίδα του γηπέδου.
Σίγουρα όμως θα τον δείτε σε εκείνη τη μικρή πλατεία στην ακροθαλασσιά. Εξακολουθεί να αγναντεύει τον ορίζοντα απρόσκοπτος, ενώ γύρω του περνούν άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, τουρίστες ή απλοί πολίτες.
Τα χρόνια έχουν περάσει, ο μύθος έχει ξεθωριάσει, αλλά όταν μπροστά από το άγαλμα παίζουν μπάλα τα παιδιά, ο βασιλιάς επιστρέφει στο θρόνο του. Έστω για λίγο, για μια στιγμή.
Το χαμόγελο ζωντανεύει, τα μάτια ανοίγουν, στο κρανίο φυτρώνουν dreadlocks και ο μπρούντζος βάφεται με το ανεξίτηλο κόκκινο του πάθους και το βαθύ μπλε της θάλασσας.
Τα χρώματα που τον πλήγωσαν, τα χρώματα που δόξασε. Τα χρώματα που υπηρετεί.
Πηγή: Athletes’ Stories